Ο ΜΙΚΡΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ
14.12.2013
Συντάκτης: Ελένη Γκίκα
Εκδοτικός Οίκος
ΕΞΑΝΤΑΣ
Συγγραφέας
Βασίλης Αλεξάκης
Κατηγορία
Ελληνική Λογοτεχνία
ISBN
978-960-256-711-1
Σελίδες
309
«Εδώ λοιπόν βρίσκονται οι ήρωες του παλιού καιρού: καταλαμβάνουν έναν
ολόκληρο τοίχο, στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, σε πολλά επίπεδα,
όπως τα βιβλία σε μια βιβλιοθήκη. Κρέμονται από τις ημικυκλικές εγκοπές
ξύλινων δοκαριών. Αναγνωρίζω τον Δον Κιχώτη, τον Ντ’ Αρντανιάν, τον
Συρανό, τον Ροβινσώνα, τον Λονγκ Τζον Σίλβερ, τον Ταρζάν, τον Μιχαήλ
Στρογκόφ, τον Ρομπέν των Δασών, τον Ζορρό. Το αγοράκι με τα κουρέλια θα
μπορούσε να είναι ο Όλιβερ Τουίστ, και ο Ινδιάνος με την αυστηρή έκφραση
και το θλιμμένο βλέμμα ο τελευταίος των Μοϊκανών. Δεν βλέπω τον Γιάννη
Αγιάννη, αλλά σίγουρα κάπου θα είναι κι αυτός. Υπάρχουν ιστορικά
πρόσωπα, όπως ο Ναπολέων, ο Ρισελιέ και η Ζαν ντ’ Αρκ, καθώς και μορφές
που δεν μου θυμίζουν τίποτε, βασίλισσες, δήμιοι, μάγισσες. Μόνο έναν
μαύρο διακρίνω: να είναι ο Παρασκευάς; Ο Μπαρμπα-Θωμάς; Ο Ηρακλής, ο
φίλος του δεκαπενταετούς πλοιάρχου; Έχω μπροστά μου έναν ολόκληρο λαό…»
Έναν ολόκληρο λαό από τους μυθιστορηματικούς ήρωες τους οποίους είχε στο
οικογενειακό του εικονοστάσι, τους αγαπούσε σαν θείους του και ακόμα
περισσότερο απ’ αυτούς και τους συνάντησε στο διάσημο κουκλοθέατρο των
κήπων του Λουξεμβούργου στο Παρίσι μετά από μια μπόρα προσωπική. Ο
Βασίλης Αλεξάκης, πηγαίνοντας σε μια εκδήλωση στη FNAC, μεταφέρθηκε με
αφόρητους πόνους και ανεύρυσμα στο πόδι, χειρουργήθηκε επειγόντως και
αναγκάστηκε να μείνει σε ξενοδοχείο για δυο μήνες, επειδή στο σπίτι του
δεν είχε ασανσέρ. Το ξενοδοχείο βρισκόταν δίπλα στους κήπους του
Λουξεμβούργου και εκεί είδε να ξεδιπλώνεται και να ζωντανεύει μπροστά
στα μάτια του το μυθιστόρημα που ονειρευόταν καιρό: οι παιδικοί,
μυθιστορηματικοί του ήρωες ήταν πάντα κάπου εκεί. Κάπου εκεί είχαν ζήσει
οι τρεις σωματοφύλακες, στους υπονόμους του Παρισιού –ακριβώς από κάτω–
είχε τρέξει ο Γιάννης Αγιάννης, στο κουκλοθέατρο με παράδοση είχαν
ζωντανέψει και εξακολουθούν να ζωντανεύουν ακόμα όλοι μαζί. Κι ο
συγγραφέας, ακίνητος αυτή τη φορά, αποφάσισε αυτούς τους απολύτως
δραστήριους κάπως να τους συστήσει. Να γνωριστούν επιτέλους και μεταξύ
τους. Να ζήσουν όλοι μαζί τη δική του δραστήρια –μέσ’ στην ακινησία–
συγγραφική του ζωή!
Ακολουθώντας τους, λοιπόν, έζησε πράγματα και θαύματα. Μπήκε-βγήκε στα
παιδικά του χρόνια και αναγνώσματα, τριγύρισε στη ζωή των ανθρώπων και
στους κήπους, έφτασε μέχρι τους άστεγους του Παρισιού έχοντας κατά νου
τους άστεγους των Αθηνών.
Επιμένοντας, όπως συχνά συνηθίζει να επαναλαμβάνει, ότι «Γράφω πάντα την
ίδια ιστορία, επιμένω γιατί δεν καταλαβαίνω το νόημά της, γράφω για να
μάθω το τέλος της ιστορίας», ο Βασίλης Αλεξάκης, με βασική εμμονή του
την ταυτότητα και τον θάνατο, συμπεριλαμβάνει σε κάθε βιβλίο του έναν
θάνατο ή μια γιορτή, που είναι η άλλη όψη στο βασικό νόμισμα της ζωής.
Στον «Μικρό Έλληνα» ήταν ο παρ’ ολίγον θάνατός του. Κατά συνέπεια
επέστρεψαν όλοι οι παιδικοί του ήρωες οι μυθιστορηματικοί. Μαζί τους και
ο παράδεισος των παιδικών χρόνων, ο μικρός κήπος της Καλλιθέας μαζί με
τον κήπο του Λουξεμβούργου, τον βασιλικό. Μαζί τους και ένα
κουκλοθέατρο, ο αόρατος θίασος, το άγαλμα της κόμισσας Ντε Σιγκύρ που
μεγαλώνει σε κάθε μας βήμα, ξεκινώντας από μακριά σαν μικρό κοριτσάκι
για να καταλήξει υπερήλιξ με τις ρυτίδες, το καλύτερο μέλι από τις
μέλισσες που πίνουν νερό απ’ τα ουρητήρια, το υπόγειο Παρίσι με τους
αρουραίους, όπως η ασχήμια που, τελικά, λάμπει μέσα από τη λογοτεχνική
ομορφιά.
Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο που καταλύει τα σύνορα ανάμεσα στη φαντασία,
στη λογοτεχνία και στη ζωή, που συνενώνει τον χρόνο στο αιώνιο, τελικά,
παρόν, που αναλαμβάνει να συστήσει στον Δον Κιχώτη τον Γιάννη Αγιάννη,
τον Ροβινσώνα Κρούσο στους τρεις σωματοφύλακες, που επιμένει να διασώσει
φαινομενικά ασήμαντες στιγμές. Εξάλλου, η σημαντικότητα της λογοτεχνίας
εκεί ακριβώς έγκειται, όπως επιμένει, πέρα από το να ξεπερνά τραγικές
καταστάσεις και να επουλώνει πληγές: στο ότι καταγράφει αυτά που
αισθάνονται οι άνθρωποι! Ειδαλλιώς για την Ιστορία, τις εφημερίδες και
την τηλεόραση, θα παρέμεναν όλα αριθμοί και στατιστικές. «Χάρη στον
Μπαλζάκ, στον Σταντάλ, στον Φλωμπέρ, στον Φώκνερ, χάρη σ’ αυτούς τους
ανθρώπους ξέρουμε τους ανθρώπους! Θα ήταν τραγική η ζωή μας εάν δεν
υπήρχε η λογοτεχνία! Δηλαδή, δεν σε σώζει εσένα ή εμένα από μια
δυστυχία, αλλά σώζει όλη την ανθρωπότητα, γιατί πώς θα ήταν η
ανθρωπότητα αν δεν υπήρχε το παρελθόν μέσα από τη λογοτεχνία;» ρητορική η
ερώτησή του, φυσικά, διότι στον «Μικρό Έλληνα» απαντά. Επιστρέφοντας
στους μυστικούς κήπους της αιώνιας λογοτεχνικής μας Εδέμ, αυτή τη φορά.