ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΦΗΛΙΞ
Ιωήλ, ο προφήτης της Πεντηκοστής
«Ο Γιαχβέ είναι Θεός» σήμαινε το όνομά του, αλλά και ολόκληρη η ζωή του ήταν ταγμένη στην υπηρεσία του ενός αληθινού Θεού.
Ο Ιωήλ είναι ένας προφήτης από την ευλογημένη χορεία των προφητών της
Παλαιάς Διαθήκης, του οποίου το μικρό σε έκταση γραπτό έργο τον
κατατάσσει ανάμεσα στους «ελάσσονες» προφήτες. Η αγία μας Εκκλησία
προβάλλει την προσωπικότητά του στις 19 Οκτωβρίου, ημέρα εορτής της
μνήμης του, όμως η ιστορία δεν κατέγραψε πληροφορίες για το πρόσωπό του.
Ωστόσο ο λόγος του, λόγος Θεού, ακριβώς εξαιτίας της ιερής του
προέλευσης διασώθηκε και καταχωρίσθηκε ανάμεσα στα προφητικά βιβλία της
Αγίας Γραφής.
Δεν εξαιρείται κι εκείνος από τη βαριά αποστολή των προφητών, να σημάνουν την οργή του Θεού για την αμαρτία του λαού.
«Σαλπίσατε σάλπιγγι εν Σιών, κηρύξατ’ εν όρει αγίω μου, και
συγχυθήτωσαν πάντες οι κατοικούντες την γην, διότι πάρεστιν ημέρα
Κυρίου, ότι εγγύς…» (Ιλ. Β΄1).
Ο άγιος του Θεού απεσταλμένος σημαίνει το συναγερμό εμπρός στη
θεομηνία, αλλά και με τη νηφαλιότητα τού φωτισμού του Θεού υποδεικνύει
τη θεραπεία. Η έμπρακτη μετάνοια είναι αυτή που μπορεί μόνη να διεγείρει
το έλεος του Θεού. Ο Ιωήλ αφήνει το στόμα του να λαλήσει στον απόηχο
της φωνής του Θεού: «Και νυν λέγει Κύριος ο Θεός υμών· επιστράφητε προς
με εξ όλης της καρδίας υμών και εν νηστεία και εν κλαυθμώ και εν κοπετώ·
και διαρρήξατε τα καρδίας υμών και μη τα ιμάτια υμών και επιστράφητε
προς Κύριον τον Θεόν υμών, ότι ελεήμων και οικτίρμων εστί, μακρόθυμος
και πολυέλεος και μετανοών επί ταις κακίαις» (Ιλ. β’ 12-13). Ο λαός
υπακούει και οι ιερείς του αναφωνούν προς το Θεό: « Φείσαι, Κύριε, του
λαού σου και μη δως την κληρονομίαν σου εις όνειδος του κατάρξαι αυτών
έθνη…» (Ιλ. β’ 17). Ο Θεός αποκαλύπτει στον προφήτη του την ευαρέσκειά
τοιυ για τη μετάνοια του λαού και ο Ιωήλ διακηρύττει με χαρά την
καταλλαγή και την ευλογία: «Και εζήλωσε Κύριος την γην αυτού και
εφείσατο του λαού αυτού (…) και επιγνώσεσθε ότι εν μέσω του Ισραήλ εγώ
ειμί, και εγώ Κύριος ο Θεός υμών, και ουκ έστιν έτι πλην εμού, και ου μη
καταισχυνθώσιν έτι ο λαός μου εις τον αιώνα» (Ιλ. β΄ 18,27).
Ορόσημο στις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, που διαπερνούν το βαθύ
ποτάμι των αιώνων το μυστικό αυτό χρονοδιάγραμμα της εβδόμης ημέρας στο
σχέδιο της θείας οικονομίας, στέκει η ολοκάθαρη προφητεία του Ιωήλ υιού
Βαθουήλ, από την προ Χριστού όχθη της Ιστορίας για την κάθοδο του Αγίου
Πνεύματος στη Νέα Σιών της Χάριτος, την Αγία του Χριστού Εκκλησία: «Και
έσται μετά ταύτα και εκχεώ από του πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα, και
προφητεύσουσιν οι υιοί υμών και αι θυγατέρες υμών και οι πρεσβύτεροι
υμών ενύπνια ενυπνιασθήσονται και οι νεανίσκοι υμών οράσεις όψονται»
(Ιλ. γ΄ 1).
Ο Ιωήλ, προφήτης με χριστολογική και εσχατολογική εμβέλεια πνεύματος
και λόγου, εντολοδόχος της αγάπης του Θεού για τους κεκλημένους του νέου
λαού Του, αποκαλύπτει με ευκρίνεια και τα σημεία που θα προηγηθούν της
Δευτέρας Παρουσίας: «Και δώσω τέρατα εν ουρανώ και επί της γης, αίμα και
πυρ και ατμίδα καπνού· ο ήλιος μεταστραφήσεται εις σκότος και η σελήνη
εις αίμα πριν ελθείν την ημέραν Κυρίου την μεγάλην και επιφανή» (Ιλ. γ’
3-4).
Πρόκληση ήταν και θα είναι για την ανθρώπινη λογική η γνώση του
μέλλοντος, του εγγύτερου και του απώτερου. Ο τεχνοκράτης και αποστάτης
από τη γνώση του Θεού ανθρώπινος νους αγωνιά και ωχριά μπροστά στο αύριο
και αποτολμά με θρασύτητα να συμβουλεύεται το σκοτιστή διάβολο, για να
διεισδύσει στο σκοτάδι πέραν του τώρα.
Οι προφήτες, στόματα και όμματα του Θεού, διασπούν ριζοσπαστικά το
φράγμα του χρόνου, γιατί απλά και ταπεινά είναι ταγμένοι υπηρέτες του
Παντογνώστη Θεού που δημιουργεί, καλλιεργεί, αναπλάθει τον ιστορικό
χρόνο και τον αναβιβάζει στο θρόνο της αιωνιότητας.
Ο άγιος προφήτης Ιωήλ, ένας κι αυτός ανάμεσά τους, βλέποντας το
μέλλον λουσμένο στο φως της όγδοης ημέρας, διαβεβαιώνει αβίαστα και
αδιαμφισβήτητα τους πιστεύοντας ότι «Κύριος κατασκηνώσει εν Σιών» (Ιλ.
δ’ 21)
ΦΙΛΟΘΕΗ Χ.Τ.
Στις 19 Οκτωβρίου η
Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη της Οσίας Κλεοπάτρας και του Αγίου
Ουάρου που μαρτύρησε κατά το διωγμό του Μαξιμιανού το 305 μ.Χ. στην
Αίγυπτο, αφού προηγουμένως βασανίστηκε.
Στον τόπο του μαρτυρίου
βρέθηκε και η Οσία Κλεοπάτρα που παρακολούθησε από κοντά το βασανισμό
του Αγίου. Κατάγονταν από την Παλαιστίνη και ήταν σύζυγος αξιωματικού
της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Είχε όμως την ατυχία να χάσει από νωρίς το
σύζυγό της και ζούσε με το μονάκριβο παιδί της Ιωάννη, που ήταν η
μοναδική ελπίδα στη ζωή της. ΄Ηταν πάρα πολύ πλούσια και συχνά στο μυαλό
της ερχόταν η σκηνή του μαρτυρίου του Αγίου για τον οποίο ένιωθε μεγάλη
θλίψη και υπόφερε κατάκαρδα. Παρακαλούσε λοιπόν το Θεό με νηστείες και
προσευχές και ζητούσε να την πληροφορήσει ποιο είναι το κέρδος του
Μάρτυρα στην άλλη ζωή.
Αυτές τις σκέψεις
έκανε η Οσία για το Μάρτυρα και κάποια στιγμή παίρνει τη μεγάλη απόφαση.
Παρέα με το γιό της και με αρκετούς χριστιανούς τους οποίους επέλεξε
προσεκτικά γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να κατηγορηθεί ότι ήταν χριστιανή,
πηγαίνει στον τάφο του Αγίου. Τον ανοίγει και αφού τον αρωματίζει
κατάλληλα, παραλαμβάνει το σώμα του και το πηγαίνει στο σπίτι της. Το
ενταφιάζει κάτω από το κρεβάτι της και άρχισε να το φροντίζει με
ευλάβεια και να του διατηρεί άσβηστο το κανδήλι του.
Μετά από λίγα χρόνια που βασίλεψε ο
Μέγας Κωνσταντίνος και που σταμάτησαν οι διωγμοί εναντίον των
χριστιανών, η Οσία Κλεοπάτρα ήθελε να φύγει από την Αίγυπτο και να
επιστρέψει πίσω στην πατρίδα της, την Παλαιστίνη. Ήθελε όμως να πάρει
μαζί της και τον πολύτιμο θησαυρό που είχε στο σπίτι της, το λείψανο του
Αγίου. Δεν επιτρέπονταν όμως να μεταφέρει νεκρό σώμα, αν προηγουμένως
δεν το δήλωνε στις τοπικές αρχές. Άρχισε λοιπόν να δρομολογεί τη
διαδικασία που απαιτούνταν να της δοθεί η άδεια, προκειμένου να
μπορέσει να το μεταφέρει. Έπρεπε όμως προηγουμένως να δώσει και τις
κατάλληλες εξηγήσεις που αναφέρονταν στην ταυτότητα του νεκρού αλλά και
για τον τρόπο του θανάτου του. Προσποιείται λοιπόν, ότι το νεκρό σώμα
ανήκει στον πεθαμένο σύζυγό της και ότι η τελευταία του επιθυμία ήταν,
να ενταφιαστεί στον τόπο καταγωγής του με τις τιμές που ταιριάζουν σαν
στρατιωτικός που ήταν, για τα ανδραγαθήματά του. Έτσι κατάφερε και της
δόθηκε η άδεια της μεταφοράς του νεκρού, από τον έπαρχο της περιοχής.
Βάζει λοιπόν μπροστά τη διαδικασία
της μεταφοράς, φροντίζοντάς το κατάλληλα και φορώντας του την πιο λαμπρή
φορεσιά του συζύγου της. Όταν έφθασαν κοντά στο όρος Θαβώρ σε μια
κωμόπολη που την ονόμαζαν Έδρα, το ενταφίασαν με όλες τις τιμές αλλά και
με κάθε μεγαλοπρέπεια. Έτσι ενώ στην αρχή το μυστικό της Οσίας
κρατήθηκε, όμως σιγά-σιγά άρχισε να αποκαλύπτεται από μόνο του. Ο τάφος
του Αγίου άρχισε να εκπέμπει ευωδία και να ευωδιάζει όλη τη γύρω
περιοχή. Καθημερινά λοιπόν επισκέπτονταν τον τάφο του Αγίου οι
χριστιανοί προσφέροντας θυμίαμα και κρατώντας άσβηστο το κανδήλι του.
Συγχρόνως όμως γιατρεύονταν και από τις τυχόν αρρώστιες ή απαλλάσσονταν
από τις επιθέσεις των πονηρών πνευμάτων, μόλις πλησίαζαν στον τάφο του. Η
Οσία Κλεοπάτρα βλέποντας αυτή την τιμή για τον Άγιο, αποφάσισε να
οικοδομήσει ναό στο όνομα του Μάρτυρα. Ο ναός χτίστηκε πολύ γρήγορα και
άρχισε η Οσία να προγραμματίζει τα εγκαίνιά του που ήθελε να γίνουν με
κάθε μεγαλοπρέπεια. Ήθελε όμως πριν από τα εγκαίνια να ζητήσει από την
Ρωμαϊκή εξουσία να απονείμουν κάποια τιμητική διάκριση στο παιδί της. Η
ανταπόκριση ήταν άμεση. Της στάλθηκαν τα μετάλλια τα οποία τοποθέτησε
επάνω στον τάφο του Αγίου προκειμένου να ευλογηθούν πρώτα και μετά να τα
φορέσει το παιδί της.
Όταν πλέον ο ναός αποπερατώθηκε και
ήταν όλα έτοιμα να γίνουν τα εγκαίνια, η Οσία κάλεσε όλους τους
Επισκόπους, τους Πρεσβυτέρους της Επαρχίας αλλά και όλους τους
Χριστιανούς, να παρευρεθούν στην τελετή των εγκαινίων. Η τελετή
ξεκίνησε με ολονύκτιες ακολουθίες με κάθε λαμπρότητα και τελείωσε με την
τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Είχε δε ετοιμαστεί πλούσιο τραπέζι από
την Οσία για όλους τους καλεσμένους τους οποίους θα περιποιόταν
προσωπικά η ίδια με το παιδί της. ΄Ετσι έφθασε στο τέλος της η γιορτή
των εγκαινίων με κάθε μεγαλοπρέπεια και οι καλεσμένοι άρχισαν να
αποχωρούν ο ένας μετά τον άλλο. Κατάκοποι και οι δυο τους από την
κούραση προτίμησαν να ξεκουραστούν λίγο παρά να βάλουν κάτι στο στόμα
τους, παρόλο που ήταν νηστικοί.
Ο ύπνος άρχισε να πολιορκεί το παιδί
της που μόλις και μετά βίας κρατούσε τα βλέφαρά του ανοικτά. Το
πλησιάζει να το χαϊδέψει και διαπιστώνει με μεγάλη της έκπληξη, ότι το
παιδί της έκαιγε στον πυρετό. Του αρχίζει αμέσως τα γιατροσόφια της και
πριν ακόμη έλθει η χαραυγή, το μονάκριβο παιδί της νικημένο από την
όποια αρρώστια είχε, βρίσκονταν νεκρό στο κρεβάτι του. Ο πόνος της
μεγάλος και ο καημός της δυσβάστακτος. Χάθηκαν από τη μια στιγμή στην
άλλη όλα της τα όνειρα και έχασε όλες τις ελπίδες που έτρεφε για το
παιδί της. Τα δάκρυα της έτρεχαν ασταμάτητα. Τα πόδια της άρχισαν να μην
τη στηρίζουν. Βρήκε όμως το κουράγιο να σηκώσει το παιδί της και να το
πάει στην Εκκλησία που οικοδόμησε για το Μάρτυρα. Το τοποθέτησε επάνω
στη Λάρνακα των λειψάνων του Αγίου και γονατιστή ξέσπασε σε σπαρακτικό
θρήνο. Απαιτούσε από τον Άγιο να της αναστήσει το παιδί της,
υπενθυμίζοντάς του συγχρόνως και όλα εκείνα που έκαμε για τη Χάρη του.
Μέσα στα αναφιλητά της, αποκαμωμένη από τον πόνο την παίρνει ο ύπνος και
βλέπει ένα θαυμάσιο όνειρο, που παρηγόρησε την καρδιά της.
Μπροστά στα πονεμένα μάτια της ανοίγει
διάπλατα ο ουρανός και μέσα σ’ ένα υπέρλαμπρο φως παρουσιάζεται ο
μάρτυρας του Χριστού στεφανωμένος με ολόχρυσο στεφάνι και να κρατά από
το χέρι το παιδί της, που φορούσε και αυτό ολάνθιστο στεφάνι στο κεφάλι
του. Αυτή είναι η ανταπόδοση για ότι έκαμες για μένα, όταν γονατιστή με
παρακαλούσες και μου ζητούσες να κάμω τις όποιες χάρες ήθελα, για το
παιδί σου.
Αυτή τη δόξα γνώρισε το παιδί της, που
σαν βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στην πονεμένη της καρδιά. Βρήκε το
κουράγιο και το έθαψε δίπλα στον τάφο του Μάρτυρα και φρόντιζε
καθημερινά και τους δυο τάφους. Μοίρασε την περιουσία της στους πτωχούς
και πέτυχε τέτοια ψυχική καθαρότητα με νηστείες και προσευχές, που κάθε
Κυριακή έβλεπε τα δυο αγαπημένα της πρόσωπα, όπως της εμφανίστηκαν στο
όνειρο.
Όταν έφθασε σε προχωρημένη ηλικία
παρέδωσε το πνεύμα της στο Θεό της ειρήνης έχοντας δώσει παραγγελία να
ταφεί δίπλα στους δυο τάφους των αγαπημένων της προσώπων.