theolabrinos.blogspot.com
Η
φυσιογνωμία ενός λαού θεμελιώνεται καθοριστικά εκτός των άλλων και μέσα
από τη σχέση του με τον περιβάλλοντα χώρο. Κι αν θα έπρεπε να δώσουμε
το στίγμα της ελληνικής φύσης κατονομάζοντας κάποια καρποφόρα δέντρα που
επέδρασαν στις κοινωνικοοικονομικές πραγματικότητες την πρώτη θέση
αναμφίβολα διεκδικεί η ελιά.
Δέντρο του μεσογειακού χώρου η ελιά, επηρέασε καταλυτικά την εξέλιξη του πολιτισμού σ’ ένα χώρο όπου αναπτύχθηκαν μερικοί από τους πιο πρώιμους πολιτισμούς.
Η σύνδεση της με τη διατροφή και τη λατρεία αποτελεί σημαντικό φαινόμενο που εισχωρεί στη μυθολογία των μεσογειακών λαών και διαμορφώνει λατρευτικές πρακτικές, δοξασίες, έθιμα και συνήθειες αρκετές από τις οποίες διατηρούνται ακόμα και σήμερα.
Η καλλιέργεια της ελιάς πιστεύεται, ότι αποτελεί ένα ξεχωριστό στοιχείο πολιτισμού που οδηγεί στις πιο σύνθετες κοινωνικές δομές. Αποτελεί πολιτισμικό ορόσημο στην εξέλιξη του μεσογειακού πολιτισμού.
Τα πρώτα στάδια εκμετάλλευσης της ελιάς από τους κατοίκους του προϊστορικού Αιγαίου παραμένουν ακόμη σκοτεινά. Πιστεύεται, ωστόσο, ότι από τη Νεολιθική τουλάχιστον εποχή, μαζί με τους βρώσιμους καρπούς διαφόρων δέντρων, θα γινόταν ευκαιριακά και συλλογή των καρπών της αγριελιάς (Olea europaea oleaster) για τη συμπλήρωση και τον εμπλουτισμό του διαιτολογίου.
Οι απαρχές της ελαιοκαλλιέργειας- Αρχαιολογικά ευρήματα
Απολιθωμένα
φύλλα ελιάς 50-60 χιλιάδων χρόνων που ανακαλύφθηκαν στη Θήρα
(Σαντορίνη). Οι απαρχές της ελαιοκαλλιέργειας τοποθετούνται συνήθως στο
χρονικό ορίζοντα της λεγόμενης Πρώιμης Χαλκοκρατίας δηλαδή την 3η
χιλιετίας π.Χ.
Από τον
20 αι. π.Χ. ως τον 10 αι. π.Χ. παρατηρείται μια εντυπωσιακή αύξηση της ελαϊκής γύρης σύμφωνα με παλαιοβοτανικά δεδομένα, που ίσως σηματοδοτεί και τη μεγάλη αύξηση της ελαιοκαλλιέργειας στον ελληνικό χώρο.
Σήμερα επιστήμες όπως η ιστορία, η αρχαιολογία, η γεωλογία και η γεωπονική, έχουν αποδείξει ότι όντως η ελιά είναι ένα από τα αρχαιότερα καλλιεργούμενα δέντρα της Μεσογείου και η έρευνα στρέφεται στον εντοπισμό του αρχικού είδους που επιβίωσε ως τις μέρες μας.
Παράλληλά η παλαιοβοτανική ερευνά, με τη συγκέντρωση και εργαστηριακή ανάλυση υπολειμμάτων από ελαιόδεντρα ( ελαιοπυρήνες, ξύλο, φύλλα ), και προσπαθεί να προσδιορίσει το χρόνο κατά τον οποίο το άγριο δέντρο εξημερώνεται, οπότε αρχίζει και η συστηματική του καλλιέργεια, αλλά και η έκταση, τοπικά και ποσοτικά, αυτής.
Η Γυρεολογία που ως κλάδος της Παλαιοβοτανικής πρωτοεμφανίστηκε στον ελληνικό χώρο το 1965 ασχολείται με τη μικροσκοπική ανάλυση και τη στατιστική μέτρηση των γυρεόκοκκων σε αποθέσεις κυρίως στον πυθμένα ελών και λιμνών, δίνει πολύτιμα στοιχεία ως προς την παρουσία και καλλιέργεια του ελαιόδεντρου σε ένα τόπο, σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο αλλά και διαχρονικά.
Σύμφωνα με αυτά η παρουσία της ελιάς στον ελλαδικό χώρο ανάγεται στη νεολιθική εποχή. Από τους τελευταίους μάλιστα αιώνες της περιόδου αυτής διαθέτουμε και τα παλαιότερα έως τώρα δείγματα γύρης ελιάς, από την Κρήτη και από τη Βοιωτία.
Επίσης γυρεόκοκκοι της ελιάς εμφανίζονται στην Ήπειρο, στην Ανατολική Στερεά, Θεσσαλία κ.α.
Μέχρι σήμερα, ωστόσο, την προσοχή των ειδικών τράβηξε προπάντων η Κρήτη, λόγω βέβαια και του εντοπισμού συγκριτικά αφθονότερων οργανικών καταλοίπων, ενώ σημαντικά στοιχεία απέδωσε μόλις πρόσφατα η μελέτη του σχετικού υλικού από τον Υστεροκυκλαδικό Ι οικισμό του Ακρωτηρίου στη γειτονική Θήρα.
Καταγωγή - Εξάπλωση της ελιάς στη λεκάνη της Μεσογείου
Σχετικά με την καταγωγή και την προέλευση της ελιάς έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις.
Ο A. De Candolle στη μελέτη του «Οι ρίζες των καλλιεργούμενων φυτών», καθώς και άλλοι ιστορικοί συγγραφείς, θεωρούν σαν πιο πιθανό τόπο προέλευσης της ελιάς, τις περιοχές της Συρίας και της Μικράς Ασίας, των οποίων οι βουνοπλαγιές είναι κατάφυτες με αγριελιές. Το στοιχείο όμως αυτό δε θεωρείται καθοριστικό, γιατί αγριελιές συναντώνται διάσπαρτες σ’ όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, στα βόρεια παράλια της Αφρικής, στην Ισπανία, τη Νότια Ιταλία, στην Ελλάδα και κυρίως στην Μικρά Ασία .
Αλλοι πιστεύουν ότι η ελιά προέρχεται από την Αφρική (Αβησσυνία, Αίγυπτος ). Από κει διαδόθηκε στην Κύπρο και στα βόρεια παράλια της Αφρικής ( Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία και αλλού ) από τους Φοίνικες που παρουσίασαν σημαντική ακμή στην Καρχηδόνα. Ο ιστορικός Θεόφραστος αναφέρει ότι η ελιά φύτρωνε στην Κυρηναϊκή χερσόνησο, στη Νότια Ιταλία, στη Συρία και Αραβία (προς τη μεριά της θάλασσας ), στην Αίγυπτο και αλλού. Στις χώρες αυτές βρέθηκαν ευρήματα που μαρτυρούν τη διασπορά της εξάπλωσης του δέντρου. Πηγές από την αιγυπτιακή βιβλιογραφία μαρτυρούν ότι στην Αίγυπτο καλλιεργούνταν η ελιά, πριν από πολλά χρόνια.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η ελιά από τη Βόρεια Συρία διαδόθηκε στα ελληνικά νησιά και από κει στην ηπειρωτική Ελλάδα από τους Φωκαείς και το 600 π.Χ. στην Ιταλία, στη Σικελία και στη Σαρδηνία και μετά στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες.
Στη νότια Κρήτη η παρουσία της αγριελιάς είναι έντονη. Πολλοί ερευνητές ισχυρίζονται ότι η ύπαρξη των πρώτων άγριων ελαιόδεντρων στο νοτιότερο τμήμα του νησιού συνδέεται με τις στενές σχέσεις που είχαν οι κάτοικοι της Κρήτης με τους λαούς των βορείων ακτών της Αφρικής. Ίσως να οφείλεται και σ’ αυτό το γεγονός η ανάπτυξη των πρωτομινωϊκών οικισμών στα νότια του νησιού, όπου εκτείνονταν μεγάλα δάση άγριων ελαιόδεντρων. Μικρά δάση του φυτού – πρόγονου της καλλιεργήσιμης ελιάς που σώζονται στην περιοχή του Κόφινα, στην οροσειρά των Αστερουσίων, μας δίνουν την εικόνα του τι συνέβαινε στα προϊστορικά χρόνια. Σύμφωνα με τον ερευνητή Ζαχ. Κυπριωτάκη, τα δάση της αγριελιάς έχουν μειωθεί λόγω υπερβόσκησης, αλλά μεμονωμένα δέντρα ή συστάδες μπορεί να δει κανείς σε πολύ απόκρημνες περιοχές, σε γκρεμούς και σε χάσματα βράχων. Αναμφισβήτητα η συστηματική καλλιέργεια της ελιάς συνέβαλε στην αλματώδη ανάπτυξη του μινωϊκού πολιτισμού.
Ανεξάρτητα από την προέλευση και τον τρόπο διάδοσης της ελιάς, είναι γεγονός ότι η καλλιέργεια της εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση στην ευρωπαϊκή ήπειρο και αυτός ίσως είναι ο λόγος της γνωστής ονομασίας ελιά η Ευρωπαϊκή. Ειδικότερα για τη λεκάνη της Μεσογείου η ελιά αποτελεί τη βασικότερη καλλιέργεια από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
συνέχεια εδώ http://theolabrinos.blogspot.gr/2014/12/blog-post_26.html
Δέντρο του μεσογειακού χώρου η ελιά, επηρέασε καταλυτικά την εξέλιξη του πολιτισμού σ’ ένα χώρο όπου αναπτύχθηκαν μερικοί από τους πιο πρώιμους πολιτισμούς.
Η σύνδεση της με τη διατροφή και τη λατρεία αποτελεί σημαντικό φαινόμενο που εισχωρεί στη μυθολογία των μεσογειακών λαών και διαμορφώνει λατρευτικές πρακτικές, δοξασίες, έθιμα και συνήθειες αρκετές από τις οποίες διατηρούνται ακόμα και σήμερα.
Η καλλιέργεια της ελιάς πιστεύεται, ότι αποτελεί ένα ξεχωριστό στοιχείο πολιτισμού που οδηγεί στις πιο σύνθετες κοινωνικές δομές. Αποτελεί πολιτισμικό ορόσημο στην εξέλιξη του μεσογειακού πολιτισμού.
Τα πρώτα στάδια εκμετάλλευσης της ελιάς από τους κατοίκους του προϊστορικού Αιγαίου παραμένουν ακόμη σκοτεινά. Πιστεύεται, ωστόσο, ότι από τη Νεολιθική τουλάχιστον εποχή, μαζί με τους βρώσιμους καρπούς διαφόρων δέντρων, θα γινόταν ευκαιριακά και συλλογή των καρπών της αγριελιάς (Olea europaea oleaster) για τη συμπλήρωση και τον εμπλουτισμό του διαιτολογίου.
Οι απαρχές της ελαιοκαλλιέργειας- Αρχαιολογικά ευρήματα
Από τον
20 αι. π.Χ. ως τον 10 αι. π.Χ. παρατηρείται μια εντυπωσιακή αύξηση της ελαϊκής γύρης σύμφωνα με παλαιοβοτανικά δεδομένα, που ίσως σηματοδοτεί και τη μεγάλη αύξηση της ελαιοκαλλιέργειας στον ελληνικό χώρο.
Σήμερα επιστήμες όπως η ιστορία, η αρχαιολογία, η γεωλογία και η γεωπονική, έχουν αποδείξει ότι όντως η ελιά είναι ένα από τα αρχαιότερα καλλιεργούμενα δέντρα της Μεσογείου και η έρευνα στρέφεται στον εντοπισμό του αρχικού είδους που επιβίωσε ως τις μέρες μας.
Παράλληλά η παλαιοβοτανική ερευνά, με τη συγκέντρωση και εργαστηριακή ανάλυση υπολειμμάτων από ελαιόδεντρα ( ελαιοπυρήνες, ξύλο, φύλλα ), και προσπαθεί να προσδιορίσει το χρόνο κατά τον οποίο το άγριο δέντρο εξημερώνεται, οπότε αρχίζει και η συστηματική του καλλιέργεια, αλλά και η έκταση, τοπικά και ποσοτικά, αυτής.
Η Γυρεολογία που ως κλάδος της Παλαιοβοτανικής πρωτοεμφανίστηκε στον ελληνικό χώρο το 1965 ασχολείται με τη μικροσκοπική ανάλυση και τη στατιστική μέτρηση των γυρεόκοκκων σε αποθέσεις κυρίως στον πυθμένα ελών και λιμνών, δίνει πολύτιμα στοιχεία ως προς την παρουσία και καλλιέργεια του ελαιόδεντρου σε ένα τόπο, σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο αλλά και διαχρονικά.
Σύμφωνα με αυτά η παρουσία της ελιάς στον ελλαδικό χώρο ανάγεται στη νεολιθική εποχή. Από τους τελευταίους μάλιστα αιώνες της περιόδου αυτής διαθέτουμε και τα παλαιότερα έως τώρα δείγματα γύρης ελιάς, από την Κρήτη και από τη Βοιωτία.
Επίσης γυρεόκοκκοι της ελιάς εμφανίζονται στην Ήπειρο, στην Ανατολική Στερεά, Θεσσαλία κ.α.
Μέχρι σήμερα, ωστόσο, την προσοχή των ειδικών τράβηξε προπάντων η Κρήτη, λόγω βέβαια και του εντοπισμού συγκριτικά αφθονότερων οργανικών καταλοίπων, ενώ σημαντικά στοιχεία απέδωσε μόλις πρόσφατα η μελέτη του σχετικού υλικού από τον Υστεροκυκλαδικό Ι οικισμό του Ακρωτηρίου στη γειτονική Θήρα.
Καταγωγή - Εξάπλωση της ελιάς στη λεκάνη της Μεσογείου
Σχετικά με την καταγωγή και την προέλευση της ελιάς έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις.
Ο A. De Candolle στη μελέτη του «Οι ρίζες των καλλιεργούμενων φυτών», καθώς και άλλοι ιστορικοί συγγραφείς, θεωρούν σαν πιο πιθανό τόπο προέλευσης της ελιάς, τις περιοχές της Συρίας και της Μικράς Ασίας, των οποίων οι βουνοπλαγιές είναι κατάφυτες με αγριελιές. Το στοιχείο όμως αυτό δε θεωρείται καθοριστικό, γιατί αγριελιές συναντώνται διάσπαρτες σ’ όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, στα βόρεια παράλια της Αφρικής, στην Ισπανία, τη Νότια Ιταλία, στην Ελλάδα και κυρίως στην Μικρά Ασία .
Αλλοι πιστεύουν ότι η ελιά προέρχεται από την Αφρική (Αβησσυνία, Αίγυπτος ). Από κει διαδόθηκε στην Κύπρο και στα βόρεια παράλια της Αφρικής ( Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία και αλλού ) από τους Φοίνικες που παρουσίασαν σημαντική ακμή στην Καρχηδόνα. Ο ιστορικός Θεόφραστος αναφέρει ότι η ελιά φύτρωνε στην Κυρηναϊκή χερσόνησο, στη Νότια Ιταλία, στη Συρία και Αραβία (προς τη μεριά της θάλασσας ), στην Αίγυπτο και αλλού. Στις χώρες αυτές βρέθηκαν ευρήματα που μαρτυρούν τη διασπορά της εξάπλωσης του δέντρου. Πηγές από την αιγυπτιακή βιβλιογραφία μαρτυρούν ότι στην Αίγυπτο καλλιεργούνταν η ελιά, πριν από πολλά χρόνια.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η ελιά από τη Βόρεια Συρία διαδόθηκε στα ελληνικά νησιά και από κει στην ηπειρωτική Ελλάδα από τους Φωκαείς και το 600 π.Χ. στην Ιταλία, στη Σικελία και στη Σαρδηνία και μετά στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες.
Στη νότια Κρήτη η παρουσία της αγριελιάς είναι έντονη. Πολλοί ερευνητές ισχυρίζονται ότι η ύπαρξη των πρώτων άγριων ελαιόδεντρων στο νοτιότερο τμήμα του νησιού συνδέεται με τις στενές σχέσεις που είχαν οι κάτοικοι της Κρήτης με τους λαούς των βορείων ακτών της Αφρικής. Ίσως να οφείλεται και σ’ αυτό το γεγονός η ανάπτυξη των πρωτομινωϊκών οικισμών στα νότια του νησιού, όπου εκτείνονταν μεγάλα δάση άγριων ελαιόδεντρων. Μικρά δάση του φυτού – πρόγονου της καλλιεργήσιμης ελιάς που σώζονται στην περιοχή του Κόφινα, στην οροσειρά των Αστερουσίων, μας δίνουν την εικόνα του τι συνέβαινε στα προϊστορικά χρόνια. Σύμφωνα με τον ερευνητή Ζαχ. Κυπριωτάκη, τα δάση της αγριελιάς έχουν μειωθεί λόγω υπερβόσκησης, αλλά μεμονωμένα δέντρα ή συστάδες μπορεί να δει κανείς σε πολύ απόκρημνες περιοχές, σε γκρεμούς και σε χάσματα βράχων. Αναμφισβήτητα η συστηματική καλλιέργεια της ελιάς συνέβαλε στην αλματώδη ανάπτυξη του μινωϊκού πολιτισμού.
Ανεξάρτητα από την προέλευση και τον τρόπο διάδοσης της ελιάς, είναι γεγονός ότι η καλλιέργεια της εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση στην ευρωπαϊκή ήπειρο και αυτός ίσως είναι ο λόγος της γνωστής ονομασίας ελιά η Ευρωπαϊκή. Ειδικότερα για τη λεκάνη της Μεσογείου η ελιά αποτελεί τη βασικότερη καλλιέργεια από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.