Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΠΡΟΞΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Η σφαγή των προξένων στην Οθωμανική Θεσσαλονίκη
Βρισκόμαστε στο 1876, στις 5 Μαΐου με το νέο ημερολόγιο. Εκείνη τη μέρα συνέβη ένα συνταρακτικό γεγονός, που χρησιμοποιήθηκε ως αφορμή για την επιβολή μεγάλων αλλαγών εις βάρος του Οθωμανικού κράτους: μουσουλμανικός όχλος κατακρεούργησε μέσα στο Σαατλή τζαμί, που λειτουργούσε στη σημερινή Αγίου Δημητρίου, δίπλα στο «σπίτι του Κεμάλ», τον Ζιλ Μουλέν, πρόξενο της Γαλλίας και τον Ερρίκο Άμποτ, πρόξενο της Γερμανίας. Οι δυο άτυχοι διπλωμάτες είχαν πάει εκεί για να συναντήσουν τον βαλή Ριφαάτ μπέη και να του επιστήσουν την προσοχή γιατί η ατμόσφαιρα στην πόλη ήταν βαριά: πλήθη μουσουλμάνων πολιορκούσαν το αμερικάνικο προξενείο και υπήρχε διάχυτος ο φόβος για σφαγές χριστιανών. Μετά τη δολοφονία και την κλοπή πορτοφολιών, ρολογιών κλπ, τα πτώματα των προξένων πετάχτηκαν στο καλντερίμι.
Όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, τα αίτια της αναταραχής ήταν αυθεντικά εθνικιστικά, υπό θρησκευτικό μανδύα. Αφορμή ήταν μια γυναίκα, μια νεαρή χριστιανή βουλγαρικής καταγωγής. Η κοπέλα ήρθε στη Θεσσαλονίκη (άγνωστο αν αυτό έγινε με τη συναίνεσή της) από το Πολύκαστρο του Κιλκίς, για να ασπαστεί το Ισλάμ. Προφανώς, για ερωτικούς λόγους. Η μητέρα της όμως δεν συμφωνούσε: ζήτησε τη βοήθεια χριστιανών Θεσσαλονικιών, για να αποτραπεί ο εξισλαμισμός της κόρης της. Πράγματι, κάποιοι χριστιανοί Θεσσαλονικείς άρπαξαν το κορίτσι από τους μουσουλμάνους και το έκρυψαν στο αμερικανικό προξενείο. Λεπτομέρεια: ο πρόξενος ήταν έλληνας και λεγόταν Περικλής Χατζηλαζάρου. Για να μην ασχοληθούμε ξανά με τη νεαρή Μακεδόνισσα, υπάρχουν δύο εκδοχές για την τύχη της: Με τη βοήθεια του έλληνα προξένου Βατικιώτη φυγαδεύτηκε στην Ελλάδα, λέει η μία. Παραδόθηκε και εξισλαμίστηκε, για να υπάρξει κατευνασμός των πνευμάτων, λέει η άλλη.
Την κρίσιμη εκείνη στιγμή, μετά τις άγριες δολοφονίες των προξένων, η σφαγή εις βάρος των χριστιανών ήταν έτοιμη να ξεσπάσει. Ευτυχώς, ένας Οθωμανός αξιωματούχος, ο φρούραρχος της πόλης Αρίφ μπέης, κινήθηκε αστραπιαία και αποφασιστικά: έστειλε τις μονάδες του στρατού που είχε υπό τις διαταγές του να περικυκλώσουν και να αποκλείσουν τις μουσουλμανικές συνοικίες (τρεις ήταν) και τα τζαμιά. Η σκληρή καταστολή είχε ευεργετικά αποτελέσματα, καθώς οι θερμόαιμοι αποθαρρύνθηκαν και ησύχασαν. Σε αυτό το σημείο, όμως, άρχιζε η πολιτική περιπλοκή, οι συνέπειες της οποίας είχαν ιστορικές διαστάσεις.
Παρά την καθαίρεση του γενικού διοικητή Μακεδονίας από το σουλτάνο, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κατέπλευσαν πλοία των μεγάλων δυνάμεων της εποχής (αγγλικά, γαλλικά, ρώσικα, γερμανικά) και μιας μικρής: τη ναυτική μοίρα συμπλήρωναν δυο ελληνικά πολεμικά πλοία, τα οποία έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους στη Θεσσαλονίκη. Τα πολεμικά έστρεψαν τα κανόνια τους προς τις μουσουλμανικές συνοικίες, χωρίς να αποδώσουν τιμές στη σημαία του σουλτάνου. Την ίδια μέρα αποβιβάστηκαν γερμανικά και γαλλικά αγήματα και έλαβαν θέσεις σε επίκαιρα σημεία της πόλης, ενώ ο οθωμανικός στρατός αποσυρόταν στους στρατώνες του. Οι επικεφαλής ναύαρχοι απαίτησαν τα εξής:
Σύλληψη, παραπομπή σε δίκη και τιμωρία των υπαιτίων
Καταβολή αποζημίωσης
Υποστολή της οθωμανικής σημαίας
Απόδοση τιμών από τις οθωμανικές σημαίες και το στρατό στις σημαίες της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας
Απόδοση τιμών από το στρατό και τις αρχές στις σωρούς των δύο δολοφονημένων προξένων.
Όλα τα παραπάνω έγιναν αποδεκτά από το σουλτάνο και εφαρμόστηκαν κατά γράμμα – εκτός από την τιμωρία των πραγματικών υπαιτίων: στη θέση τους πλήρωσαν με τη ζωή τους μερικοί περιθωριακοί τύποι. Οι πολιτικές συνέπειες ήταν πολύ περισσότερο δραματικές από τις συμβολικές παράτες εξευτελισμού της οθωμανικής ισχύος στη Θεσσαλονίκη.
Στην Πόλη, ο σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ καθαιρέθηκε, ως υπαίτιος για τον οθωμανικό εξευτελισμό, ο οποίος προήλθε (κατά τους αγανακτισμένους Οθωμανούς) από την υποχωρητικότητα του. Τον διαδέχτηκε ο Μουράτ Ε’, αλλά μόνο για λίγες εβδομάδες: το θρόνο κατέλαβε τελικά ο Αβδούλ Χαμίτ Β’, αδελφός του Μουράτ, ο οποίος έμεινε σ’ αυτόν τα επόμενα τριάντα χρόνια – μέχρι που δεν υπήρχε πια θρόνος. Ο Μουράτ έσωσε τη ζωή του επειδή ήταν τέκτονας, γεγονός που κινητοποίησε τους τέκτονες ολόκληρης της Ευρώπης, για τη σωτηρία του.
Δυο χρόνια αργότερα, με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, ιδρύθηκαν η Βουλγαρία και η Σερβία. Η Κύπρος πουλήθηκε στους Βρετανούς, ενώ η Θεσσαλία είχε παραχωρηθεί στην Ελλάδα. Στο εσωτερικό της πάλαι ποτέ Αυτοκρατορίας εξαγγέλθηκαν σοβαρές μεταρρυθμίσεις πολιτικής ισότητας. Ήταν όμως πολύ αργά για να αναστραφεί το (προοδευτικό, τότε) κύμα του εθνικισμού στα Βαλκάνια, που σάρωσε τελειωτικά την οθωμανική απολυταρχία και δημιούργησε τα σύγχρονα κράτη, μεταξύ των οποίων και την Τουρκία.
Συμπέρασμα; Το αναμενόμενο: η περίφημη ανεξιθρησκία της πολυπολιτισμικής οθωμανικής Θεσσαλονίκης δεν είναι τίποτε περισσότερο από μύθος. Ένας ακόμα προπαγανδιστικός μύθος εκείνης της περιόδου, που αναπαράγεται και σήμερα στις ρηχές αναγνώσεις της Ιστορίας και που στηρίχτηκε αποκλειστικά στην υποταγή των πάντων στην οθωμανική απολυταρχία, αλλά και στην προστασία που εξασφάλιζαν στα μέλη τους τα μιλέτια. Αρκεί αυτά τα μέλη να παρέμεναν σκλάβοι – πράγμα εντελώς ανεπίκαιρο ήδη από τις απαρχές του 19ου αιώνα. Την πραγματικότητα του εθνικιστικού και θρησκευτικού μίσους μεταξύ των κοινοτήτων της Θεσσαλονίκης την αποκαλύπτουν τα γεγονότα του 1876, αλλά αν χρειαστεί μπορούμε να πάμε και πιο πίσω στο χρόνο (στη σφαγή και τον εξανδραποδισμό της πιστής στο σουλτάνο χριστιανικής / ελληνικής κοινότητας στα 1821) αλλά και πιο μπροστά, αφήνοντας κατά μέρος τις «συνήθεις» αλληλοσφαγές χαμηλής έντασης: μετά το 1922, στις ανταλλαγές των πληθυσμών, οι ντονμέδες (εξισλαμισμένοι εβραίοι, μια μικρή σχετικά αλλά εξαιρετικά δυναμική και ισχυρή κοινότητα της Θεσσαλονίκης) παρακαλούσαν τους ορίτζιναλ να τους δεχτούν και πάλι στην πατρώα πίστη και στην εβραϊκή κοινότητα, ώστε να αποφύγουν την προσφυγιά. Αυτοί, φυσικά, αρνήθηκαν – κάτι που βγήκε σε καλό στους «ανταλλάξιμους» μουσουλμάνους Εβραίους: οι απόγονοί τους συναποτελούν την ελίτ της σύγχρονης Τουρκίας σε όλους τους τομείς, ενώ η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης χάθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στα ναζιστικά στρατόπεδα του Ολοκαυτώματος. Κι αν προχωρήσουμε λίγο ακόμα θα δούμε το εθνικιστικό – θρησκευτικό μίσος, με φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς τους χριστιανούς – κυρίως τους έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρασία και τον Πόντο, να εκδηλώνεται αδίσταχτο ακόμα και κατά των νεκρών (παρεμπιπτόντως αλλά ουσιωδώς και κατά της Ιστορίας της πόλης) με το ξήλωμα του οθωμανικού νεκροταφείου (σημερινή ΔΕΘ) στη δεκαετία του ’20 και το ξήλωμα του εβραϊκού νεκροταφείου (σημερινή πανεπιστημιούπολη ΑΠΘ) στη δεκαετία του’40. Αλλά ακόμα κι αυτές οι εκδηλώσεις ήταν «λίγες» αν συγκριθούν με την απάθεια (η λέξη ίσως είναι ανεπαρκής) της κυρίαρχης πια εθνικής και θρησκευτικής πλειοψηφίας της πόλης, όταν ολόκληρη η εβραϊκή κοινότητα στοιβαζόταν στα τραίνα με προορισμό την εξόντωσή της τα ναζιστικά στρατόπεδα.
Βρισκόμαστε στο 1876, στις 5 Μαΐου με το νέο ημερολόγιο. Εκείνη τη μέρα συνέβη ένα συνταρακτικό γεγονός, που χρησιμοποιήθηκε ως αφορμή για την επιβολή μεγάλων αλλαγών εις βάρος του Οθωμανικού κράτους: μουσουλμανικός όχλος κατακρεούργησε μέσα στο Σαατλή τζαμί, που λειτουργούσε στη σημερινή Αγίου Δημητρίου, δίπλα στο «σπίτι του Κεμάλ», τον Ζιλ Μουλέν, πρόξενο της Γαλλίας και τον Ερρίκο Άμποτ, πρόξενο της Γερμανίας. Οι δυο άτυχοι διπλωμάτες είχαν πάει εκεί για να συναντήσουν τον βαλή Ριφαάτ μπέη και να του επιστήσουν την προσοχή γιατί η ατμόσφαιρα στην πόλη ήταν βαριά: πλήθη μουσουλμάνων πολιορκούσαν το αμερικάνικο προξενείο και υπήρχε διάχυτος ο φόβος για σφαγές χριστιανών. Μετά τη δολοφονία και την κλοπή πορτοφολιών, ρολογιών κλπ, τα πτώματα των προξένων πετάχτηκαν στο καλντερίμι.
Όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, τα αίτια της αναταραχής ήταν αυθεντικά εθνικιστικά, υπό θρησκευτικό μανδύα. Αφορμή ήταν μια γυναίκα, μια νεαρή χριστιανή βουλγαρικής καταγωγής. Η κοπέλα ήρθε στη Θεσσαλονίκη (άγνωστο αν αυτό έγινε με τη συναίνεσή της) από το Πολύκαστρο του Κιλκίς, για να ασπαστεί το Ισλάμ. Προφανώς, για ερωτικούς λόγους. Η μητέρα της όμως δεν συμφωνούσε: ζήτησε τη βοήθεια χριστιανών Θεσσαλονικιών, για να αποτραπεί ο εξισλαμισμός της κόρης της. Πράγματι, κάποιοι χριστιανοί Θεσσαλονικείς άρπαξαν το κορίτσι από τους μουσουλμάνους και το έκρυψαν στο αμερικανικό προξενείο. Λεπτομέρεια: ο πρόξενος ήταν έλληνας και λεγόταν Περικλής Χατζηλαζάρου. Για να μην ασχοληθούμε ξανά με τη νεαρή Μακεδόνισσα, υπάρχουν δύο εκδοχές για την τύχη της: Με τη βοήθεια του έλληνα προξένου Βατικιώτη φυγαδεύτηκε στην Ελλάδα, λέει η μία. Παραδόθηκε και εξισλαμίστηκε, για να υπάρξει κατευνασμός των πνευμάτων, λέει η άλλη.
Την κρίσιμη εκείνη στιγμή, μετά τις άγριες δολοφονίες των προξένων, η σφαγή εις βάρος των χριστιανών ήταν έτοιμη να ξεσπάσει. Ευτυχώς, ένας Οθωμανός αξιωματούχος, ο φρούραρχος της πόλης Αρίφ μπέης, κινήθηκε αστραπιαία και αποφασιστικά: έστειλε τις μονάδες του στρατού που είχε υπό τις διαταγές του να περικυκλώσουν και να αποκλείσουν τις μουσουλμανικές συνοικίες (τρεις ήταν) και τα τζαμιά. Η σκληρή καταστολή είχε ευεργετικά αποτελέσματα, καθώς οι θερμόαιμοι αποθαρρύνθηκαν και ησύχασαν. Σε αυτό το σημείο, όμως, άρχιζε η πολιτική περιπλοκή, οι συνέπειες της οποίας είχαν ιστορικές διαστάσεις.
Παρά την καθαίρεση του γενικού διοικητή Μακεδονίας από το σουλτάνο, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κατέπλευσαν πλοία των μεγάλων δυνάμεων της εποχής (αγγλικά, γαλλικά, ρώσικα, γερμανικά) και μιας μικρής: τη ναυτική μοίρα συμπλήρωναν δυο ελληνικά πολεμικά πλοία, τα οποία έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους στη Θεσσαλονίκη. Τα πολεμικά έστρεψαν τα κανόνια τους προς τις μουσουλμανικές συνοικίες, χωρίς να αποδώσουν τιμές στη σημαία του σουλτάνου. Την ίδια μέρα αποβιβάστηκαν γερμανικά και γαλλικά αγήματα και έλαβαν θέσεις σε επίκαιρα σημεία της πόλης, ενώ ο οθωμανικός στρατός αποσυρόταν στους στρατώνες του. Οι επικεφαλής ναύαρχοι απαίτησαν τα εξής:
Σύλληψη, παραπομπή σε δίκη και τιμωρία των υπαιτίων
Καταβολή αποζημίωσης
Υποστολή της οθωμανικής σημαίας
Απόδοση τιμών από τις οθωμανικές σημαίες και το στρατό στις σημαίες της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας
Απόδοση τιμών από το στρατό και τις αρχές στις σωρούς των δύο δολοφονημένων προξένων.
Όλα τα παραπάνω έγιναν αποδεκτά από το σουλτάνο και εφαρμόστηκαν κατά γράμμα – εκτός από την τιμωρία των πραγματικών υπαιτίων: στη θέση τους πλήρωσαν με τη ζωή τους μερικοί περιθωριακοί τύποι. Οι πολιτικές συνέπειες ήταν πολύ περισσότερο δραματικές από τις συμβολικές παράτες εξευτελισμού της οθωμανικής ισχύος στη Θεσσαλονίκη.
Στην Πόλη, ο σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ καθαιρέθηκε, ως υπαίτιος για τον οθωμανικό εξευτελισμό, ο οποίος προήλθε (κατά τους αγανακτισμένους Οθωμανούς) από την υποχωρητικότητα του. Τον διαδέχτηκε ο Μουράτ Ε’, αλλά μόνο για λίγες εβδομάδες: το θρόνο κατέλαβε τελικά ο Αβδούλ Χαμίτ Β’, αδελφός του Μουράτ, ο οποίος έμεινε σ’ αυτόν τα επόμενα τριάντα χρόνια – μέχρι που δεν υπήρχε πια θρόνος. Ο Μουράτ έσωσε τη ζωή του επειδή ήταν τέκτονας, γεγονός που κινητοποίησε τους τέκτονες ολόκληρης της Ευρώπης, για τη σωτηρία του.
Δυο χρόνια αργότερα, με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, ιδρύθηκαν η Βουλγαρία και η Σερβία. Η Κύπρος πουλήθηκε στους Βρετανούς, ενώ η Θεσσαλία είχε παραχωρηθεί στην Ελλάδα. Στο εσωτερικό της πάλαι ποτέ Αυτοκρατορίας εξαγγέλθηκαν σοβαρές μεταρρυθμίσεις πολιτικής ισότητας. Ήταν όμως πολύ αργά για να αναστραφεί το (προοδευτικό, τότε) κύμα του εθνικισμού στα Βαλκάνια, που σάρωσε τελειωτικά την οθωμανική απολυταρχία και δημιούργησε τα σύγχρονα κράτη, μεταξύ των οποίων και την Τουρκία.
Συμπέρασμα; Το αναμενόμενο: η περίφημη ανεξιθρησκία της πολυπολιτισμικής οθωμανικής Θεσσαλονίκης δεν είναι τίποτε περισσότερο από μύθος. Ένας ακόμα προπαγανδιστικός μύθος εκείνης της περιόδου, που αναπαράγεται και σήμερα στις ρηχές αναγνώσεις της Ιστορίας και που στηρίχτηκε αποκλειστικά στην υποταγή των πάντων στην οθωμανική απολυταρχία, αλλά και στην προστασία που εξασφάλιζαν στα μέλη τους τα μιλέτια. Αρκεί αυτά τα μέλη να παρέμεναν σκλάβοι – πράγμα εντελώς ανεπίκαιρο ήδη από τις απαρχές του 19ου αιώνα. Την πραγματικότητα του εθνικιστικού και θρησκευτικού μίσους μεταξύ των κοινοτήτων της Θεσσαλονίκης την αποκαλύπτουν τα γεγονότα του 1876, αλλά αν χρειαστεί μπορούμε να πάμε και πιο πίσω στο χρόνο (στη σφαγή και τον εξανδραποδισμό της πιστής στο σουλτάνο χριστιανικής / ελληνικής κοινότητας στα 1821) αλλά και πιο μπροστά, αφήνοντας κατά μέρος τις «συνήθεις» αλληλοσφαγές χαμηλής έντασης: μετά το 1922, στις ανταλλαγές των πληθυσμών, οι ντονμέδες (εξισλαμισμένοι εβραίοι, μια μικρή σχετικά αλλά εξαιρετικά δυναμική και ισχυρή κοινότητα της Θεσσαλονίκης) παρακαλούσαν τους ορίτζιναλ να τους δεχτούν και πάλι στην πατρώα πίστη και στην εβραϊκή κοινότητα, ώστε να αποφύγουν την προσφυγιά. Αυτοί, φυσικά, αρνήθηκαν – κάτι που βγήκε σε καλό στους «ανταλλάξιμους» μουσουλμάνους Εβραίους: οι απόγονοί τους συναποτελούν την ελίτ της σύγχρονης Τουρκίας σε όλους τους τομείς, ενώ η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης χάθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στα ναζιστικά στρατόπεδα του Ολοκαυτώματος. Κι αν προχωρήσουμε λίγο ακόμα θα δούμε το εθνικιστικό – θρησκευτικό μίσος, με φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς τους χριστιανούς – κυρίως τους έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρασία και τον Πόντο, να εκδηλώνεται αδίσταχτο ακόμα και κατά των νεκρών (παρεμπιπτόντως αλλά ουσιωδώς και κατά της Ιστορίας της πόλης) με το ξήλωμα του οθωμανικού νεκροταφείου (σημερινή ΔΕΘ) στη δεκαετία του ’20 και το ξήλωμα του εβραϊκού νεκροταφείου (σημερινή πανεπιστημιούπολη ΑΠΘ) στη δεκαετία του’40. Αλλά ακόμα κι αυτές οι εκδηλώσεις ήταν «λίγες» αν συγκριθούν με την απάθεια (η λέξη ίσως είναι ανεπαρκής) της κυρίαρχης πια εθνικής και θρησκευτικής πλειοψηφίας της πόλης, όταν ολόκληρη η εβραϊκή κοινότητα στοιβαζόταν στα τραίνα με προορισμό την εξόντωσή της τα ναζιστικά στρατόπεδα.