Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Το Πέρασμα του Ερωδιού

http://www.facebook.com/pages/%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%A3%CF%8D%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CE%92%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%AC%CF%82/193599610757877http://www.facebook.com/pages/%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%A3%CF%8D%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CE%92%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%AC%CF%82/193599610757877 
Πολιτιστικός Σύλλογος Βαινιάς
  • «ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΔΙΟΥ» της ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΑΜΠΡΟΒΑΛΑΚΗ (ΚΥΡΒΑ)
    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗ

    ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑΚΗ ΑΙΘΟΥΣΑ «ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ»
     ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΙΕΡΑΠΕΤΡΑΣ
    «ΚΥΡΒΕΙΑ 2009»
    16 / 8 / 2009
     

    ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ: ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΙΚΑΛΟΥΔΑΚΗΣ, Αντιδήμαρχος και Πρόεδρος της Δ.Ε.Α.Π.Ι.
    ΟΜΙΛΗΤΕΣ
    ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΥΡΓΙΩΤΑΚΗΣ, Καθηγητής πρ. Αντιπρύτανης Κρήτης
    ΣΟΦΙΑ ΚΟΝΤΑΞΑΚΗ, Λογοτέχνης
    ΜΑΡΙΝΑ ΣΑΜΠΡΟΒΑΛΑΚΗ (ΚΥΡΒΑ), Ποιήτρια
    ΑΠΑΓΓΕΛΙΕΣ:
    ΚΑΛΛΙΟΠΗ (ΠΟΠΗ) ΔΑΣΚΑΛΑΚΗ, Λογοτέχνης
    ΣΟΦΙΑ ΚΟΝΤΑΞΑΚΗ, Λογοτέχνης

    «Το πέρασμα του Ερωδιού» (Κρητική διάλεκτος)
    ISBN: 978-960-98100-4-3, 17x24 cm, σελ. 543, 7.805 δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι, Εκδόσεις ΒΟΓΙΑΤΖΗ, Επιμέλεια κειμένων-ευρετηρίων Σοφία ΦΡΑΓΚΟΥΔΗ-ΒΟΓΙΑΤΖΗ, Νοέμβριος 2008
    http://www.ekdoseis-vogiatzi.gr/logotexnika.html
    http://www.ekdoseis-vogiatzi.gr/bookshtmls/erodios.html

    «Το πέρασμα του Ερωδιού» (Νεοελληνική γλώσσα)
    ISBN: 978-960-98100-5-0, 17x24 cm, σελ. 528, 7.807 δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι, Εκδόσεις ΒΟΓΙΑΤΖΗ, Νοέμβριος 2008,
    http://www.ekdoseis-vogiatzi.gr/logotexnika.html
    http://www.ekdoseis-vogiatzi.gr/bookshtmls/erodios2.html

    «Ξεφυλλίζοντας κανείς το νέο βιβλίο της «Κύρβα», -φιλολογικό ψευδώνυμο της Μαρίνας Σαμπροβαλάκη-- υπονοώντας την αρχαία ονομασία της πατρίδας της και «ενσαρκώνοντας» τη σημερινή Ιεράπετρα, για να χαράξει «ανεξίτηλα» με την πέννα της την «Κρητική ντοπιο-λαλιά» στις ψυχές και στις καρδιές των απανταχού της Γης Ελληνο-Κρητικών, «βιώνει» ολόκληρη τη ζωή της Κρήτης στο ιστορικό πέρασμά της.
    Η Κρήτη άλλωστε «είναι πλημμυρισμένη από ευωδιαστά λουλούδια, βοτάνια, χαμόκλαδα, χαμόδεντρα, δέντρα, κήπους, ξερόβραχους, ρουμάνια, κορφές, διάσελα, ποταμίδες, ρυάκια και άγρια φαράγγια», όπως γράφει στο βιβλίο του «Η Κρητική Ποίηση ώς το 1900» ο Παύλος Κερδαίος. Ο ίδιος πιστεύει ότι: «η τραγουδίστρα ψυχή της Κρήτης είναι αμέθυστος και διαμάντι αξεπέραστης λαμπρότητας, στο ελληνικό ποιητικό διάδημα των αιώνων».
    Η «Κύρβα» παρατηρεί και περιγράφει το «Πέρασμα του Ερωδιού». Γίνεται «κυνηγός» της παράδοσης που χάνεται. Χτυπά τα φτερά της στον αέρα και αιωρείται σε ετοιμότητα για το κοσμοπολίτικο πέρασμα σε αυτή τη ζωή αναζητώντας τις κορφές. Τραγούδι ή Μοιρολόϊ το ίδιο κάνει.
    Το «Πέρασμα του Ερωδιού» θα λέγαμε πως καίει σαν λιβάνι, κάνει σπονδή στο βωμό της Κρητικής ποίησης και την αναγεννά.
    Είναι μία ακόμα έκδοση επιμελημένη από τον Εκδοτικό Οίκο «ΒΟΓΙΑΤΖΗ», ο οποίος διατηρεί μέσα από τις εκδόσεις του το προνόμιο να ζωντανεύει παραδοσιακά κείμενα και να διασώζει αυθεντικά ιστορικά ντοκουμέντα».
    Σοφία Διγενή, Δημοσιογράφος



                                        -----------------------------------------------------------------

     http://kritikaepikaira.gr/%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%B9%CE%BF-%CE%BA%CF%81%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%AD%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CF%81%CF%89%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CF%8D/

    Βιβλιο-κρητικά: “Το πέρασμα του ερωδιού”

    Ένα νέο βιβλίο της Κύρβα (Φιλολογικό ψευδόνυμο της Μαρίνας Σαμπροβαλάκη, η αρχαϊκή ονομασία της Ιεράπετρας) με τίτλο “Το πέρασμα του ερωδιού”. Βιβλιοκριτική: Xαράλαμπος Δερμιτζάκης
    “Πολλοί γράφουν στην κρητική ντοπιολαλιά, αλλά συνήθως στιχουργήματα μικρής έκτασης, που φιλοξενούνται σε τοπικές εφημερίδες και περιοδικά. Αυτά που τυπώνονται σε βιβλία είναι ελάχιστα.
    Και σίγουρα όχι σε 227 σελίδες, όσες έχει το προηγούμενο έργο της Κύρβα (φιλολογικό ψευδώνυμο της Μαρίνας Σαμπροβαλάκη, η αρχαϊκή ονομασία της Ιεράπετρας) το «Ξεφύλλισμα ψυχής», και ακόμη πιο σίγουρα όχι σε 525 σελίδες, όσες έχει το επόμενο, «Το πέρασμα του ερωδιού».
    Μετά τον αείμνηστο Ανταίο, τον Κωστή Φραγκούλη με τα «Δίφορά» του, η Μαρίνα ελπίζουμε ότι είναι the latest, και όχι the last, η μέχρι στιγμής τελευταία δηλαδή, από τους κρητικούς που διακονούν την κρητική γλώσσα με ένα ιδιαίτερα συστηματικό τρόπο, σε πολυσέλιδα βιβλία.
    «Μα πιότερη τιμή τους πρέπει, όταν προβλέπουν, και πολλοί προβλέπουν», ότι η ποίηση θα πάρει καινούρια μονοπάτια, διαφορετικά από αυτά που πήραν ο Κορνάρος και ο Σολωμός, και όμως επιμένουν κρητικά.
    Ο Φραγκούλης είχε απόλυτη συνείδηση γι’ αυτό. «Αγάπη πού ’ρθει πάρωρα, σα μήλο δίφορό ’ναι, απού πομένει στα κλαδιά και τα πουλιά το τρώνε», γράφει σε έναν μεταφορικό δίστιχο που μπαίνει προμετωπίδα στα «Δίφορα», με απόλυτη συνείδηση ότι γράφει εκτός εποχής.
    Όπως και η Κύρβα. Όμως το δίφορό τους μήλο, τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, είτε τον ομοιοκατάληκτο της μαντινιάδας είτε τον ανομοιοκατάληκτο των ριζίτικων, δεν το τρώνε τα πουλιά.
    Εμείς οι κρητικοί τον απολαμβάνουμε. Και ας έχουμε απόλυτη επίγνωση ότι δεν θα μπουν τα έργα τους σε καμιά μακρά ή βραχεία λίστα των πανελλήνιων λογοτεχνικών διαγωνισμών. Έχουν μπει στη βραχεία λίστα της καρδιάς μας.
    Όμως γιατί μόνο στην καρδιά εμάς των κρητικών;
    Η Μαρίνα κάνει στο έργο της αυτό μια υπέρβαση. Εντάξει ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, όμως η γλώσσα;
    Η ντοπιολαλιά σιγά σιγά υποχωρεί μπροστά στην ισοπέδωση της πανελλήνιας δημοτικής, και η Μαρίνα μπορεί να μην έχει στο νου της την ελευθερία, όπως ο Σολωμός, αυτή την έχουμε κατακτήσει εδώ και 100 χρόνια (για εμάς τους κρητικούς μιλάω, και φέτος κλείνουν ακριβώς 100 χρόνια από την ένωση), έχει όμως τη γλώσσα.
    Έτσι επιμένει σε λέξεις που άκουγε μικρή, όπως κι εγώ άλλωστε, και που τώρα πια δεν θα τις ξανακούσεις στην Κρήτη. Λέει κανείς σήμερα «το κιντί», το ηλιοβασίλεμα; Ή το «βαστάι», το σπάγκο;
    Και η υπέρβαση δεν είναι το ότι δεν παραθέτει γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου, στο οποίο πρέπει να ανατρέχει κανείς κάθε στιγμή, πράγμα άβολο (εγώ σπάνια το κάνω), αλλά υποσημειώσεις με τη σημασία των άγνωστων κρητικών λέξεων στο κάτω μέρος της σελίδας-το κάνει εξάλλου και στο «Ξεφύλλισμα ψυχής».
    Η υπέρβαση είναι ότι ξαναγράφει το ποιητικό της πόνημα στο κοινό νεοελληνικό ιδίωμα. Θα μπορούσα να γράψω «μεταφράζει», όμως όταν την «μετάφραση» την κάνει ο ίδιος ο δημιουργός μπορούμε να μιλάμε για ένα ισάξιο έργο.
    Γιατί στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει αυτό που λέγεται για την ποίηση, ότι είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση. Αντίθετα, θα μπορούσε να συμβεί ό,τι συνέβη και με τη «μετάφραση» που έκανε ο Ναμπόκοφ της «Λολίτας» στη μητρική του γλώσσα, στα ρώσικα, που λέγεται ότι είναι καλύτερη από το αγγλικό πρωτότυπο κείμενο.
    Δεν πρόκειται για μεταφραστικό λοιπόν άθλο, αλλά για συγγραφικό. Ας παραθέσουμε όμως ένα δείγμα, αμέσως από την αρχή, από τον πρόλογο.
    Από το κρητικό ιδίωμα:
    «Κόκκινο βαστάι δεμένο, στη μια χέρα μπουρλιασμένο,
    φυλαχτό κι ενθύμιο αγάπης, φυλαχτό που θέλει ο Μάρτης
    αργοπχιαίνει η ανέμη, με το όργο τσης ζωσμένη,
    Μοιάζει πετάρας στο γυαλί, η σκέψη, μεθυσμένη.
    Όντες τση σάσει κάθεται και πάλι όντες τση σάσει
    την ανεξά τση σα δα βρει, όλα δα τα λογιάσει,
    Καλά, κακά, γλυκά, πικρά, ντρέτα δα λογαριάσει
    κι ανέ λαθέψει και ποθές… τα λάθη για τσ’ ανθρώπους!
    ασπριδερούς, μαυριδερούς, σ’ όπχιους κι αν είναι τόπους».
    Και στην κοινή νεοελληνική:
    «Κόκκινη κλωστή δεμένη, στο ένα χέρι περασμένη,
    φυλαχτό κι ενθύμιο αγάπης, φυλαχτό που θέλει ο Μάρτης.
    Αργοπάει η ανέμη με το νήμα στολισμένη,
    σαν πεταλούδα στο γυαλί, η σκέψη, μεθυσμένη.
    Σαν βολευτεί αναπαύεται κι αν την ξαναβολέψει,
    την ευκολία σαν θα βρει, θα μου νοικοκυρέψει,
    καλά, κακά, γλυκά, πικρά, σωστά θα λογαριάσει
    κι αν θα λαθέψει πουθενά… τα λάθη για ανθρώπους!
    Ασπριδερούς, μαυριδερούς, σ’ όποιους κι αν είναι τόπους».
    Εδώ αξίζει να αναφέρουμε μια έξυπνη επινόηση για την απόδοση της προφοράς. Η Μαρίνα δεν γράφει «όποιους» αλλά «όπχιους», αφού ανάμεσα στο «π» ακολουθούμενο από τον ήχο «ι» ακούγεται ένα «χ». Πιο πάνω επίσης διαβάζουμε «αργοπχιαίνει».
    Σε αντίθεση με τη θεματική του άλλου της ποιητικού έργου «Ξεφύλλισμα ψυχής», που ήταν η πρώτη αγάπη, εδώ δεν έχουμε ένα μόνο θέμα.
    Στην πραγματικότητα το έργο έχει τη μορφή μιας ποιητικής συλλογής, με τη διαφορά βέβαια ότι κάθε ποίημα είναι πολύστιχο, ή καλύτερα πολυσέλιδο, σε αντίθεση με τα ποιήματα σύγχρονων ποιητών που είναι συνήθως ποιήματα της μιας σελίδας.
    Στα 59 ποιήματα του βιβλίου αντιστοιχούν κατά μέσον όρο εννιά σελίδες στο καθένα. Όχι και λίγες. Και οι θεματικές που καλύπτει είναι διάφορες. Υπάρχουν ποιήματα για το χωριό της, τη Βαϊνιά της Ιεράπετρας, αλλά και για διάφορες άλλες περιοχές της Κρήτης.
    Οι αρχαιολογικοί χώροι όπως η Κνωσός και η αρχαία Ελεύθερνα δεν λείπουν, όπως και το Αρκάδι φυσικά, ορόσημο των κρητικών ξεσηκωμών. Μνήμες, επεισόδια και πρόσωπα από την παιδική της ηλικία κατέχουν επίσης μια σημαντική θέση.
    «Θαρρώ πως είναι Κυριακή, σκόλασμα λειτουργίας
    πως ανημένει ο Μπισκουής στη μέση της πλατείας.
    Σα να θωρώ το παστρικό καρότσι φορτωμένο,
    τα τζαμιλίκια του θαμπά, στσ’ αχνούς μέσα πνιμένο.
    Σάμαλη, τρίγωνα, κι α πεις για τα ζεστά μπουρέκια,
    διάλε τσ’ απολυμάρες τως, διάλε τως τα φελέκια,
    ήτονε σκέτος πειρασμός, ομπρός στην… αφραγκία,
    σαν υστεροαμάρτημα μετά τη λειτουργία». (σελ. 435).
    Σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα και θέματα όπως η παγκοσμιοποίηση την απασχολούν:
    «Μιλιούνε μελιστάλαχτα, μα δε μας εξηγούνε,
    παγκοσμιοποίηση σαν λεν , ήντα σκατά ’νογούνε» (σελ. 61).
    Τέλος έχουμε τα γεμάτα λυρισμό ποιήματά της για τα πάτρια εδάφη, με την ιπτάμενη πανίδα να την συγκινεί ιδιαίτερα: ο ερωδιός, το χελιδόνι, αλλά και η πέρδικα:
    «Στσι ρεματιές και στσι πηγές, καρτέρι στην ψυχή μου,
    στένανε οι πετροπέρδικες μην είμαι αμοναχή μου.
    Γυρίστρα η μνήμη πορπατεί, σε πράμα δε δειλιάζει,
    ανάργια-ανάργια σύρνεται ποτές δεν παγουδιάζει» (σελ. 81).
    Η αξία του «Περάσματος του ερωδιού» δεν βρίσκεται μόνο στη χρήση της κρητικής ντοπιολαλιάς ούτε στο ογκώδες του έργου, όπως και η αξία της «Οδύσσειας» του Καζαντζάκη δεν βρίσκεται στους 33.333 στίχους της.
    Ούτε και στη «δίγλωσση» απόδοσή του, παρόλο που συνιστά μια εξαιρετική πρωτοτυπία. Βρίσκεται και στη λογοτεχνικότητά του:  στην στιχουργική ικανότητα, στη λυρική ευαισθησία, στην τολμηρότητα της σκέψης. Το έργο αυτό είναι πραγματικά ένα έργο-μνημείο. “

    σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Νίκος Λυγερός

[Παλαιότερη ανάρτηση] Ο Ελληνας Νίκος Λυγερός: ένας από τους εξυπνότερους ανθρώπους στον πλανήτη


Ο δείκτης ΙQ του Νίκου Λυγερού είναι 189, σχεδόν διπλάσιος του μέσου ανθρώπου, τόσος που συναντάται μόνο σε 1 στα 80.000.000 άτομα! Η πολυπραγμοσύνη του καθηγητή Λυγερού κόβει την ανάσα. Ο 40χρονος σήμερα Βολιώτης ασχολήθηκε ερευνητικά με την άλγεβρα και τη θεωρία των αριθμών και ανακάλυψε και δημοσίευσε έναν νέο πρώτο αριθμό. Μεταξύ άλλων είναι καθηγητής μαθηματικών στη Λυών, όπου έζησε μετά τα 12 του χρόνια, είναι επισκέπτης καθηγητής στη Θράκη και στην Αθήνα, όπου διδάσκει φιλοσοφία των μαθηματικών, επιστημολογία, νευροεπιστήμες, βιοηθική και κυβερνητική. Έχει δημοσιεύσει περισσότερα από 3.600 άρθρα φιλοσοφίας, νοημοσύνης, εκπαίδευσης, μαθηματικών, φυσικής, μυθολογίας, θρησκείας, ιστορίας, αρχαιολογίας, κινηματογράφου, ζωγραφικής, μουσικής, πολιτικής, κοινωνιολογίας, στρατηγικής, μάνατζμεντ και οικονομίας. Είναι καθηγητής στη Σχολή Εθνικής Ασφάλειας και στην Αστυνομική Ακαδημία, καθώς και εξπέρ μεταφραστής-διερμηνέας στα γαλλικά δικαστήρια. Έχει εκδώσει λογοτεχνικά βιβλία και ποιητικές συλλογές, είναι ζωγράφος, ενώ γράφει και σκηνοθετεί θεατρικές παραστάσεις. Σημειώστε πως παίζει σκάκι από 2 ετών.Είναι λάτρης και μαχητής της Κύπρου, στην οποία κατέχει και τη θέση στρατηγικού συμβούλου.
σημ Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Ρωμαίος και Ιουλιέτα

Ρωμαίος και Ιουλιέταπηγή: εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ//ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ 3-4/4/04
Ρωμαίος και Ιουλιέτα
Ουίλιαμ Σαίξπηρ
Διασκευή Τζέμη Τασάκου
Εικονογράφηση Ευαγγελία Βασιλειάδου
Εκδόσεις Κέδρος
Με εκκίνηση την επιθυμία να κάνουν τα κείμενα του μεγάλου δραματουργού προσιτά σε παιδιά κάθε ηλικίας, ώστε να τα αγαπήσουν και αργότερα να τα αναζητήσουν στο πρωτότυπο, οι εκδόσεις κέδρος με τη συμβολή της Τζέμης Τασάκου διασκεύασαν και κυκλοφορούν το αριστούργημα του Σαίξπηρ, χωρίς απλώς να αφηγηθούν απλουστευτικά και συνοπτικά το μύθο του έργου αλλά με επιδίωξη να διατηρήσουν τη ζωντάνια και τη θεατρικότητά του και βάζοντας στο στόμα των ηρώων τα αυθεντικά λόγια του σαιξπηρικού κειμένου, διατυπωμένα , όμως, με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι εύληπτα από τα παιδιά.  Επιπλέον στην απόδοση επιλέχτηκε η έμμετρη γραφή για να προσιδιάζει στο ύφος του Σαίξπηρ αλλά και επειδή τα παιδιά αγαπούν τους ομοιοκατάληκτους στίχους, που τους διασκεδάζουν και τους αφομοιώνουν ευκολότερα. Ένα όμορφο βιβλίο φροντισμένο έως τις λεπτομέρειές του, φτιαγμένο με κέφι και γνώση.

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Παραμύθια της γής

Παραμύθια της γηςπηγή: εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ//ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ 3-4/4/04
Παραμύθια της Γής
Στέλλα Αρκάδη
Ιωλκός σελ. 123

΄Οταν ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο κάθισε και τον καμάρωσε
"Μπράβο μου, είπε, έκαμα ωραία δουλειά. Έφτιαξα περιβόλια,δάση, 
ποτάμια, βουνά, λίμνες, θάλασσες, ζώα, ψάρια, πουλιά! Χαρά Θεού να τα βλέπει και να τα χαίρεται όλα αυτά ο άνθρωπος! Ελπίζω να τα αγαπήσει, να τα σεβαστεί και να ζήσει χαρούμενος κι ευτυχισμένος"
Αλλά ο άνθρωπος δεν σεβάστηκε το ωραίο περιβόλι του Θεού.
Έκοψε τα δέντρα, έκαψε τα δάση, μόλυνε τις θάλασσες, τις λίμνες και τα ποτάμια, κυνήγησε και σκότωσε τα ζώα και τα πουλιά, έχτισε πολυκατοικίες κι έκλεισε μέσα τα παιδιά. Και τα παιδιά άρχισαν να κλαίνε και να νιώθουν δυστυχισμένα. Τότε ο Θεός είπε "Μέχρι να καταλάβει ο άνθρωπος τι έκανε στο περιβόλι του και να το ξαναφυτέψει , για να μή νιώθουν τα παιδιά δυστυχία, θα βάλω τις γιαγιάδες να τους λένε παραμύθια"

HANGOVER του Γιάννη Βοζίκη

http://www.onestory.gr/post/22212824874/hangover

_HANGOVER

του Γιάννη Βοζίκη *
.
Το κεφάλι του τον πονούσε απίστευτα. Ένας βαρύς πόνος πάνω από τα μάτια. Το στομάχι του το ένιωθε σαν άδεια χαρτοσακούλα που κάποιος είχε τσαλακώσει και την είχε πετάξει στο βρεγμένο δρόμο, δίπλα στο κουφάρι μιας γάτας που είχε χάσει την έβδομη ζωή της από τις ρόδες κάποιου αυτοκινήτου. Ή μάλλον και τις εφτά ζωές μαζί.
Ανακάθισε κάπως στο κρεβάτι του προσπαθώντας να συγκεντρωθεί στον χρόνο και τον τόπο του παρόντος, αλλά αυτό αποδείχτηκε δύσκολο. Ο αέρας μύριζε από το αλκοόλ που έφτυσαν οι πόροι του σώματος του. Σαν να τον τσίμπησε μύγα, πετάχτηκε κι έτρεξε στο μπάνιο. Αν ανέβαινες εκείνη την ώρα από την σκάλα, θα τον άκουγες να ξερνάει και να σκούζει σαν γουρούνι που πάνε για σφαγή, λες κι έβγαζε από μέσα του μαζί με τα εναπομείναντα σωματικά του υγρά κι όλο τον πόνο του σώματος και της ψυχής του.
Όταν ηρέμησε κάπως κι επέστρεψε στο κρεβάτι, πιο ελαφρύς τώρα αλλά και πιο κουρασμένος, κατάλαβε από τον θόρυβο που ακουγόταν έξω από τη λερωμένη του μπαλκονόπορτα, πως πρέπει να ήταν ήδη μεσημέρι, η ώρα που όλοι γύριζαν από τη δουλειά, για να βρουν ένα ζεστό πιάτο φαί να τους περιμένει, αχνιστό και όμορφο, να το κατασπαράξουν κι ύστερα να τους οδηγήσει στον ύπνο, για να σηκωθούν ξανά, πιο ξεκούραστοι και πιο απελπισμένοι για την απογευματινή βάρδια.
Αποφάσισε πως δεν θα τα κατάφερνε να ξανακοιμηθεί και σηκώθηκε ξανά, πήγε στην κουζίνα, βρήκε τις ζεστές μπίρες που κρατούσε για τέτοιες περιπτώσεις κάτω από το τραπέζι, άνοιξε μία και κατέβασε τρεις, τέσσερις, πέντε μεγάλες γουλιές. Αμέσως ένιωσε καλύτερα.
Με την συνείδηση της ύπαρξης του όμως πιο καθαρή, ήρθαν και τα πρώτα ερωτήματα. Αλήθεια, τι να είχε συμβεί χθες, κι επίσης πως στο διάολο είχε καταφέρει να γυρίσει σπίτι; 
Όσο πίεζε όμως τον εαυτό του να θυμηθεί, τόσο πιο δύσκολο του φαινόταν να προσδιορίσει τα γεγονότα της χθεσινής νύχτας. Επανέφερε στο μυαλό του τις αφηγήσεις των φίλων του, τα προηγούμενα πρωινά, που του περιέγραφαν τα νυχτερινά κατορθώματα του, όταν το αλκοόλ- όπως καλή ώρα σήμερα- τα είχε σβήσει από τη μνήμη του. Πάντα τον ξυπνούσε ο στριγκός ήχος του τηλεφώνου κι άκουγε έκπληκτος τα γεγονότα, χωρίς να πιστέψει πως ήταν ο ίδιος που έκανε κι έλεγε όσα του αφηγούνταν. Σήμερα όμως τίποτα. Είχε πάει ήδη μεσημέρι και το τηλέφωνο έμενε σιωπηλό, σαν νεκρό. 
Σήκωσε το ακουστικό για να βεβαιωθεί πως το τηλέφωνο λειτουργούσε. Το μακρόσυρτο ΜΠΙΙΙΙΠ, τον διαβεβαίωσε πως δεν ήταν χαλασμένο. Το έκλεισε και περίμενε. Τίποτα όμως, μια βαριά και δυσάρεστη σιωπή. Πάντα πίστευε πως θα ήταν καλύτερα αν δεν έπαιρναν όλοι αυτοί να τον κατσαδιάζουν και να του λένε χίλιες δυο ιστορίες για το πώς γελοιοποιούσε τον εαυτό του, ξερνώντας μέσα στον κόσμο ή πως πιανόταν στα χέρια με άσχετους περαστικούς ή πως την έπεφτε σε γκόμενες που γελούσαν μαζί του, αλλά σήμερα, σήμερα καταλάβαινε πως το να μην ξέρεις ήταν χειρότερο.
Ξανασήκωσε το ακουστικό. Πάλι τα ίδια, το μακρόσυρτο κι εκνευριστικό ΜΠΙΙΙΙΠ. Άρχισε να κόβει βόλτες πάνω κάτω στο δωμάτιο, πάνω κάτω στο σπίτι, πήρε και δεύτερη μπίρα, την ήπιε γρήγορα, πέταξε το μπουκάλι στον τοίχο κι εκείνο έγινε χίλια κομμάτια. Ένιωθε το σώμα του να τρέμει από τα νεύρα, το μυαλό του ακροπατούσε ξανά στην προηγούμενη του θολούρα, το στομάχι του τον ενοχλούσε ξανά. Ίσως να είχε κάνει κάτι πολύ άσχημο αυτή την φορά και κανείς δεν ήθελε να του το πει, ή ακόμη χειρότερα κανείς δεν ήθελε πια να του μιλάει γενικά, αλλά στο διάολο, τι να είχε κάνει;
Πάτησε τους αριθμούς βιαστικά, έκανε λάθος, έβρισε με όλη του τη λύσσα και ξαναπροσπάθησε. Καλούσε.
«Ναι;»
«Αριάδνη; Καλημέρα»
Περίμενε λίγο αλλά η Αριάδνη δεν είπε τίποτα.
«Ο Αργύρης είμαι»
Ξανά σιωπή.
«Να, ξέρεις τι; Δεν θυμάμαι τίποτα από χθες το βράδυ. Τι συνέβη;»
«Τίποτα δεν συνέβη»
«Αριάδνη δεν θυμάμαι τίποτα από χθες το βράδυ, δεν θυμάμαι απολύτως ΤΙΠΟΤΑ, δεν θυμάμαι τι συνέβη»
«Σου είπα, τίποτα δεν συνέβη. Κοίτα, πρέπει να κλείσω, πρέπει να φύγω κι έχω αργήσει, γεια»
Το τηλέφωνο έκλεισε απότομα αφήνοντας τον Αργύρη πιο μπερδεμένο. Γιατί δεν του έλεγαν τι είχε γίνει; Ό, τι και να ήταν, απέμεναν λίγα πράγματα που να ήταν χειρότερα απ’ όσα είχε ήδη κάνει.
Πάνω στον παραλογισμό του άνοιξε την τηλεόραση, που εκείνη την ώρα είχε τις μεσημεριανές ειδήσεις, περιμένοντας να ακούσει κάπου το όνομα του, κάπου να δει την φωτογραφία του και τον υπέρτιτλο να γράφει για κάποιο τρομερό έγκλημα που μέσα στο μεθύσι του την είχε διαγράψει τελείως από την μνήμη του. Τα ρεπορτάζ περνούσαν με τους ανασχηματισμούς της κυβέρνησης, τη μείωση των συντάξεων, τα «λουκέτα» στα καταστήματα, το μεγαλύτερο τυρόψωμο του κόσμου που φτιάξανε στη Βραζιλία, αλλά το όνομα του πουθενά, κανένα νέο για το προηγούμενο βράδυ, καμιά στυγερή δολοφονία, κανένας βιασμός ανηλίκου.
Με την μισή του προσοχή στραμμένη στην τηλεόραση, ξανασήκωσε το ακουστικό.
«Νίκο, ο Αργύρης είμαι. Τι συνέβη χθες το βράδυ;»
«Τίποτα δεν συνέβη»
«Γιατί δε μου λες τι συνέβη; Γιατί κανείς δε μου λέει τι συνέβη;»
«Αργύρη κοίτα, τίποτα δεν έγινε χθες το βράδυ, δεν έχω να σου πω τίποτα»
Ο Αργύρης έκλεισε το τηλέφωνο. Ένιωθε την απελπισία να κυλάει στο αίμα του. Οι ειδήσεις είχαν τελειώσει. Το όνομα του δεν είχε αναφερθεί πουθενά. Έπιασε τα μαλλιά του κι άρχισε να τα τραβάει, κλαίγοντας ταυτόχρονα, νιώθοντας τα νεύρα του τεντωμένα, σαν λεπτά και ξεφτισμένα σκοινιά που κρατάνε τα πανιά ενός πλοίου μέσα στην καταιγίδα, έτοιμα να σκιστούν και να κουλουριαστούν μίζερα σε μια γωνιά.
Έτρεξε στην πόρτα, βγήκε στο διάδρομο της πολυκατοικίας που μύριζε παρατηγανισμένο λάδι και σκόρδο, και προσπαθώντας να αποτρέψει την επιθυμία του κορμιού του να ξεράσει ξανά, χτύπησε το κουδούνι του διπλανού διαμερίσματος.
«Ναι;», ακούστηκε η φωνή της γριάς από μέσα.
«Κυρία Πελαγία, ο Αργύρης είμαι»
Η πόρτα άνοιξε διστακτικά και φάνηκε το ρυτιδιασμένο πρόσωπο της κυρίας Πελαγίας. Τον κοίταξε για λίγο, αλλά η πόρτα δεν άνοιξε περισσότερο, αν και τον ήξερε τον Αργύρη, τόσα χρόνια στον ίδιο όροφο, τους χώριζε ένας τοίχος. Ίσως πάλι ακριβώς αυτός να ήταν και ο λόγος.
«Ω, καλημέρα»
«Καλημέρα. Ακούστε, μήπως ξέρετε τι συνέβη χθες το βράδυ;»
«Τι συνέβη; Έγινε κάτι; Στην πολυκατοικία; Δεν ξέρω, δεν άκουσα τίποτα»
«Όχι, όχι… Θέλω να πω, χθες το βράδυ που γύρισα, μήπως ακούσατε κάτι, μήπως είδατε κάτι;»
«Όχι, δεν ξέρω… σαν τι να δω δηλαδή; Δεν ξέρω…»
Η φωνή της ακουγόταν απορημένη και τρομαγμένη.
Ο Αργύρης κατάλαβε πως ήταν αδύνατο να ξέρει κάτι, από πού κι ως που δηλαδή, ότι και να είχε συμβεί λογικά θα είχε συμβεί στο δρόμο, αλλιώς θα έπρεπε να υπήρχαν στοιχεία εδώ, στο διάδρομο, στο σπίτι του. 
Έμοιαζε πια εντελώς χαμένος. Τα μάτια του με τους μαύρους κύκλους και την ανησυχητική, και πλέον μόνιμη, κοκκινάδα τους, ήταν γουρλωμένα και τρομακτικά ακόμα και για τον ίδιο, αν τολμούσε να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη. 
Έτρεξε ξανά στο σπίτι κι έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Έψαξε κάτω από το κρεβάτι, πίσω από τις πόρτες, μπήκε στο μπάνιο και τράβηξε την κουρτίνα της μπανιέρας, ψάχνοντας κι αυτός δεν ήξερε τι, ίσως κάποιο πτώμα τυλιγμένο σ’ ένα σεντόνι ή –ακόμη χειρότερα- γυμνό και πεταμένο σε μιαν άκρη μέσα στα αίματα. Τίποτα όμως. Ήταν μόνος στο σπίτι.
Όσο περνούσε η ώρα, τόσο περισσότερο απελπιζόταν. Αν είχε τουλάχιστον κάποιο στοιχείο, από κάπου να ξεκινήσει, αλλά η μνήμη του σταματούσε την στιγμή που έβγαινε από το σπίτι, ήδη μεθυσμένος, και ξεκινούσε για να βρει τους υπόλοιπους.
Ένιωθε να πνίγεται, λες κι ο αέρας είχε τελειώσει, δυσκολευόταν στην αναπνοή, το κεφάλι του άρχισε να μυρμηγκιάζει. Το τηλέφωνο χτύπησε μ’ έναν λυτρωτικό ήχο και στη βιασύνη του να το σηκώσει, σκόνταψε πάνω στο τραπέζι κι έριξε το βάζο και κουτσαίνοντας τώρα, σήκωσε το ακουστικό.
«Ναι;»
«Αργύρη, ο Νίκος είμαι. Άκου, είμαι φίλος σου τόσα χρόνια. Αργύρη πρέπει να σταματήσεις το ποτό. Σε καταστρέφει ρε μαλάκα, δεν το καταλαβαίνεις;»
«Νίκο τι έγινε χθες το βράδυ;»
«Τίποτα δεν έγινε! Άκουσε με, πρέπει να σταματήσεις το ποτό!»
«Νίκο, πες μου, τι έγινε χθες το βράδυ; Πες μου Νίκο»
«Κοίτα Αργύρη, πρέπει να φύγω»
«Όχι Νίκο, πες μου! Πες μου γαμώ τη μάνα σου, πες μου!»
Ο Νίκος αναστέναξε κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Στο ντουλάπι, δίπλα από το ψυγείο, υπήρχε ένα μπουκάλι τζιν. Ο Αργύρης, έφτασε μέχρι εκεί τρεκλίζοντας, το άνοιξε και ήπιε το μισό μονορούφι. Όταν το τελείωσε, έτσι που έμεινε μόνο το άχαρο γυαλί με την ακόμη πιο άχαρη ετικέτα, το αλκοόλ που είχε μπερδευτεί πια με την απελπισία, έκανε τις κινήσεις του να μοιάζουν πια με τις κινήσεις ενός τρελού. Οι σκέψεις διαδέχονταν η μια την άλλη στο μυαλό του με ιλιγγιώδη ταχύτητα και μπλέκονταν μεταξύ τους κι έμοιαζαν τώρα με πλαδαρούς κι άσχημους γέρους που είχαν μπερδέψει τα χέρια, τα πόδια και τα πέη τους σ’ ένα αηδιαστικό όργιο.
Γιατί ήταν τόσο δύσκολο να του πει κάποιος τι είχε συμβεί, γιατί να μην περνάει περισσότερο φως μέσα από τα παντζούρια του, πως καταφέρνουν και αντέχουν τόση ασχήμια οι άνθρωποι και περπατάνε στο δρόμο νηφάλιοι, γιατί κανείς δεν του λέει τι είχε συμβεί, τι έπρεπε να κάνει τώρα, έπρεπε να μάθει, αλλά πως, γιατί είχαν τελειώσει τα τσιγάρα τώρα που τα χρειαζόταν, η μαλακισμένη η γριά ήξερε τι είχε συμβεί, ναι σίγουρα ήξερε τι είχε συμβεί, ήξερε και δεν του έλεγε, γιατί δεν του έλεγε, έπρεπε να κάνει κάτι γι’ αυτό, έπρεπε να κάνει κάτι γι’ αυτό, έπρεπε να κάνει κάτι γι’ αυτό, ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΤΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟ.
Έσπασε το μπουκάλι στον τοίχο κρατώντας το από το λαιμό και βγήκε ξανά στο διάδρομο με την παλάμη του μέσα στα αίματα.
«Ναι;», ακούστηκε ξανά η φωνή της γριάς.
«Ο Αργύρης είμαι, άνοιξε!»
«Αργύρη, φύγε, δεν μπορώ τώρα, φύγε»
«Άνοιξε γαμώ το σπίτι σου κωλόγρια, άνοιξε!
Η κυρία Πελαγία, ίσως από λύπηση ακούγοντας τον έτσι απελπισμένο ή ίσως πάλι από βλακεία, άνοιξε την πόρτα ίσα- ίσα έτσι που να φαίνεται μόνο το μισό της πρόσωπο.
«Τι έγινε Αργ…;», πήγε να πει αλλά πριν προλάβει να τελειώσει την φράση της, ο Αργύρης έσπρωξε με δύναμη την πόρτα, έτσι που έριξε τη γριά στο πάτωμα. 
«Αργύρη, τι συμβαίνει; Βοήθεια!»
Ο Αργύρης κατέβασε το σπασμένο μπουκάλι μια, δυο, τρεις φορές πάνω στην ξαπλωμένη γριά και την έκοψε στο πρόσωπο, ακριβώς στο δεξί της μάτι που τον κοιτούσε από τη μισάνοιχτη πόρτα, και την έκοψε στο στομάχι και την έκοψε πάνω από το γόνατο και τα αίματα άρχισαν να τρέχουν πάνω στον μουσαμά και ήταν τόσο το αίμα που του έβρεξε τα παπούτσια κι άρχισε να βγαίνει στο διάδρομο κι όσο ο Αργύρης συνέχιζε τα κοψίματα, εκείνο γέμισε και το διάδρομο κι άρχισε να τρέχει στον κάτω όροφο και να μπερδεύεται η μυρωδιά του με το παρατηγανισμένο λάδι και το σκόρδο.
Όταν κουράστηκε πια, σταμάτησε κι έμεινε λαχανιασμένος πάνω από αυτό που κάποτε ήταν η κυρία Πελαγία, η άσχημη γριά, που πάντα κοιτούσε από το ματάκι της πόρτας όταν εκείνος γύριζε μεθυσμένος τα βράδια στο σπίτι, μόνο και μόνο για να τον κατηγορεί το πρωί στις φίλες της, τις άλλες άσχημες γριές που μαζεύονταν στο θλιβερό, μικρό της διαμέρισμα, το γεμάτο από τα άσπρα κεντημένα προσεκτικά σεμεδάκια και τη μυρωδιά από την άθλια μαγειρική της.
Κι ο Αργύρης γύρισε στο σπίτι και γέμισε ματωμένες πατημασιές τα πλακάκια, έχοντας κάνει για πρώτη φορά κάτι στη ζωή του. Δεν είχε μάθει τι συνέβη το προηγούμενο βραδύ, αλλά- μα την αλήθεια- ένιωθε πολύ καλύτερα. Πολύ, πολύ καλύτερα. 
.
Ο Γιάννης Βοζίκης έχει γεννηθεί στη Δράμα το 1990. Σπούδασε μερικά χρόνια στο τμήμα κινηματογράφου της Σχολής καλών Τεχνών του ΑΠΘ, αλλά τα παράτησε, αποφασίζοντας να γυρίσει και να ζήσει στο χωριό του. Γράφει από τα εφηβικά του χρόνια και διατηρεί ένα ιστολόγιο (www.fuckinggently.blogspot.com) όπου μοιράζεται ελεύθερα τα κείμενα του
[ facebook ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω


Χίμαιρα του Χριστόφορου Παυλίδη

http://www.onestory.gr/post/22277988687

_ΧΙΜΑΙΡΑ

του Χριστόφορου Παυλίδη *
.
Ήταν μια νύχτα ασυνήθιστη η αποψινή, που σ’ έπνιγε με την ανυπόφορη σιωπή της. 
Τα πλατιά φύλλα στα κλαδιά των δέντρων, είχαν κρεμάσει, όπως τα ξέπνοα πανιά των πλοίων στην απόλυτη νηνεμία του πελάγους. 
Ήταν καταλυτική η πνιγερή ζέστη της μέρας, που συνέχιζε να κάνει έντονη την πα-ρουσία της, παρόλο το προχώρημα του σκοταδιού.
Ο ύπνος καταντούσε βασανιστικός με τέτοιο καμίνι και ύστερα από πολλές, απελπι-σμένες προσπάθειες, βρέθηκα ανακαθισμένος στο άβολο κρεβάτι μου, μουσκεμένος στον ιδρώτα. 
Μα, πριν καλά-καλά τα μάτια μου συνηθίσουν στο λιγοστό φως, που έστελνε το αι-μάτινο φεγγάρι μέσα από το στενό άνοιγμα της βελουδένιας κουρτίνας, μια κραυγή γεμά-τη τρόμο ξεπήδησε από την πανιασμένη σχισμή των χειλιών μου.
Γιατί, στη βικτοριανή πολυθρόνα, απέναντί μου, ήταν, απλόχωρα θρονιασμένη, μια σκοτεινή, ανθρώπινη φιγούρα! 
Παραλυμένος, με το σώμα βαριά καρφωμένο στο στρώμα και με μάτια ορθάνοιχτα από φρίκη, την είδα ν’ ανασηκώνεται αργά και να με πλησιάζει, δίχως κανένας τριγμός να προδίδει το βάδισμα της. 
Αφού με πλησίασε, άπλωσε το λεπτό της χέρι που ‘μοιαζε καμωμένο από φίνα πορ-σελάνη και με μια κίνηση, αργή σαν την αιωνιότητα, άγγιξε το ιδρωμένο μου μέτωπο, βγάζοντας ένα αχνό ψίθυρο μέσ’ απ’ τα χείλη. Κάτι σαν: «Χίμαιρα!» 
Με τον ίδιο απρόσμενο τρόπο, που είχε παρουσιαστεί, χάθηκε, σαν ποτέ να μην είχε υπάρξει!
Η μέρα που ακολούθησε, ύστερα από ένα εφιαλτικό λήθαργο, με βρήκε ν’ αναλογίζο-μαι έντρομος το φοβερό συμβάν, δίχως να μπορώ να βάλω κάποια τάξη στον ειρμό των λογισμών μου.
Οι νύχτες που ήρθαν μου χάρισαν τις συγκλονιστικότερες εμπειρίες, που ήταν σε θέση ν’ αναπλάσει και να ζήσει ολοζώντανα, η ανθρώπινη φαντασία. 
Πρώτα απ’ όλα, ήρθε η αποκάλυψη του προσώπου της, ίδια μαρμάρινη ομορφιά των Αρχαίων Ελληνικών αγαλμάτων.
Ύστερα, μ’ ένα απαλό άγγιγμα των ψυχρών χεριών της, με ταξίδεψε σε τόπους που μόνο οι ψυχές των νεκρών είχαν το προνόμιο να γνωρίζουν. Και είδα -μέσα από α-νακατεμένα ανθρώπινα σώματα- μυριάδες χέρια ν’ αναδεύονται και να υψώνονται ικε-τευτικά προς το άναστρο χάος του μουντού ουρανού. Είδα πρόσωπα -μάσκες πόνου- να μορφάζουν, βγάζοντας οιμωγές γεμάτες απελπισία μέσα στο αιώνιο χωνευτή-ρι, όπου καταδικάστηκαν να ζουν, τιμωρημένα από τα κρίματα της επίγειας ζωής τους. Και τέλος, είδα τους τόπους, που ήταν αναπαυτήρια των μακάριων ανθρώπων. Απέ-ραντους λειμώνες, ονειρότοπους ήρεμης και γαλήνιας ζωής. 
Και μου έγινε βίωμα ο ερχομός της νύχτας, αφού προμηνούσε το δικό της, περίποθο ερχομό, για να μυήσει την ψυχή μου, που πρόσμενε ολάνοιχτη, σε μυστήρια άγνωστων κόσμων. Στο πέρασμα του χρό-νου, ήρθαν δύσκολες νύχτες, χωρίς το συντρόφεμα της αιθέριας της παρουσίας. 
Και μέσα στη φριχτή μοναξιά, οι στεναγμοί της έρμης ψυχής μου αντηχούσαν στην υγρή ησυχία των βάλτων: 
«Ώ, Χίμαιρα! Ώ, άπιαστο όνειρο, παρήγορο στόλισμα των φτωχών λογισμών μου! Έλα ξανά να με πάρεις συντροφιά σου -ξέπνοο άγαλμα- στου δικού σου κόσμου το άϋλο βασίλειο».
Στο άκουσμα των λόγων μου, τα στοιχειά της φύσης θέριεψαν και -μέσα στις λάμψεις των αστραπών- το στερέωμα τ’ ουρανού σχίστηκε, για ν’ αποκαλυφθεί η περίλαμπρη πα-ρουσία ΤΗΣ.
Μόνο, που ήταν δαίμονας τούτο το πλάσμα, με θριαμβικό σαρκασμό, τυπωμένο στο πρόσωπο. 
Ούρλιαξα υστερικά, από πόνο κι’ απόγνωση, σκουντουφλώντας στις άγριες επιφάνειες των τοίχων. 
Αλλά είναι μάταιες οι ανθρώπινες προσπάθειες, ενάντια στις αόρατες δυνάμεις των Στοιχειών και το σώμα μου κατέρρευσε…
Οι αδύνατες αχτίδες που πέρασε το φως της μέρας από το άνοιγμα της βελουδένιας κουρτίνας, με βρήκαν ανθρώπινο ερείπιο να ψιθυρίζω με πονεμένη φωνή: «Χίμαιρα. Άχ Χίμαιρα!»
.
Ο Χριστόφορος Παυλίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Έχει συγγράψει 6 μυθιστορήμα-τα –νουβέλες και 30 διηγήματα. Το ύφος της γραφής του Χριστόφορου Παυλίδη κινείται στα πεδία του Φανταστικού, του Αστυνομικού Θρίλερ και του Παράδοξου. Εξέδωσε τη σειρά διηγημάτων με τίτλο «Ντεβά», εκδόσεις «Νέα Ακρόπολη» και τη νουβέλα «Μη ζωντανεύεις πεθαμένους θρύλους» από τις εκδόσεις «Άγνωστο».

Το Λάθος του Dealer του Μητσάκου Ζαφ

http://www.onestory.gr/post/23307360094/dealer

_ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ DEALER

του Μητσάκου Ζαφ *
.
Τόσα χρόνια στη πιάτσα, άλλο τέτοιο βαποράκι δεν έτυχε και δεν πέρασαν λίγα από τα χέρια μου. 
Έμπαινε στο ευρύχωρο διαμέρισμα -που κράταγα τότε στο Χαλάνδρι- και αφού έκανε τη φτιάξη του, έβγαζε από τη καμπαρντίνα -καλό ύφασμα ομολογώ, πεντάρι- ένα αντίτυπο αυτού του Ζαρατούστρα και διάβαζε φωναχτά μερικά αποσπάσματα με το δάχτυλο υψωμένο.
Θυμάμαι ακόμα το καλοκαίρι του 1988. 
Η αγορά είχε απότομο άνοιγμα. Κάθε πρωί εκείνη την εποχή ο Λιγνός ήταν παρών. Αυτός και κάτι τετράπαχες μύγες που τον ακολουθούσαν συνέχεια. Φραπέ με κουταλάκι και αραχτός στο καναπέ. Μετά, μόλις γινότανε, άρχιζε την ανάγνωση γελαστός και ευτυχισμένος.
Έπαιζα μπιλιάρδο στο σαλόνι και το αυτί γύρναγε αυτόνομα στο μέρος του.
Δεν ήταν κακό παιδί, αλλά είχε σαλτάρει από τότε που -όπως είχε πει- οι εξωγήινοι απαγάγανε τον πατέρα μιας φίλης του. 
Μετά από κανένα μισάωρο ξανάβαζε το βιβλίο στην εσωτερική τσέπη της ιδρωμένης καμπαρντίνας και αφού έκανε τη διανομή, γύρναγε στους γονιούς του για να ακούσει metallica.
Τελικά ο Λιγνός την έκανε κάποια στιγμή από ανακοπή. 
Το έμαθα δυο μήνες μετά από έναν του σιναφιού που τον ήξερε. Έτσι έσπασα για μία και μοναδική φορά έναν βασικό κανόνα της δουλειάς: 
Στενοχωρήθηκα.
.
Ο Μητσάκος Ζαφ γεννήθηκε το απόμακρο καλοκαίρι του 1973 και σπούδασε με μεγάλη αποτυχία Δημοσιογραφία και Πληροφορική. Βγάζει τα προς το τζην μέσα στα όρια της Κυριαρχίας των Άλλων και ελπίζει μεγαλώνοντας να εξελιχθεί σε κοινωνικό παράσιτο. Γράφει υπηρετώντας την ματαιοδοξία του και δημοσιεύει στο blog: http://dimzaf.wordpress.com. Τα υπόλοιπα εκεί
[ facebook ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

ΑΨΕΝΤΙ της Μικέλας Φερούση

http://www.onestory.gr/post/23253875885

_ΑΨΕΝΤΙ

της Μικέλας Φερούση *
.
«Μην το φοβάστε» τούς παρότρυνε ο Τουλούζ, «είναι η έμπνευσή σας κρυμμένη σ’ ένα μικρό πράσινο νεραϊδάκι…!»
Οι συνδαιτημόνες, σχεδόν κουφοί στο μέσο της βραδιάς από τη μουσική και τις ιαχές των εύπορων θαμώνων του Moulin Rouge, κοίταζαν με δέος αλλά και απορία το ποτήρι με το πράσινο υγρό. Για λίγα λεπτά έμειναν –υπνωτισμένοι λες και ήταν- να κοιτάζουν μια το ποτήρι και μια τον Τουλούζ. 
«Εγώ πάντως δεν έπαθα τίποτα! Φίλοι μου, βρισκόμαστε εν μέσω της μποέμικης επανάστασης που τόσο καιρό περιμέναμε. Όχι, δεν είμαι φανατισμένος, αλλά σας διαβεβαιώ πως, αν θέλετε να φροντίσετε για την υστεροφημία σας, πρέπει να το δοκιμάσετε!»
Ο Ρεμπό, παρόλο που ήταν ανοικτός σε νέες εμπειρίες,ομοφυλόφιλος και αναρχικός γαρ, εκείνο το βράδυ δίστασε. Ίσως να έφταιγε η προχωρημένη του ηλικία, ίσως και να μην ήταν αποφασισμένος να ρισκάρει για άλλη μια φορά…
Δεν ήταν μόνος του, άλλωστε. Μαζί του εκείνο το βράδυ ήταν και ο καλός του φίλος Βερλαίν, με τον οποίο είχαν μόλις επιστρέψει από τη σύντομη διαμονή τους στην Αγγλία. Ο Τουλούζ δεν επέμεινε, εφόσον παρατήρησε το Βερλαίν να κάνει ένα νεύμα στο Ρεμπό, ουσιαστικά απαγορεύοντάς του να πιει αυτό το πράγμα. Την πρώτη φορά που το είχε δοκιμάσει, το 1873, είχε φτάσει σε σημείο να τον χτυπήσει! Δεν ήθελε να το ξαναζήσει αυτό και ο ίδιος ο Αρθούρος δεν ήθελε να διακινδυνεύσει για άλλη μια φορά τη σχέση τους. 
Αφού συννενοήθηκαν με το βλέμμα, σηκώθηκαν νωχελικά από το τραπέζι και αποχώρησαν ευχαριστώντας τον Τουλούζ για τη βραδιά που τους προσέφερε.
Τώρα δεν είχαν απομείνει στο αριστοκρατικό τραπέζι παρά ο οικοδεσπότης και ο Ουάιλντ. 
«Από τότε που ο βλάκας ο Βαν Γκογκ έκοψε το αυτί του, έχουμε μπει όλοι σε μπελάδες» είπε ο Τουλούζ προσπαθώντας να κρατήσει στο τραπέζι τον τελευταίο εναπομείναντα καλεσμένο του.
«Βρήκαν αφορμή οι συντηρητικοί να απαγορεύσουν την κυκλοφορία κι έτσι αναγκάζομαι πλέον να το κουβαλάω μες το μπαστούνι μου. Αλλά όλοι ξέρουν κατά βάθος πως ο Βαν Γκογκ ήταν γενικά αλκοολικός, όπως κι εγώ, όπως κι εσύ φίλε μου.Δεν είναι τίποτε άλλο από μια ύπουλη επίθεση στο μποεμισμό. Κάποτε θα αποκαλυφθεί η πλάνη, πίστεψέ με…»
Ο Όσκαρ, τον κοίταξε με φιλική ειρωνία και έσυρε το ποτήρι προς το μέρος του. 
«Περίμενε, όχι έτσι!» αναφώνησε ο οικοδεσπότης. Έβγαλε από την τσέπη του κύβους ζάχαρης φυλαγμένους μέσα στο μαντήλι του και παρακάλεσε τη σερβιτόρα να του φέρει ένα κουταλάκι και κρύο νερό. Της υποσχέθηκε πως αν τα φέρει γρήγορα, θα της αφιέρωνε ένα πίνακα δικό του. Η σερβιτόρα, ζαλισμένη από την πιθανότητα να γίνει μοντέλο για ζωγράφο, επέστρεψε σε δευτερόλεπτα κρατώντας δύο κουτάλια –σε περίπτωση που της έπεφτε το ένα στο δρόμο- και μια μεγάλη κανάτα νερό.
«Θα σου δείξω, έχει κι αυτό την τελετουργία του…»
Ο Ουάιλντ παρέμενε καθισμένος και περίμενε καρτερικά να τελειώσει η προετοιμασία. Ο Τουλούζ σταθεροποίησε το κουταλάκι στα χείλη του ποτηριού και εναπόθεσε πάνω του έναν κύβο ζάχαρης. Έπειτα, έπιασε την κανάτα με το νερό και αργά-αργά διαπότισε τον κύβο, ώσπου η ζάχαρη να λιώσει, πέφτοντας μέσα στην πρώτη ύλη, ώστε να ενοποιηθεί πλήρως το μείγμα.
Ο Όσκαρ δεν τρόμαξε από το απόκοσμο χρώμα του ποτού. Ενώ αρχικά ήταν ένα πράσινο που δε μπορούσε να παρομοιάσει με τίποτα γνωστό στον κόσμο, τώρα είχε αρχίσει να γίνεται σα μέντα του πάγου. Κάπως έτσι φανταζόταν και τη γεύση του, και ήταν πέρα για πέρα λάθος.
«Φίλε μου, έχω την τιμή να σε καλωσορίσω στην κάστα των μποέμ, των ανθρώπων που με τις ιδέες τους θα αλλάξουν τον κόσμο! Για τη μύησή σου δε χρειάζεται τίποτα άλλο, εκτός από μια γουλιά αυτού του επίγειου θαύματος. Εύχομαι η πράσινη νεράιδα να σε ευλογεί και να κατευθύνει σωστά τους καλλιτεχνικούς σου δρόμους!»
Γέλασε, ως συνήθως, με σιγουριά για τον εαυτό του και έφερε το χείλος του ποτηριού κάτω από τη μύτη του. Τί περίεργο! Αυτό το υγρό με το τόσο έντονο χρώμα είχε και μια περίεργη μυρωδιά. Η όσφρηση τον είχε αφήσει τυφλό μπροστά σε αυτό που προσπαθούσε να καταλάβει με τη λογική. 
«Εμπρός, άσπρο πάτο!» προέτρεψε ο Τουλούζ με αδημονία.
Το κοίταξε για λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Έπιασε το ποτήρι γερά και το ήπιε με σταθερό και γρήγορο ρυθμό, ακριβώς όπως έπρεπε. 
«Και τώρα;» αναρωτήθηκε καθώς δεν ένιωθε καμία επήρρεια διαφορετική από αυτή ενός κοινού αλκοολούχου σκευάσματος.
«Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Για να νιώσεις το θαύμα, πρέπει να πιεις πολύ… έχεις πρόβλημα με αυτό;;» κάγχασε ο Τουλούζ.
«Πρωτάρηδες είμαστε;» απάντησε ο καλεσμένος κι έπιασε το ποτήρι για να ετοιμάσει πλέον μόνος του το θαυματουργό μείγμα.
Ο Τουλούζ τον παρατηρούσε με εμφανή θαυμασμό για το πόσο γρήγορα αφομοίωσε τη συνταγή αλλά και το ρυθμό με τον οποίο έσταζε το νερό πάνω από τη ζάχαρη. Έμοιαζε με μαθητευόμενο μάγο, έναν άριστο μαθητή, άξιο συνεχιστή της μποέμ κουλτούρας που η εποχή επέβαλε.
Η πόση συνεχίστηκε με φρενήρη ρυθμό έως το ξημέρωμα. Οι μουσικές σώπασαν, οι χορεύτριες εξαφανίστηκαν αφού είχαν επισκεφθεί το τραπέζι με τον λατρεμένο τους Τουλούζ  για να του δώσουν ένα τελευταίο φιλί και οι δυο συνδαιτημόνες ετοιμάστηκαν για αποχώρηση.
«Θες να σε πάω ως το διαμέρισμά σου;» ρώτησε ο Τουλούζ τον Όσκαρ.
«Όχι φίλε μου, σ’ ευχαριστώ πολύ αλλά νομίζω πως θα τα καταφέρω μια χαρά. Άλλωστε, δεν είμαι μόνος. Θα έχω παρέα μου και την πράσινη νεραιδούλα..!»
«Να προσέχεις. Σ’ευχαριστώ που ήσουν εδώ απόψε. Je te remercie, bonsoir.»
«Παρομοίως. Πες μου όμως κάτι. Τώρα που θα πάω σπίτι κι όλοι οι θόρυβοι θα έχουν εξαφανιστεί, τώρα που θα έχω συνείδηση, τί πρέπει να περιμένω;» ρώτησε καχύποπτα σχεδόν ο Όσκαρ.
«Συνείδηση; Αχ φίλε μου, με διασκεδάζεις όσο κανείς άλλος! Η μόνη συνείδηση που θα έχεις, είναι η έμπνευσή σου. Μην την αφήσεις να χαθεί. Και να θυμάσαι πάντα, το αψέντι σου δεν είναι το ναρκωτικό σου, αλλά η μούσα σου. Κοίτα να την εκμεταλλευτείς δεόντως!!»
«Θα το έχω υπ’ όψιν! Σ’ευχαριστώ και πάλι!»
Ο Όσκαρ φόρεσε τη μπέρτα του και βημάτισε ως την έξοδο του Moulin Rouge. Περιέργως, ένιωθε νηφάλιος, ούτε το βήμα του μπέρδευε, ούτε και την ομιλία του. Ζήτησε από τον πορτιέρη του μαγαζιού (Bienvenueur τον φώναζαν χαϊδευτικά, παραλλάσοντας τη φράση με την οποία καλωσόριζε τους ξενύχτηδες ) να του σταματήσει ένα ταξί. 
Μπήκε μέσα στο γυαλισμένο όχημα που πιο πολύ έμοιαζε με κάρο εξοπλισμένο με μηχανή στο κάτω μέρος της καρότσας, παρά με όχημα κανονικό. Ψιθύρισε στον οδηγό την οδό κατεύθυνσης και άφησε την πλάτη του να ξεκουραστεί στη μαλακή πλάτη του καθίσματος. Εξακολουθούσε να τα βλέπει όλα πεντακάθαρα, καμία ζαλάδα, καμία παρενέργεια. Για λίγο, αναρωτήθηκε μήπως ο Τουλούζ του είχε στήσει απόψε άλλη μια χοντρή πλάκα, απ’ αυτές που ο ίδιος συνήθιζε να κάνει στους άλλους.
Σχεδόν δεν κατάλαβε πότε έφτασαν. Κατέβηκε από το κάρο, πλήρωσε τον οδηγό 5 ολόκληρα φράγκα και περπάτησε προς την είσοδο. Είχε ήδη ανατείλλει ο γαλλικός ήλιος όταν καλημέρισε το θυρωρό. Ανέβηκε τα σκαλιά μέχρι το δεύτερο πάτωμα και μπήκε σπίτι.
Οι αχτίδες του ήλιου είχαν αιχμαλωτίσει όλο το ανατολικό μέρος του σπιτιού. Πήρε την αντίθετη κατεύθυνση και μπαίνοντάς στο υπνοδωμάτιο, πέταξε τη μπέρτα του στο πάτωμα. Κάθισε στο γραφείο του κοιτάζοντας τον τοίχο, προσπαθώντας να καταλάβει τί συνέβαινε. 
Η αλήθεια είναι πως δεν έβλεπε πουθενά την πράσινη νεράιδα, αλλά αυτό ίσως ήταν το μόνο που δεν έβλεπε. Γιατί αντί για τον τοίχο, εκείνος έμπαινε σ’ ένα δάσος, κι έπειτα στο πατρικό του όταν ήταν παιδί και μετά συναντιόταν με φίλους του που δε ζούσαν πια. Κι όλα αυτά μέσα σ’ έναν κυκεώνα εικόνων, κι όμως τόσο καθαρά!
Όχι, τον έλεγχο δεν τον είχε, αλλά μιας και ήταν μόνος και μέσα στο σπίτι του, αποφάσισε να αφεθεί. Άλλωστε, δε θα μπορούσε να συμβεί κάτι άσχημο…
Όταν οι φίλοι και τα δάση εξαφανίστηκαν, το μόνο που απέμεινε στο πλάνο ήταν ένα άγαλμα. Ένα άγαλμα ενός άντρα ψηλού και όμορφου, με λαμπερή στολή και γύρω του παιδιά να το θαυμάζουν.
Ο Όσκαρ άρχισε να καταλαβαίνει τώρα τί εννοούσε ο Τουλούζ. Δεν είχε παραισθήσεις, γι’ αυτό ήταν σίγουρος. Είχε έναν ολόκληρο κόσμο που ζούσε μπροστά στα μάτια του κι ανάσαινε ανάλογα με τις δικές του επιταγές.
Δεν έχασε χρόνο. Έβγαλε απ’το μικρό μπαουλάκι λευκές κόλλες, έκανε μια στοίβα δίπλα του κι έβαλε την πρώτη στη γραφομηχανή. Πήρε βαθειά ανάσα κι άρχισε να πατάει τα πλήκτρα χωρίς εμφανή ρυθμό, αλλά με μια σιγουριά που ποτέ πριν δεν είχε. 
«Ψηλά πάνω απ’ την πόλη, σε μια μεγάλη κολώνα, ορθώνεται το άγαλμα του ευτυχισμένου πρίγκηπα. Όλο το άγαλμα είναι σκεπασμένο με λεπτά φύλλα από υπέροχο καθαρό χρυσάφι, που λάμπουν και αστράφτουν σαν πορφυρένια λέπια.»
Ήταν μόλις η πρώτη παράγραφος αλλά ήδη τα δάχτυλά του δεν τα ένιωθε. Έγραφε απλά ό,τι έβλεπε μπροστά του και δεν πληκτρολογούσε εκείνος, αλλά κάποια άλλη δύναμη που είχε μπει μέσα στο μυαλό του και κινούσε τα δάχτυλα σα μικρές μαριονέτες. Συνέχιζε ακατάπαυστα παρόλο που είχε ιδρώσει, παρόλο που ο ήλιος είχε ανέβει στο κανονικό του ύψος –μόνο που δεν τον τύφλωνε, αλλά φώτιζε τις εικόνες του- συνέχιζε χωρίς να σκέφτεται τίποτε άλλο παρά μόνο τις φιγούρες των παιδιών και του χελιδονιού, του πρίγκηπα και της σουσουράδας, χωρίς να αντιλαμβάνεται την κατάληξη ή έστω τη χρησιμότητα.
Παρ’ όλ’ αυτά, συνέχισε. Τροφοδοτούσε τη γραφομηχανή με κόλλες και για πρώτη του φορά, δεν πέταξε καμία. Όλη του η ιστορία εκτυλισσόταν μονομιάς, δίχως εκείνος να διστάζει, δίχως να αλλάξει γνώμη για κάποιο κομμάτι, δίχως να θέλει να διορθώσει το παραμικρό από αυτά που έγραφε.
Ώσπου ένιωσε έπειτα από ώρες πως έφτασε επιτέλους στο τέλος:
«Πέτυχες απόλυτα στην επιλογή σου», είπε ο Θεός, «διότι μέσα στον κήπο μου, στον Παράδεισο, αυτό το μικρό πουλί θα τραγουδάει αιώνια, και μέσα στη χρυσαφένια πολιτεία μου ο Ευτυχισμένος Πρίγκηπας πάντα θα με δοξάζει.»
Δεν έμενε παρά ο τίτλος. Ούτε καν γι’ αυτό δε χρειάστηκε να παιδευτεί. Έβαλε ξανά την πρώτη κόλλα στη γραφομηχανή και τη σταθεροποίησε στο κενό που είχε αφήσει για να μπει ο τίτλος.
«Ο Ευτυχισμένος Πρίγκηπας»
Έβγαλε την κόλλα, τις τοποθέτησε όλες στη σειρά και ετοιμάστηκε να πέσει για ύπνο. Αν και δε συνέβη μέχρι τώρα, ήταν σίγουρος πως απόψε στα όνειρά του θα έβλεπε μόνο «πράσινες νεράιδες»….
.
**Οι πρωταγωνιστές δεν είναι άλλοι από τους: Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, Βίνσεντ Βαν Γκογκ, Αρθούρο Ρεμπώ, Πωλ Βερλαίν οι οποίοι ήταν γνωστοί θαυμαστές και πότες του αψέντι (eng.absinthe).
***Τα δύο βίαια περιστατικά που περιγράφονται αφορούν στις φήμες ότι ο Βαν Γκογκ έκοψε το αυτί του υπό την επήρρεια του αψέντι κι ότι το 1873 ο Βερλαίν, επίσης υπό την ίδια επήρρεια, τραυμάτισε το Ρεμπώ και καταδικάστηκε με φυλάκιση γι’ αυτή την πράξη.
****Το έργο που φέρεται να γράφει στο διήγημα ο Όσκαρ Ουάιλντ δεν είναι άλλο από τον «Ευτυχισμένο Πρίγκηπα» που δημοσιεύτηκε το 1888.
.
Η Μικέλα Φερούση γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Γαλλικής γλώσσας και φιλολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.  Έχει λάβει μέρος σε διημερίδες του Ευρωκοινοβουλίου Νέων με θεματική τα Μ.Μ.Ε. Ασχολείται με μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων και έχει συμμετάσχει στις κάτωθι συλλογικές εκδόσεις: “Ένας μικρός, μεγάλος ανθρωπάκος” (διήγημα, εκδόσεις Black Duck, 2011) και “Αφωνία” (ποίημα, εκδόσεις Πνοές λόγου και Τέχνης, 2012).
[ twitter ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

ΦΑΥΛΟΣ ΚΥΚΛΟΣ: ΟΙ ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ ΑΝΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

ΦΑΥΛΟΣ ΚΥΚΛΟΣ: ΟΙ ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ ΑΝΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ:                                                                                                                                             ...

Γκίντερ Γκράς , Ευχαριστούμε!

http://x-opinion.blogspot.com/2012/05/m.html

Mε ποίημα καυτηριάζει την Ευρώπη για την συμπεριφορά της απέναντι στην Ελλάδα ο Γκύντερ Γκρας


Ο Γερμανός νομπελίστας Γκίντερ Γκράς, επιτίθεται στην Ευρώπη για την συμπεριφορά της απέναντι στην Ελλάδα, σε ένα ποίημά του που δημοσιεύεται σήμερα στην ιστοσελίδα της εφημερίδας του Μονάχου Sueddeutsche Zeitung. 

Σε αυτό το ποίημα, με τίτλο «Η ντροπή της Ευρώπης», που δημοσιεύεται αύριο Σάββατο και  στην έντυπη έκδοση της γερμανικής εφημερίδας, ο Γκρας προειδοποιεί την Ευρωπαϊκή Ένωση: «Εσύ η Ευρώπη, θα πεθάνεις χωρίς ψυχή, χωρίς τη χώρα που σε δημιούργησε». 
    
«Καρφωμένη γυμνή στον πάσσαλο, γιατί είναι πνιγμένη στα χρέη, μια χώρα υποφέρει»,  γράφει ο 84χρονος Γερμανός συγγραφέας, στο κείμενο αυτό των δώδεκα στροφών που αποτελούνται από δύο στίχους η κάθε μία. 
    
Απευθυνόμενο άμεσα στην Ευρώπη, το ποίημα αρχίζει έτσι: «Απομακρύνεσαι από τη χώρα, που ήταν το λίκνο σου, και είναι κοντά στο χάος, γιατί δεν  συμμορφώθηκε με τις αγορές». 
    
Και αμέσως μετά αναφέρει ότι η χώρα αυτή «καταδικασμένη στη φτώχεια, της οποίας ο πλούτος κοσμεί τα μουσεία» είναι «ακόμα μόλις ανεκτή».



Το είδαμε εδώ

Δημοφιλείς αναρτήσεις