Η Maria Dimitriou κοινοποίησε τη φωτογραφία του χρήστη Φιλοσοφείν περιοδικό.
Ο Σόλων ως πρόδρομος της αττικής τραγωδίας
Διάφορες θεωρίες προτάθηκαν, για να ερμηνεύσουν την εμφάνιση της αττικής τραγωδίας. Μία από αυτές, του G. Else,[1] φαίνεται να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο πολιτικό στοιχείο ως παράγοντα που διαμόρφωσε την τραγωδία. Ως θεωρία που προσπαθεί να ερμηνεύσει τα πάντα από μια ορισμένη σκοπιά είναι εξίσου μονομερής όπως άλλες θεωρίες που ανάγουν τη γέννηση του θεάτρου αποκλειστικά στις τελετές προς τιμήν του Διονύσου. Εντούτοις αξίζει να κρατήσουμε απ’ αυτήν τον τονισμό του πολιτικού στοιχείου. Κατά τη γνώμη του Else τον αληθινό πρόδρομο της τραγωδίας πρέπει να τον αναζητήσουμε στο πρόσωπο του Σόλωνα. Ο Σόλωνας συνδυάζει τον πολιτικό και τον ποιητή και μέχρι την εποχή του Αισχύλου είναι ουσιαστικά ο μόνος Αθηναίος ποιητής του οποίου σώζονται τα έργα. Οι πολιτικές του ιδέες εκφράστηκαν αρχικά με το ελεγειακό δίστιχο, το αποδεκτό μέσο για παραίνεση και συμβουλή, και κατόπιν με τον ιαμβικό και τροχαϊκό στίχο. Ο Σόλων υπήρξε, λοιπόν, σημαντική πηγή για την τραγωδία, επειδή στην δική του προσωπική ένωση του ποιητή με τον πολιτικό προοικονομείται η ένωση τραγωδίας και πολιτικού στοιχείου. Ο Σόλων φαίνεται ότι επέλεξε να εκφραστεί σε τροχαϊκά και ιαμβικά μέτρα, τα κατοπινά μέτρα της τραγωδίας, προφανώς επειδή ένιωσε ότι το ελεγειακό μέτρο ήταν πολύ απρόσωπο και απόμακρο, για να εκφράσει τις προσωπικές του απόψεις. Αντ’ αυτού επιλέγει μέτρα που είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί από τον Αρχίλοχο, αλλά τα εμποτίζει με μια σοβαρότητα και αίσθηση δημόσιας ευθύνης, η οποία κατά βάθος αντιτίθεται στο αρχιλόχειο πνεύμα. Είναι η σοβαρότητα του ηρωικού πνεύματος που ο Σόλων το προσγειώνει στον αθηναϊκό ρεαλισμό και διαμορφώνει απ’ αυτό μια μορφή ευθείας αυτοπαρουσίασης μπροστά στο λαό της Αθήνας (Else 43). Ο Σόλων μας παρουσιάζει τον εαυτό του πάνω απ’ όλα ως δημόσιο πρόσωπο, το οποίο δεν κυριαρχείται από το πάθος, αλλά ερμηνεύει λογικά το χαρακτήρα και τα κίνητρα των ανθρώπων. Όλο το σολώνειο οικοδόμημα εγκιβωτίζεται μέσα στο πλαίσιο της Δίκης, η οποία αποδίδει σε κάθε άνθρωπο την πρέπουσα θέση του. Αυτή η τελευταία ιδέα αποτελεί προίκα του Σόλωνα στην τραγωδία (Else 47).
Ο Σόλων επομένως αποτελεί έναν πολιτικό που εξηγεί ποιητικά τις πράξεις του σαν να ήταν μπροστά σε μια ομάδα πολιτών και όχι τόσο σαν να ήταν μπροστά στους θεούς. Η ποίησή του αποτελεί μίγμα πολιτικού λόγου και νομικών επιχειρημάτων. Το γεγονός ότι αυτού του είδους η έκφραση είναι φυσική γι’ αυτόν και αντιληπτή από το κοινό του δείχνει το βαθμό, στον οποίο ποίηση και πολιτική ενσωμάτωναν η μία την άλλη ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. στην Αθήνα.
Οι τύραννοι στην Αθήνα κατανόησαν νωρίς τη σχέση ποίησης και πολιτικής νομιμότητας. Ο Πεισίστρατος κατάλαβε τη δύναμη της ποίησης, όταν αυτή προσδένεται σε πολιτικούς σκοπούς. Έτσι προσπάθησε να καρπωθεί το ρόλο της ποίησης ως δημόσιου παράγοντα θεμελιώνοντας τις δύο μεγαλύτερες αθηναϊκές ποιητικές γιορτές, τα Παναθήναια και τα Μεγάλα Διονύσια.[2] Στα Διονύσια η τραγωδία γίνεται δημόσια θεσμοθετημένο θέαμα και ενσωματώνεται στη ζωή του συνόλου των Αθηναίων πολιτών (Else 47-49). Η βαρύτητα που αποκτούν οι θεατρικές παραστάσεις στη δημόσια ζωή της Αθήνας φαίνεται από το γεγονός ότι η χρηματοδότησή τους αποτελεί μια τιμητική όσο και δυσβάσταχτη λειτουργία, όπως είναι λ.χ. και η τριηραρχία. Αλλά και οι γενικότερες συνθήκες παραγωγής και παράστασης των τραγωδιών φαίνεται να ευνοούν την πολιτικοποίηση του θεσμού: υπεύθυνοι για τη διοργάνωση των δραματικών αγώνων είναι οι ανώτατοι άρχοντες του κράτους.[3] Ο ποιητής που ήθελε να ανεβάσει έργο του έπρεπε πρώτα να απευθυνθεί στον αρμόδιο άρχοντα, για να λάβει χορό.[4] Έτσι εξαρτιόταν απόλυτα από την πολιτεία και τους αξιωματούχους της το αν ένας ποιητής θα είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει στο κοινό το έργο του. Αντίθετα από τους λυρικούς ποιητές, όπως ο Πίνδαρος ή ο Σιμωνίδης, οι οποίοι εξαρτώνταν από τυράννους ή βασιλείς, οι τραγικοί ποιητές κατά κάποιο τρόπο εξετάζονται, μέσω των αρχόντων, απ’ όλη την πόλη, την πολιτική κοινότητα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η τραγική τέχνη να υπόκειται στην επίδραση του ανταγωνισμού των πολιτικών δυνάμεων για επιρροή και να αποτελεί μέρος αυτής της πάλης. Ο ποιητής έπρεπε κατά κάποιο τρόπο να αποτελεί εκπρόσωπο ορισμένων πολιτικών τάσεων. Επιπλέον, η ίδια η πολύπλοκη διαδικασία της ψηφοφορίας για την ανάδειξη του νικητή ήταν ανοιχτή σε πολιτικές επιδράσεις: οι κριτές ορίζονταν κατόπιν μιας σειράς κληρώσεων και επιλογών και έπρεπε να εκπροσωπούν το σύνολο του λαού, επομένως και τις πολιτικές του πεποιθήσεις αλλά και τις ειδικότερες τάσεις της στιγμής. Η κρίση τους μπορεί να επηρεαζόταν όχι μόνο από τις λογοτεχνικές τους προτιμήσεις και τις φιλοσοφικές τους απόψεις αλλά και από τις πολιτικές τους συμπάθειες, καθώς και από την αντίδραση των θεατών. Την επομένη της λήξης των αγώνων γινόταν συνεδρίαση στο θέατρο, για να κρίνει ο δήμος το σύνολο της διοργάνωσης της γιορτής αλλά και ειδικά όλους τους συντελεστές της. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η τραγική ποίηση να υποστηρίζεται από μια περίπλοκη πολιτική πατρωνία.
Η τραγωδία ένωσε τον επικό ήρωα, ο οποίος αυτοπαρουσιάζεται –όπως ο Σόλωνας- χωρίς τη μεσολάβηση του ραψωδού (Else 64), και το μη ηρωικό στοιχείο στην ομάδα του χορού, μια ομάδα πολιτών που ενσαρκώνει το πολιτικό στοιχείο (Else 66). O χορός αποτελεί σημαντικό στοιχείο στη δημοκρατική αυτοσυνειδησία της πόλης. Πρόσφατες μελέτες υποδεικνύουν ότι είναι πιο δημοκρατικός κι από την ίδια την πόλη, αφού περιλαμβάνει γέρους, γυναίκες, σκλάβους, ξένους. Έτσι η τραγωδία ενοποιεί πνευματικά την Αττική. Φέρνει το πολύ μακρινό παρελθόν στο παρόν, συνδέει τους μεγάλους άνδρες με τους ταπεινούς. Όλοι οι Αθηναίοι, αριστοκράτες και κοινοί θνητοί, συναντιούνται σε ένα κοινό πεδίο και κοινωνούν με το ηρωικό πνεύμα (Else 76). Αυτή η ένωση των Αθηναίων στο όνομα των ομηρικών αρετών εξουδετερώνει πολλά από τα διασπαστικά στοιχεία της φυλετικής κοινωνίας και προετοιμάζει το κοινό συναισθηματικό έδαφος, για να ριζώσουν οι κλεισθένειες καινοτομίες. Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, οι μέγιστες επιτυχίες της Αθήνας στο οικονομικό, στρατιωτικό και πολιτικό πεδίο προετοιμάζονται από την τραγωδία. Ο Αισχύλος θα υψώσει την τραγωδία ακόμη ψηλότερα και η αισχύλεια τραγωδία θα αποτελέσει την έσχατη πραγμάτωση της σολώνειας αντίληψης για την τέχνη: το δράμα όχι μόνο δίνει τη δυνατότητα στον ήρωα να αντιμετωπίσει την απροσδιοριστία της ύπαρξης, αλλά και στους απλούς πολίτες του χορού να δράσουν ηρωικά. Αυτό είχε αντίκτυπο στις στρατιωτικές επιτυχίες των Αθηναίων: ένας ολόκληρος λαός ζει και πεθαίνει σαν ήρωας. Η διάδοση της ομηρικής αρετής της στρατιωτικής δόξας στο σώμα των Αθηναίων πολιτών έχει πρωταρχική σημασία για την επιβίωση και τη δόξα της πόλης, η οποία κορυφώνεται με την επιτυχία της οπλιτικής δημοκρατίας.
[1] The Origin and Early Form of Tragedy, New York 1965.
[2] Πρέπει να επισημανθεί η ειρωνεία του γεγονότος πως αν και οι τραγικοί αγώνες θεσμοθετήθηκαν την εποχή της τυραννίας, εντούτοις η τραγωδία απετέλεσε το κατεξοχήν μέσο δαιμονοποίησης των τυράννων. Τέτοιου είδους παρατηρήσεις οδήγησαν τον Connor το 1989, να προτείνει μια εναλλακτική ριζοσπαστική άποψη για το χρόνο και το λόγο θεσμοθέτησης των Μεγάλων Διονυσίων. Για τον Connor τα Μεγάλα Διονύσια θεσμοθετήθηκαν μετά την πτώση των τυράννων ως μέσο για τον εορτασμό της νέας ελευθερίας και κοινωνικής τάξης που προέκυψε στην τελευταία δεκαετία του 6ου αιώνα Η θεωρία του Connor απαιτεί η ενσωμάτωση της πόλης των Ελευθερών στην Αττική να έγινε μετά την κλεισθένεια μεταρρύθμιση της αθηναϊκής πολιτείας.
[3] Ο επώνυμος άρχων για τα Μεγάλα Διονύσια, ο άρχων βασιλεύς για τα Λήναια.
[4] Οι άρχοντες εξέταζαν κυρίως τα χορικά των τραγωδιών, επειδή αυτά αποτελούσαν το πλέον ιδεολογικό και πολιτικό μέρος του έργου (βλ. π.χ. το τέλος των Ευμενίδων, όπου ο Αισχύλος συζητά τις αρμοδιότητες του Αρείου Πάγου). http://heterophoton.blogspot.gr/
Διάφορες θεωρίες προτάθηκαν, για να ερμηνεύσουν την εμφάνιση της αττικής τραγωδίας. Μία από αυτές, του G. Else,[1] φαίνεται να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο πολιτικό στοιχείο ως παράγοντα που διαμόρφωσε την τραγωδία. Ως θεωρία που προσπαθεί να ερμηνεύσει τα πάντα από μια ορισμένη σκοπιά είναι εξίσου μονομερής όπως άλλες θεωρίες που ανάγουν τη γέννηση του θεάτρου αποκλειστικά στις τελετές προς τιμήν του Διονύσου. Εντούτοις αξίζει να κρατήσουμε απ’ αυτήν τον τονισμό του πολιτικού στοιχείου. Κατά τη γνώμη του Else τον αληθινό πρόδρομο της τραγωδίας πρέπει να τον αναζητήσουμε στο πρόσωπο του Σόλωνα. Ο Σόλωνας συνδυάζει τον πολιτικό και τον ποιητή και μέχρι την εποχή του Αισχύλου είναι ουσιαστικά ο μόνος Αθηναίος ποιητής του οποίου σώζονται τα έργα. Οι πολιτικές του ιδέες εκφράστηκαν αρχικά με το ελεγειακό δίστιχο, το αποδεκτό μέσο για παραίνεση και συμβουλή, και κατόπιν με τον ιαμβικό και τροχαϊκό στίχο. Ο Σόλων υπήρξε, λοιπόν, σημαντική πηγή για την τραγωδία, επειδή στην δική του προσωπική ένωση του ποιητή με τον πολιτικό προοικονομείται η ένωση τραγωδίας και πολιτικού στοιχείου. Ο Σόλων φαίνεται ότι επέλεξε να εκφραστεί σε τροχαϊκά και ιαμβικά μέτρα, τα κατοπινά μέτρα της τραγωδίας, προφανώς επειδή ένιωσε ότι το ελεγειακό μέτρο ήταν πολύ απρόσωπο και απόμακρο, για να εκφράσει τις προσωπικές του απόψεις. Αντ’ αυτού επιλέγει μέτρα που είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί από τον Αρχίλοχο, αλλά τα εμποτίζει με μια σοβαρότητα και αίσθηση δημόσιας ευθύνης, η οποία κατά βάθος αντιτίθεται στο αρχιλόχειο πνεύμα. Είναι η σοβαρότητα του ηρωικού πνεύματος που ο Σόλων το προσγειώνει στον αθηναϊκό ρεαλισμό και διαμορφώνει απ’ αυτό μια μορφή ευθείας αυτοπαρουσίασης μπροστά στο λαό της Αθήνας (Else 43). Ο Σόλων μας παρουσιάζει τον εαυτό του πάνω απ’ όλα ως δημόσιο πρόσωπο, το οποίο δεν κυριαρχείται από το πάθος, αλλά ερμηνεύει λογικά το χαρακτήρα και τα κίνητρα των ανθρώπων. Όλο το σολώνειο οικοδόμημα εγκιβωτίζεται μέσα στο πλαίσιο της Δίκης, η οποία αποδίδει σε κάθε άνθρωπο την πρέπουσα θέση του. Αυτή η τελευταία ιδέα αποτελεί προίκα του Σόλωνα στην τραγωδία (Else 47).
Ο Σόλων επομένως αποτελεί έναν πολιτικό που εξηγεί ποιητικά τις πράξεις του σαν να ήταν μπροστά σε μια ομάδα πολιτών και όχι τόσο σαν να ήταν μπροστά στους θεούς. Η ποίησή του αποτελεί μίγμα πολιτικού λόγου και νομικών επιχειρημάτων. Το γεγονός ότι αυτού του είδους η έκφραση είναι φυσική γι’ αυτόν και αντιληπτή από το κοινό του δείχνει το βαθμό, στον οποίο ποίηση και πολιτική ενσωμάτωναν η μία την άλλη ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. στην Αθήνα.
Οι τύραννοι στην Αθήνα κατανόησαν νωρίς τη σχέση ποίησης και πολιτικής νομιμότητας. Ο Πεισίστρατος κατάλαβε τη δύναμη της ποίησης, όταν αυτή προσδένεται σε πολιτικούς σκοπούς. Έτσι προσπάθησε να καρπωθεί το ρόλο της ποίησης ως δημόσιου παράγοντα θεμελιώνοντας τις δύο μεγαλύτερες αθηναϊκές ποιητικές γιορτές, τα Παναθήναια και τα Μεγάλα Διονύσια.[2] Στα Διονύσια η τραγωδία γίνεται δημόσια θεσμοθετημένο θέαμα και ενσωματώνεται στη ζωή του συνόλου των Αθηναίων πολιτών (Else 47-49). Η βαρύτητα που αποκτούν οι θεατρικές παραστάσεις στη δημόσια ζωή της Αθήνας φαίνεται από το γεγονός ότι η χρηματοδότησή τους αποτελεί μια τιμητική όσο και δυσβάσταχτη λειτουργία, όπως είναι λ.χ. και η τριηραρχία. Αλλά και οι γενικότερες συνθήκες παραγωγής και παράστασης των τραγωδιών φαίνεται να ευνοούν την πολιτικοποίηση του θεσμού: υπεύθυνοι για τη διοργάνωση των δραματικών αγώνων είναι οι ανώτατοι άρχοντες του κράτους.[3] Ο ποιητής που ήθελε να ανεβάσει έργο του έπρεπε πρώτα να απευθυνθεί στον αρμόδιο άρχοντα, για να λάβει χορό.[4] Έτσι εξαρτιόταν απόλυτα από την πολιτεία και τους αξιωματούχους της το αν ένας ποιητής θα είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει στο κοινό το έργο του. Αντίθετα από τους λυρικούς ποιητές, όπως ο Πίνδαρος ή ο Σιμωνίδης, οι οποίοι εξαρτώνταν από τυράννους ή βασιλείς, οι τραγικοί ποιητές κατά κάποιο τρόπο εξετάζονται, μέσω των αρχόντων, απ’ όλη την πόλη, την πολιτική κοινότητα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η τραγική τέχνη να υπόκειται στην επίδραση του ανταγωνισμού των πολιτικών δυνάμεων για επιρροή και να αποτελεί μέρος αυτής της πάλης. Ο ποιητής έπρεπε κατά κάποιο τρόπο να αποτελεί εκπρόσωπο ορισμένων πολιτικών τάσεων. Επιπλέον, η ίδια η πολύπλοκη διαδικασία της ψηφοφορίας για την ανάδειξη του νικητή ήταν ανοιχτή σε πολιτικές επιδράσεις: οι κριτές ορίζονταν κατόπιν μιας σειράς κληρώσεων και επιλογών και έπρεπε να εκπροσωπούν το σύνολο του λαού, επομένως και τις πολιτικές του πεποιθήσεις αλλά και τις ειδικότερες τάσεις της στιγμής. Η κρίση τους μπορεί να επηρεαζόταν όχι μόνο από τις λογοτεχνικές τους προτιμήσεις και τις φιλοσοφικές τους απόψεις αλλά και από τις πολιτικές τους συμπάθειες, καθώς και από την αντίδραση των θεατών. Την επομένη της λήξης των αγώνων γινόταν συνεδρίαση στο θέατρο, για να κρίνει ο δήμος το σύνολο της διοργάνωσης της γιορτής αλλά και ειδικά όλους τους συντελεστές της. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η τραγική ποίηση να υποστηρίζεται από μια περίπλοκη πολιτική πατρωνία.
Η τραγωδία ένωσε τον επικό ήρωα, ο οποίος αυτοπαρουσιάζεται –όπως ο Σόλωνας- χωρίς τη μεσολάβηση του ραψωδού (Else 64), και το μη ηρωικό στοιχείο στην ομάδα του χορού, μια ομάδα πολιτών που ενσαρκώνει το πολιτικό στοιχείο (Else 66). O χορός αποτελεί σημαντικό στοιχείο στη δημοκρατική αυτοσυνειδησία της πόλης. Πρόσφατες μελέτες υποδεικνύουν ότι είναι πιο δημοκρατικός κι από την ίδια την πόλη, αφού περιλαμβάνει γέρους, γυναίκες, σκλάβους, ξένους. Έτσι η τραγωδία ενοποιεί πνευματικά την Αττική. Φέρνει το πολύ μακρινό παρελθόν στο παρόν, συνδέει τους μεγάλους άνδρες με τους ταπεινούς. Όλοι οι Αθηναίοι, αριστοκράτες και κοινοί θνητοί, συναντιούνται σε ένα κοινό πεδίο και κοινωνούν με το ηρωικό πνεύμα (Else 76). Αυτή η ένωση των Αθηναίων στο όνομα των ομηρικών αρετών εξουδετερώνει πολλά από τα διασπαστικά στοιχεία της φυλετικής κοινωνίας και προετοιμάζει το κοινό συναισθηματικό έδαφος, για να ριζώσουν οι κλεισθένειες καινοτομίες. Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, οι μέγιστες επιτυχίες της Αθήνας στο οικονομικό, στρατιωτικό και πολιτικό πεδίο προετοιμάζονται από την τραγωδία. Ο Αισχύλος θα υψώσει την τραγωδία ακόμη ψηλότερα και η αισχύλεια τραγωδία θα αποτελέσει την έσχατη πραγμάτωση της σολώνειας αντίληψης για την τέχνη: το δράμα όχι μόνο δίνει τη δυνατότητα στον ήρωα να αντιμετωπίσει την απροσδιοριστία της ύπαρξης, αλλά και στους απλούς πολίτες του χορού να δράσουν ηρωικά. Αυτό είχε αντίκτυπο στις στρατιωτικές επιτυχίες των Αθηναίων: ένας ολόκληρος λαός ζει και πεθαίνει σαν ήρωας. Η διάδοση της ομηρικής αρετής της στρατιωτικής δόξας στο σώμα των Αθηναίων πολιτών έχει πρωταρχική σημασία για την επιβίωση και τη δόξα της πόλης, η οποία κορυφώνεται με την επιτυχία της οπλιτικής δημοκρατίας.
[1] The Origin and Early Form of Tragedy, New York 1965.
[2] Πρέπει να επισημανθεί η ειρωνεία του γεγονότος πως αν και οι τραγικοί αγώνες θεσμοθετήθηκαν την εποχή της τυραννίας, εντούτοις η τραγωδία απετέλεσε το κατεξοχήν μέσο δαιμονοποίησης των τυράννων. Τέτοιου είδους παρατηρήσεις οδήγησαν τον Connor το 1989, να προτείνει μια εναλλακτική ριζοσπαστική άποψη για το χρόνο και το λόγο θεσμοθέτησης των Μεγάλων Διονυσίων. Για τον Connor τα Μεγάλα Διονύσια θεσμοθετήθηκαν μετά την πτώση των τυράννων ως μέσο για τον εορτασμό της νέας ελευθερίας και κοινωνικής τάξης που προέκυψε στην τελευταία δεκαετία του 6ου αιώνα Η θεωρία του Connor απαιτεί η ενσωμάτωση της πόλης των Ελευθερών στην Αττική να έγινε μετά την κλεισθένεια μεταρρύθμιση της αθηναϊκής πολιτείας.
[3] Ο επώνυμος άρχων για τα Μεγάλα Διονύσια, ο άρχων βασιλεύς για τα Λήναια.
[4] Οι άρχοντες εξέταζαν κυρίως τα χορικά των τραγωδιών, επειδή αυτά αποτελούσαν το πλέον ιδεολογικό και πολιτικό μέρος του έργου (βλ. π.χ. το τέλος των Ευμενίδων, όπου ο Αισχύλος συζητά τις αρμοδιότητες του Αρείου Πάγου). http://heterophoton.blogspot.gr/