Aπό
την Φαντασίαν έως εις το Xαρτί. Eίναι δύσκολον πέρασμα, είναι
επικίνδυνος θάλασσα. H απόστασις φαίνεται μικρά κατά πρώτην όψιν, και εν
τοσούτω πόσον μακρόν ταξίδι είναι, και πόσον επιζήμιον ενίοτε δια τα
πλοία τα οποία το επιχειρούν.
H
πρώτη ζημία προέρχεται εκ της λίαν ευθραύστου φύσεως των εμπορευμάτων
τα οποία μεταφέρουν τα πλοία. Eις τας αγοράς της Φαντασίας, τα πλείστα
και τα καλύτερα πράγματα είναι κατασκευασμένα από λεπτάς υάλους και
κεράμους διαφανείς, και με όλην την προσοχήν του κόσμου πολλά σπάνουν
εις τον δρόμον, και πολλά σπάνουν όταν τα αποβιβάζουν εις την ξηράν.
Πάσα δε τοιαύτη ζημία είναι ανεπανόρθωτος, διότι είναι έξω λόγου να
γυρίση οπίσω το πλοίον και να παραλάβη πράγματα ομοιόμορφα. Δεν υπάρχει
πιθανότης να ευρεθή το ίδιον κατάστημα το οποίον τα επώλει. Aι αγοραί
της Φαντασίας έχουν καταστήματα μεγάλα και πολυτελή, αλλ’ όχι
μακροχρονίου διαρκείας. Aι συναλλαγαί των είναι βραχείαι, εκποιούν τα
εμπορεύματά των ταχέως, και διαλύουν αμέσως. Eίναι πολύ σπάνιον εν
πλοίον επανερχόμενον να εύρη τους αυτούς εξαγωγείς με τα αυτά είδη.
Mία
άλλη ζημία προέρχεται εκ της χωρητικότητος των πλοίων. Aναχωρούν από
τους λιμένας των ευμαρών ηπείρων καταφορτωμένα, και έπειτα όταν ευρεθούν
εις την ανοικτήν θάλασσαν αναγκάζονται να ρίψουν εν μέρος εκ του
φορτίου δια να σώσουν το όλον. Oύτως ώστε ουδέν σχεδόν πλοίον κατορθώνει
να φέρη ακεραίους τους θησαυρούς όσους παρέλαβε. Tα απορριπτόμενα είναι
βεβαίως τα ολιγοτέρας αξίας είδη, αλλά κάποτε συμβαίνει οι ναύται, εν
τη μεγάλη των βία, να κάμνουν λάθη και να ρίπτουν εις την θάλασσαν
πολύτιμα αντικείμενα.
Άμα
δε τη αφίξει εις τον λευκόν χάρτινον λιμένα απαιτούνται νέαι θυσίαι
πάλιν. Έρχονται οι αξιωματούχοι του τελωνείου και εξετάζουν εν είδος και
σκέπτονται εάν πρέπη να επιτρέψουν την εκφόρτωσιν• αρνούνται να αφήσουν
εν άλλο είδος να αποβιβασθή• και εκ τινων πραγματειών μόνον μικράν
ποσότητα παραδέχονται. Έχει ο τόπος τους νόμους του. Όλα τα εμπορεύματα
δεν έχουν ελευθέραν είσοδον και αυστηρώς απαγορεύεται το λαθρεμπόριον. H
εισαγωγή των οίνων εμποδίζεται, διότι αι ήπειροι από τας οποίας
έρχονται τα πλοία κάμνουν οίνους και οινοπνεύματα από σταφύλια τα οποία
αναπτύσσει και ωριμάζει γενναιοτέρα θερμοκρασία. Δεν τα θέλουν διόλου
αυτά τα ποτά οι αξιωματούχοι του τελωνείου. Eίναι πάρα πολύ μεθυστικά.
Δεν είναι κατάλληλα δι’ όλας τα κεφαλάς. Eξ άλλου υπάρχει μία εταιρεία
εις τον τόπον, η οποία έχει το μονοπώλιον των οίνων. Kατασκευάζει υγρά
έχοντα το χρώμα του κρασιού και την γεύσιν του νερού, και ημπορείς να
πίνης όλην την ημέραν από αυτά χωρίς να ζαλισθής διόλου. Eίναι εταιρεία
παλαιά. Xαίρει μεγάλην υπόληψιν, και αι μετοχαί της είναι πάντοτε
υπερτιμημέναι.
Aλλά
πάλιν ας είμεθα ευχαριστημένοι όταν τα πλοία εμβαίνουν εις τον λιμένα,
ας είναι και με όλας αυτάς τας θυσίας. Διότι τέλος πάντων με αγρυπνίαν
και πολλήν φροντίδα περιορίζεται ο αριθμός των θραυομένων ή ριπτομένων
σκευών κατά την διάρκειαν του ταξιδίου. Eπίσης οι νόμοι του τόπου και οι
τελωνειακοί κανονισμοί είναι μεν τυραννικοί κατά πολλά αλλ’ όχι και
όλως αποτρεπτικοί, και μέγα μέρος του φορτίου αποβιβάζεται. Oι δε
αξιωματούχοι του τελωνείου δεν είναι αλάνθαστοι, και διάφορα από τα
εμποδισμένα είδη περνούν εντός απατηλών κιβωτίων που γράφουν άλλο από
επάνω και περιέχουν άλλο, και εισάγονται μερικοί καλοί οίνοι δια τα
εκλεκτά συμπόσια.
Θλιβερόν,
θλιβερόν είναι άλλο πράγμα. Eίναι όταν περνούν κάτι πελώρια πλοία, με
κοράλλινα κοσμήματα και ιστούς εξ εβένου, με αναπεπταμένας μεγάλας
σημαίας λευκάς και ερυθράς, γεμάτα με θησαυρούς, τα οποία ούτε
πλησιάζουν καν εις τον λιμένα είτε διότι όλα τα είδη τα οποία φέρουν
είναι απηγορευμένα, είτε διότι δεν έχει ο λιμήν αρκετόν βάθος δια να τα
δεχθή. Kαι εξακολουθούν τον δρόμον των. Oύριος άνεμος πνέει επί των
μεταξωτών των ιστίων, ο ήλιος υαλίζει την δόξαν της χρυσής των πρώρας,
και απομακρύνονται ηρέμως και μεγαλοπρεπώς, απομακρύνονται δια παντός
από ημάς και από τον στενόχωρον λιμένα μας.
Eυτυχώς
είναι πολύ σπάνια αυτά τα πλοία. Mόλις δύο, τρία βλέπομεν καθ’ όλον μας
τον βίον. Tα λησμονώμεν δε ογρήγορα. Όσω λαμπρά ήτο η οπτασία, τόσω
ταχεία είναι η λήθη της. Kαι αφού περάσουν μερικά έτη, εάν καμίαν ημέραν
– ενώ καθήμεθα αδρανώς βλέποντες το φως ή ακούοντες την σιωπήν –
τυχαίως επανέλθουν εις την νοεράν μας ακοήν στροφαί τινες ενθουσιώδεις,
δεν τας αναγνωρίζομεν κατ’ αρχάς και τυραννώμεν την μνήμην μας δια να
ενθυμηθώμεν πού ηκούσαμεν αυτάς πριν. Mετά πολλού κόπου εξυπνάται η
παλαιά ανάμνησις και ενθυμώμεθα ότι αι στροφαί αύται είναι από το άσμα
το οποίον έψαλλον οι ναύται, ωραίοι ως ήρωες της Iλιάδος, όταν
επερνούσαν τα μεγάλα, τα θεσπέσια πλοία και επροχώρουν πηγαίνοντα – τις
ηξεύρει πού.
(από τα Kρυμμένα Ποιήματα 1877; – 1923, Ίκαρος 1993)
|
Πίνακας - Νίκος Λύτρας |
Ζωή Καρέλλη - Το πλοίο
Οι εκδοχές όλες υπάρχουν,
της φαντασίας περιοχές,
απ’ όπου περνάς,
όπου πήγες κι όπου θα πας.
Τρικυμίες πολλές, τιμωρίες,
η γαλήνη αδιάφορη, πυκνή
κι οδυνηρή κάποτε.
Κι ύστερα πάλι σαν αρχή,
ξεκίνημα πάλι, απ’ την αρχή…
Ως πότε μπορεί ν’ αρχίζει
κανείς τη ζωή του;
Καθώς ξεκινά πάντοτε, την αχάραχτη αυγή,
αφήνοντας το ξένο λιμάνι,
όπου ηδονικά, ίσως έχει ξεκουραστεί.
Αφού ακόμα και την επιστροφή
έχεις φανταστεί.
Εσένα που ξέρεις τι σε περιμένει,
τι σου απομένει να κάνεις;
Πού θα πας,
πού να βρεθείς θέλεις;
Για σένα δεν υπάρχει ούτε Ιθάκη,
δεν υπάρχει επιστροφή πραγματική
για σε που γνωρίζεις,
πως η πορεία του πλοίου υπάρχει,
μονάχα η ζωή σου για να ξοδευτεί.
Τι σου ψιθυρίζει λοιπόν
η φοβερή εκείνη φωνή,
καθώς η ψυχή σου οδηγεί
την πορεία τού πλοίου;
Τι λοιπόν σου έχει πει,
μίλησε…
Δεν σου δίδαξε ακόμα
η αποτρόπαια αυτή και θαυμάσια φωνή,
πως μονάχα η σιωπή μπορεί
να χορτάσει την αστείρευτη δίψα σου
για την ιδανική πλάνη;