Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
Έτσι
ετελείωναν οι τρεις Κυριακές της Μεγάλης Αποκριάς, που εσημείωνε και ο
Καζαμίας στα φύλλα του με τους 12 μήνες του χρόνου μαζί με τις γιορτές
και τις σαρακοστές του
cretalive.gr
Το παλιό Κάστρο στις Απόκριες !
Έτσι ετελείωναν
οι τρεις Κυριακές της Μεγάλης Αποκριάς, που εσημείωνε και ο Καζαμίας στα
φύλλα του με τους 12 μήνες του χρόνου μαζί με τις γιορτές και τις
σαρακοστές του
της Ελένης Μπετεινάκη
Πως γιορταζόταν άραγε οι Απόκριες στο Μεγάλο Κάστρο στις αρχές του 20ου σε μια πόλη που είχε πάντα παράδοση στα γλέντια, στους χορούς, στα «σαλόνια» και στις μασκαράτες. Καρναβάλι γινόταν πάντα και οι άνθρωποι γλεντούσαν και διασκέδαζαν μέχρι το πρωί σε γνωστά και μη στέκια της εποχής. Στον Τσεπανέ σημερινή Λότζια,στο ζαχαροπλαστείο του Ρεγγινάκη, στο καζίνο του Ροϊδη από τα παλιότερα στέκια, στο Πουπέ ή Σαβόϊ, στο ξενοδοχείο « Κνωσσός », στο κέντρο Μινώα μεταγενέστερα , στον κινηματογράφο Απόλλων και σε τόσα άλλα μέρη , συνέβαιναν απίστευτες « κωμικές » βραδιές.
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα που με τόση γλαφυρότητα περιγράφει ο Μανώλης Δερμιτζάκης, ο μπαρμπέρης ποιητής του Μεγάλου Κάστρου που έζησε στην πόλη από τις αρχές του 1900 μέχρι και το 1965.
«…Από όλες όμως τις γιορτές που οι Καστρινοί εορτάζανε εκείνο τον καιρό με περίσσιο κέφι και όρεξη ήταν οι τρεις Κυριακές της Μεγάλης Αποκριάς.
«Τις Μεγάλες Αποκρές κουζουλαίνονται κι οι γρες». Και έτσι πουτο ’λεγεν η παραμιά, οι Καστρινοί την τηρούσανε με πίστη. Κάθε βράδυ, στις χειμωνιάτικες νύχτες του Φλεβάρη,μαζεμένοι πότε στο ένα φιλικό πότε στο συγγενικό σπίτι, μαζεμένοι εκεί όλοι με τα αποκριάτικα φαγώσιμά τους, καθισμένοι σε κοινό τραπέζι μικρομέγαλοι, ετρώγανε κι επίνανε με όρεξη ξετελεύοντας μετά το φαγοπότι τους τα αποκριάτικα παιγνίδια και τους χωρατάδες τους. Έτσι, καθώς είπανε, «τσι Μεγάλες Αποκρές κουζουλαίνονται κι οι γρες».
Καθώς αποκλείουνταν κάθε παρεξήγησις, τα λογής-λογής παιχνίδια, οι χωρατάδες με τα νιόματα και τα καθαρογλωσσίδια εδίνανε κι επαίρνανε . Έτσι, άκουες σε κάθε σπίτι που αποκρεύανε συγγενείς και φίλοι μαζί να λέγουνε:
«Ποιος μπορεί να πει “ψωμί Kολυβδοψώμι ψωμί Kολυβοντάς”;»
Ένας-ένας με τη σειρά έπρεπενα το ’λεγε σωστά το καθαρογλωσσίδι. Όποιος δεν τα κατάφερνε και του μπερδεύουνταν η γλώσσα και από το καθαρογλωσσίδι έβγαινε αλλιώτικο το νόημα, εκτός από τα γενικά γέλια από την αδεξιότητά του, έτρωγε και μερικές κατεβατές με την πετσέτα που στο κάτω μέρος της ήταν δεμένη σε κόμπο.
«Ποιος μπορεί να πει» έλεγεν άλλος, «“ανεσήκωσε την πλάκα κι ανε με βρεις από κάτω,ανε μη, διγάδισέ με”;»
Τα ίδια επάθαινε κι εκείνος που δεν θα μπορούσε να ’βγαζε το παραπάνω καθαρογλωσσίδι σωστό. Από τις παραπάνω κυρώσεις εξαιρούνταν μονάχα οι βαρεμένες, από φόβο μη λάχαινε και αποβέλνανε! Το φαγοπότι με τα παιγνίδια και τα χωρατά άρχιζε από τις ώρες του βραδινού δείπνου και ετελείωνε ως τις πολύ προχωρημένες ώρες της νύχτας. Της δε τελευταίας Κυριακής ώς το ξημέρωμα της Καθαρής Δευτέρας.
Έτσι ετελείωναν οι τρεις Κυριακές της Μεγάλης Αποκριάς, που εσημείωνε και ο Καζαμίας στα φύλλα του με τους 12 μήνες του χρόνου μαζί με τις γιορτές και τις σαρακοστές του, που οι θεοφοβούμενοι Χριστιανοί εκείνου του καιρού παρακολουθώντας εξέρανε πότε έπρεπε να νηστεύανε και πότε θα καταλούσανε τον οίνον και το έλαιον. Απ’ αυτούς βέβαια τους Καστρινούς που θα μπορούσανε να κρατούσανε τον Κανόνα.
Στο μέρος όμως που εκαίγουνταν το πελεκούδι τις τρεις Κυριακές της Αποκριάς στην όρεξη, στο κέφι και στη χαρά ήταν το τσαρσί της Πλαθιάς Στράτας. Εκεί μαζεμένο όλο το Κάστρο,οι χριστιανοί μικρομέγαλοι με τις φαμιλιές τους, καθισμένοι στα πεζοδρόμια από το ένα μέρος και το άλλο, στους καφενέδες του Γιώργη του Αμουτζά, του Νικολή του Σελάτου, του Καλόγνωμου και του Σαρχιανού, περιμένανε τις απογευματινές ώρες που θα περνούσανε οι μασκαράδες, εκείνοι που πηγαίνανε να βραβεύουνταν από το κομιτάτο. Η επιτροπή ετούτη, ορθή πάνω στο μπαλκόνι του μεγάλου Μαγατζέ του Aρμένη υφασματοπώλη Βαρζακιάν, του πατέρα του σημερινού ιδιοκτήτη κυρίου Αβέτ, εμοίραζε τα βραβεία σ’ εκείνα τα Μασκαράτα που εθεωρούσε πιο πετυχαιμένα στο σκοπό τους, που αποτελούνταν από χρηματικά ποσά. Ώσπου να ’ρχουνταν η ώρα της παρελάσεως, των Μασκαράδων οι φωνές, τα τραγούδια, οι χτύποι από τις λατέρνες και τις πήλινες τουμπελέκες, μαζί με τις καντάδες των λιμοκοντόρων εκείνης της εποχής με τις κιθάρες και τα μαντολίνα τους εγεμίζανε την αγορά. Πάνω όμως από όλη τούτη τη φασαρία, ακούγουνταν ο Μοσκοκούζουλος ο Γιώργης ο Γκιουνγκιούλας. Με τα γκαρίσματα που έκανε, ίδιος γάιδαρος, εκλειούσε με τις γκαριξιές του το φινάλε του πολύβοου τόνου που σκορπούνταν στον αέρα του τσαρσού από το καστρινό πλήθος.
Από τις κυριακάτικες Απόκριες που δεν εξέχασαν ποτέ οι παλαιότεροι από τους Καστρινούς ήταν εκείνες του 1908-1909, με τα μοναδικά γέλια που έκανε το πλήθος και την ομαδική χαρά και το κέφι που εσκόρπισε το Μασκαράτο του καστρινού γλεντζέ με την μποέμικη και φιλοσοφημένη ψυχολογία του.
Ο Ράδος ο Μαλεβιζώτης –θέλοντας να σατίριζε τον Μιχελιδάκη, τον αρχηγό του κόμματος των Μπατζάκηδων, για μιαν υπόσχεσή του στους ψηφοφόρους του τον καιρό που είχε κερδίσει τις εκλογές με τις 78 βουλευτικές έδρες που πήρε ο κυβερνήτης του νησιού στα Χανιά,και δεν είχε εκτελέσει: την υπόσχεση ότι θα ’κανε το σιδερόδρομο Ηρακλείου-Μεσαράς– {έτσι}, ο καστρινός γλεντζές, για πείσμα του και βγάζοντας το άχτι που ένιωθαν οι Μεσαρίτες για τον αρχηγό των Μπατζάκηδων, που εξακολουθούσαν να έρχουνταν με τα γαϊδαρομούλαρά τους στη χώρα με όλες τις ταλαιπωρίες που είχε ένα τόσο μακρινό ταξίδι!Ο Ράδος οΜαλεβιζώτης πλήρως τους ικανοποίησε την αποκριάτικη εκείνη Κυριακή του 1908.
Πηγαίνοντας στα χάνια του Κάστρου, επήρε όσους γαϊδάρους εβρήκε σ’ αυτά, τουςέδεσε τον ένα οπίσω από τον άλλο, εφόρεσε στον πρώτο μια χάρτινη μαύρη καμινάδα ίδια με του τρένου, και έγραψε πάνω σ’ ένα χαρτί «Σιδηρόδρομος Μεσαράς»!...
Εφώναξε τον Γιώργη τον Γκιουγκιούλα, [που] ζεύτηκε μπροστά του γαϊδαροσυρμού τραβώντας τον πρώτο γάιδαρο, [και] με τις γκαριξιές του επήρε το δρόμο απότο Μεϊντάνι για την Πλατιά Στράτα.
Με τα γκαρίσματα του Γιώργη του Γκιουγκιούλα, όλοι οι γαϊδάροι του συρμού γκαρίζοντας ακολουθούσανε τον Γκιουγκιούλα και τον Ράδο, που κρατούσε το πανό με την επιγραφή «Σιδηρόδρομος Μεσαράς». Κατεβαίνοντας το τσαρσί, εσταμάτησε κάτω από το μπαλκόνι που ήταν το κομιτάτο που έδινε τα βραβεία. Έτσι, του Ράδου ο κόπος δεν πήγε χαμένος. Η επιτροπή τού ’δωσε το πρώτο βραβείο μέσα στη γενική επιδοκιμασία του τσαρσού στις φωνές, τα γέλια και τα χάχανα του πλήθους. Παίρνοντας ο Ράδος τους γαϊδάρους του με τον Γιουγκιούλα, έφυγε κι αυτός τελείως ικανοποιημένος.
Μαζί με τον Ράδο τον Μαλεβιζώτη, εκείνη την αποκριάτικη Κυριακή η επιτροπή του κομιτάτου έδωσε βραβείο και σ’ εκείνους τους δυο που επαράστηναν ο ένας τον αρχαίο Έλληνα και ήρωα Αχιλλέα και ο άλλος τον Έχτορα. Εκείνος που επαράσταινε τον Αχιλλέαεπάνω στο κάρο το στολισμένο με χρωματιστές κόλλες, φορώντας τη Μεγαλόπρεπη περικεφαλαία και τη φανταχτερή αρχαία στολή του και με το μακρύ κοντάρι στο χέρι ετραβούσε ξαπλωμένο ολόγυμνο πάνω σε μια τάβλα οπίσω από το άρμα εκείνον που παράσταινε τον Έκτορα, το φονιά του αγαπημένου φίλου του Αχιλλέα Πάτροκλου.
Η επιτροπή έδωσε επίσης βραβείο σε έναν που ολόγυμνος κι αυτός στο κάρο, πεσμένος ανάσκελα πάνω σε πέτρες επαράσταινε τον Προμηθέα, που η οργή του αφέντη που όριζε το θεοκατοίκητο βουνό, τον Όλυμπο, ετιμώρησε με τον τόσο γνωστό άγριο τρόπο τον άμυαλο θεό, που δίχως τη βουλή του παντοκράτορα Δία επήγε να δώσει ο ζευζέκης στους χωριάτες τη φωτιά να ψήνανε την μπομπότα τους!!
Και ναι μεν τα γυμνά του στήθια δεν τα ξέσκιζε να ’τρωε τα πνευμόνια εκείνου που ήταν ξαπλωμένος στο κάρο το ξαγριωμένο όρνιο που ήταν καρφωμένο στο περβάζι του κάρου, γιατί ήταν ψόφιο και μπαλσαμωμένο· τον έκοψε όμως η πνευμονία μετά μερικές μέρες, όπως ακούστηκε στην Πλαθιά Στράτα. Την ίδια τύχη είχε κι εκείνος που επαράσταινε τον Έκτορα, και έτσι και οι δυο εγλυτώσανε από τα βάσανα του Μάταιου τούτου κόσμου.
Έτσι ετελείωνε η κάθε τελευταία Κυριακή της Αποκριάς με τα λογής-λογής Μασκαράτα της, τις φωνές, τα γέλια και τα τραγούδια, που εκρατούσαν ώς στην Καθαρή Δευτέρα, την ώρα που εσήμαινε η Μεγάλη καμπάνα του Αγίου Μηνά για τον πρώτο εσπερινό της εβδομάδας, που άρχιζε η Μεγάλη Σαρακοστή με το τροπάρι που έψελνε στη Μεγάλη εκκλησία (το «Κύριε των Δυνάμεων, μεθ’ ημών γενού») ο καλλίφωνος ψάλτης κωνσταντινοπολίτης Βαλαβάνης.
ΠΗΓΕΣ:
Από όσα θυμούμαι το παλιό Κάστρο, Μανώλης Δερμιτζάκης, εκδ. Δοκιμάκης
Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ
Εφημερίδα ΕΛΠΙΣ, 14 Φεβρουαρίου 1908
Οι σπουργίτες των πεζοδρομίων, Δημήτρης Σάββας, εκδ. Δοκιμάκης
"Λες και ήταν χθες! Μνήμες ... από το παλιό Ηράκλειο, Δημήτρης Σάββας
zhtunteanagnostes.blogspot.gr
perastekosme.blogspot.gr
Πως γιορταζόταν άραγε οι Απόκριες στο Μεγάλο Κάστρο στις αρχές του 20ου σε μια πόλη που είχε πάντα παράδοση στα γλέντια, στους χορούς, στα «σαλόνια» και στις μασκαράτες. Καρναβάλι γινόταν πάντα και οι άνθρωποι γλεντούσαν και διασκέδαζαν μέχρι το πρωί σε γνωστά και μη στέκια της εποχής. Στον Τσεπανέ σημερινή Λότζια,στο ζαχαροπλαστείο του Ρεγγινάκη, στο καζίνο του Ροϊδη από τα παλιότερα στέκια, στο Πουπέ ή Σαβόϊ, στο ξενοδοχείο « Κνωσσός », στο κέντρο Μινώα μεταγενέστερα , στον κινηματογράφο Απόλλων και σε τόσα άλλα μέρη , συνέβαιναν απίστευτες « κωμικές » βραδιές.
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα που με τόση γλαφυρότητα περιγράφει ο Μανώλης Δερμιτζάκης, ο μπαρμπέρης ποιητής του Μεγάλου Κάστρου που έζησε στην πόλη από τις αρχές του 1900 μέχρι και το 1965.
«…Από όλες όμως τις γιορτές που οι Καστρινοί εορτάζανε εκείνο τον καιρό με περίσσιο κέφι και όρεξη ήταν οι τρεις Κυριακές της Μεγάλης Αποκριάς.
«Τις Μεγάλες Αποκρές κουζουλαίνονται κι οι γρες». Και έτσι πουτο ’λεγεν η παραμιά, οι Καστρινοί την τηρούσανε με πίστη. Κάθε βράδυ, στις χειμωνιάτικες νύχτες του Φλεβάρη,μαζεμένοι πότε στο ένα φιλικό πότε στο συγγενικό σπίτι, μαζεμένοι εκεί όλοι με τα αποκριάτικα φαγώσιμά τους, καθισμένοι σε κοινό τραπέζι μικρομέγαλοι, ετρώγανε κι επίνανε με όρεξη ξετελεύοντας μετά το φαγοπότι τους τα αποκριάτικα παιγνίδια και τους χωρατάδες τους. Έτσι, καθώς είπανε, «τσι Μεγάλες Αποκρές κουζουλαίνονται κι οι γρες».
Καθώς αποκλείουνταν κάθε παρεξήγησις, τα λογής-λογής παιχνίδια, οι χωρατάδες με τα νιόματα και τα καθαρογλωσσίδια εδίνανε κι επαίρνανε . Έτσι, άκουες σε κάθε σπίτι που αποκρεύανε συγγενείς και φίλοι μαζί να λέγουνε:
«Ποιος μπορεί να πει “ψωμί Kολυβδοψώμι ψωμί Kολυβοντάς”;»
Ένας-ένας με τη σειρά έπρεπενα το ’λεγε σωστά το καθαρογλωσσίδι. Όποιος δεν τα κατάφερνε και του μπερδεύουνταν η γλώσσα και από το καθαρογλωσσίδι έβγαινε αλλιώτικο το νόημα, εκτός από τα γενικά γέλια από την αδεξιότητά του, έτρωγε και μερικές κατεβατές με την πετσέτα που στο κάτω μέρος της ήταν δεμένη σε κόμπο.
«Ποιος μπορεί να πει» έλεγεν άλλος, «“ανεσήκωσε την πλάκα κι ανε με βρεις από κάτω,ανε μη, διγάδισέ με”;»
Τα ίδια επάθαινε κι εκείνος που δεν θα μπορούσε να ’βγαζε το παραπάνω καθαρογλωσσίδι σωστό. Από τις παραπάνω κυρώσεις εξαιρούνταν μονάχα οι βαρεμένες, από φόβο μη λάχαινε και αποβέλνανε! Το φαγοπότι με τα παιγνίδια και τα χωρατά άρχιζε από τις ώρες του βραδινού δείπνου και ετελείωνε ως τις πολύ προχωρημένες ώρες της νύχτας. Της δε τελευταίας Κυριακής ώς το ξημέρωμα της Καθαρής Δευτέρας.
Έτσι ετελείωναν οι τρεις Κυριακές της Μεγάλης Αποκριάς, που εσημείωνε και ο Καζαμίας στα φύλλα του με τους 12 μήνες του χρόνου μαζί με τις γιορτές και τις σαρακοστές του, που οι θεοφοβούμενοι Χριστιανοί εκείνου του καιρού παρακολουθώντας εξέρανε πότε έπρεπε να νηστεύανε και πότε θα καταλούσανε τον οίνον και το έλαιον. Απ’ αυτούς βέβαια τους Καστρινούς που θα μπορούσανε να κρατούσανε τον Κανόνα.
Στο μέρος όμως που εκαίγουνταν το πελεκούδι τις τρεις Κυριακές της Αποκριάς στην όρεξη, στο κέφι και στη χαρά ήταν το τσαρσί της Πλαθιάς Στράτας. Εκεί μαζεμένο όλο το Κάστρο,οι χριστιανοί μικρομέγαλοι με τις φαμιλιές τους, καθισμένοι στα πεζοδρόμια από το ένα μέρος και το άλλο, στους καφενέδες του Γιώργη του Αμουτζά, του Νικολή του Σελάτου, του Καλόγνωμου και του Σαρχιανού, περιμένανε τις απογευματινές ώρες που θα περνούσανε οι μασκαράδες, εκείνοι που πηγαίνανε να βραβεύουνταν από το κομιτάτο. Η επιτροπή ετούτη, ορθή πάνω στο μπαλκόνι του μεγάλου Μαγατζέ του Aρμένη υφασματοπώλη Βαρζακιάν, του πατέρα του σημερινού ιδιοκτήτη κυρίου Αβέτ, εμοίραζε τα βραβεία σ’ εκείνα τα Μασκαράτα που εθεωρούσε πιο πετυχαιμένα στο σκοπό τους, που αποτελούνταν από χρηματικά ποσά. Ώσπου να ’ρχουνταν η ώρα της παρελάσεως, των Μασκαράδων οι φωνές, τα τραγούδια, οι χτύποι από τις λατέρνες και τις πήλινες τουμπελέκες, μαζί με τις καντάδες των λιμοκοντόρων εκείνης της εποχής με τις κιθάρες και τα μαντολίνα τους εγεμίζανε την αγορά. Πάνω όμως από όλη τούτη τη φασαρία, ακούγουνταν ο Μοσκοκούζουλος ο Γιώργης ο Γκιουνγκιούλας. Με τα γκαρίσματα που έκανε, ίδιος γάιδαρος, εκλειούσε με τις γκαριξιές του το φινάλε του πολύβοου τόνου που σκορπούνταν στον αέρα του τσαρσού από το καστρινό πλήθος.
Από τις κυριακάτικες Απόκριες που δεν εξέχασαν ποτέ οι παλαιότεροι από τους Καστρινούς ήταν εκείνες του 1908-1909, με τα μοναδικά γέλια που έκανε το πλήθος και την ομαδική χαρά και το κέφι που εσκόρπισε το Μασκαράτο του καστρινού γλεντζέ με την μποέμικη και φιλοσοφημένη ψυχολογία του.
Ο Ράδος ο Μαλεβιζώτης –θέλοντας να σατίριζε τον Μιχελιδάκη, τον αρχηγό του κόμματος των Μπατζάκηδων, για μιαν υπόσχεσή του στους ψηφοφόρους του τον καιρό που είχε κερδίσει τις εκλογές με τις 78 βουλευτικές έδρες που πήρε ο κυβερνήτης του νησιού στα Χανιά,και δεν είχε εκτελέσει: την υπόσχεση ότι θα ’κανε το σιδερόδρομο Ηρακλείου-Μεσαράς– {έτσι}, ο καστρινός γλεντζές, για πείσμα του και βγάζοντας το άχτι που ένιωθαν οι Μεσαρίτες για τον αρχηγό των Μπατζάκηδων, που εξακολουθούσαν να έρχουνταν με τα γαϊδαρομούλαρά τους στη χώρα με όλες τις ταλαιπωρίες που είχε ένα τόσο μακρινό ταξίδι!Ο Ράδος οΜαλεβιζώτης πλήρως τους ικανοποίησε την αποκριάτικη εκείνη Κυριακή του 1908.
Πηγαίνοντας στα χάνια του Κάστρου, επήρε όσους γαϊδάρους εβρήκε σ’ αυτά, τουςέδεσε τον ένα οπίσω από τον άλλο, εφόρεσε στον πρώτο μια χάρτινη μαύρη καμινάδα ίδια με του τρένου, και έγραψε πάνω σ’ ένα χαρτί «Σιδηρόδρομος Μεσαράς»!...
Εφώναξε τον Γιώργη τον Γκιουγκιούλα, [που] ζεύτηκε μπροστά του γαϊδαροσυρμού τραβώντας τον πρώτο γάιδαρο, [και] με τις γκαριξιές του επήρε το δρόμο απότο Μεϊντάνι για την Πλατιά Στράτα.
Με τα γκαρίσματα του Γιώργη του Γκιουγκιούλα, όλοι οι γαϊδάροι του συρμού γκαρίζοντας ακολουθούσανε τον Γκιουγκιούλα και τον Ράδο, που κρατούσε το πανό με την επιγραφή «Σιδηρόδρομος Μεσαράς». Κατεβαίνοντας το τσαρσί, εσταμάτησε κάτω από το μπαλκόνι που ήταν το κομιτάτο που έδινε τα βραβεία. Έτσι, του Ράδου ο κόπος δεν πήγε χαμένος. Η επιτροπή τού ’δωσε το πρώτο βραβείο μέσα στη γενική επιδοκιμασία του τσαρσού στις φωνές, τα γέλια και τα χάχανα του πλήθους. Παίρνοντας ο Ράδος τους γαϊδάρους του με τον Γιουγκιούλα, έφυγε κι αυτός τελείως ικανοποιημένος.
Μαζί με τον Ράδο τον Μαλεβιζώτη, εκείνη την αποκριάτικη Κυριακή η επιτροπή του κομιτάτου έδωσε βραβείο και σ’ εκείνους τους δυο που επαράστηναν ο ένας τον αρχαίο Έλληνα και ήρωα Αχιλλέα και ο άλλος τον Έχτορα. Εκείνος που επαράσταινε τον Αχιλλέαεπάνω στο κάρο το στολισμένο με χρωματιστές κόλλες, φορώντας τη Μεγαλόπρεπη περικεφαλαία και τη φανταχτερή αρχαία στολή του και με το μακρύ κοντάρι στο χέρι ετραβούσε ξαπλωμένο ολόγυμνο πάνω σε μια τάβλα οπίσω από το άρμα εκείνον που παράσταινε τον Έκτορα, το φονιά του αγαπημένου φίλου του Αχιλλέα Πάτροκλου.
Η επιτροπή έδωσε επίσης βραβείο σε έναν που ολόγυμνος κι αυτός στο κάρο, πεσμένος ανάσκελα πάνω σε πέτρες επαράσταινε τον Προμηθέα, που η οργή του αφέντη που όριζε το θεοκατοίκητο βουνό, τον Όλυμπο, ετιμώρησε με τον τόσο γνωστό άγριο τρόπο τον άμυαλο θεό, που δίχως τη βουλή του παντοκράτορα Δία επήγε να δώσει ο ζευζέκης στους χωριάτες τη φωτιά να ψήνανε την μπομπότα τους!!
Και ναι μεν τα γυμνά του στήθια δεν τα ξέσκιζε να ’τρωε τα πνευμόνια εκείνου που ήταν ξαπλωμένος στο κάρο το ξαγριωμένο όρνιο που ήταν καρφωμένο στο περβάζι του κάρου, γιατί ήταν ψόφιο και μπαλσαμωμένο· τον έκοψε όμως η πνευμονία μετά μερικές μέρες, όπως ακούστηκε στην Πλαθιά Στράτα. Την ίδια τύχη είχε κι εκείνος που επαράσταινε τον Έκτορα, και έτσι και οι δυο εγλυτώσανε από τα βάσανα του Μάταιου τούτου κόσμου.
Έτσι ετελείωνε η κάθε τελευταία Κυριακή της Αποκριάς με τα λογής-λογής Μασκαράτα της, τις φωνές, τα γέλια και τα τραγούδια, που εκρατούσαν ώς στην Καθαρή Δευτέρα, την ώρα που εσήμαινε η Μεγάλη καμπάνα του Αγίου Μηνά για τον πρώτο εσπερινό της εβδομάδας, που άρχιζε η Μεγάλη Σαρακοστή με το τροπάρι που έψελνε στη Μεγάλη εκκλησία (το «Κύριε των Δυνάμεων, μεθ’ ημών γενού») ο καλλίφωνος ψάλτης κωνσταντινοπολίτης Βαλαβάνης.
ΠΗΓΕΣ:
Από όσα θυμούμαι το παλιό Κάστρο, Μανώλης Δερμιτζάκης, εκδ. Δοκιμάκης
Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ
Εφημερίδα ΕΛΠΙΣ, 14 Φεβρουαρίου 1908
Οι σπουργίτες των πεζοδρομίων, Δημήτρης Σάββας, εκδ. Δοκιμάκης
"Λες και ήταν χθες! Μνήμες ... από το παλιό Ηράκλειο, Δημήτρης Σάββας
zhtunteanagnostes.blogspot.gr
perastekosme.blogspot.gr