Maria Dimitriou από ΠΝΟΗ
3.3.2016
της Σοφίας Μπασκάκη Γεννημένος το 1974, μόλις στα 42 του χρόνια, έχει
ήδη καταφέρει να ξεχωρίσει στο χώρο των Γραμμάτων και του Πνεύματος.
Ένας…
apopsi-tora.grτης Σοφίας Μπασκάκη
Γεννημένος το 1974, μόλις στα 42 του
χρόνια, έχει ήδη καταφέρει να ξεχωρίσει στο χώρο των Γραμμάτων και του
Πνεύματος. Ένας ταξιδευτής στον κόσμο των ιδεών του Πλάτωνα, που ήρθε να
μας χαρίσει «…Και λίγο φως…» μέσα από την πρώτη ποιητική συλλογή του.
Ο διακεκριμένος φιλόλογος Σπύρος Φλώρος,
γνωστός εδώ και πολλά χρόνια για την προσφορά του στο χώρο της
Εκπαίδευσης, μέσα από τα 20, σχεδόν, βιβλία-βοηθήματα που έχει συγγράψει
για την Ελληνοεκδοτική και τα δύο φροντιστήρια Μέσης Εκπαίδευσης που
διατηρεί στον Αγ. Στέφανο και τη Δροσιά, έρχεται να μας δείξει και μια
ακόμη πλευρά της βαθυστόχαστης προσωπικότητας του μέσα από την ποίηση.
Ο Σπύρος Φλώρος, μοιράζεται μαζί μας τις
φιλοσοφημένες σκέψεις του, τους προβληματισμούς αλλά και τα χρώματα της
ψυχής του, σε μια συνέντευξη -που περισσότερο θυμίζει φιλική κουβέντα- η
οποία εντυπωσιάζει με τις απόψεις και τη στάση που ο ίδιος επέλεξε να
υμνεί τη ζωή: μέσα από την αλήθεια της φιλοσοφίας και τον ρομαντισμό της
ίδιας της ζωής…
Του ζήτησα να μου μιλήσει για την Ποίηση
περιμένοντας αφελώς να μου περιγράψει τα συναισθήματα που ξυπνούν οι
στίχοι, τη μελωδία των λέξεων «Αυτοί που ρωτούν και
περιμένουν το εγκώμιο της Ποίησης, δεν θα το κάνω εγώ. Αυτοί, εμείς,
νιώθουμε μέσα μας σαν οξυγόνο, σαν φως, μα και σαν έρεβος, -άξιο και
αυτό κι άξιο για περιπλάνηση εντός του-, σαν μέθη, σαν τον παλμό το
δυνατό της ψυχής μας, σαν τη ζωή την ίδια, σαν πόνο και σαν λύτρωση, σαν
καθαρμό, σαν εξαγνισμό, και σαν μιαν ομορφιά μέσα στην τόση ασχήμια,
σαν Έρωτα άλλοτε την ποίηση και έτσι μπορούμε να διαφυλάττουμε αλώβητη,
άτρωτη, ακέραιη την ύπαρξη μας, την Ανθρώπινη» είναι η απάντηση που κλείνει μέσα της όλα όσα νιώθει και αποτυπώνει έντεχνα στα ποιήματα του.
«Και να το πάλι το ερώτημα, το συνηθισμένο, το προβοκατόρικο» συνεχίζει,
καθώς έρχεται αντιμέτωπος με τη συνηθισμένη ερώτηση «τι χρειάζεται η
Ποίηση σε τούτους τους καιρούς; Σε αυτόν τον κόσμο, της μηχανής, της
μηχανιστικής ζωής, της ταχύτητας, τι έχει να δώσει η Ποίηση;» και
απαντά:
«Λοιπόν σε όσους θέτουν αυτό το
ερώτημα και πραγματικά το έχουν, αληθινά απορούν αν έχει χρησιμότητα η
ποίηση, θα απαντήσω ευθέως: όχι, για εσάς, δεν έχει! Κύριοι, η Ποίηση
είναι άχρηστη. Η Ποίηση, η Λογοτεχνία, η μουσική (η αληθινή βέβαια), η
Τέχνη εν γένει, δεν χρειάζονται… για τον απλό λόγο: όλα δεν είναι για
όλους! Αφοριστικό; Ρατσιστικό; Πείτε το όπως θέλετε! Όμως αυτός που δεν
την ένιωσε τη δίψα, την ανάγκη της Τέχνης, της μαγείας του λόγου, της
Ποίησης, δεν θα τη συλλάβει ούτε σε θεωρητικό επίπεδο».
Πως είναι όμως για έναν «αθεράπευτο»
Πλατωνιστή ποιητή να βιώνει όσα συμβαίνουν γύρω μας; Με σεβασμό απέναντι
σε όσους έχουν πληγεί πραγματικά από την κρίση και παλεύουν να
επιβιώσουν, ο Σπύρος Φλώρος «στέκεται» στους υπόλοιπους λέγοντας
χαρακτηριστικά «Μα οι υπόλοιποι; Εμείς; Η πλειονότητα του
κόσμου; Μάλλον μια κρίση πανικού μπροστά στο «δράμα» ενός απολεσθέντος
παραδείσου, που μόνο τέτοιος δεν ήταν. Επειδή αυτό το «πάντων χρημάτων
μέτρον άνθρωπος», όσο κι αν έχει μια απολυτότητα στην αποφθεγματικότητά
του, κρύβει μεγάλη αλήθεια μέσα του, νομίζω ότι η κρίση αγγίζει πολύ ή
λίγο τον καθένα αναλόγως το τι έχει, τι κουβαλά μέσα του…».
Η ζωή όμως μπορεί να είναι όμορφη μέσα από την ανασφάλεια που γεννιέται από αυτή την κατάσταση; «Η
ζωή μπορεί να είναι γεμάτη, πλούσια, δυνατή, πλήρης μεγάλων,
συνταρακτικών συγκινήσεων, μεγάλων και δυνατών λυτρωτικών στιγμών, όταν
αυτές μπορεί να στις χαρίζουν οι ώρες και ώρες στοχασμού, φιλοσοφικών κι
ανθρώπινων αναζητήσεων με δυο-τρεις (ή έναν ακόμα καλύτερα) ανθρώπους,
να στις χαρίζει η ανάγνωση, η μαγική διαδικασία της ανάγνωσης ενός
βιβλίου, οι όμορφες στιγμές φυγής, σιωπής εύρεσης με τον εαυτό σου» θα μας πει με μια ζωντάνια στο βλέμμα που μαρτυρά την αταραξία της ψυχής του. Ο κ. Φλώρος συνεχίζει τονίζοντας «Νομίζω
ό άνθρωπος έχασε πια τη δυνατότητα να απολαμβάνει, να γεύεται την
μαγεία, την ηδονή θα έλεγα των απλών, μα τόσο μεγάλων πραγμάτων κι έτσι η
«κρίση» έγινε τρομερή, εφιαλτική, για έναν τέτοιο άνθρωπο».
«Χάθηκε ο έρωτας μέσα στην κρίση» θα πει, «ο
πλατωνικός έρωτας που σε κάνει να ταξιδεύεις με τις αισθήσεις, μέσα από
μια αέναη διαδρομή. Ο έρωτας με το θαύμα της φύσης, με την μαγεία της
ίδιας της ζωής. Ικανός να σε ανυψώσει στο υπέρτατο ιδεώδες αντικρίζοντας
την μοναδική κι αδιαπραγμάτευτη αλήθεια… την ίδια την ανθρώπινη
υπόσταση μέσα από την πνευματικότητα που προσδίδει το νόημα της ύπαρξης…
Ο έρωτας που σε κάνει να ριγείς από θαυμασμό για το θρόισμα των φύλλων,
για το λίκνισμα που κάνουν τα σύννεφα ξεγελώντας το βλέμμα, για όλα όσα
αρμονικά συμβιώνουν μαζί σου, αλλά τα προσπερνάς βιαστικά τρέχοντας στο
μετά και χάνοντας τη στιγμή στο παρόν. Δυστυχώς ο πλατωνικός έρωτας
αποτελεί μια ουτοπία πλέον, έναν άγνωστο χώρο στο πλήθος των ανθρώπων,
μα έλα που κάποιοι κάποτε τη βίωσαν την ουτοπία τους…».
Προβληματισμένη φαίνεται η ματιά του απέναντι στους νέους του σήμερα, καθώς αντικρίζει μια «θλιβερή εικόνα» όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος. «Είναι
μια θλιβερή εικόνα αυτή που βγάζει -σε μεγάλο, όχι απόλυτο βαθμό- ο
νέος σήμερα. Είναι φορές που λες ότι οι νέοι δεν ζουν πραγματικά.
Φοβούμαι ότι νομίζουν πως ζουν, μα αγνοούν μάλλον ό,τι υπάρχει ως
αληθινή ζωή. Μοιάζει σαν εικονική η ζωή…. Καθηλωμένοι σε μια οθόνη ώρες
επί ωρών… μια νάρκωση, μια νέκρωση, μια απουσία ζωής… Αφιέρωσαν κάποιες
στιγμές να περπατήσουν, στη θάλασσα θες; Στο βουνό θες; Να σκεφτούν, να
στοχαστούν, να ρουφήξουν την ομορφιά δίπλα τους, να μυρίσουν τη γη, τη
θάλασσα; Εδώ κι όταν στην θάλασσα βρεθούν, κάθονται μπροστά σε μια
οθόνη… πόσο μελαγχολική, πόσο ταπεινωτική θα έλεγες -για το ανθρώπινο
είδος- μοιάζει η εικόνα αυτή…».
Με πολλή αγάπη προς τα νέα παιδιά, που επί χρόνια υπηρετεί ως φιλόλογος το δικαίωμα τους στη γνώση, επισημαίνει ότι «Οι φίλοι μετριούνται στο facebook,
ακόμα και η ομορφιά εκχυδαΐζεται όταν γίνεται μια αυτάρεσκη αυτοπροβολή
της με φωτογραφίες, που αποσκοπούν στο να αλαλάξει το πλήθος των
ηδονοβλεψιών ενθουσιώδες και να χαρεί και να καμαρώνει η «εκδιδόμενη
στην κοινή θέα» εικόνα…» και τα παροτρύνει να ζήσουν πραγματικά λέγοντας «Κι όμως έχει μια τόση ομορφιά και γαλήνη και αληθινή ευτυχία εκεί έξω ο κόσμος…».
Συνεχίζοντας την «περιπατητική» κουβέντα
μας, σκέφτομαι να τον ρωτήσω τις απόψεις του σχετικά με την Πολιτική,
όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στις μέρες μας. «Πολιτική; Γιατί τώρα το
κάνετε αυτό; Δεν είναι τόσο όμορφα όσα λέμε; Γιατί να στάξουν πινελιές
αταίριαστες, στα χρώματα μας; Φυσικά και η πολιτική είναι μια πράξη
αμιγώς ανθρώπινη, είναι μια ύψιστη ανθρώπινη κατάκτηση, μα είναι που
μιαν άλλη θα ήταν η πολιτική που θα δικαίωνε το ρόλο της, το ύψος και τη
σημασία της. Εγώ -θες λίγο Πλατωνιστής; – θα ήθελα άλλον τον πολιτικό,
αλλιώς τον ποθούσα: έναν άνθρωπο πνευματώδη, ποιοτικό, ευπρεπή, έναν
άνθρωπο που θα όριζε ως στόχο την πνευματική, ποιοτική ανύψωση των
ανθρώπων, έναν άνθρωπο ολιγαρκή, στοχαστή».
Τα χαρακτηριστικά που θεωρεί ο Σπύρος
Φλώρος ότι πρέπει να έχει ένας πολιτικός αλλά και όλοι όσοι του δίνουν
το χρίσμα, ανάγονται στη σφαίρα του ιδεατού, μιας αλλοτινής Πολιτείας
που απέχει μακράν από την Ελλάδα του σήμερα «Θα ήθελα να τον
φαντάζομαι ότι γυρνά στο σπίτι του, να κάθεται και να μελετά τον
Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, να μπορεί να κάνει όμορφες ποιοτικές συζητήσεις
και να διαπνέεται από ευγένεια, να μην είναι σαν αυτές τις
καρικατούρες που βλέπουμε, τις απαίδευτες, αστοιχείωτες, ακαλλιέργητες,
έμπλεες εμπάθειας, φανατισμού, μικρότητας και μικροπρέπειας, χυδαιότητας
και που δεν μπορούν καν να μιλήσουν σωστά, να διαχειριστούν το λόγο και
το Λόγο. Κάποτε βλέποντας τους, (όχι πια, χρόνια τώρα -όσο λάθος, όσο
κατακριτέο κι αν είναι- απέχω, ιδιωτεύω) απορώ. Όχι με αυτούς. Με τον
κόσμο τον περιλάλητο «σοφό λαό» και την ποιότητα του, το επίπεδο του,
αφού ακολουθεί αυτούς τους τόσο μικρούς και λίγους και αλαλάζει –όχλος
αμαθής- κάτω από μπαλκόνια».
Φτάνοντας η κουβέντα προς το τέλος της,
εκφράζω ότι μου δημιούργησε την εντύπωση πως διακατέχεται από μια
αδιόρατη απογοήτευση, με όσα από ψυχής κατέθεσε. «Απογοήτευση; Δεν θα το έλεγα!» απαντά και συνεχίζει
«Αν μιλήσουμε ως φιλόλογοι (έχουμε αυτή την «άτιμη» αλλά υπέροχη,
υπέροχη ιδιότητα), για να από-γοητευτείς από κάποιον, πρέπει πρώτα να
έχεις γοητευτεί. Λοιπόν, ο άνθρωπος σήμερα δύσκολα γοητεύει, δύσκολα
μπορώ (μιλώντας προσωπικά πάντα) να θυμηθώ ανθρώπους που εξέπεμπαν κάτι
μεγάλο, ξεχωριστό, δύσκολα με γοήτευσαν εκπρόσωποι του είδους τούτου… κι
όταν αυτό συνέβη, ααα όχι! Για να είμαι ειλικρινής αυτοί οι λίγοι δεν
με απογοήτευσαν…». Χαμογελά για λίγο, σκεπτόμενος πάντα και συνεχίζει «Μα
πώς να αισθανθείς το θαυμασμό, τη γοητεία, το δέος για τον άνθρωπο;
Φοβούμαι ότι ο άνθρωπος είναι –όχι απολύτως, αλίμονο- αλλά πολλοί, οι
πολλοί είναι άνθρωποι «στεγνοί», ρηχοί, απαίδευτοι, αφιλοσόφητοι, -ναι,
αυτό που πρώτα από όλα θα έπρεπε να είναι: σκεπτόμενοι, αληθινά
φιλοσοφούντες, στοχαζόμενοι, και και να δικαιώνεται ο μέγας τίτλος του
Ανθρώπου, αυτού του πνευματώδους όντος- και δυστυχώς αγενείς, ανάγωγοι.
Λείπει το πνεύμα, λείπει ο στοχασμός, λείπει η καλαισθησία, λείπει η
ποιότητα… στα πάντα… Δείτε ποια είναι η κουλτούρα της διασκέδασης,
ακούστε ποια είναι η «τέχνη» με την οποία τρέφεται -και ατροφεί- η
νεολαία μας… Λοιπόν σιωπώ… δε συνεχίζω…».
Αποφεύγω να σβήσει το χαμόγελο του μέσα
στην μελαγχολία της σιωπής του. Προτιμώ να τον αποχαιρετίσω και να τον
ευχαριστήσω για τον χρόνο που μου αφιέρωσε αλλά πάνω από όλα για τις
σκέψεις που μοιράστηκε μαζί μου. Με μια εγκάρδια χειραψία αποχαιρετώ τον
Σπύρο Φλώρο που ετοιμάζεται να επιστρέψει σπίτι του, στο καταφύγιο της
ψυχής του. Εκεί, παρέα με τη σύζυγο, λαχταρώντας να δώσει ένα χάδι στα
τρία υπέροχα παιδιά του, παίζοντας στον κήπο με τον Κάιζερ, το Αγίου
Βερνάρδου που τον περιμένει καλόκαρδα να επιστρέψει. Μέσα στην αγκαλιά
των χαρτιών, των βιβλίων και των λέξεων, όπου βρίσκει τη γαλήνη και την
αταραξία της ανήσυχης ψυχής του.