πηγή: http://www.onestory.gr/post/30715990416
ΦΥΛΑΚΑΣ ΑΓΓΕΛΑ
του Νίκου Υγειονομάκη *
.
Ξύπνησε με το ζόρι. Φωνές, άγριες φωνές, του σταμάτησαν το όνειρο.
Πετάχτηκε πάνω γρήγορα και έτρεξε στην τουαλέτα. Προσπέρασε τα κρεβάτια
και σαν τρελός άνοιξε την πόρτα. Μια απίστευτη δυσοσμία του βομβάρδισε
τη μύτη. Έσκυψε και ξέρασε. Δεν άδειασε όμως μόνο το στομάχι του,
άδειασε ολόκληρος.
Γύρισε και άρχισε να ντύνεται. Τα ρούχα του, στοιβαγμένα δίπλα απ’ το
προσκέφαλό του, μύριζαν άσχημα από την απλυσιά και από τις μυρωδιές των
φαγητών. Έξω είχε κρύο, χθες είχε χιονίσει, το κασκόλ και τα γάντια
ήταν απαραίτητα. Φόρεσε το κράνος, τα άρβυλα και έψαξε τα κλειδιά του.
Στην τσέπη του είχε μόνο τα κλειδιά και το κινητό του. Έτσι ξέπεσε η
ζωή του. Κλειδιά για το όπλο του, για τον μοναχικό του φίλο, για το
τρίτο του χέρι. Κινητό για την προηγούμενη και για την επόμενη ζωή του.
Σύνδεσμος φανερός για τον άλλο του εαυτό. Τον εαυτό, που είχε
προσωπικότητα, που ήξερε ποιος είναι, που έκανε όνειρα, που δεν μέτραγε
μέρες…
Άνοιξε τον οπλοβαστό, το κλουβί με τα όπλα, το μνημείο της παράνοιας,
την κατοικία του θανάτου. Πήρε το όπλο του, κλείδωσε και πλησίασε τον
θαλαμοφύλακα. Υπέγραψε μηχανικά και βγήκε έξω στο κρύο.
Κανείς δεν τον πήγε στη σκοπιά. Ο δεκανέας αλλαγής ήταν ένας παλιός
καραβανάς που βαριότανε να πάει τους σκοπούς στην υπηρεσία τους.
Προχώρησε μόνος το καταραμένο χιλιόμετρο και πλησίασε στο ετοιμόρροπο
χτίσμα. Ο σκοπός κοιμότανε. Προχώρησε αργά, δεν ήθελε να τον ξυπνήσει
απότομα. Έφτασε δίπλα του και του χάιδεψε το μάγουλο…
Ένιωσε τον πόνο στο στομάχι του και διπλώθηκε στα δύο.
- Γιατί δεν είπες τα συνθηματικά ρε κωλόψαρο; Γιατί δεν με ξύπνησες; Θες να σε σπάσω στο ξύλο;
Σηκώθηκε δύσκολα κρατώντας το σκουριασμένο κάγκελο της σκάλας. Είδε
τον φαντάρο που του είχε δώσει τη γροθιά να κατεβαίνει και να
απομακρύνεται βρίζοντας. Η «σειρά» του, το παιδάκι από το χωριουδάκι της
Ευρυτανίας, το βλαχαδερό, τον φιλοδώρησε με μια μελανιά. Ο «φίλος» του
στην αρχή, τώρα «πάλιωσε».
Ένιωθε τρομερή μοναξιά. Παρέες είχε, αλλά ήταν μόνος. Τώρα ήταν
ολομόναχος. Αυτός και το τίποτα. Αυτός και τα πάντα. Αυτός και το
στρατόπεδο.
Κάθισε στο σκαλοπάτι και έλυσε τα άρβυλα του. Έβγαλε τα γάντια του
και πέταξε το κασκόλ. Πήρε το κράνος από το κεφάλι του και το ακούμπησε
προσεκτικά, ανάποδα στο τσιμέντο. Η ξιφολόγχη ήταν ακόμα στην ζώνη του.
Το κρύο τον τρυπούσε. Άνοιξε το τζάκετ και το κρέμασε στο κάγκελο.
Σκέφτηκε ότι δεν έφταιγε αυτός. Δεν ήταν επιλογή του. Δεν άντεχε
άλλο. Ήταν μορφωμένος, καλλιεργημένος, είχε μια καλή δουλειά, ήταν από
καλή οικογένεια… Τίποτα δεν μετρούσε όμως. Όλα τα σκίαζε αυτό. Δεν
άντεχε άλλο τις προσβολές. Κάθε μέρα αγγαρεία στα μαγειρεία, στις
τουαλέτες, στα σκουπίδια… Έκανε τα πάντα. Δεν είχε δύναμη ούτε για να
κοιμηθεί. Τα άθλια στρατιωτάκια – πιτσιρίκια που αποκτούσαν μια κενή
εξουσία πάνω του – τον μισούσαν. Δεν υπήρχε σεβασμός, δεν υπήρχε τίποτα.
Αγγέλα τον φωνάζανε…
Ο επόμενος σκοπός είδε ένα αδύνατο, κοκαλιάρικο, γυμνό κορμί,
καθισμένο στα σκαλοπάτια, με κλειστά μάτια, χαμόγελο στο πρόσωπο και
κομμένες φλέβες. Το αίμα ήταν ζεστό ακόμα, άχνιζε μέσα στο κρύο. Η
«Αγγέλα» τους την είχε φέρει…
.
Ο Νίκος Υγειονομάκης ζει μια συνηθισμένη ζωή στη
Θεσσαλονίκη. Διδάσκει Πληροφορική σε διάφορα σχολεία. Λατρεύει τη
μουσική και τα βιβλία. Όταν βρίσκει χρόνο, ονειρεύεται.