Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Η σφαγή των νηπίων της Σάντας

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε τη δημοσίευση του χρήστη ΕΛΛΑΝΙΑ ΠΥΛΗ.
Η πιο τρομακτική νύχτα στη Γενοκτονία των Ποντίων: Η σφαγή των νηπίων της Σάντας (Εικόνες & Βίντεο)

Η πιο τρομακτική νύχτα στη Γενοκτονία των Ποντίων: Η σφαγή των νηπίων της Σάντας (Εικόνες & Βίντεο)

«Έναν μαύρον ημέραν εκούιξεν εις απες σο σπέλ’:
Οι μανάδες ντο έχ’νε μικρά μωρά να εβγαίνε οξιοκά ασο σπέλ’».
Μία μάνα διηγείται ότι μια μαύρη μέρα ένας φώναξε όσες είχαν μικρά παιδιά να βγουν έξω από τη σπηλιά…


Έτσι ξεκινάει η Ελένη Νυμφοπούλου-Παυλίδου να ντύνει με λόγια μία από τις πιο τραγικές στιγμές της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Συμπρωταγωνιστής στην αφήγηση ο οπλαρχηγός Ευκλείδης.
Ο αδερφός του, Κώστας Κουρτίδης, θα γράψει στο ημερολόγιό του για την νύχτα της 10ης προς 11η Σεπτεμβρίου 1921: «... Πολλά παιδιά τότες, επειδή αι γυναίκες των δεν μπορούσαν να σταματήσουν τας φωνάς των παιδιών τους, και μη θέλοντας να χωρισθούν εξ ημών, τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου».


Η Σφαγή των παιδιών

 
Τα μεσάνυχτα σταμάτησε το πανδαιμόνιο των πυροβολισμών και οι αντάρτες και τα γυναικόπαιδα αποσύρθηκαν στη θέση Μερτζάν Λιθάρ.
Η σφαγή των νηπίων αποτελεί μια από τις συγκλονιστικότερες στιγμές στο δράμα που έζησαν οι Έλληνες της Ανατολής, όταν μητέρες αναγκάστηκαν να θυσιάσουν ότι πολυτιμότερο είχαν στη ζωή τους, τα ίδια τα μικρά τους, για να σωθούν τα μεγαλύτερα παιδιά και οι οικογένειες τους.
Ανάλογες μαρτυρίες υπάρχουν κι από άλλες περιοχές και με μεγαλύτερα παιδιά όπου η επιλογή του θανάτου από το να πέσουν στα χέρια των Τούρκων-ειδικά τα μικρά κορίτσια όπου πολλαπλώς βιαζόταν πριν ξεψυχήσουν- γινόταν δύσβατος μονόδρομος που έπρεπε οι δόλιες οι μάνες να τον περάσουν ολομόναχες αλλά και να τον πληρώσουν με αβάσταχτο πένθος για την υπόλοιπη ζωή τους.
Στο ημερολόγιο του ο Κώστας Κουρτίδης γράφει για το σχετικό περιστατικό:
«Η νύχτα αυτή ήταν η πιο τρομακτική νύχτα που έζησα στη ζωή μου.
Κάνοντας πρόχειρα προχώματα παραταχτήκαμε για μάχη.
Γυναίκες και παιδιά (τριακόσιοι περίπου) μαζεύτηκαν λίγο πιο πάνω μέσα σε μια σπηλιά, τους οποίους φυλούσαν περίπου εκατόν είκοσι νέοι άοπλοι.
Επί εννιά ώρες αγωνιζόμασταν ενάντια στον τουρκικό στρατό, που μας περικύκλωσε από παντού, εκτός από μια δίοδο προς το δάσος Βαϊβάτερε, για να έχουμε διέξοδο την τελευταία στιγμή».


«άνθρωποι που σκότωσαν τα παιδιά τους είναι αδύνατον να πιαστούν και άρα είναι περιττό να μείνουμε άλλο εδώ»
Τα μεσάνυχτα σταμάτησε το πανδαιμόνιο των πυροβολισμών και οι αντάρτες και τα γυναικόπαιδα αποσύρθηκαν στη θέση Μερτζάν Λιθάρ.
Τότε έπρεπε, πριν ξημερώσει, να βρεθεί μια λύση: ν’ απομακρύνονταν εντελώς αθόρυβα από εκείνη τη θέση, γιατί αλλιώς θα γινόταν ο τάφος μικρών και μεγάλων, ενόπλων και αμάχων.
Εκείνες τις τραγικές ώρες, μοιραίες, απελπισμένες μάνες αναγκάστηκαν να θανατώσουν βρέφη και μικρά παιδιά που έκλαιγαν, για να μην προδώσουν τις θέσεις τους.
Όταν ξημέρωσε και οι Τούρκοι ξεκίνησαν την επιχείρηση εναντίον των ανταρτών, αντίκρισαν επτά βρέφη σφαγμένα!
Τότε ο ίδιος ο μέραρχος επικεφαλής έδωσε διαταγή στον τουρκικό στρατό να γυρίσει πίσω στη Σάντα λέγοντας: άνθρωποι που σκότωσαν τα παιδιά τους είναι αδύνατον να πιαστούν και άρα είναι περιττό να μείνουμε άλλο εδώ»
Την ιστορία των νηπίων που θυσιάστηκαν από τις ίδιες τους τις μάνες ώστε μη μαρτυρήσουν άθελά τους το σημείο όπου κρύβονταν περίπου 300 Σανταίοι, αφηγείται ο Τάκης Βαμβακίδης.
Τη μουσική έγραψε ο Δημήτρης Πιπερίδης, ο οποίος παίζει και λύρα. 

Η Γενοκτονία των Ποντίων

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
 
Ένα εκλεκτό τμήμα του Ελληνισμού ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου, μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας...
sansimera.gr

Ένα εκλεκτό τμήμα του Ελληνισμού ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου, μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η άλωση της Τραπεζούντας το 1461 από τους Οθωμανές δεν τους αλλοίωσε το φρόνημα και την ελληνική τους συνείδηση, παρότι ζούσαν αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό. Μπορεί να αποτελούσαν μειονότητα -το 40% του πληθυσμού, αλλά γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της περιοχής, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα.
Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.
Το 1908 ήταν μια χρονιά - ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη χρονιά αυτή εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων, που έθεσε στον περιθώριο τον Σουλτάνο. Πολλές ήταν οι ελπίδες που επενδύθηκαν στους νεαρούς στρατιωτικούς για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της θνήσκουσας Αυτοκρατορίας.
Σύντομα, όμως, οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν. Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό κράτος, απασχολημένο με το «Κρητικό Ζήτημα», δεν είχε τη διάθεση να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία.
Οι Τούρκοι με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους» εκτοπίζουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»). Στα «Τάγματα Εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που δεν κατατάσσονταν στο στρατό. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες.
Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Ελληνοπόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1916, οι τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Ό,τι δεν κατάφερε ο Σουλτάνος σε 5 αιώνες το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια!
Το 1919 οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους και την πρόσκαιρη υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ελληνοαρμενικό κράτος. Το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός για να προχωρήσουν στην «τελική λύση».
Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των γερμανών και σοβιετικών συμβούλων του. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000.
Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα.
Με αρκετή, ομολογουμένως, καθυστέρηση, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.

Αυτά επάθαμεν οι Έλληνες...

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.
 
e-Pontos.gr | Η ηλεκτρονική εφημερίδα με τα νέα των Ποντίων σε όλο τον κόσμο.
epontos.blogspot.com

Θέλετε να σας πω τι έγινε στην Τουρκία; Σφαγή έγινε... Αυτά επάθαμεν οι Έλληνες...


Χαράλαμπος Μητσόγλου
Γεννήθηκε το 1902 στο Τοούζ Αγά της Μπάφρας του Πόντου.

Όταν ο Χαράλαμπος Μητσόγλου ήρθε από την Ανατολή ήταν 22 ετών, δε γνώριζε λέξη ελληνικά, και είχε δει με τα μάτια του αρκετά ώστε να διηγείται για το υπόλοιπο της ζωής του. Έζησε χρόνια στο βουνό. Το χωριό του, το Τοούζ Αγά της Μπάφρας, καταστράφηκε. Οι δύο γονείς του, τα τέσσερα αδέλφια του, Λευτέρης, Αβραάμ, Γιώργος και Κυριακή, οι γαμπροί του - συνολικά δώδεκα μέλη της οικογένειας του - και αναρίθμητοι συμπατριώτες του χάθηκαν στη Γενοκτονία. Ο ίδιος ήρθε στην Ελλάδα με τις τρεις αδελφές του, μόνοι επιζώντες του χωριού τους. Το μίσος του για τους Τούρκους εκφέρεται με δυνατή φωνή και πάθος. Σήμερα, λόγω της εντυπωσιακής υγείας και μνήμης του στη μοναδική ηλικία των 109, αποτελεί ζωντανό μνημείο. Η αφήγηση του, σε ελληνικά με τούρκικο «χρώμα», παρατίθεται ακέραιη με τις ελάχιστες δυνατές προσθήκες.

Θέλετε να σας πω τι έγινε στην Τουρκία; Σφαγή έγινε...

Οι περίφημοι «Μπαφραλήδες», οι τουρκόφωνοι Χριστιανοί του Δυτικού Πόντου, υπέφεραν ίσως περισσότερο από κάθε Έλληνα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας: «Τι έγινε στη Μπάφρα, από το Α μέχρι το Β, ξεύρω...Εκεί μέσα είμαι. Όλη η σφαγή, κάψιμο, τα παιδιά, οι γυναίκες, τα είδα...Το χωριό μου, Τοούζ Αγά λέγαν το. Μεγάλο ήταν, δυο εκκλησιές είχαμε. στην άκρα το χωριό είχε και 5-6 τούρκικες οικογένειες. Σχολείο δεν πήγα, ήμουνα στα βουνά...Τα σχολεία έκλεισαν...Πατέρας, μητέρα, όλοι στο βουνό πάνε...Οι Τούρκοι όλους τους έκοψαν...».

Σε μια απροσδιόριστη εποχή, που χάνεται στα βάθη της ιστορίας, οι κάτοικοι κλήθηκαν να επιλέξουν αν θα άφηναν τη γλώσσα ή τη θρησκεία τους. Και επέλεξαν το πρώτο. «Πολλά χρόνια χρόνια ήταν μπροστά, αιώνια, όταν πήρανε την περιφέρεια οι Τούρκοι, είπανέ την Μπάφρα: «θρησκεία θα αφήσετε ή γλώσσα». Και λένε οι Έλληνες τη γλώσσα αφήνουμε, θρησκεία δεν αφήνουμε. Στην Τουρκία ήταν η θρησκεία. Καμπάνα χτυπούσε, ο κόσμος στην εκκλησία...Με τους Τούρκους στην αρχή καλά ήμαστε. Σαν αδερφός. Κοντά ήταν ένα μικρό χωριουδάκι, έρχονταν την Κυριακή στην εκκλησία. Και μετά τους φιλοξενούσαμε στο σπίτι: έλα Ισμαήλ, έλα Χασάν...Κι έρχονταν».

Η ώρα της κρίσης άρχισε με τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και την εισβολή της Ρωσίας στα τουρκικά εδάφη, που έδωσε ελπίδες για ένοπλο αγώνα στους Χριστιανούς του Πόντου: «Κατεβαίνουν απ' τα χωριά τους και παίρνουν τα όπλα οι Έλληνες τα μισά, πλάκωσαν οι Τούρκοι και βγήκαν στο βουνό, ύστερα δυο χρόνια εμείς. Στο αντάρτικο ήτανε διάφορα όπλα...Ρωσικά λίγα ήτανε, μεγάλη σφαίρα παίρνανε. Αλλά όπλα είχε, σφαίρες δεν είχε...Όσοι πήραν, πήραν. Αυτοί ήταν απάνω στα ψηλά. Μετά δυο χρόνια ήρθε σε μας. Μετά τους Αρμεναίους, αρχίνησε [ο διωγμός και] σε μας. Καλέσανε δυο-τρεις κλάσεις. Δυο γαμπροί μου, μάζεψαν όσους ήταν για επιστράτευση και κατέβηκαν στην Τραπεζούντα, στο Τοχάτ. Εκεί στην παραλία, τους έβαλαν θεριστική βολή. Τους σκότωσαν. Δεν πήγαινα στο μέτωπο...Μετά [οι Τούρκοι] κάλεσαν πάλι στρατιώτες. Ο αδελφός μου πήγε στην κλάση του. Στη Σαμψούντα, 600 λίρες πληρώσαμε, ήρθε ο αδερφός μου. Στο δρόμο [που ερχόταν μαζί] με το συμπέθερό του, τον σκότωσαν...Μετά αρχίνησε πληγή. Αυτό γίνεται όταν τελείωσαν με τους Αρμεναίους, το '14. Μας κάλεσαν στρατιώτες και στο δρόμο μας σκότωναν. Τους παπάδες, τους δασκάλους, όλους τους εμπόρους - Έλληνες ήταν οι έμποροι και οι Τούρκοι το ξέρανε. Πολλοί έλληνες ήμασταν εμείς εκεί. Πιο πολλοί και απ' την Ελλάδα...Εμείς εκεί 4,5 εκατομμύρια ήμαστε. Πλούσιο όλοι έλληνες ήταν. Φόρο από μας παίρνανε. Οι Τούρκοι δε δουλεύανε. Όλοι οι εγγράματοι Έλληνες από την Τραπεζούντα ήταν. Και σε ένα χωριό, και πέντε οικογένειες να είχε, σχολείο είχαν. Σχολείο και εκκλησία».

«Όταν η Ρωσία κατέβηκε Τραπεζούντα, ήταν ένας αρχηγός, Τσαούς-Αντών (=Αντώνης ο Λοχίας) λέγαν τον. Αυτός κράτος θα' κανε σε μας εκεί. Τολμηρός άνθρωπος, κατέβαινε μέσα στην αστυνομία στη Σαμψούντα. Αστυνομία τουρκική δεν μπορούσαν να τον πειράξουν, τρέμουν». Εκτός απ' τον Τσαούς-Αντών, υπήρχαν πολλοί καπετάνιοι στην περιοχή που έκαναν επιδρομές στα τουρκικά χωριά: «Αυτοί ήταν όλοι μαζί απ' τη Σαμψούντα, πέρα. Τους ακούγαμεν...Όταν ήρθεν η ώρα να χτυπήσουν ένα τουρκικό χωριό, πήγαιναν όλοι μαζί και χτυπούσαν. Παίρναν τα ζώα του, τα γεννήματα του, φεύγουν απάνω στο βουνό και τα μοίραζαν. Ένας από τους Τούρκους ήταν κοντά, τσοπάνος. Έχει ένα μέρος τα ζώα του ελεύθερα. Αυτός δυο χρόνια τροφοδοτούσε εμάς. Οι καπετάνιοι έπαιρνα τα τρόφιμα και τα μοιράζανε στον κόσμο...». Το αντάρτικο δε θα επιβίωνε χωρίς τους τροφοδότες. Θυμάται ακόμη πώς οι Τούρκοι σκότωσαν έναν τροφοδότη, τον Ανανία μετά από προδοσία. Τον σκότωσαν «όπως πιάνεις τα βουβάλια και τα σφάζεις με το ξίφος. Πέρασαν κοντά μου 200 μέτρα...». Στη μάχη ήταν διαφορετικά: «Οι Τούρκοι δεν πολεμάν...Σηκώναν τα χέρια τους μόνο. Σου λέω, σε ένα στενό δρόμο, ρίχναμε ένα δέντρο, έρχονταν εκεί στην ενέδρα, σκοτώναμε 4-5 και υπόλοιποι φεύγουν...Δεν πολεμάν οι Τούρκοι. Άμα είχαν όλοι [οι] άντρες όπλα, Τούρκοι δεν θα ανέβαιναν. Αλλά πουτάνα Αγγλία.Τάφος της Ελλάδας, η Αγγλία είναι. Να ξέρεις ατό...».

Τα πράγματα άλλαξε άρδην η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917: «Πετάνε οι Ρώσοι τα όπλα επειδή έγινε κομμουνισμός...Τότε βρώμισαν τα πράματα. έρχονατι στο χωριό οι Τούρκοι, καλάνε τους μεγάλους. Πάνε στη Σαμψούντα, μια πόλις 40 χιλιόμετρα απ΄την Μπάφρα, κι εκεί τους σκοτώνουν. Και το '16 [που] ήρθε η καταδίωξη, φεύγουμε στο βουνό. Από το '16 μέχρι το '18. Η δική μας περιφέρεια ησυχία ήτανε. Και το '18 δίνουν μια διαταγή για ανταλλάξιμους και κατεβαίνουμε στα σπίτια. Τότε τον Αντών ήθελαν να σκοτώσουν, μετά δεν μπορούσαν...Κατεβήκαμε ήσυχα στο χωριό...Εμείς νομίζαμε θα μείνουμε στα χωριά μας. Σηκώνομαι ένα πρωί με τον πατέρα, να πάμε στη Σαμψούντα. Μου είχε πει απ' το βράδυ. Καθόμασταν στο καφενείο μπροστά, ο πατέρας μου στα δεξιά, έρχεται ένας Τούρκος τζανταρμάς (=χωροφύλακας): "Γκιαούρ!". Άγρια φωνή (γκιαούρ μας λέγανε οι Τούρκοι). "Ξέρεις, λέει, τον Αντών;", "Ε, πώς να μην ξεύρω. Έρχεται [στο σπίτι μας], τρώει, πίνει αλλά ο ίδιος δεν κοιμάται καθόλου. Τα παιδιά κοιμούνται". (Μια βραδιά, θυμούμαι ο πατέρας μου με ρώτησε. Του έδωσε παστάλ (φύλλα καπνού επεξεργασμένα) που σαν μπαρούτι ήτανε). Ήρθε κοντά στον Τούρκο ο πατέρας μου, του λέει ο Τούρκος: "Γκιαούρ, έλα μαζί μου τον Αντώνη αφού ξεύρεις". Και παίρνει τον πατέρα μου, πηγαίνει στη Σαμψούντα, μέσα. Το κεφάλι του Αντών έφεραν. Του είχαν κόψει το κεφάλι. Ο κουμπάρος του τον πρόδωσε. Το '18 γίνεται αυτό. Στο χωριό ο κόσμος κλαίει...».

Όταν ο κόσμος κατέβηκε από το βουνό πιστεύοντας πως οι Τούρκοι θα έδιναν αμνηστεία, πλανήθηκε: «Τότε άρχισε σφαγή. Λέγανε οι Τούρκοι "εξορία θέλεις ή φυλακή στη Σουρμελιού;» (σ.σ. ελληνικό χωριό, έδρα της τοπικής τουρκικής χωροφυλακής). Γελάστηκε ο κόσμος, πήγανε στη Σουρμελιού. Οικογένειες ολόκληρες. Ο γαμπρός μου ήτανε γερός, καπνοέμπορος. Πάει στη Μπάφρα μέσα, με τα καπνά του, ένα ζευγάρι βόδια και ένα βουβάλι αρμέξιμο. Εκεί πιάστηκαν. Κι άρχισαν να αγριεύουν...Εμείς στο χωριό τώρα δε ξέρουμε τι γίνεται στο άλλο χωριό. Και μια χήρα - Ελληνίδα - ήρθε και λέει "Σκοτώνουνε μες στα σπίτια. Τους Έλληνες στην πόλη μέσα...Ότι θέλεις κάνουνε". Η αδελφή μου ζεύει το βουβάλι με ένα σκοινί στο λαιμό - η Μπάφρα ήτανε ίσιο μέρος - και πάμε μαζί προς τη Μπάφρα...Από το χωριό μας δυόμιση ώρες μέχρι την πόλη. Ήταν όλο Έλληνες, μόνο τρία χωριά ήτανε τουρκικά. Άρχισε να ψιχαλίζει. Περάσαμε τα τουρκικά φυλάκια...Στο δρόμο βλέπαμε, όλα τα έκαψεν ο Τούρκος...Περνούντες από τη Σουρμελιού, ακούμε βουή. "Σταμάτα εσύ, μου λέει η αδερφή μου, θα πάω να δω εγώ". Πτώματα παντού...Ακόμα βουίζει το κεφάλι μου...Εκεί στη Σουρμελιού είχαν μαζέψει τους άνδρες κι είχαν κάνει θεριστική βολή. Στο χωριό μετά γυρίσανε και κάψανε και τις γυναίκες και τα παιδιά. Αρχίνησαν από κει, κάψιμο συνέχεια...Τους παπάδες τους έπιαναν και τους έδεναν πίσω από το άλογο...Και μετά λέγανε "Ελάτε να δείτε, ένα σκυλί σκότωσα...".

Αυτά επάθαμεν οι Έλληνες...»

«Το '18 πάλι εμείς στο βουνό. Σκορπισμένοι, σαν τα ζώα. Όταν έρχονταν Τούρκοι, όλοι μαζί μαζευόμασταν. Σαν άγρια ζώα....Ούτε τα ζώα μας, ούτε τίποτα. Εγώ που ζω τώρα, χελώνες έφαγα. Δυο μήνες. Γι' αυτό ζω. Πέθαιναν κόσμος από την πείνα...Ένας Έλληνας, αν το πιστεύεις, πέθανε η νύφη του και έβαλε το κορίτσι στο καζάνι. έκοψε τα χέρια της, τα έβρασε και τα έφαγε...Με τα μάτια μου το' δα αυτό».

Από τους Τούρκους μόνο ελάχιστοι από μία συγκεκριμένη φυλή που αντιστρατευόταν τον Κεμάλ, βοηθούσαν τους Έλληνες: «Ένας Τσερκέζος, στον κάμπο της Μπάφρας, ο παππούς του ήταν παπάς. Και αυτός βοηθούσε, ήξερε ότι θα [μας] σκοτώσουν. Ήρθε και αυτός μαζί μας. Αλλά στριμωγμένα ήταν».

«Τραβήξαμε πολλά βάσανα. Πείνα και σκοτωμός...Ούτε γιατρούς, τίποτα. Φάρμακα δε ξέραμε 'μεις...Όπλο είχε, σφαίρα δεν είχε. Όπως ένα μπαστούνι...Από την Άγκυρα κατεβαίνει στην Μπάφρα ένα ποτάμι, στην άκρα. Από την πέρα μεριά, ένα χωριό, Τέκετζε το λέγανε.Έλληνες. Τους βάλανε στον Αϊ-Γιώργη, στην εκκλησία μέσα και τους έκαψαν. Και μετά θεριστική βολή στον κόσμο. Ανάμεσα τους ήταν ένα κορίτσι 13-14 χρονών που έμεινε. Έζησε. Φώναξαν οι Τούρκοι "Όποιος είναι ζωντανός, ας σηκωθεί, δε θα τον πειράξουμε". Δε σηκώθηκε. Μόλις αυτοί έφυγαν, το κορίτσι ήρθε στο βουνό μες στα αίματα...Τέτοια καταστροφή έκαμαν την Μπάφρα...Σκοτωμός όλη την περιφέρεια. Όσοι ήτανε στη Μπάφρα μέσα, έμειναν. Όλους τους πήραν απ' τα σπίτια κι απ' τα ταβάνια και τα υπόγεια και τους πήγαν στο μεγάλο ποτάμι - σαν το Στρυμόνα. Βαθύ, μεγάλο, αν δεν ξέρεις κολύμπι, δεν μπορείς να περάσεις. Εκεί σκότωναν και οι άνθρωποι πέφταν στη θάλασσα...Καθάρισαν όλους τους Έλληνες εκεί. Τελευταία, αυτό το πράμα έκαναν, γέλαγαν τον κόσμο. Αλλά και να μην πήγαιναν, στο βουνό, πείνα είχε. Έρχονταν οι Τούρκοι - αστυνομία και στρατός - και μας κυνηγούσαν».

«Μια βραδιά, θυμάμαι, περάσαμε από ένα ποτάμι. Βράδιασε εκεί. Εκείνη τη στιγμή βάρεσαν σάλπιγγα για το ψωμί. Ο πατέρας μου φοβήθηκε που σταματήσαμε και μας λέει "Σηκωθείτε, θα φύγουμε". Φύγαμε. Όσοι έμεινα εκεί, το άλλο πρωί τους βρήκαμε. Με τη ξιφολόγχη τους είχαν σκοτώσει...Τους περικύκλωσαν. Πού θα έφευγαν;... Τρεις μέρες κατεβήκαμε κοντά στο χωριό. Ήταν έρημο. Χόρτο τρώγαμε. Χόρτο...εμείς ανάγκη είχαμε το αλάτι. Άμα αλάτι έχεις, όλα τα τρως. Την αγριάδα μάζεψε, βράσε, βάλε λίγο αλάτι και τρως. Άμα δεν έχει αλάτι, δύσκολο...».

Τα χωριά στο βουνό ήταν πολύ μικρά, φτωχά και μισοερειπωμένα για να θρέψουν τους ξεσπιτωμένους οι οποίοι σώθηκαν από τον υποσιτισμό μόνο χάρη στον πλούτο του τόπου: «Τα βουνά πολύ πλούσιο μέρος ήταν. Κάστανα θέλεις; μήλα θέλεις; απίδια θέλεις; Γλυκά κάστανα, τα σπάγαμε με τη βέργα και τα τρώγαμε. Μια μέρα στον αγρό θυμούμαι που γύριζα νηστικός, στην άκρη ήταν δάσος. Βλέπω, κιτρινίζει κάτι. Πάω κοιτάζω, ήταν σπόρος από απίδι. Ήρθε ο χειμώνας, έπεσαν τα φύλλα, ήρθε χιόνι. Έλιωσε το χιόνι, πάω ξανά, απίδια. Ούτε ξέρω πόσα έφαγα εκεί...».

«Ακριβώς το '21 τον Απρίλιο κατεβήκαμεν σε ένα τουρκικό χωριό. Από μια χαράδρα μακριά, φώναξαν σε μας Τούρκοι "Ελάτε δω!". Το απόγευμα ήταν. Δεν πήγαμε...Στον ποτάμι είχανε σφάξει χιλιάδες, απ' αυτούς που κατέβηκαν απ' το βουνό. Με τον κασμά, με το τσεκούρι τους σκοτώνανε...Εκείνο το βράδυ σαν τα ζώα κοιμηθήκαμε [έξω απ' το χωριό]. Ήμασταν στο χωρίο εκείνη τη νύχτα. Ακούω ένα γαϊδούρι, φωνάζει. Ήταν ενός Τούρκου χωριάτη, που μαζί με το στρατό πηγαίνουν...Εγώ δε ρωτάω το νου μου, δε σκέβω (=σκέφτομαι) πως έρχεται το γαϊδούρι εδώ. Πάω κοντά, δάσος μεγάλο ήτανε. Βράδιαζε. Μόλις έφτασα στα πρώτα σπίτια, γεμάτο στρατός το βουνό. Μαζεύω λίγο πίσω. Βγαίνει ο στρατός εκεί και έτρωγε για βράδυ. Πήγα, βρήκα τα κουκούτσια, τα ψωμία που άφησαν. Παραπέρα πάω, ήταν ένα κόκαλο τόσο μεγάλο. Το έφαγα, δεν έπαθα τίποτα...Αυτό τώρα σκυλί ήταν, ανθρώπου ήτανε, ποιος ξέρει;».

«Εκείνη την ώρα που πήγαινα πάνω, η μάνα μου, ο πατέρας μου, τα αδέλφια μου έρχονταν για να παραδοθούν. Η μάνα μου μάζεψε τα κορίτσια να κατέβουνε στην πόλη το άλλο πρωί. Πλαγιάσανε στα ντουβάρια μιας εκκλησίας. Ο πατέρας μου πέθανε εκείνο το βράδυ, τον σκεπάσανε μ' ένα πάπλωμα. Στο δρόμο για τη Σαμψούντα, τους έπιασαν οι Τούρκοι και τους πήγαν στη Σαμψούντα. Τους άφησαν ελεύθερους. Τακ τακ πόρτα-πόρτα πηγαίνανε, [ζητούσανε] λίγο ψωμί. Όσοι έφαγαν, το βράδυ θάνατο...Τους έδωσαν ξερά φασόλια, χωρίς νερό. Έκαψε το στομάχι τους και πέθαναν. Επί τόπου έμειναν. Πέθαναν. Εμείς, με την αδερφή μου αλεύρι πήραμεν, ρύζι σούπα φτιάξαμε. Τα εντέρια μας κολλημένα ήτανε. Αλλά είχαμε φάει χελώνες και αυτό ωφέλησε εμάς...Μία αδερφή μου έζησε, πέθανε εδώ στην Κατερίνα αργότερα. Ο ένας αδερφός μου δούλεψε σε ένα τσιφλίκι τρεις μέρες. Όταν τελιώνει εκεί, δεν έφυγε στην πόλη. Και τον σκότωσαν εκεί για τα ρούχα του. Τα είδαμε μετά, ένας Τσερκέζος τα φορούσε...Για τα ρούχα σκότωσαν τον αδερφό μου...».

«Ο τελευταίος σαδισμός των Τούρκων ήταν η τιμή των 8 λιρών που ορίστηκε για το εισιτήριο για την Ελλάδα. Ένα άτομο για να έρθει στην Ελλάδα, ήταν 8 λίρες τουρκικές. Πήγαμε στη Σαμψούντα και δουλέψαμε. Δυο χρόνια σε ένα τσιφλίκι, καπνόν εκάναμεν. Δε μας άφησε τίποτα ο Τούρκος [τσιφλικάς]. Σε ένα χωριό όλοι παστάλια κάναμεν. Κι από κει πήραμε λεφτά και ήρθαμε. Ό,τι λεφτά πήραμε, μ' αυτά ήρθαμε. Οκτώ λίρες. Γι' αυτό ήρθαμε τελευταίοι, το '24 ήρθαμε...Έμειναν πολλοί πίσω. Στη Σαμψούντα πήραμε το καράβι. Μέναμε στην Κωνσταντινούπολη σε ένα μέρος. Κάναμε μπάνιο με κρύο νερό, για να μην κολλήσεις αρρώστιες. Στον Αϊ-Γιώργη κάναμε το σταυρό μας και μετά ήρθαμε στην Έλλαδα. Μας έβγαλε στη Θεσσαλονίκη. Οκτώβριος ήτανε θυμάμαι ακριβώς, εβάλαμε πανί στο Καραμπουρνού. Ψάχναμε χωριό. Στον κάμπο να μύγα και κουνούπι, δεν μπορούσες να καθίσεις...Στο Λαγκαδά δυο μέρες καθίσαμεν. Μέχρι να μας κατεβάσει το φορτηγό, γύρισε πίσω...».

Μέχρι το 1947, ο κ.Χαράλαμπος έμεινε στο χωριό Κοκκινοχώρι Θεσσαλονίκης, ένα χωριό 50-100 σπιτιών που εκκενώθηκε στον εμφύλιο. Σήμερα πεδίο βολής του στρατού. «Πολύ δύσκολα χρόνια. Όταν ήρθαμε Ελλάδα, δεν είχαμε τίποτα, ήμασταν όπως ήρθαμε... Έμεινε να πάρεις και τίποτα; Στο βουνό πήραμε ένα στρώμα και το είχαμε δυο άτομα! Φεύγαμεν συνέχεια. Ερχόντουσαν οι Τούρκοι, τρέχαμε...Έξω κοιμούσαν...Σαν τα άγρια ζώα. Με τα ρούχα που φορούσαμεν...».

Το Κοκκινοχώρι (πρώην Τσεσμέ Μαχαλάς) είχε μερικά τουρκικά σπίτια αλλά το χωριό δομήθηκε ουσιαστικά από τους Μπάφραλήδες που επιδόθηκαν στην καλλιέργεια της γης - σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι και καπνό. Πόντιοι και λίγοι Θρακιώτες εγκαταστάθηκαν και σε όλα τα γύρω χωριά, Μαυρούδα, Λίμνη, Ανοιξιά, Φιλαδέλφεια, Ξεροπόταμος, Ασκός κ.α.

Ο κ. Χαράλαμπος παντρεύτηκε δυο φορές και έκανε συνολικά έξι παιδιά. Η δεύτερη γυναίκα του, Αικατερίνη Τσαπανίδου, ήταν Πόντια από τη Ρωσία. Υπηρετούσε κληρωτός από το 1933 μέχρι και το 1947. Από την Καβάλα στα όπλα, όταν νίκησαν οι κομμουνιστές, τον Απρίλιο του 1941 "στου Μεταξά τα χαρακώματα". «Έξι φορές φόρεσα το χακί, όχι μία. Όταν ήρθαμε οι πρόσφυγοι, εγώ μεγάλος ήμουνα, είπανε να περάσουν οι μικροί. Τελευταία τι σκέφτηκε το κράτος: το '33 διαταγή να περάσουν επιτροπή όσοι δεν μπόρεσαν. Όταν άνοιξε ο πόλεμος του '40 ήμουνα έφεδρος στις Σέρρες, τέσσερις μήνες. Απολύομαι ύστερα από κεί, 18 μέρες η καμπάνα χτυπάει. Πάμε στην Αλβανία! Περάσαμε παγωμένα ποτάμια. Πέντε μέρες ούτε ψωμί. Και μια άλλη φορά με κάλεσαν πάλι, σκοπευτής πολυβόλου. Μάθημα στο πολυβόλο...Εγώ μεγάλωσα με στρατό, κυνήγια ήξερα να κάνω. Μόλις το γύρισα...Καλά, λέει, από που ξέρεις; Ε, πως να μη ξέρω, λέω, ολόκληρο γαϊδούρι;!».

Το 1947 τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι σε επίθεση ανταρτών στο Κοκκινοχώρι. Μετά από τη νοσηλεία στο στρατιωτικό νοσοκομείο των Αθηνών, ήρθε στον Λαγκαδά και ακολούθως στη Νυμφόπετρα. Τα τελευταία πέντε χρόνια ζει μαζί με την κόρη του, Μαρία, και το γαμπρό του, Ιορδάνη Κουτζουβελίδη, στο χωριό Ασκός.

«Οι Τούρκοι τεμπέληδες είναι, δεν δουλεύουν. Παζάρι γινόταν στην Μπάφρα, μόνο Έλληνες πήγαιναν. Βούτυρο θέλεις; Γιαούρτι θέλεις; Όλα...Και τώρα έτσι είναι. Τα χωριά τους χάλια. Πρώτη φορά που [ξανά]πήγα στο χωριό, είδα του θείου μου το σπίτι. Μπροστά είχε [θυμόμουνα] μουριά και καρυδιές, μεγάλα δέντρα. Δεξιά και αριστερά. Το σπίτι το έκαψαν. Κοιτάζω, λέω ένα γέρο Τούρκο "εδώ ήτανε σπίτι, είχε μεγάλα δέντρα, που πήγαν;", "τα κόψαμε, εγώ τα έκοψα", "γιατί τα έκοψες;", "κρυώναμε. Εδώ ούτε γαϊδούρι δεν έχουμε...". Την εκκλησία τη χάλασαν, θέλαν πέτρες για να χτίσουν σπίτι. Τίποτα βρε παιδί μου! Με τον κασμά έσκαβες και έσπερνες καλαμπόκι, τέτοιο πλούσιο μέρος. Αλλά δε δουλεύουν...Αυτοί που πήγαν τώρα πρόσφυγες, δουλεύουν. Η Μπάφρα είχε δύο τζαμιά και τώρα έχει 15. Και μου είπαν [όταν πήγα]: "εσύ Γιουνάν, δεν πείραξες εμάς...εσάς όμως σας κάνανε πολύ σκοτωμό"...Τα σπίτια τι τα έκαψαν; τι τους έφταιγαν; Αγράμματοι άνθρωποι. Και θέλουν να σκεπάσουν αυτά που έγιναν. Αλλά όλες οι χώρες λένε να πληρώσουν». Σε πρόσφατη εκδήλωση της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης για τη 19η Μαΐου, επέτειο της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, ο ίδιος τιμήθηκε και έγινε αντικείμενο λατρείας από κοινό και συνέδρους.

Αν και ο κ.Χαράλαμπος δε ξέρει γράμματα, καταλαβαίνει το περιεχόμενο της λέξης "Γενοκτονία". Ξέρει επίσης πως η μνήμη όσων συνέβησαν στον Πόντο και η μετάδοση τους στους νέους είναι αυτονόητο καθήκον για εκείνον. Και σε προσωπικό επίπεδο, ο μοναδικός ίσως τρόπος για να ξορκίσει τους εφιάλτες...  

* Συνέντευξη στον ΙΑΣΟΝΑ ΧΑΝΔΡΙΝΟ για το ΕΘΝΟΣ, Ασκός Θεσσαλονίκης, 7 Ιουλίου 2010

Πώς να απαλλαγείτε από το χρόνιο θυμό και την πικρία.. -...

 
«Εκείνος που σε θυμώνει, σε κατακτά» Elisabeth Kenny Το να κρατάς το θυμό μέσα σου είναι σαν να αρπάζεις ένα καυτό κάρβουνο με την πρόθεση να να πετάξεις σε…
www.healingeffect.gr

«Εκείνος που σε θυμώνει, σε κατακτά»
Elisabeth Kenny
Το να κρατάς το θυμό μέσα σου είναι σαν να αρπάζεις ένα καυτό κάρβουνο με την πρόθεση να να πετάξεις σε κάποιον άλλο. Αλλά τελικά εσύ είσαι αυτός που καίγεται.
Βούδας

Γιατί θυμώνουμε;
Ο θυμός είναι ένα βασικό ανθρώπινο συναίσθημα το οποίο κατά καιρούς βιώνεται από όλους μας.
Συνήθως θυμώνουμε όταν νομίζουμε ότι κάποιος μας πλήγωσε, μας φέρθηκε άσχημα, μας εκμεταλλεύτηκε ή αντιτάχθηκε στις απόψεις μας ή όταν αντιμετωπίζουμε εμπόδια που μας αποτρέπουν να φτάσουμε τους στόχους μας.
Όπως και όλα τα συναισθήματα, ο θυμός δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός.
Γεννιόμαστε με αυτόν όπως γεννιόμαστε με τη δυνατότητα να βιώνουμε χαρά, λύπη ή φόβο. Άρα ο θυμός σαν συναίσθημα είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης μας. Ο χρόνιος όμως, έντονος θυμός δεν προσφέρει κάτι θετικό στη ζωή μας και μάλιστα έχει βρεθεί ότι είναι εξαιρετικά ανθυγιεινός. Οι μελέτες δείχνουν ότι όχι μόνο μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην επαγγελματική και προσωπική ζωή αλλά και στην υγεία. Υψηλά επίπεδα θυμού σχετίζονται με καρδιαγγειακά προβλήματα, εγκεφαλικά και πρώιμο θάνατο.
Πώς εκφράζουμε το θυμό;
Ένας απλός διαχωρισμός της έκφραση του θυμού είναι ο παθητικός θυμός και ο επιθετικός θυμός.

Ο παθητικός θυμός μπορεί να εκδηλώνεται με:
Μυστικότητα και επιφύλαξη. Αποφυγή οπτικής επαφής, διάδοση κακεντρεχών σχολίων,κουτσομπολιό, ανειλικρίνεια, κλοπές.
Αυταπάρνηση. Το να είναι κανείς υπερβολικά «καλός» και εμμέσως να υπονομεύει τον εαυτό του, το να αρνείται βοήθεια από τους άλλους αλλά να νιώθει διαρκή απογοήτευση από αυτούς.
Ψυχολογική χειραγώγηση. Χρήση ψυχολογικών εκβιασμών, ψεύτικα δάκρυα, σεξουαλικούς υπαινιγμούς, υπονόμευση προσώπων που είναι ανώτεροι ιεραρχικά.
Ψυχαναγκαστική συμπεριφορά. Τελειομανία, επιθυμία να είναι όλα καθαρά και σε τάξη,υπερέλεγχος.
Συναισθηματική απάθεια. Το να επιδεικνύει κανείς αδιαφορία και απάθεια, το να μην ανταποκρίνεται στο θυμό του άλλου και να προσπαθεί να δραπετεύσει από τα συναισθήματα που νιώθει μέσω εθισμών στο αλκοόλ, τα ναρκωτικά, τη δουλειά ή άλλες ενασχολήσεις.

Ο επιθετικός θυμός εκδηλώνεται με
Σκληρότητα, λόγια που πληγώνουν, έλλειψη ευαισθησίας στα συναισθήματα του άλλου.
Κατηγορίες και σκληρή κριτική
Προσποίηση, εγωκεντρισμό και αλαζονεία. Για παράδειγμα, το είναι κανείς σνόμπ,να δείχνει δυσπιστία στους άλλους και να μην αποδέχεται ήττες.
Εκδικητικότητα, αδυναμία συγχώρεσης και πικρία. Δηλαδή όταν κάποιος κρατάει «κακία» και αρνείται να συγχωρέσει ή να ξεχάσει και πράττει με σκοπό να ανταποδώσει τη βλάβη στον άλλο.
Ευερεθιστότητα,παρορμητικότητα, αναξιοπιστία, επικινδυνότητα. Για παράδειγμα, το να αντιδρά κανείς με τρόπο μη αναλογικό των γεγονότων, το να επιτίθεται άμεσα χωρίς διακρίσεις.
Μανία, υπερκινητικότητα, νευρικότητα. Για παράδειγμα, το να μιλάει κανείς πολύ γρήγορα, να τρέχει με υπερβολική ταχύτητα, το να κάνει τα πράγματα πολύ γρήγορα.

Πώς γίνεται να απαλλαγούμε από το θυμό;
Πρώτα απ` όλα ανακαλύψτε, εάν δεν το γνωρίζετε ήδη, για ποιό λόγο είστε θυμωμένοι. Ποιά είναι η πραγματική αιτία πέρα απ’ όλες τις αφορμές που προκαλεί το θυμό σας; Ποιές ανάγκες σας δεν καλύπτονται; Ποιός είναι υπεύθυνος γι` αυτό;
Σκεφτείτε ποιές είναι οι συνέπειες του θυμού σας. Κάντε μια λίστα με τα πράγματα τα οποία θεωρείτε ότι κερδίζετε με το να παραμένετε θυμωμένοι. Ποιά από αυτά, συμβάλλουν στο να έχετε μια αίσθηση ψυχικής ισορροπίας;
Συγχωρήστε. Η πράξη της συγχώρεσης είναι εξαιρετικά δύσκολη για όσους νιώθουν το συναίσθημα του θυμού να τους κατακλύζει. Ο θυμός συνήθως συνδυάζεται με την ανάγκη της εκδίκησης ή τουλάχιστον την ανάγκη να βρούμε το δίκιο μας, να αποδειχθούμε «σωστοί» και να αποδείξουμε στους άλλους ότι έκαναν λάθος που μας αδίκησαν. Είναι δύσκολο να νικήσουμε το εγωιστικό αυτό κομμάτι μας και να συγχωρήσουμε.
Όμως, η συγχώρεση είναι στην πραγματικότητα ένα σίγουρο μονοπάτι προς την απελευθέρωση μας από το θυμό.

Προσπαθήστε να βρείτε μια λύση για το θέμα που σας θυμώνει, όταν αυτό είναι δυνατό. Προσπαθήστε να προσεγγίσετε το συνομιλητή σας χωρίς την πρόθεση «να βγείτε από πάνω» ή να αποδείξετε πόσο δίκιο έχετε. Αποφύγετε τις κατηγορίες και την κριτική γιατί συχνά εκλαμβάνονται από τον άλλο σαν επίθεση παρατείνοντας το επικοινωνιακό πρόβλημα που μπορεί να υπάρχει.
Δοκιμάστε να κρατήσετε ένα ημερολόγιο ευγνωμοσύνης. Κάθε βράδυ, πριν πάτε για ύπνο, σημειώστε τρία πράγματα που πήγαν καλά ή σας έκαναν να νιώσετε θετικά κατά τη διάρκεια της μέρας σας. Όσο αρνητικά κι αν μοιάζουν τα πράγματα στη ζωή καμιά φορά, πάντα θα υπάρχει κάτι για το οποίο να μπορούμε να πούμε ευχαριστώ. Πώς η ευγνωμοσύνη μπορεί να σας βοηθήσει να ξεπεράσετε το θυμό; Απλά μετακινώντας την προσοχή σας από όλα αυτά τα οποία σας ενοχλούν σε ότι θετικό συμβαίνει, υπενθυμίζετε στον εαυτό σας ότι δεν είστε μόνο «αδικημένοι» αλλά και δικαιωμένοι.
Όσον αφορά την άμεση αντιμετώπιση ενός ξεσπάσματος θυμού, όταν αντιληφθείτε ότι είστε θυμωμένοι, προσπαθήστε κατ` αρχάς να χαλαρώσετε το σώμα σας, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στους μύες εκείνους του σώματος σας που είναι πιο τεταμένοι. Δοκιμάστε να αναπνεύσετε αργά από το διάφραγμα. Χαλαρώστε και εισπνεύστε από τη μύτη γεμίζοντας με αέρα την κοιλιά σας σα μπαλόνι. Κρατήστε για λίγο την αναπνοή σας και εκπνεύστε αργά από το στόμα. Επαναλάβετε για 5-10 λεπτά. Η διαφραγματική αναπνοή έχει χαλαρωτική επίδραση στο σώμα και μπορεί να σας βοηθήσει να απαλύνετε τα σωματικά συμπτώματα του θυμό

Μαρία Μεραμβελιωτάκη-Simon
MSc, Ψυχολόγος, Σύμβουλος, NLP Practitioner

happymind.gr

Η ιστορία του Πανεπιστημίου Αθηνών


Η ιδέα για την ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών ανήκε στον Ιωάννη Καποδίστρια και η υλοποίηση της στον βασιλιά Όθωνα. Ιδρύθηκε το 1837...
sansimera.gr
Η ιδέα για την ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών ανήκε στον Ιωάννη Καποδίστρια και η υλοποίηση της στον βασιλιά Όθωνα. Ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα στις 14 Απριλίου του 1837 και εγκαινιάστηκε στις 3 Μαΐου του ίδιου χρόνου. Πρωτοστεγάστηκε στην κατοικία του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη, επί της οδού Θόλου, στη βορειοανατολική πλευρά της Ακρόπολης. Ήταν το πρώτο Πανεπιστήμιο, όχι μόνο του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, αλλά και της Ανατολικής Μεσογείου.
Το Οθώνειον Πανεπιστήμιον, όπως λεγόταν πριν πάρει το σημερινό όνομα Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιον Αθηνών, αποτελούνταν από τέσσερις σχολές: Θεολογίας, Νομικής, Ιατρικής και Τεχνών (η οποία περιλάμβανε τότε τις Εφαρμοσμένες Επιστήμες και τα Μαθηματικά). Το 1904, η Σχολή των Τεχνών διασπάστηκε σε δύο Σχολές, σε αυτή των Τεχνών και αυτή των Επιστημών, η οποία περιέλαβε τις νέες Σχολές Φυσικής, Μαθηματικών και Φαρμακευτικής. Το 1919 προστέθηκε το τμήμα της Χημείας και το 1922 η Σχολή Φαρμακευτικής ξεχώρισε ως τμήμα. Μια άλλη αλλαγή έγινε όταν στην Ιατρική Σχολή προστέθηκε το τμήμα της Οδοντιατρικής.

Με πρώτο πρύτανη τον Κωνσταντίνο Σχινά, το πανεπιστήμιο είχε αρχικώς 33 τακτικούς και εκτάκτους καθηγητές, 52 φοιτητές και 75 μη εγγεγραμμένους ακροατές, ως επί το πλείστον γηραιούς φουστανελοφόρους αγωνιστές του '21, δημοσίους υπαλλήλους και μαθητές γυμνασίου.

Η Οικία Κλεάνθη στην Πλάκα, όπου πρωτο-στεγάστηκε το Οθώνειον Πανεπιστήμιον
Το Νοέμβριο του 1841 άρχισαν να λειτουργούν νέες τάξεις σ' ένα καινούργιο κτίριο που σχεδιάστηκε από τον δανό αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, στην οδό ονομασθείσα Πανεπιστημίου. Εκατοντάδες επιφανών και απλών Ελλήνων συνεισέφεραν με τον οβολό τους για την αποπεράτωσή του κτιρίου, για το οποίο απαιτήθηκαν 176.000 δραχμές. Ο Δήμος Αθηναίων από την πλευρά του ανέλαβε την υποχρέωση να διαμορφώσει την οδό Πανεπιστημίου, στην οποία μέχρι τότε υπήρχαν βαθιά ρυάκια και βράχοι.
Σ' αυτή την πρώτη, πραγματικά ηρωική περίοδο για την ελληνική εκπαίδευση, οι διδάσκοντες κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες, προκειμένου να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ του καινούριου ιδρύματος και των παλαιότερων που λειτουργούσαν σε άλλες χώρες. Χαρακτηριστικό των δυσκολιών είναι ότι από τους 52 πρωτοεγγραφέντες φοιτητές, μόνο οι 18 παρακολούθησαν τα μαθήματα και ελάχιστοι έλαβαν πτυχίο.

Ανάμεσα στο 1895 και στο 1911, κάθε χρόνο έμπαιναν στις Σχολές περίπου χίλιοι σπουδαστές και στο τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου έφτασαν τους δύο χιλιάδες. Αυτό οδήγησε στην απόφαση για καθιέρωση εισαγωγικών εξετάσεων για όλες τις Σχολές, ξεκινώντας από το ακαδημαϊκό έτος 1927-28. Από το 1954 και μετά, ο αριθμός των εισαγόμενων φοιτητών καθορίζεται από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, ύστερα από πρόταση των Σχολών.
Στη δεκαετία του 1960 άρχισαν κατασκευαστικές εργασίες στην Πανεπιστημιούπολη, στην περιοχή Ζωγράφου. Τα νέα κτίρια της Πανεπιστημιούπολης περιλαμβάνουν αυτά της Φιλοσοφικής και Θεολογικής, τα τμήματα της Σχολής Θετικών Επιστημών και τη Φοιτητική Εστία.
 
---------------------------------------------------------

Συμπληρώνω την ανάρτηση με μια μορφή που η συμβολή του στην ίδρυση του Πανεπιστημίου ήταν καθοριστική. 
Ευχαριστώ την φίλη που μας ενημέρωσε σχετικά

Friederiki Christidou ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ........................ΟΙ ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ ΗΤΑΝ ΩΣ ΕΠΙ ΤΟ ΠΛΕΙΣΤΟΝ ΗΠΕΙΡΩΤΕΣ ....................

Friederiki Christidou http://www.kapodistrias.info/dompolis-ioannis


Δομπόλης Ιωάννης
kapodistrias.info

http://www.kapodistrias.info/dompolis-ioannis
Δόμπολης Ιωάννης
(Πετρούπολη ή Νίζνα Ρωσίας 1769 – Πετρούπολη 1850)
Ο Ιωάννης Δομπόλης γεννήθηκε το 1769 στην Πετρούπολη. Καταγόταν από το χωριό Κρετσούνιτσα της επαρχίας Κουρέντων Ηπείρου και ήταν γιος του Τριαντάφυλλου Δομπόλη. Εμαθε τα πρώτα του ελληνικά γράμματα στη γενέτειρα του, την Πετρούπολη και παράλληλα έμαθε γαλλικά και ρωσικά.
Επαγγελματικά ασχολήθηκε με το εμπόριο και με τις τραπεζικές επιχειρήσεις, μεγαλώνοντας έτσι την ήδη μεγάλη περιουσία του πατέρα του.
Δημιούργησε  σχέσεις με επιφανείς ομογενείς καθώς και με μέλη της Αυτοκρατορικής Αυλής της Ρωσίας.
Το 1809 γνωρίστηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια, συνδεόμενος εφεξής μαζί του με στενούς φιλικούς δεσμούς. Το 1811 ανέλαβε την οικονομική διαχείριση της περιουσίας του μετέπειτα υπουργού των Εξωτερικών της Αυτοκρατορικής Ρωσίας, ενώ από το 1815 και μέχρι το 1820 του ανατέθηκε η ευθύνη του ταμείου της Φιλόμουσου Εταιρείας.
Μετά την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως κυβερνήτη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους το 1828, ήλθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αίγινα υπηρετώντας ως γενικός ταμίας των οικονομικών της χώρας, θέση που διατήρησε ως τον Νοέμβριο 1829.
Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα συνέβαλε στην ίδρυση Εθνικής Χρηματικής Τράπεζας στο Ναύπλιο, καταβάλλοντας επτακόσια (700) δίστηλα και ταυτόχρονα διατέλεσε «πρόβουλος της Οικονομίας» (υπουργός Οικονομικών). Είναι χαρακτηριστικό πως τους μισθούς που ελάμβανε από όλες τις παραπάνω θέσεις τους, διέθεσε για τις ανάγκες του έθνους. Διακαής πόθος του υπήρξε η αναγέννηση της ελληνικής παιδείας, επιθυμία που ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μετά τη γνωριμία του με τον Ιωάννη Καποδίστρια. Με τη διαθήκη του, της 4ης Φεβρουαρίου 1849,εκτός ενός ορισμένου ποσού (100.000 ρούβλια) που διέθεσε σε συγγενείς του πατέρα του στην Ήπειρο καθώς και σε άλλους, κληροδότησε το υπόλοιπο της περιουσίας του από οκτακόσιες δεκαπέντε χιλιάδες (815.000) χάρτινα ρούβλια ή διακόσιες τριάντα δύο χιλιάδες οχτακόσια πενήντα επτά (232.857) αργυρά, στο ελληνικό Δημόσιο για την ανέγερση και συντήρηση στην Αθήνα Πανεπιστημίου με την επωνυμία Καποδιστριακό. Ο Δομπόλης όρισε στην διαθήκη του να ιδρυθεί το Πανεπιστήμιο στα Γιάννενα αν είναι δυνατόν, ή στην Πρωτεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου. Προσθέτει δε, ότι πρέπει να έχει εκτός των άλλων επιστημονικών οργάνων και εργαστηρίων, και ιδιαίτερο παρεκκλήσιο για να εκκλησιάζονται σε αυτό οι διδάσκαλοι και οι φοιτητές.
Ο ίδιος ο Δομπόλης ζήτησε το Πανεπιστήμιο να πάρει το όνομα του Καποδίστρια και όχι το δικό του. Ο Δομπόλης έγραψε στη διαθήκη του: «Οτε το 1809 εγνώρισα τον μακαρίτη κόμητα Καποδίστριαν Ιωάννην, κατόπιν Κυβερνήτην της Ελλάδος, επεσχέθημεν αλλήλοις να μεταχειρισθώμεν παν μέσον προς διάδοσιν της δημοσίας παιδεύσεως εν Ελλάδι· έκτοτε ο σταθερός σκοπός της ζωής μου υπήρξε να κατορθώσω να εκπληρώσω πρεπόντως την δοθείσαν υπόσχεσίν μου...».
Πιο συγκεκριμένα, το ποσό που θα κατετίθετο στη Ρωσική Αυτοκρατορική Τράπεζα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, μαζί με τους τόκους που θα προέκυπταν, από το 1906. Επειδή ήδη υπήρχε το Εθνικό Πανεπιστήμιο στην Αθήνα, συγκροτήθηκαν πλέον δύο πανεπιστήμια, το Καποδιστριακό που θα περιλάμβανε τις θεωρητικές σχολές και το Εθνικό, στο οποίο εντάχθηκαν οι θετικές σχολές, με κοινή διεύθυνση και κοινή γενική επωνυμία (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιον), αλλά με διαφορετική νομική προσωπικότητα. Σημαντικά ποσά διέθεσε, επίσης, για τη χορήγηση υποτροφιών σε Ηπειρώτες σπουδαστές. Ένα μέρος της περιουσίας του Ιωάννη Δομπόλη, τέλος, εξανεμίσθηκε αργότερα με την Ρωσική Επανάσταση.

Το 1830, λόγω προβλημάτων υγείας, επέστρεψε στην Πετρούπολη, όπου και έζησε μέχρι τον θάνατό του, τιμώμενος μάλιστα και με τίτλο ευγενείας.

"Σαν θες να μάθεις" - Κουρήτες - Πεντοζάλι - Μαρτσάκης Σκορδαλός (Pentoz...


"Σαν θες να μάθεις" - Κουρήτες - Πεντοζάλι - Μαρτσάκης Σκορδαλός (Pentozali Martsakis)

sabbas8383


Από την μαγνητοσκοπημένη μετάδοση από το Μέγαρο Μουσικής :
"ΗΘΟΣ ΑΡΜΟΝΙΩΝ, ΓΕΝΩΝ ΚΑΙ ΡΥΘΜΩΝ: ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΥΛΩΝΑ".
(http://tvradio.ert.gr/details.asp?pid...)

Παρουσιάζεται ο Κρητικός Πεντοζάλης, από τους πιο γνωστούς χορούς της Κρήτης.
Χορεύει ο Λαογραφικός όμιλος Κουρήτες συνοδεύει ο Αντώνης Μαρτσάκης

Παίζουν :
Βιολί -Τραγούδι : Μαρτσάκης Αντώνης
Λύρα : Σκορδαλός Γιώργος
Λαούτο - Τραγούδι : Ψαρουδάκης Γιώργος
Λαούτο : Μαρεντάκης Νικόλαος, Καραβυράκης Νίκος, Δαβρής Χρήστος
Νταούλι : Κουφάκης Συμεών

"Σα θες να μάθεις τω Σφακιώ ο τόπος ήντα βγάνει
πες στσι Μαδάρες να σου πουν για το Δασκαλογιάννη

Όποιος δεν ξέρει και του πουν το νου του πια 'ναι ζάλη
πως στα Σφακιά τον πόλεμο τον κάνουν πεντοζάλι"


Kretischer Tanz/ Cretan Dance : Chaniotiko Sirto
Music: Martsakis(Mandolin), Skordalos(Lyra), Marentakis, Psaroudakis(Laouto)

Ήλιος Θεός ~Βασίλης Σκουλάς

Η Maria Dimitriou κοινοποίησε ένα σύνδεσμο.

Το τραγούδι λέγεται " Ήλιος Θεός" και το ερμηνεύει ο Βασίλης Σκουλάς. Μουσική/Στίχοι: Νικολούδης Μιχάλης/Μίτσος Πάρης. Τα τοπία είναι από τον νομό Ρεθύμνης, τον οποίο είχα την τιμή να επισκεφθώ το καλοκαίρι. Δύο απ' τις φωτογραφίες είναι του φωτογράφου Γιάννη Μπεχράκη.
...
you tube

Η Κρήτη είναι τόπος ιερός!

Το τραγούδι είναι γραμμένο για την πολεμική αεροπορία και κυρίως για τους πεσόντες πιλότους μας.

The song is called "Sun God" and it's from Vasilis Skoulas. The places are from Rethimno, in Creta. Two of the pictures are from the photographer Yiannis Behrakis.

Crete is a Holly island!

That's a small effort to translate the song.

I'm leaving, I'm flying away like the cloud
I am a friend with the God of Sun
I'm getting drunk with the nectar of the air
I am hugging the earth and the sky

And without the wings I am not afraid
The blue (of the sea) is a warm hug
I will be sleeping in the glorious mountains
In Aegean I will be giving kisses.

I am looking for freedom in the air
I am no longer a mortal
I am going up and I m loving
Without a body, a golden eagle

Δημοφιλείς αναρτήσεις