Η Maria Dimitriou κοινοποίησε τη δημοσίευση του χρήστη Βιβλιοπωλείο Gutenberg.
«Είναι
το ωραιότερο βιβλίο μου – αισθητικά εννοώ, ως τύπος. Και αυτό χάρη στην
άριστη επιμέλεια της έκδοσης από τον Γιάννη Μαμάη. Καθώς εμμένουμε, εγώ
και ο Γουτεμβέργιος, στο πολυτονικό, πρέπει να ευχαριστήσω και την
Κατερίνα Παντελίδου που έκανε την άψογη διόρθωση και μου ξανάμαθε όλες
τις ιδιοτροπίες της βαρείας…»
Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος για το βιβλίο του «Κριτική της κριτικής» που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις μας: http://gutenbergbooks.gr/book_details.php?id=2348.
Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος για το βιβλίο του «Κριτική της κριτικής» που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις μας: http://gutenbergbooks.gr/book_details.php?id=2348.
Αυτός είναι ο σημαντικότερος κριτικός λογοτεχνίας σήμερα. Διαβάστε τι έχει να πει.
Είναι ο σημαντικότερος κριτικός λογοτεχνίας σήμερα. Οξυδερκής, αντιδογματικός, αφοσιωμένος, με ποιότητα, ήθος και ποιητικότητα στον κριτικό του λόγο. Παθιασμένος, όπως λέει ο ίδιος με την κριτική. Μάχιμος, πάντα. Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο «Κριτική της κριτικής» από τις εκδ. Gutenberg, ένα άρτιο αισθητικά βιβλίο, με 21 δοκίμιά του με θέμα την αντιμετώπιση της λογοτεχνικής δημιουργίας από την κριτική. Μια σύντομη αυτοβιογραφία του* στα πλαίσια συνέντευξης στο περιοδικό Δέντρο, που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο, τελειώνει ως εξής: […] Από το κομμουνιστικό μου παρελθόν κρατάω με ευλάβεια ό,τι απόμεινε από την συντροφικότητα και ό,τι προδόθηκε από τον ίδιο τον κομμουνισμό: την αλήθεια, την ανθρωπιά, την αντίσταση στην εξουσία-βία, στο δόγμα, στην αυθεντία. Πιστεύω επίσης ότι οι παλιές μας πλάνες δεν είναι κεφάλαιο για να μας αποφέρει τόκους. […] Δεν θ’ αφήσω ποτέ μουστάκια ή γένια.
Τι είναι η Κριτική της κριτικής;
Είναι η κριτική όχι λογοτεχνικών αλλά κριτικών κειμένων, η κριτική που κρίνει την κριτική. Αυτό που λένε «ο κρίνων κρίνεται».
Συγκεκριμένα τώρα, ποιο είναι το περιεχόμενο του βιβλίου σας με τον τίτλο αυτό, που βγήκε σε ένα πολύ καλαίσθητο έργο 340 σελίδων από τις Εκδόσεις Gutenberg;
Αρχίζω από τις τελευταίες σας λέξεις, γιατί, πράγματι, είναι το ωραιότερο βιβλίο μου – αισθητικά εννοώ, ως τύπος. Και αυτό χάρη στην άριστη επιμέλεια της έκδοσης από τον Γιάννη Μαμάη. Καθώς εμμένουμε, εγώ και ο Γουτεμβέργιος, στο πολυτονικό, πρέπει να ευχαριστήσω και την Κατερίνα Παντελίδου που έκανε την άψογη διόρθωση και μου ξανάμαθε όλες τις ιδιοτροπίες της βαρείας… Κατά σύμπτωση (;) το τελευταίο υποκεφάλαιο στο βιβλίο τιτλοφορείται «Τονοσαλάτα». Δεν πρόκειται, βέβαια, για την ψαροσαλάτα πλούσια σε Ω λιπαρά, αλλά τονο-άτονο σαλάτα (μαλλιοτράβηγμα), φωνητικών τόνων και πνευμάτων, σε μια σπουδαία Ανθολογία-Γραμματολογία της ΝEλογοτεχνίας.
Από ό,τι βλέπω όμως, ο τόνος στο βιβλίο σας δεν είναι τόσο φιλολογικός όσο είναι κριτικός…
Έχετε δίκιο· η κριτική είναι η δουλειά μου, το πάθος μου, θα έλεγα, και το πάθος δεν είναι πολύ φιλολογικό (ψυχρό). Το περιεχόμενο τώρα: Συγκέντρωσα εδώ 21 δοκίμια δικά μου, μιας δεκαπενταετίας περίπου, με θέμα την αντιμετώπιση της λογοτεχνικής δημιουργίας από την κριτική. Επιχειρώ μια κριτική, έστω και συνοπτική, αυτής της κριτικής. Σαν εισαγωγή υπάρχει η αντιφώνησή μου κατά την τελετή ανακήρυξής μου ως επίτιμου διδάκτορα στη Φιλοσοφική Σχολή – Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με θέμα «Το λάθος της κριτικής», μια σύντομη αναδρομή 25 αιώνων κριτικής άσκησης και θεωρίας, του στοιχειώδους λάθους και των λαθών τους. Προχωρώ στην επισκόπηση έργων ιστορίας της λογοτεχνίας μας, έργων διαλόγου και Γραμματολογίας και σε εκδηλώσεις κριτικού δογματισμού και προκαταλήψεων απέναντι σε κορυφαίους ποιητές και πεζογράφους μας, όπως οι Καβάφης, Καρυωτάκης, Παπαδιαμάντης, Καραγάτσης, Τσίρκας, Χατζής, με κάπως ιδιαίτερη προσοχή στην αριστερή (αδέξια) κριτική.
Μιλήσατε για κριτικό δογματισμό και προκατάληψη. Εννοείτε ότι η κοινοτοπία του λάθους, αυτή η απίστευτη κλίση στην παρερμηνεία και τη μονομέρεια, στηρίζεται σε θεωρητικές βάσεις, ιδεολογικές ή αισθητικές, που επηρεάζουν την κρίση; Και ποιες είναι αυτές;
Οι κυριότερες, οι εμμονικές, είναι τα μονομερή και ανελαστικά κριτήρια: 1) το γλωσσικό (δημοτικισμός) 2) το δίπολο παράδοση-νεωτερισμός και 3) το ιδεολογικό-πολιτικό. Με το πρώτο, αποκεφαλίστηκε η πεζογραφία μας, αφού απορρίφθηκε η ιδρυτική τριάδα Βιζυηνός-Ροΐδης-Παπαδιαμάντης. Ο επισημότερος ιστορικός της ΝΕ Λογοτεχνίας, ο Κ.Θ. Δημαράς, φτάνει να τους εξαιρεί, ως απόβλητους, από τη Γραμματεία μας (Ελληνικός Ρομαντισμός, σ. 301) και να μηδενίζει τον Παπαδιαμάντη στην Ιστορία του. Νομίζω ότι ο δημοτικισμός και η κινηματική λογική του είχαν λόγο ύπαρξης και ρόλο θετικό στην εκπαίδευση, αλλά παρατάθηκε αναίτια (ως και σήμερα) στη θεώρηση της λογοτεχνίας.
Το δεύτερο κριτήριο (παράδοση/νεωτερισμός) είχε επίλεκτα θύματα τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τους υπερρεαλιστές. Από Βουτιερίδη ως Θεοτοκά, ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης δεν είναι ποιητές.
Το τρίτο, το ιδεολογικό-πολιτικό κριτήριο είναι πια ασυναγώνιστο σε δογματικό πάθος και αυθαιρεσία, γιατί συγκεφαλαιώνει και τα δυο προηγούμενα: δημοτικιστικό, αντινεωτερικό. Στα προηγούμενα θύματα προσθέτει άλλα, πολύ περισσότερα, π.χ. Λασκαράτο, Καζαντζάκη, Καραγάτση, Τσίρκα, Χατζή, Βαλτινό…
Και για την αριστερή κριτική τι λέτε;
Λέω λίγα από τα πολλά. Μα όλο σχεδόν το υπ’ αριθ. 3 (το ιδεολογικό-πολιτικό κριτήριο) είναι κατάδικό της. Περιέχει όμως η αριστερή κριτική και ανανέωση, χειραφέτηση από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και την κομματική κηδεμονία, από τον καιρό της «Επιθεώρησης Τέχνης», των «Εποχών», των «Σημειώσεων»… Συχνά είναι διχασμένη, δίψυχη. Κλασικό παράδειγμα συνύπαρξης ελευθεροφροσύνης και δογματισμού είναι η περίπτωση του Στρ. Τσίρκα ως κριτικού του Καβάφη. Λέγεται επίμονα και έχει επικρατήσει με το πες-πες, ότι ο Τσίρκας «έβγαλε τον Καβάφη από το γκέτο». Δυστυχώς δεν είναι αλήθεια. Ο κριτικός Τσίρκας διχοτόμησε τον Καβάφη με την «τομή» του 1911: ο πριν, ο καλός Καβάφης, τα ιστορικά και διδακτικά του ποιήματα / ο μετά το 1911, ο κακός Καβάφης, ο ερωτικός. Για να στηρίξει αυτή τη διχοτομία, παρουσίασε (και βιογραφικά) έναν Καβάφη αντι-άγγλο, επαναστατημένο, αριστερό, ή μάλλον αοριστερό…, έκρυψε κάτω από το χαλί τη βενιζελική του στάση και φιλοτέχνησε απίθανες ερμηνείες ποιημάτων ώστε να χωρούν στο σχήμα του π.χ. ότι τα «Παράθυρα» ανοίγουν στη θέα της παρακμής, ή ότι τα «Κρυμμένα» ήταν τα αντιαποικιακά και αριστερά ιδανικά του ποιητή και όχι η σεξουαλική του ιδιαιτερότητα. Συγγνώμη, ας μη νομισθεί ότι θεωρώ τον εαυτό μου ως αλάνθαστο κριτικό, ιδιαίτερα τον αριστερό κριτικό εαυτό μου.
Αυτή η τελευταία φράση σας μου φέρνει στα χείλη μια ερώτηση γενικότερη· Θεωρείτε σήμερα τον εαυτό σας ως αριστερό;
Μονολεκτικά θα απαντούσα, όχι. Υποψιάζομαι όμως πως κάτι μου έχει μείνει, το «κουσούρι» που λένε. Γιατί (εδώ ανοίξτε εισαγωγικά)... γιατί «μόνο οι βλακείες της Αριστεράς με αγανακτούν, οι βλακείες των άλλων με αφήνουν αδιάφορο». Σας ζήτησα να βάλετε εισαγωγικά, γιατί η ευφυολογία αυτή δεν είναι δική μου. Το έχει γράψει ο Πασκάλ Μπρυκνέρ, στο βιβλίο του «Δημοκρατική Μελαγχολία», πολλά χρόνια πριν (1990). Όχι οι Πασκάλ και Μπρυκνέρ – του 17ου αιώνα ίσως – που διάβαζε ο κ. Καρανίκας...
Εννοείτε αυτή την Αριστερά... Αλλά, αν υπάρξει μια άλλη; Μια άλλη Αριστερά δεν είναι δυνατή;
Δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει άλλη – κομμουνιστική, μαρξιστική Αριστερά. Αυτό είναι μια παλιά, διαψευσμένη παταγωδώς ελπίδα, ενεργοποιημένη ιδιαίτερα από το 1989, όταν κατέρρευσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός». Αντιπαθώ τις παρόλες που αρχίζουν μ’ ένα «τα έχω πει εγώ…». Κάπως διαφέρει αν μπορείς να πεις «τα έχω γράψει». Έγραψα λοιπόν τότε, το 1989, ότι ο κομμουνισμός κατέρρεε παντού και τελειωτικά επειδή ήταν και οργανικά εσφαλμένος, βαθύτερα, ανθρωπολογικά. Γι’ αυτό έφερε και φέρνει παντού καταστροφή, κοινωνική, υποχώρηση του πολιτισμού, αστυνομικό κράτος και ολοκληρωτισμό. Ακόμα και πολλά χρόνια πριν, όταν πίστευα απελπισμένα στον κομμουνισμό, είχα καταγγείλει την αναβίωση της αριστερής βαρβαρότητας με τη δήθεν «πολιτιστική επανάσταση» στην Κίνα, με βιαιότατο άρθρο μου στην «Επιθεώρηση Τέχνης» (τ.χ.139-140, Ιούλιος- Αύγουστος 1966).
Οι βασικό εχθροί του κομμουνισμού είναι η ελευθερία – ιδιαίτερα η πνευματική ελευθερία (η «ισηγορία») και η δημοκρατία (ισονομία) και, βέβαια, η ελεύθερη οικονομία. Να, η σημερινή μας Αριστερά: Καλείται να διαχειριστεί μια ελεύθερη οικονομία σε κρίση, εντός της Ευρωπαϊκής κοινότητας, με κρατικίστικα, αντιδημοκρατικά μέσα, ένστικτα σχεδόν, και με δεδηλωμένη εχθρότητα προς την Ευρωπαϊκή συμπολιτεία. Πώς να μην αποτυγχάνει τραγικά; Χειρότερη, βαθύτερη από τη βλάβη της Οικονομίας είναι η κοινωνική και ηθική εμπέδωση της ανομίας, η αποδιοργάνωση, η εμπάθεια και το μίσος που καλλιεργεί και η αναξιοκρατία. Αριστερό ιδανικό φαίνεται να είναι η πνευματική εκπρολεταριοποίηση, ο εγκαλιταρισμός ο πνευματικός στην Παιδεία και τον Πολιτισμό. Καθόλου τυχαία δεν ήταν η στοχοποίηση της «αριστείας», πρώτο της βήμα μόλις ήλθε στην εξουσία.
Τελειώνοντας θα ήθελα να συμπεράνω: Το κριτικό πνεύμα του δυτικού πολιτισμού και της νεωτερικότητας είναι (μαζί με τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τον φιλελευθερισμό), οι μεγάλοι πρωταγωνιστές και η ελπίδα της εποχής μας απέναντι στον ανερχόμενο νεοφασισμό.
«Κριτική της κριτικής», Δημήτρης Ραυτόπουλος, εκδ. Gutenberg
* Σύντομα αυτοβιογραφικά στοιχεία από τον Δ.Ρ.
Γεννήθηκα το 1924, τη χρόνια που πέθαναν ο Λένιν, ο Κάφκα, ο Κόνραντ και ο ρεαλισμός· εκείνη τη χρόνια είχαμε πολλά μανιφέστα του νταντά και του υπερρεαλισμού, ανακαλύφθηκε η κυματομηχανική, ο Τόμας Μάν έβγαλε το Μαγικό Βουνό, ο Αϊζενστάιν την «Απεργία», ο Μυριβήλης τη Ζωή εν τάφω και ο Ηλίας Βουτιερίδης την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Η ιστορία μ’ έπιασε στα γρανάζια της πολύ γρήγορα, δεν μ’ άφησε ούτε να τελειώσω τη Χημεία που διάλεξα θετικιστικότατα.
4η Αυγούστου - Κατοχή - Εμφύλιος, καιροί για να κάνεις οτιδήποτε άλλο εκτός από το να ζήσεις. Στην Κατοχή έγινα κομμουνιστής, θέλησα να μοιάσω με τους ανθρώπους που «ταυτίζονται ολοκληρωτικά με τη θεωρία τους, ακολουθώντας σκοπούς τελικούς», όπως λέει ο Καμύ, ορθώς διαφωνώντας. Στα Δεκεμβριανά έφαγα μια σφαίρα εξ επαφής κοντά στο συκώτι, με αποτέλεσμα να ανυψωθεί το διάφραγμα εκεί και ο δεξιός μου πνεύμονας να υπολειτουργεί, είχα ή απόκτησα τότε και δεξί μπλοκ της καρδιάς και, γενικά, ό,τι δεν πάει καλά επάνω μου είναι δεξιά. Αριστερά υγιαίνω.
Έγινα δημοσιογράφος για να μην πεθάνω γράφοντας. Μετά τις εξορίες βγάλαμε την «Επιθεώρηση Τέχνης» σαν καλοί «στρατευμένοι» κι εκεί είδαμε τον σταλινισμό ανάμεσά μας και μέσα μας. Πριν μπούνε τα τανκς της χούντας στο περιοδικό, το είχανε πατήσει τα κομματικά τανκς. Μετά τα πανεπιστήμιά μου της εξορίας, στο Παρίσι, μετεξεταστέος, ξαναδιάβασα από την αρχή, αλλάζοντας τις παρωπίδες με γυαλιά. Τον Μάη του ’68 είδα πια ότι δε γίνεται τίποτα. Με τέτοια μυαλά και με μίσος στην ψυχή δεν αλλάζω τον κόσμο. Ο κίτρινος πυρετός, που θέρισε τις διάνοιες στη Δύση, εμένα με θεράπευσε.
Από το κομμουνιστικό μου παρελθόν κρατάω με ευλάβεια ό,τι απόμεινε από την συντροφικότητα και ότι προδόθηκε από τον ίδιο τον κομμουνισμό: την αλήθεια, την ανθρωπιά, την αντίσταση στην εξουσία-βία, στο δόγμα, στην αυθεντία. Πιστεύω επίσης ότι οι παλιές μας πλάνες δεν είναι κεφάλαιο για να μας αποφέρει τόκους. Το να εξαργυρώνεις οτιδήποτε από θυσίες γενεών, δυστυχία και αίμα, το θεωρώ πιο ανήθικο από την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Κι έχω τη βεβαιότητα ότι πάμπολλοι κομψοί «αριστεροί», «προοδευτικοί» τώρα που δένουν τα σκυλιά με τα λουκάνικα, αν ζούσαν τότε (θα) ήτανε με τους άλλους –με ποιους ακριβώς, αδιάφορο– ή τουλάχιστον στο απάγγιο, με τους αδιάβροχους. Δεν θ’ αφήσω ποτέ μουστάκια ή γένια.
Διαβάστε περισσότερα για τον Δημήτρη Ραυτόπουλο εδώ και εδώ.
Είναι ο σημαντικότερος κριτικός λογοτεχνίας σήμερα. Οξυδερκής, αντιδογματικός, αφοσιωμένος, με ποιότητα, ήθος και ποιητικότητα στον κριτικό του λόγο. Παθιασμένος, όπως λέει ο ίδιος με την κριτική. Μάχιμος, πάντα. Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο «Κριτική της κριτικής» από τις εκδ. Gutenberg, ένα άρτιο αισθητικά βιβλίο, με 21 δοκίμιά του με θέμα την αντιμετώπιση της λογοτεχνικής δημιουργίας από την κριτική. Μια σύντομη αυτοβιογραφία του* στα πλαίσια συνέντευξης στο περιοδικό Δέντρο, που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο, τελειώνει ως εξής: […] Από το κομμουνιστικό μου παρελθόν κρατάω με ευλάβεια ό,τι απόμεινε από την συντροφικότητα και ό,τι προδόθηκε από τον ίδιο τον κομμουνισμό: την αλήθεια, την ανθρωπιά, την αντίσταση στην εξουσία-βία, στο δόγμα, στην αυθεντία. Πιστεύω επίσης ότι οι παλιές μας πλάνες δεν είναι κεφάλαιο για να μας αποφέρει τόκους. […] Δεν θ’ αφήσω ποτέ μουστάκια ή γένια.
Τι είναι η Κριτική της κριτικής;
Είναι η κριτική όχι λογοτεχνικών αλλά κριτικών κειμένων, η κριτική που κρίνει την κριτική. Αυτό που λένε «ο κρίνων κρίνεται».
Συγκεκριμένα τώρα, ποιο είναι το περιεχόμενο του βιβλίου σας με τον τίτλο αυτό, που βγήκε σε ένα πολύ καλαίσθητο έργο 340 σελίδων από τις Εκδόσεις Gutenberg;
Αρχίζω από τις τελευταίες σας λέξεις, γιατί, πράγματι, είναι το ωραιότερο βιβλίο μου – αισθητικά εννοώ, ως τύπος. Και αυτό χάρη στην άριστη επιμέλεια της έκδοσης από τον Γιάννη Μαμάη. Καθώς εμμένουμε, εγώ και ο Γουτεμβέργιος, στο πολυτονικό, πρέπει να ευχαριστήσω και την Κατερίνα Παντελίδου που έκανε την άψογη διόρθωση και μου ξανάμαθε όλες τις ιδιοτροπίες της βαρείας… Κατά σύμπτωση (;) το τελευταίο υποκεφάλαιο στο βιβλίο τιτλοφορείται «Τονοσαλάτα». Δεν πρόκειται, βέβαια, για την ψαροσαλάτα πλούσια σε Ω λιπαρά, αλλά τονο-άτονο σαλάτα (μαλλιοτράβηγμα), φωνητικών τόνων και πνευμάτων, σε μια σπουδαία Ανθολογία-Γραμματολογία της ΝEλογοτεχνίας.
Από ό,τι βλέπω όμως, ο τόνος στο βιβλίο σας δεν είναι τόσο φιλολογικός όσο είναι κριτικός…
Έχετε δίκιο· η κριτική είναι η δουλειά μου, το πάθος μου, θα έλεγα, και το πάθος δεν είναι πολύ φιλολογικό (ψυχρό). Το περιεχόμενο τώρα: Συγκέντρωσα εδώ 21 δοκίμια δικά μου, μιας δεκαπενταετίας περίπου, με θέμα την αντιμετώπιση της λογοτεχνικής δημιουργίας από την κριτική. Επιχειρώ μια κριτική, έστω και συνοπτική, αυτής της κριτικής. Σαν εισαγωγή υπάρχει η αντιφώνησή μου κατά την τελετή ανακήρυξής μου ως επίτιμου διδάκτορα στη Φιλοσοφική Σχολή – Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με θέμα «Το λάθος της κριτικής», μια σύντομη αναδρομή 25 αιώνων κριτικής άσκησης και θεωρίας, του στοιχειώδους λάθους και των λαθών τους. Προχωρώ στην επισκόπηση έργων ιστορίας της λογοτεχνίας μας, έργων διαλόγου και Γραμματολογίας και σε εκδηλώσεις κριτικού δογματισμού και προκαταλήψεων απέναντι σε κορυφαίους ποιητές και πεζογράφους μας, όπως οι Καβάφης, Καρυωτάκης, Παπαδιαμάντης, Καραγάτσης, Τσίρκας, Χατζής, με κάπως ιδιαίτερη προσοχή στην αριστερή (αδέξια) κριτική.
Μιλήσατε για κριτικό δογματισμό και προκατάληψη. Εννοείτε ότι η κοινοτοπία του λάθους, αυτή η απίστευτη κλίση στην παρερμηνεία και τη μονομέρεια, στηρίζεται σε θεωρητικές βάσεις, ιδεολογικές ή αισθητικές, που επηρεάζουν την κρίση; Και ποιες είναι αυτές;
Οι κυριότερες, οι εμμονικές, είναι τα μονομερή και ανελαστικά κριτήρια: 1) το γλωσσικό (δημοτικισμός) 2) το δίπολο παράδοση-νεωτερισμός και 3) το ιδεολογικό-πολιτικό. Με το πρώτο, αποκεφαλίστηκε η πεζογραφία μας, αφού απορρίφθηκε η ιδρυτική τριάδα Βιζυηνός-Ροΐδης-Παπαδιαμάντης. Ο επισημότερος ιστορικός της ΝΕ Λογοτεχνίας, ο Κ.Θ. Δημαράς, φτάνει να τους εξαιρεί, ως απόβλητους, από τη Γραμματεία μας (Ελληνικός Ρομαντισμός, σ. 301) και να μηδενίζει τον Παπαδιαμάντη στην Ιστορία του. Νομίζω ότι ο δημοτικισμός και η κινηματική λογική του είχαν λόγο ύπαρξης και ρόλο θετικό στην εκπαίδευση, αλλά παρατάθηκε αναίτια (ως και σήμερα) στη θεώρηση της λογοτεχνίας.
Το δεύτερο κριτήριο (παράδοση/νεωτερισμός) είχε επίλεκτα θύματα τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τους υπερρεαλιστές. Από Βουτιερίδη ως Θεοτοκά, ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης δεν είναι ποιητές.
Το τρίτο, το ιδεολογικό-πολιτικό κριτήριο είναι πια ασυναγώνιστο σε δογματικό πάθος και αυθαιρεσία, γιατί συγκεφαλαιώνει και τα δυο προηγούμενα: δημοτικιστικό, αντινεωτερικό. Στα προηγούμενα θύματα προσθέτει άλλα, πολύ περισσότερα, π.χ. Λασκαράτο, Καζαντζάκη, Καραγάτση, Τσίρκα, Χατζή, Βαλτινό…
Και για την αριστερή κριτική τι λέτε;
Λέω λίγα από τα πολλά. Μα όλο σχεδόν το υπ’ αριθ. 3 (το ιδεολογικό-πολιτικό κριτήριο) είναι κατάδικό της. Περιέχει όμως η αριστερή κριτική και ανανέωση, χειραφέτηση από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και την κομματική κηδεμονία, από τον καιρό της «Επιθεώρησης Τέχνης», των «Εποχών», των «Σημειώσεων»… Συχνά είναι διχασμένη, δίψυχη. Κλασικό παράδειγμα συνύπαρξης ελευθεροφροσύνης και δογματισμού είναι η περίπτωση του Στρ. Τσίρκα ως κριτικού του Καβάφη. Λέγεται επίμονα και έχει επικρατήσει με το πες-πες, ότι ο Τσίρκας «έβγαλε τον Καβάφη από το γκέτο». Δυστυχώς δεν είναι αλήθεια. Ο κριτικός Τσίρκας διχοτόμησε τον Καβάφη με την «τομή» του 1911: ο πριν, ο καλός Καβάφης, τα ιστορικά και διδακτικά του ποιήματα / ο μετά το 1911, ο κακός Καβάφης, ο ερωτικός. Για να στηρίξει αυτή τη διχοτομία, παρουσίασε (και βιογραφικά) έναν Καβάφη αντι-άγγλο, επαναστατημένο, αριστερό, ή μάλλον αοριστερό…, έκρυψε κάτω από το χαλί τη βενιζελική του στάση και φιλοτέχνησε απίθανες ερμηνείες ποιημάτων ώστε να χωρούν στο σχήμα του π.χ. ότι τα «Παράθυρα» ανοίγουν στη θέα της παρακμής, ή ότι τα «Κρυμμένα» ήταν τα αντιαποικιακά και αριστερά ιδανικά του ποιητή και όχι η σεξουαλική του ιδιαιτερότητα. Συγγνώμη, ας μη νομισθεί ότι θεωρώ τον εαυτό μου ως αλάνθαστο κριτικό, ιδιαίτερα τον αριστερό κριτικό εαυτό μου.
Αυτή η τελευταία φράση σας μου φέρνει στα χείλη μια ερώτηση γενικότερη· Θεωρείτε σήμερα τον εαυτό σας ως αριστερό;
Μονολεκτικά θα απαντούσα, όχι. Υποψιάζομαι όμως πως κάτι μου έχει μείνει, το «κουσούρι» που λένε. Γιατί (εδώ ανοίξτε εισαγωγικά)... γιατί «μόνο οι βλακείες της Αριστεράς με αγανακτούν, οι βλακείες των άλλων με αφήνουν αδιάφορο». Σας ζήτησα να βάλετε εισαγωγικά, γιατί η ευφυολογία αυτή δεν είναι δική μου. Το έχει γράψει ο Πασκάλ Μπρυκνέρ, στο βιβλίο του «Δημοκρατική Μελαγχολία», πολλά χρόνια πριν (1990). Όχι οι Πασκάλ και Μπρυκνέρ – του 17ου αιώνα ίσως – που διάβαζε ο κ. Καρανίκας...
Εννοείτε αυτή την Αριστερά... Αλλά, αν υπάρξει μια άλλη; Μια άλλη Αριστερά δεν είναι δυνατή;
Δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει άλλη – κομμουνιστική, μαρξιστική Αριστερά. Αυτό είναι μια παλιά, διαψευσμένη παταγωδώς ελπίδα, ενεργοποιημένη ιδιαίτερα από το 1989, όταν κατέρρευσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός». Αντιπαθώ τις παρόλες που αρχίζουν μ’ ένα «τα έχω πει εγώ…». Κάπως διαφέρει αν μπορείς να πεις «τα έχω γράψει». Έγραψα λοιπόν τότε, το 1989, ότι ο κομμουνισμός κατέρρεε παντού και τελειωτικά επειδή ήταν και οργανικά εσφαλμένος, βαθύτερα, ανθρωπολογικά. Γι’ αυτό έφερε και φέρνει παντού καταστροφή, κοινωνική, υποχώρηση του πολιτισμού, αστυνομικό κράτος και ολοκληρωτισμό. Ακόμα και πολλά χρόνια πριν, όταν πίστευα απελπισμένα στον κομμουνισμό, είχα καταγγείλει την αναβίωση της αριστερής βαρβαρότητας με τη δήθεν «πολιτιστική επανάσταση» στην Κίνα, με βιαιότατο άρθρο μου στην «Επιθεώρηση Τέχνης» (τ.χ.139-140, Ιούλιος- Αύγουστος 1966).
Οι βασικό εχθροί του κομμουνισμού είναι η ελευθερία – ιδιαίτερα η πνευματική ελευθερία (η «ισηγορία») και η δημοκρατία (ισονομία) και, βέβαια, η ελεύθερη οικονομία. Να, η σημερινή μας Αριστερά: Καλείται να διαχειριστεί μια ελεύθερη οικονομία σε κρίση, εντός της Ευρωπαϊκής κοινότητας, με κρατικίστικα, αντιδημοκρατικά μέσα, ένστικτα σχεδόν, και με δεδηλωμένη εχθρότητα προς την Ευρωπαϊκή συμπολιτεία. Πώς να μην αποτυγχάνει τραγικά; Χειρότερη, βαθύτερη από τη βλάβη της Οικονομίας είναι η κοινωνική και ηθική εμπέδωση της ανομίας, η αποδιοργάνωση, η εμπάθεια και το μίσος που καλλιεργεί και η αναξιοκρατία. Αριστερό ιδανικό φαίνεται να είναι η πνευματική εκπρολεταριοποίηση, ο εγκαλιταρισμός ο πνευματικός στην Παιδεία και τον Πολιτισμό. Καθόλου τυχαία δεν ήταν η στοχοποίηση της «αριστείας», πρώτο της βήμα μόλις ήλθε στην εξουσία.
Τελειώνοντας θα ήθελα να συμπεράνω: Το κριτικό πνεύμα του δυτικού πολιτισμού και της νεωτερικότητας είναι (μαζί με τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τον φιλελευθερισμό), οι μεγάλοι πρωταγωνιστές και η ελπίδα της εποχής μας απέναντι στον ανερχόμενο νεοφασισμό.
«Κριτική της κριτικής», Δημήτρης Ραυτόπουλος, εκδ. Gutenberg
* Σύντομα αυτοβιογραφικά στοιχεία από τον Δ.Ρ.
Γεννήθηκα το 1924, τη χρόνια που πέθαναν ο Λένιν, ο Κάφκα, ο Κόνραντ και ο ρεαλισμός· εκείνη τη χρόνια είχαμε πολλά μανιφέστα του νταντά και του υπερρεαλισμού, ανακαλύφθηκε η κυματομηχανική, ο Τόμας Μάν έβγαλε το Μαγικό Βουνό, ο Αϊζενστάιν την «Απεργία», ο Μυριβήλης τη Ζωή εν τάφω και ο Ηλίας Βουτιερίδης την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Η ιστορία μ’ έπιασε στα γρανάζια της πολύ γρήγορα, δεν μ’ άφησε ούτε να τελειώσω τη Χημεία που διάλεξα θετικιστικότατα.
4η Αυγούστου - Κατοχή - Εμφύλιος, καιροί για να κάνεις οτιδήποτε άλλο εκτός από το να ζήσεις. Στην Κατοχή έγινα κομμουνιστής, θέλησα να μοιάσω με τους ανθρώπους που «ταυτίζονται ολοκληρωτικά με τη θεωρία τους, ακολουθώντας σκοπούς τελικούς», όπως λέει ο Καμύ, ορθώς διαφωνώντας. Στα Δεκεμβριανά έφαγα μια σφαίρα εξ επαφής κοντά στο συκώτι, με αποτέλεσμα να ανυψωθεί το διάφραγμα εκεί και ο δεξιός μου πνεύμονας να υπολειτουργεί, είχα ή απόκτησα τότε και δεξί μπλοκ της καρδιάς και, γενικά, ό,τι δεν πάει καλά επάνω μου είναι δεξιά. Αριστερά υγιαίνω.
Έγινα δημοσιογράφος για να μην πεθάνω γράφοντας. Μετά τις εξορίες βγάλαμε την «Επιθεώρηση Τέχνης» σαν καλοί «στρατευμένοι» κι εκεί είδαμε τον σταλινισμό ανάμεσά μας και μέσα μας. Πριν μπούνε τα τανκς της χούντας στο περιοδικό, το είχανε πατήσει τα κομματικά τανκς. Μετά τα πανεπιστήμιά μου της εξορίας, στο Παρίσι, μετεξεταστέος, ξαναδιάβασα από την αρχή, αλλάζοντας τις παρωπίδες με γυαλιά. Τον Μάη του ’68 είδα πια ότι δε γίνεται τίποτα. Με τέτοια μυαλά και με μίσος στην ψυχή δεν αλλάζω τον κόσμο. Ο κίτρινος πυρετός, που θέρισε τις διάνοιες στη Δύση, εμένα με θεράπευσε.
Από το κομμουνιστικό μου παρελθόν κρατάω με ευλάβεια ό,τι απόμεινε από την συντροφικότητα και ότι προδόθηκε από τον ίδιο τον κομμουνισμό: την αλήθεια, την ανθρωπιά, την αντίσταση στην εξουσία-βία, στο δόγμα, στην αυθεντία. Πιστεύω επίσης ότι οι παλιές μας πλάνες δεν είναι κεφάλαιο για να μας αποφέρει τόκους. Το να εξαργυρώνεις οτιδήποτε από θυσίες γενεών, δυστυχία και αίμα, το θεωρώ πιο ανήθικο από την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Κι έχω τη βεβαιότητα ότι πάμπολλοι κομψοί «αριστεροί», «προοδευτικοί» τώρα που δένουν τα σκυλιά με τα λουκάνικα, αν ζούσαν τότε (θα) ήτανε με τους άλλους –με ποιους ακριβώς, αδιάφορο– ή τουλάχιστον στο απάγγιο, με τους αδιάβροχους. Δεν θ’ αφήσω ποτέ μουστάκια ή γένια.
Διαβάστε περισσότερα για τον Δημήτρη Ραυτόπουλο εδώ και εδώ.