http://www.onestory.gr/post/23706330176
_Η ΣΙΜΟΝ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΣΤΡΑΦΤΕΙ ΠΙΑ
του Φώτη Μανίκα *
.
Είναι Κυριακή μεσημέρι και ο ήλιος αστράφτει από το πλαίσιο του
ουρανού. Η Σιμόν είναι ένα κορίτσι που αστράφτει κι αυτό καθώς περπατάει
τον κεντρικό δρόμο που θα την οδηγήσει σε ένα ανοιξιάτικο καφέ με
αστραφτερά πρόσωπα. Οι τζαμαρίες από τις οποίες περνάει γυαλίζουν σαν
φλας φωτογραφικών μηχανών. Διάφορα καρέ της καθημερινότητας της που
περπατούν μαζί της κι ύστερα χάνονται. Δεκάδες σκιές στέκουν ακίνητες
στα φανάρια των διασταυρώσεων. Η Σιμόν παρόλη την ομορφιά του σκηνικού
είναι θλιμμένη. Είναι ίσως περισσότερο απ’ το κανονικό λόγω αυτής της
ομορφιάς. Τονίζεται ίσως η αντίθεση. Το κοντράστ πολλές φορές τονίζει
περισσότερο το μαύρο. Η Σιμόν μεγάλωσε στην Κηφισιά αλλά της αρέσει
περισσότερο το κέντρο. Ο πατέρας της ζούσε εκεί πριν γεννηθεί και της
έλεγε συχνά ιστορίες από κακόφημα μπαρ, με τσακωμούς έξω από τις πόρτες
και μπουκάλια μπύρας μισό σπασμένα στα πεζοδρόμια. Φυσικά της τα έλεγε
αυτά περισσότερο για να την φοβίσει και να την αναγκάσει εμμέσως να
απορρίπτει την επιλογή του κέντρου για την διασκέδαση της. Αυτό όμως
λειτούργησε αντίστροφα, όπως γίνεται συνήθως και η Σιμόν ένιωθε την
ακατανίκητη επιθυμία να περνάει το χρόνο της εκεί.
Κάπου είχε διαβάσει ότι το φενγκ σούι των ανοιξιάτικων πρωινών πλάι
στις γραμμές του τρένου απ’ το Μοναστηράκι ως το Θησείο είναι μια σκέτη
τρέλα. Με το θολό φως να θολώνει το βλέμμα και τα αρχαία αγάλματα να
γυαλίζουν και τον παγωμένο καφέ να πέφτει στον οισοφάγο και τον καπνό
του τσιγάρου να βγαίνει απ’ τη μύτη και το μάγουλο να καίει και τη Σιμόν
να αστραφτεί καθώς περπατάει και να φθάνει στο καφέ με τα αστραφτερά
πρόσωπα που τρεκλίζουν νιότη και άγνοια.
Έφθασε εκεί για να ανακοινώσει σε όλους πως θα φύγει για σπουδές στο
εξωτερικό. Κάπου στην Αγγλία με το ψιλόβροχο ήδη να σφυρίζει στα αυτιά
της. Όλοι την κοιτάζουν απόσβολωμενοι, ένας απ’ αυτούς περισσότερο. Το
αστραφτερό του πρόσωπο θαμπώνει. Δεν το περίμενε. Πίστευε πως θα
περνούσαν μαζί τις στιγμές τους για αρκετό καιρό ακόμη. Υπήρχε ακόμη
αρκετό αλκοόλ γι’ αυτούς και μανιακό σεξ επίσης και άστρωτα κρεβάτια με
ιδρωμένα σώματα επάνω τους και αλάτι κάτω απ’ τα ματιά και αντηλιακό να
μυρίζει.
Η Σιμόν δεν απαντά στις ερωτήσεις. Ένα καρέ την καταγράφει με βλέμμα
γεμάτο αποστροφή. Χιλιάδες μικροσκοπικά είδωλα την καταγράφουν θλιμμένη.
Εκατομμύρια μόρια φωτός πέφτουν στο δέρμα της και αντανακλώνται βιαίως
προς τα πίσω.
Στο τέλος κάθεται και σχεδόν το ξεχνάει. Βγάζει και ανάβει ένα τσιγάρο. Αν την έβλεπε ο πατέρας της θα την μισούσε.
Αυτή ήδη το κάνει και τελικά δεν θα την ενοχλούσε αν το έκανε κι
αυτός. Τα λεφτά του την έχουν φυλακίσει. Τα οποία είναι και λεφτά της
απλά ακόμα δεν το ξέρει. Ανίσχυρη αντίδραση ξυπνάει στο μυαλό της. Μια
σταγόνα ιδρώτα κυλάει πίσω απ’ το αυτί της. Ένα αγόρι κάθεται απέναντι
της και την κοιτάζει. Το πρόσωπο του δεν αστράφτει σαν της Σιμόν όμως
έχει μια νοσταλγική θαμπάδα κολλημένη επάνω του που σκάει σ’ ορισμένα
σημεία και μοιάζει με ξεφλουδισμένο δέρμα. Αυτός δουλεύει σ’ ένα
συνεργείο αυτοκινήτων και δεν έχει στιγμή σκεφτεί να σπουδάσει κάτι.
Δύσκολα τα βγάζει πέρα για να βάλει κι αλλά στο κεφάλι του. Ένα τρένο
περνάει και αφήνει κροταλισμένους ήχους να σέρνονται στο πλακόστρωτο.
Για λίγο το έδαφος τρέμει κι ύστερα επανέρχεται. Η Σιμόν παίζει με το
εισιτήριο του μετρό στα χέρια της. Έπειτα σταματάει και ζητάει απ’ το
αστραφτερό πρόσωπο δίπλα της να χωρίσουν οριστικά. Η απόφαση της δεν την
ικανοποιεί. Στο τέλος συμφωνούν και το αστραφτερό πρόσωπο σκοτεινιάζει
και φεύγει. Η Σιμόν πληρώνει τον σερβιτόρο, του λέει να κρατήσει τα
ρέστα.
Το αγόρι συνεχίζει να την κοιτάει. Βλέπει την ρευστή αίσθηση
εγκατάλειψης που έχει γεννηθεί στο πρόσωπο της. Αν η εγκατάλειψη ήταν
κέικ σίγουρα θα ήταν κέικ μαύρης σοκολάτας. Η Σιμόν σιχαίνεται τη μαύρη
σοκολάτα. Σιχαίνεται και το αγόρι όπως την κοιτάζει. Καταφέρνει όμως να
αποσιωπήσει αυτή της την αίσθηση.
Την κοιτάζει συνέχεια στο στήθος.
Αυτή πίνει τις τελευταίες γουλιές απ’ τον καφέ της.
Σήμερα είναι 25η Μαρτίου. Όλοι γιορτάζουν την ανεξαρτησία.
Εκατοντάδες θολά πρόσωπα που προσπαθούν να αστράψουν, περπατούν στον
πεζόδρομο και κάθονται στις καφετέριες. Η Σιμόν σκέφτεται την Αγγλία
καθώς σηκώνεται απ’ την καρέκλα. Τα χιλιάδες είδωλα επιστρέφουν και
καταγράφουν την έλλειψη φωτός απ’ τη ματιά της.
Αυτή σκέφτεται την αλλαγή που πρόκειται να έρθει σε λίγο καιρό στην
ζωή της. Σκέφτεται όμως μονάχα αυτό. Δυστυχώς η καθημερινότητα της
περιορίζεται σε τούτη την πληροφορία. Καθώς φεύγει απ’ το καφέ τα
αστραφτερά πρόσωπα σταματούν να υπάρχουν. Το ίδιο και το αστραφτερό
πρόσωπο που ήταν αστραφτερό μονάχα γι’ αυτήν. Το ίδιο και οι ράγες του
τρένου που δεν κροταλίζουν πια. Θα προτιμούσε να μην έχει συμβεί τίποτα
απ’ όλα αυτά. Θα προτιμούσε απλά να ζούσε τη στιγμή δίχως άλλο. Όπως
κάθε παιδί στην ηλικία της.
Η Σιμόν προτρέχει. Τα βήματα της τρεκλίζουν πάνω στη άσφαλτο.
Διασχίζει την Ερμού και φθάνει στην πλατεία Συντάγματος. Ο ήλιος
αστράφτει στα μαλλιά της. Τα μάγουλα της κοκκινίζουν. Το καρέ της
στιγμής την δείχνει φωτεινή, με μια απαίσια θλιμμένη γκριμάτσα. Η
γκριμάτσα κάνει το πρόσωπο της να αποκτά σκιές και χαντάκια γήρανσης.
Δυο τρεις ρυτίδες που θα αποκτήσει μετά από χρόνια. Τότε που τα
αστραφτερά πρόσωπα θα υπάρχουν μονάχα στις φωτογραφίες. Η Σιμόν και πάλι
όμως τα ξεχνάει όλα. Τσαλακώνει ακόμα περισσότερο το τσαλακωμένο
εισιτήριο που κρύβει στην παλάμη και νιώθει κατά ένα περίεργο τρόπο πως
σφίγγει ξυράφι. Ο ήλιος στην πλατεία αστράφτει σαν λεπίδα και συνεχίζει
την πορεία του ανάμεσα στις φυλλωσιές. Τότε λοιπόν είναι που ακούγεται
το μπαμ. Ήχος ξερός. Σαν μπουκωμένη εξάτμιση που σκάει. Γυρίζει έντρομη
κοιτάζει στο φανάρι.
Σιμόν, το φανάρι είναι στο κόκκινο, μονάχα αυτοκίνητα σταματημένα υπάρχουν εδώ.
Αυτή όμως δεν το βάζει κάτω, λαμποκοπάει από φως καθώς ψάχνει με το
βλέμμα της να βρει το μηχανάκι με την μπουκωμένη εξάτμιση. Τίποτα.
Σιμόν δες επιτέλους μπροστά σου. Τι είναι αυτό που σε κάνει να μην βλέπεις;
Μπροστά της λοιπόν στέκει ένα δέντρο απ’ αυτά με τους χοντρούς
κορμούς. Ο κορμός του είναι πασαλειμμένος μ’ αίμα. Τα ρούχα της Σιμόν,
το άσπρο της μπλουζάκι πασαλειμμένο μ’ αίμα. Στα μάγουλα της πιτσιλιές,
σαν κόκκινες ελιές, από αίμα. Η Σιμόν συγκλονισμένη δεν ξέρει τι βλέπει
ακριβώς. Ένας άνθρωπος νεκρός, ένα πιστόλι στο χέρι. Ένα δέντρο. Ένα
κατάλευκο, χλωμό πρόσωπο. Όλα συγκεχυμένα. Την επόμενη μέρα οι
εφημερίδες έγραψαν στην πρώτη τους σελίδα : ” Αυτοκτονία 77 χρόνου άνδρα
στην πλατεία Συντάγματος “.
Όλα όμως έγιναν τόσο διαφορετικά.
.
Ο Φώτης Μανίκας γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στην
Αθήνα, την οποία και αγαπά με τρόπο αρρωστημένο, αφού οι πληγές που του
αφήνει κάθε τόσο αποτυπώνονται στα γραπτά του. Γράφει διηγήματα και
ποίηση και τον τελευταίο χρόνο δημιούργησε και αυτός ένα blog (street-bit.blogspot.com) στο οποίο δημοσιεύει τις σκέψεις του, τα γραπτά του, τα ίδια του τα σωθικά.
[ e-mail ]
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου