http://www.onestory.gr/post/22277988687
_ΧΙΜΑΙΡΑ
του Χριστόφορου Παυλίδη *.
Ήταν μια νύχτα ασυνήθιστη η αποψινή, που σ’ έπνιγε με την ανυπόφορη σιωπή της.
Τα πλατιά φύλλα στα κλαδιά των δέντρων, είχαν κρεμάσει, όπως τα ξέπνοα πανιά των πλοίων στην απόλυτη νηνεμία του πελάγους.
Ήταν καταλυτική η πνιγερή ζέστη της μέρας, που συνέχιζε να κάνει έντονη την πα-ρουσία της, παρόλο το προχώρημα του σκοταδιού.
Ο ύπνος καταντούσε βασανιστικός με τέτοιο καμίνι και ύστερα από πολλές, απελπι-σμένες προσπάθειες, βρέθηκα ανακαθισμένος στο άβολο κρεβάτι μου, μουσκεμένος στον ιδρώτα.
Μα, πριν καλά-καλά τα μάτια μου συνηθίσουν στο λιγοστό φως, που έστελνε το αι-μάτινο φεγγάρι μέσα από το στενό άνοιγμα της βελουδένιας κουρτίνας, μια κραυγή γεμά-τη τρόμο ξεπήδησε από την πανιασμένη σχισμή των χειλιών μου.
Γιατί, στη βικτοριανή πολυθρόνα, απέναντί μου, ήταν, απλόχωρα θρονιασμένη, μια σκοτεινή, ανθρώπινη φιγούρα!
Παραλυμένος, με το σώμα βαριά καρφωμένο στο στρώμα και με μάτια ορθάνοιχτα από φρίκη, την είδα ν’ ανασηκώνεται αργά και να με πλησιάζει, δίχως κανένας τριγμός να προδίδει το βάδισμα της.
Αφού με πλησίασε, άπλωσε το λεπτό της χέρι που ‘μοιαζε καμωμένο από φίνα πορ-σελάνη και με μια κίνηση, αργή σαν την αιωνιότητα, άγγιξε το ιδρωμένο μου μέτωπο, βγάζοντας ένα αχνό ψίθυρο μέσ’ απ’ τα χείλη. Κάτι σαν: «Χίμαιρα!»
Με τον ίδιο απρόσμενο τρόπο, που είχε παρουσιαστεί, χάθηκε, σαν ποτέ να μην είχε υπάρξει!
Η μέρα που ακολούθησε, ύστερα από ένα εφιαλτικό λήθαργο, με βρήκε ν’ αναλογίζο-μαι έντρομος το φοβερό συμβάν, δίχως να μπορώ να βάλω κάποια τάξη στον ειρμό των λογισμών μου.
Οι νύχτες που ήρθαν μου χάρισαν τις συγκλονιστικότερες εμπειρίες, που ήταν σε θέση ν’ αναπλάσει και να ζήσει ολοζώντανα, η ανθρώπινη φαντασία.
Πρώτα απ’ όλα, ήρθε η αποκάλυψη του προσώπου της, ίδια μαρμάρινη ομορφιά των Αρχαίων Ελληνικών αγαλμάτων.
Ύστερα, μ’ ένα απαλό άγγιγμα των ψυχρών χεριών της, με ταξίδεψε σε τόπους που μόνο οι ψυχές των νεκρών είχαν το προνόμιο να γνωρίζουν. Και είδα -μέσα από α-νακατεμένα ανθρώπινα σώματα- μυριάδες χέρια ν’ αναδεύονται και να υψώνονται ικε-τευτικά προς το άναστρο χάος του μουντού ουρανού. Είδα πρόσωπα -μάσκες πόνου- να μορφάζουν, βγάζοντας οιμωγές γεμάτες απελπισία μέσα στο αιώνιο χωνευτή-ρι, όπου καταδικάστηκαν να ζουν, τιμωρημένα από τα κρίματα της επίγειας ζωής τους. Και τέλος, είδα τους τόπους, που ήταν αναπαυτήρια των μακάριων ανθρώπων. Απέ-ραντους λειμώνες, ονειρότοπους ήρεμης και γαλήνιας ζωής.
Και μου έγινε βίωμα ο ερχομός της νύχτας, αφού προμηνούσε το δικό της, περίποθο ερχομό, για να μυήσει την ψυχή μου, που πρόσμενε ολάνοιχτη, σε μυστήρια άγνωστων κόσμων. Στο πέρασμα του χρό-νου, ήρθαν δύσκολες νύχτες, χωρίς το συντρόφεμα της αιθέριας της παρουσίας.
Και μέσα στη φριχτή μοναξιά, οι στεναγμοί της έρμης ψυχής μου αντηχούσαν στην υγρή ησυχία των βάλτων:
«Ώ, Χίμαιρα! Ώ, άπιαστο όνειρο, παρήγορο στόλισμα των φτωχών λογισμών μου! Έλα ξανά να με πάρεις συντροφιά σου -ξέπνοο άγαλμα- στου δικού σου κόσμου το άϋλο βασίλειο».
Στο άκουσμα των λόγων μου, τα στοιχειά της φύσης θέριεψαν και -μέσα στις λάμψεις των αστραπών- το στερέωμα τ’ ουρανού σχίστηκε, για ν’ αποκαλυφθεί η περίλαμπρη πα-ρουσία ΤΗΣ.
Μόνο, που ήταν δαίμονας τούτο το πλάσμα, με θριαμβικό σαρκασμό, τυπωμένο στο πρόσωπο.
Ούρλιαξα υστερικά, από πόνο κι’ απόγνωση, σκουντουφλώντας στις άγριες επιφάνειες των τοίχων.
Αλλά είναι μάταιες οι ανθρώπινες προσπάθειες, ενάντια στις αόρατες δυνάμεις των Στοιχειών και το σώμα μου κατέρρευσε…
Οι αδύνατες αχτίδες που πέρασε το φως της μέρας από το άνοιγμα της βελουδένιας κουρτίνας, με βρήκαν ανθρώπινο ερείπιο να ψιθυρίζω με πονεμένη φωνή: «Χίμαιρα. Άχ Χίμαιρα!»
.
Ο Χριστόφορος Παυλίδης γεννήθηκε στη
Θεσσαλονίκη. Έχει συγγράψει 6 μυθιστορήμα-τα –νουβέλες και 30 διηγήματα.
Το ύφος της γραφής του Χριστόφορου Παυλίδη κινείται στα πεδία του
Φανταστικού, του Αστυνομικού Θρίλερ και του Παράδοξου. Εξέδωσε τη σειρά
διηγημάτων με τίτλο «Ντεβά», εκδόσεις «Νέα Ακρόπολη» και τη νουβέλα «Μη ζωντανεύεις πεθαμένους θρύλους» από τις εκδόσεις «Άγνωστο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου