ΠΑΡΑΛΙΓΟ…ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
του Γιάννη Μαράκη *
.
Τι τα ήθελε αυτά τα τακούνια. Καθόλου χρήσιμα όντως. Tα
είχε φορέσει ίσα ίσα δύο φορές. Η πρώτη ήταν σε ένα ραντεβού της με τον
Δημήτρη ώστε να τον εντυπωσιάσει εκείνο το Σαββατόβραδο, μιας και ήταν η
πρώτη φορά που βγήκανε οι δυο τους. Η δεύτερη ήταν στο γάμο της
ξαδέρφης της, όπου από τον πολύ και άγαρμπο χορό έσπασε το αριστερό
τακούνι και προσγειώθηκε σε ένα άγνωστο καλεσμένο που διόλου όμως δεν
τον πείραξε όπως αυτή έπεσε πάνω του.
Παρότι
η εταιρεία που είχε προγραμματίσει να πάει για συνέντευξη
κανονικά δεν απείχε ούτε 10 λεπτά με τα πόδια από το σπίτι της, θέλοντας
να κάνει καλή εντύπωση με το αέρινο γαλάζιο φόρεμα που φορούσε και
έχοντας ξεχάσει σχεδόν να ισορροπεί στα ξένα για αυτή τακούνια, ήταν 20
λεπτά στο δρόμο και ακόμα να φτάσει. Άρχισε να ιδρώνει τόσο από τη ζέστη
όσο και από το άγχος γιατί είχε αργήσει και δεν ήξερε πως θα την
αντιμετώπιζαν. ‘Συνέντευξη για δουλειά με μία αργοπορημένη. Φαντάσου τι
θα γινότανε αν όντως έπιανε δουλειά’ σκέφτηκε ότι θα λέγανε τα
<μεγάλα κεφάλια> για αυτήν.
Μετά από περίπου 25 λεπτά έφτασε στην είσοδο της εταιρείας. Αφού
χάζεψε όσο μπορούσε το ύψος της, για λιγότερο από 5 δευτερόλεπτα, ήλπιζε
να υπήρχανε και άλλοι υποψήφιοι πριν από αυτήν ώστε να μη γινόταν τόσο
αισθητή η αργοπορία της. Μπήκε μέσα φουριόζα και κατευθύνθηκε στο
ασανσέρ που βρισκότανε στο βάθος, την είχανε ενημερώσει από την
προηγουμένη μέρα πως η συνέντευξη θα δινόταν στον 6ο όροφο.
Ένιωθε πως ακόμα και τα δευτερόλεπτα ήταν σημαντικά. Πάτησε με δύναμη το
κουμπί, λες και όσο πιο δυνατά το πατούσε τόσο πιο γρήγορα θα
ανταποκρινότανε στο κάλεσμα της. Ευτυχώς για αυτή ήταν ήδη στο ισόγειο.
Μπήκε με μια δρασκελιά μέσα και πάτησε το κουμπί με τον αριθμό 6.
Παρακολουθούσε με μεγάλη αγωνία την οθόνη του ασανσέρ να καταπίνει τα
νούμερα. Ένα, δύο ,τρία τέσσερα, πέντε… και ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν.
‘Πλάκα μου κάνεις. Σε παρακαλώ… όχι τώρα’.
Το ασανσέρ είχε κολλήσει ανάμεσα στον πέμπτο και έκτο όροφο, τα φώτα
έσβησαν και το σκοτάδι μέσα της γεννήθηκε το ίδιο βαθύ. Έπιασε με
απογοήτευση το κεφάλι της, ένα αίσθημα τρόμου και πανικού την κατέκλυσε,
όχι επειδή κλείστηκε στο ασανσέρ, είχε ξανασυμβεί στο παρελθόν άλλωστε,
αλλά για το ότι ο χρόνος για την συνέντευξη είχε ήδη περάσει και το
περιστατικό αυτό ήταν το κερασάκι στην τούρτα, η ταφόπλακα στην
προσδοκία της για να βρει δουλειά. Άρχισε να χτυπάει με μανία την πόρτα
του ασανσέρ, να καλεί σε βοήθεια αλλά τίποτα. Χτύπησε το κουδούνι
έκτακτης ανάγκης τόσο δυνατά και τόσες πολλές φορές που της φάνηκε ότι
άρχιζε να βυθίζεται μέσα στο ταμπλό του ασανσέρ. Απογοήτευση. Μόνο αυτό
σκεφτότανε. Ο ιδρώτας άρχισε να βγαίνει από όλους τους πόρους του
σώματος της. Έκανε από την τσάντα να βγάλει το κινητό της αλλά μετά
θυμήθηκε ότι το είχε αφήσει για φόρτιση στο σπίτι. Άλλη μια ατυχία.
Σκέφτηκε το πρωί ότι αφού δεν είχε αρκετή μπαταρία δε χρειαζότανε να το
βγάλει από την πρίζα για μία τόσο μικρή διαδρομή για να πάει από το
σπίτι της στην εταιρεία. Μην μπορώντας να κάνει κάτι άλλο, έπιασε το
κεφάλι της και κουλουριάστηκε σε μια γωνιά του ασανσέρ, σε μία από τις
μεγαλύτερες ήττες που είχε υποστεί. Ήταν τόσο κοντά και όμως τόσο
μακριά. Άρχισε να ξεφυσάει, να βρίζει από μέσα της τον εαυτό της και
αυτά τα αναθεματισμένα τακούνια όπου είχε την ατυχή έμπνευση να φορέσει.
Έψαξε στην τσάντα της να βρει κάτι φαγώσιμο αλλά τίποτα. Μόνο μια
τσίχλα βρήκε την οποία μασούλαγε νευρικά. Τόσο νευρικά και τόσο δυνατά
που νόμιζες ότι θα σπάσουνε τα δόντια της.
Περάσανε πέντε λεπτά, μετά δέκα… Η ώρα πέρναγε και το είχε πάρει
πλέον απόφαση. Χωρίς συνέντευξη δεν έχει δουλειά. Καθισμένη όπως ήτανε
άρχισαν να περνάνε διάφορες σκέψεις από το μυαλό της. Σκέψεις του
παρελθόντος. Τον παππού της που για να επιδείξει την δύναμη του όταν
αυτή ήταν μικρή την σήκωνε ψηλά με το ένα χέρι, τα δύο σπασμένα
μπροστινά της δόντια- ο μεγαλύτερος πόνος που είχε νιώσει ποτέ- όταν στο
δημοτικό ένα αγοράκι έπεσε πάνω της με το ποδήλατο, το πόσο δυνατά
χτύπαγε η καρδιά της καθώς υπολόγιζε τα μόρια των πανελληνίων εξετάσεων,
το πόσο χτύπαγε ακόμα δυνατότερα την πρώτη φορά που είδε τον Δημήτρη,
τις διακοπές τους στην Πράγα και το κυνήγι κάποιου τσαντάκια που της
είχε αρπάξει την τσάντα σχεδόν μέσα από τα χέρια της, τις βασιλικές
γαρίδες που φάγανε στο εφταήμερο ταξίδι τους στη Φλόριντα, τα δάκρυα της
μάνας της στην ορκωμοσία του πτυχίου της και το τελευταίο αντίο στον
πατέρα της με το μουστάκι του, που περιποιότανε με ευλάβεια καθημερινά.
Ξαφνικά τα αυτιά της πιάσανε έναν παράξενο ήχο. Έναν μακρόσυρτο και
ανατριχιαστικό, τραχύ ήχο. Και εγένετο φως… η λειτουργία του ασανσέρ
επανήλθε και τα δύο δευτερόλεπτα που την χώριζαν από τον έκτο όροφο
φτάσανε. Όντας ιδρωμένη μέχρι και πίσω από τα αυτιά, πετάχτηκε σαν
αίλουρος έξω από το ασανσέρ. Αλαφιασμένη έψαχνε για το που έπρεπε να
πάει. Βρήκε μπροστά της μία κοπέλα καλοντυμένη μ ένα μακρύ μαύρο φόρεμα
και με τα μακριά μαύρα μαλλιά της πιασμένα σε μία κομψή αλογοουρά.
Συγγνώμη για την συνέντευξη…; ψέλλισε με μία αδύναμη φωνή που ίσα που έβγαινε από μέσα της.
Την
πήρε αυτή σκύλα με το μωράκι. Την λυπήθηκαν την καημενούλα είπε με ένα
ειρωνικό τόνο στη φωνή της η κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά.
Απογοητευμένη από αυτό που μόλις άκουσε, άφησε τα χέρια της να
πέσουνε δίπλα στο κορμί της και έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό γεμάτο
απογοήτευση. Μισός όροφος. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Μισός
όροφος προς μια δουλειά που τόσο πολύ ήθελε για βιοποριστικούς λόγους
αλλά ποτέ δεν ήρθε. Αλλά σκέφτηκε ‘και τι έγινε’.
Και δυνατότερη από πριν, με τα τακούνια στο χέρι, περπάτησε με γυμνά πόδια για το αγαπημένο της διαμέρισμα.
.
Ο Γιάννης Μαράκης γεννήθηκε τον Αύγουστο του
1985 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Έζησε 6 χρόνια στο Βόλο από όπου και
αποφοίτησε τον Νοέμβριο του 2009 από το τμήμα Γεωπονίας Φυτικής
Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Γράφει ποιήματα, στίχους τραγουδιών, μικρά διηγήματα και σενάρια για
μικρού μήκους ταινίες.
[ blog ] [ facebook ] [ e-mail ]
Αν θέλετε να μας υποστηρίξετε πατήστε το
play start mining πάνω δεξιά
σας ευχαριστώ!