Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΥΡΤΩΣ ΤΑΣΙΟΥ
Η Κατερίνα Γώγου με τα μάτια της κόρης της
Αυτοαναφορική, σπαρακτικά ειλικρινής, διπλά παρούσα αν και απούσα (μένει στο Λέτσε πια) η κόρη της Κατερίνας Γώγου και του Παύλου Τάσιου, όπως επιμένουν να την αποκαλούν, η Μυρτώ Τάσιου, όπως διεκδίκησε ποιητικά και εικαστικά για να σταθεί, δίνει το στίγμα της, όπως συνηθίζει, άμεσα, πρωτοπρόσωπα στην πρώτη της ποιητική συλλογή:
«Γεννήθηκα στις 10 Οκτωβρίου 1967. Μητέρα μου είναι η Κατερίνα Γώγου, ηθοποιός και ποιήτρια.
Πατέρας μου είναι ο Παύλος Τάσιος, σκηνοθέτης. Και οι δυο πέθαναν νέοι. Οταν ήμουν μικρή, πήγα στη Σχολή Μοντεσόρι και μετά έβγαλα μια καλών τεχνών, γιατί είχα πάθος με τη ζωγραφική. Μετά ειδικεύτηκα στη βυζαντινή τέχνη. Αρχισα να δουλεύω με τον Μιχάλη Αγγελιδάκη.
Στο μεταξύ έκανε μπαμ η επιτυχία της Κατερίνας. Δυστυχώς, έφερε αντίθετα αποτελέσματα. Αρχισε να πίνει και να αυτοκαταστρέφεται με όλους τους τρόπους. Ενιωθα ενοχές που δεν μπορούσα να τη βοηθήσω και μπλέχτηκα κι εγώ μέσα. Ο πατέρας μου με παρακολουθούσε διακριτικά. Μου έκανε την πρόταση να πάω στην κοινότητα Saman στο Πελέρμο κι εγώ δέχτηκα.
Εναν χρόνο μετά τον θάνατο της Κατερίνας άρχισα να παίρνω τα πάνω μου. Ξανάρχισα να ζωγραφίζω και να γράφω. Εβλεπα το μέλλον μου με διαφορετικό τρόπο. Ολες οι αναμνήσεις έγιναν πεταλούδες, πέρασαν. Είκοσι χρόνια πέταξαν. Το μόνο που ζητάω είναι να ζήσω ελεύθερη χρωματιστά».
Αυτοσυστήνεται στο βιβλίο της που υπογράφει με τη ζωή της. Τη Μυρτώ την ξέρω από παιδί. Ηταν εκεί έναν χρόνο πριν «φύγει» η Κατερίνα, σε μια συνέντευξη με αφορμή τις εμφανίσεις της στο «Ρόδον» που θα άλλαζε σε όλους μας τη ζωή. Η Κατερίνα, όπως προείπε, «έναν χρόνο μετά» δεν θα ζούσε. Η Μυρτώ έφυγε για την καινούργια της ζωή. Τώρα, την έψαξα. Ευτυχισμένη και δημιουργική στο Λέτσε, ο άντρας της ψαρεύει και τρώνε ψαράκια, «να τώρα, βλέπω τη θάλασσα, αυτήν την ώρα που σου μιλώ» και ζωγραφίζουν μαζί αγγέλους κι αγίους. Εικονογραφούν εκκλησίες.
Λατρεύει ποίηση και ζωγραφική
«Αλλες φορές μου έρχεται και γράφω, άλλες φορές ζωγραφίζω, αγαπώ και τα δύο», θα πει η Μυρτώ. Αναγνωρίζοντας, όμως, ότι «η ποίηση είναι πιο κοντά στον πυρήνα των πραγμάτων». «Αλλά ζωγράφιζα κι έγραφα από παιδί. Είχα γράψει ένα ποίημα για τα παιδιά του Πολυτεχνείου, θυμάσαι; Γιατί οι γονείς μου ήταν αριστεροί. Ημουν τότε έξι χρονών. Και με πήρε η μητέρα μου, το 1974 ήταν, και πήγαμε στο Πολυτεχνείο, μου είχε δώσει κι ένα λουλούδι κόκκινο κι ένα χαρτάκι που έλεγε ?θα κάνω το παιδί μου να σας μοιάζει?, γιατί γεννήθηκε στη χούντα, είμαι χουντόπαιδο εγώ», γυρίζει τον χρόνο πίσω. «Από την Ελλάδα έφυγα το 1992, έναν χρόνο μετά που πέθανε η μαμά. Ηρθα σε ένα κέντρο αποτοξίνωσης στην Ιταλία, σε μια κοινότητα και δεν ξαναγύρισα ποτέ. Μόνο για μικρά διαστήματα. Δεν ήθελα να γυρίσω, αν και πότε πότε με έπιανε η νοσταλγία, ήταν πολύ δύσκολα χρόνια, φτώχεια, μιζέρια, πείνα, ναρκωτικά».
Τη ρωτώ τι γνωρίζει σήμερα για την κρίση. Απαντά «μα κι εδώ έχουμε κρίση. Κι εδώ γίνεται ένας χαμός. Μένω σε ένα χωριό κοντά στο Λέτσε. Στο Ουντζέντο, αν έχεις ακουστά. Είναι μέσα στη θάλασσα. Τώρα που σου μιλάω είμαι στη θάλασσα. Παιδιά δεν έχω κάνει. Εχω δύο ζωάκια, τη Νανί και τον Φουτούρο, ναι, δυο γάτες είναι. Αν θέλω να γυρίσω; Εξαρτάται για ποιον λόγο. Δεν έχω πια τη μανία. Τα πρώτα χρόνια την είχα, μου έλειπαν όλοι. Μετά πέθαναν όλοι. Πέθανε και ο σύντροφός μου εκείνη την εποχή. Εφυγε από την κοινότητα, το έσκασε και πήγε και έπεσε από μία πολυκατοικία».
Νοσταλγία
«Θυμάμαι με θλίψη όλα εκείνα που έχασα από την Ελλάδα»
Αναγνωρίζει πως ναι «η τέχνη είναι η διαχείριση της απώλειας». Περιγράφει με ενθουσιασμό τη ζωή της: «Ξέρεις, κάνω συντήρηση έργων τέχνης εδώ. Μαζί με τον σύζυγό μου δουλεύουμε σε εκκλησίες, συντηρούμε εικόνες και φτιάχνω και εικόνες δικές μου, με τον δικό μου τρόπο. Εχουμε ένα μικρό εργαστήρι εδώ στο χωριό. Μας φωνάζουν και φτιάχνουμε εκκλησίες. Τα ποιήματα βγαίνουν όταν στενοχωριέμαι, όποτε είμαι πιεσμένη, τότε γράφω».
Την πονά η Ελλάδα, αλλά «η νοσταλγία ναι, είναι ένα αίσθημα. Ομως, με θλίψη θυμάμαι. Με θλίψη όλα εκείνα που έχασα από την Ελλάδα. Εχασα τα καλύτερά μου χρόνια. Αργησα να σωθώ». Το ότι σώθηκε «ναι, υπήρξε δική της απόφαση. Αποκλειστικά».
Αγαπημένος ζωγράφος της είναι «ο Βαν Γκογκ», αγαπημένος ποιητής «ο Παζολίνι», αγαπημένο χρώμα της «είναι το κόκκινο»: «Ναι, το χρώμα μου είναι το κόκκινο, το χρώμα της χαράς. Ξέρεις, είμαι σε ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα, ο σύζυγός μου ψαρεύει, τρώμε φρέσκο ψαράκι συνέχεια, εδώ είναι οι γάτες, το εργαστήρι, ένας χαμός! Το Σάββατο θα ανέβουμε στο Ουντζέντο γιατί θέλουμε να κάνουμε εικόνες», επαναλαμβάνει και επιμένει «να έρθεις! Εδώ έχουμε σπίτι μεγάλο, θα το χαρούμε πολύ».
Θα τη ρωτήσω στο τέλος, θέλω δεν θέλω, αγιογραφίες κάνει, για το ποια θέση έχει στη ζωή της το θείο, ας το πει όπως θέλει, ο Θεός: «Είναι μία δύναμη που μου δίνει τροφή, έμπνευση. Ναι, έμπνευση. Και πιστεύω».
Σε λίγες μέρες θα στείλει τους δικούς της αγγέλους. Μπορεί «η Αλίκη να μην μένει πια εδώ», αλλά η Μυρτώ είναι δίπλα στη θάλασσα, γράφει και ζωγραφίζει και είναι πιο καλά από ποτέ!
ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22808&subid=2&pubid=64115372