πηγή:
http://www.onestory.gr/post/31258661739
ΖΕΣΤΟ - ΚΡΥΟ
του kiaminta *
.
Ξύπνησε νυσταγμένος και λουσμένος στον ιδρώτα. Έψαξε μηχανικά το
κινητό να κλείσει το ξυπνητήρι, μα δε χτυπούσε. Λογικό, τέσσερις το πρωί
ήταν, πολύ νωρίς. Έψαξε για λίγη επαφή δίπλα του, μα όπως και με το
κινητό, λάθος timing, πολύ αργά.
Ένιωσε να μην έχει αρκετό αέρα το δωμάτιο, άνοιξε το παντζούρι,
άπνοια και έξω. Ζεσταινόταν, φορούσε ακόμα το κοστούμι του. Όπως μπήκε
σπίτι, έτσι έμεινε. Δε βρήκε ούτε δύναμη, ούτε θάρρος να ασχοληθεί με
τον εαυτό του. Το δωμάτιο ακόμα μύριζε απουσία και φρέσκια θλίψη. Το
διέσχισε αργά παίρνοντας βαθιές τζούρες από αυτό που δεν υπήρχε.
Μπήκε στο ντους και άνοιξε το κρύο νερό. Ανακούφιση προσωρινή
σαρκική. Χαλάρωσε τον κόμπο της γραβάτας να ανοίξει δρόμους στην δροσιά
να φτάσει παντού. Έκλεισε τα μάτια να γευτεί τη στιγμή, μα ήταν στιφή
και τα άνοιξε ξανά. Δεν άλλαξε τίποτα αν και ήθελε.
Γύρισε το νερό στο ζεστό. Έδιωξε με μιας την ηδονή της προηγούμενης
στιγμής και την αντικατέστησε με αυτομαστίγωμα. Έσκισε το πουκάμισο και
αφέθηκε να καίγεται χωρίς να βγάλει άχνα. Δικό του το λάθος, δικιά του
και η τιμωρία. Ζεστοί ατμοί γεμίσαν το μπάνιο και θολώσαν τον καθρέπτη.
Πάνω του φάνηκαν δύο λέξεις “ντροπή ρε”.
Τρόμαξε, το γύρισε αμέσως στο κρύο. Η ανακούφιση γέμισε τις αισθήσεις
του και έκανε τα μάτια του να δακρύσουν. Πέταξε τα υπόλοιπα ρούχα και
κοίταξε πάλι τον καθρέπτη. Χωρίς λέξεις αυτή τη φορά, εξατμίστηκαν και
οι υδρατμοί, είδε το είδωλό του να τον κοιτάει με πυρωμένο βλέμμα.
Άρπαξε το σαμπουάν και του το πέταξε. Θρύψαλα το είδωλο, επτά χρόνια
γρουσουζιάς , αλλά δεν είχε πλέον τόσα.
Στο ζεστό ξανά, τώρα που δε θα είχε άλλες λέξεις να αντικρύσει.
Αδιαφόρησε για τον πόνο που του προξενούσαν τα κύτταρα που διαλυόταν από
τη θερμότητα, έτσι κι αλλιώς και άλλα θα τα ακολουθούσαν στο χορό του
Ζαλόγγου μη θέλοντας να παραδοθούν στον εχθρό που είχε τη νίκη σίγουρη.
Πέρασαν σαν αστραπή από μπροστά του τα τελευταία εικοσιτετράωρα. Τα
αποτελέσματα των εξετάσεων, το βλέμμα του γιατρού, ο ατελείωτος όπως του
φάνηκε διάδρομος μέχρι την έξοδο, τα πρόσωπα των νοσοκόμων. Σε άλλη
περίπτωση θα κοιτούσε τα καλλίγραμμα κορμιά τους, τότε κόλλησε στα
μάτια. Διψούσε για ψέμα. Τις κοίταζε απεγνωσμένα αδημονώντας για ένα
νεύμα, ένα νόημα, ένα “μη κολλάς, μαλακίες σου έλεγε μέσα”.
Αλαφιασμένος γυρνάει πάλι στο κρύο. Το σοκ είναι πιο δυνατό από πριν,
σε σημείο που του κόβει την ανάσα. Δε βλέπει τίποτα στην ομίχλη και
ομίχλη θα είναι από εδώ και πέρα. Ανοίγει απελπισμένα το στόμα του να
μπει ο καυτός αέρας, αλλά μια πνιγμένη κραυγή τον προλαβαίνει και
δραπετεύει. Σωριάζεται στη μπανιέρα και αφήνεται. Νιώθει το πλοίο να
βυθίζεται και δεν ακούει πουθενά την ορχήστρα να παίζει. Κάθε φορά που
είχε τα φεγγάρια του φανταζόταν να ανταμώνει το τέλος με ένα χαμόγελο
και ένα σφηνάκι ουίσκι. Που είναι ρε το μπουκάλι; Που είναι ρε η
γαμημένη ορχήστρα;
Πάλι στο καυτό. Με τα δάκρυα να κυλάνε και να μη ξέρει αν αυτά φταίνε
που καίει το στήθος του, ή η ανάσα του που τον έκαιγε από μέσα. Γύρισε
και κοίταξε το νερό που έπεφτε. Κατάματα όπως έπρεπε να κοιτάξει την
αλήθεια. Αυτή που έκρυψε βαθιά μέσα στο πιθάρι , από το οποίο ξετρύπωσε
την πιο φθηνή δικαιολογία . Με αυτή στο χέρι είχε φτάσει στο γεμάτο ζωή
σπίτι και σκότωσε τη ζωή με δύο σφαίρες στην καρδιά. Καιγόταν το πρόσωπό
του εκεί κάτω από το ντους όπως έκαψε τη ζωή του σα σημαία που δε
θέλησε να παραδώσει στον εχθρό.
Έσκυψε κρύβοντας το πρόσωπο στα χέρια του και ξάπλωσε ανάσκελα. Με
μια κλωτσιά γύρισε ξανά στο κρύο , όπως και η ζωή του . Με μια κλωτσιά
από την τύχη. Μια μούντζα από το Θεό που ποτέ δεν αναζήτησε ούτε ποτέ
του ζήτησε κάτι. Αλλά τον ευχαριστούσε για κάθε μέρα που την γνώρισε,
για κάθε στιγμή που πέρασε δίπλα της, για όλες τις χαρές που μοιράστηκαν
και για τη λύπη που ποτέ θα δεν ήθελε να γεμίσει την ματιά της. Όχι σαν
τις νοσοκόμες στο διάδρομο, όχι αυτή , όχι ποτέ. Και της πλάσαρε την
ηλιθιότητα που σκέφτηκε περπατώντας δέκα χιλιόμετρα μέχρι εκεί. Χωρίς να
σταυρώσουν οι ματιές τους. Πριν προσπαθήσει να οπλίσει την ελπίδα του,
πριν ανάψει ξανά τη φλόγα της ζωής μέσα του.
Η στάθμη του νερού είχε ανέβει και κάλυπτε το σώμα του. Βυθίστηκε
αφήνοντας μόνο την μύτη του εκτός. Να κρυφτεί από την ντροπή που δεν
θέλησε να μοιραστεί το τέλος του με άλλον. Μπήκε ολόκληρος μέσα και
κράτησε την ανάσα του. Μα το ένστικτο της επιβίωσης ακόμα ήταν δυνατό
και τον τίναξε έξω βίαια λίγα δευτερόλεπτα μετά. Το ίδιο ένστικτο που
τον ωθούσε να πάει να πάρει το ακουστικό και να πει συγγνώμη. Να πάρει
τη ζωή πίσω, έστω για λίγο, εγωιστικά, μόνο για την πάρτη του. Μη
σκεφτόμενος το αύριο. Για μια τελευταία φορά παθιασμένου έρωτα, για ένα
τελευταίο φιλί, για ένα τέλος με χαμόγελο και ουίσκι χλευάζοντας τα
φεγγάρια του. Για την αίσθηση της αθανασίας που κοντά της έμοιαζε ότι
μπορούσε να πετύχει.
Έκλεισε τη βρύση και η ησυχία σαν σφουγγάρι ρούφηξε όλες του τις
ανάγκες του για επαναφορά του πριν. Έγειρε πίσω και βίωσε την αίσθηση
της καύτρας του τσιγάρου που σβήνει. Έμεινε αποτσίγαρο μέσα στα νερά,
άχρηστο πια να μη θυμίζει τίποτα από όσα ήταν. Ό,τι πρόσφερε, μια μικρή
θυσία στο χθες που αύριο κανένας δωδεκάθεος δε θα εκτιμήσει. Κανένας από
μηχανής θεός δε θα εμφανιστεί να δώσει τέλος στο Δράμα και όλοι να πάνε
σπίτια τους ευχαριστημένοι.
Δεν είχε πια τα κουράγια να σηκωθεί. Το φως από το παράθυρο πρόδιδε
τη νέα μέρα που ξεπρόβαλε και θα ξεσήκωνε ξανά εκατομμύρια ψυχές να πάνε
να αναζητήσουν αυτό που τους έλειπε. Το καινούργιο, που δε χρειαζόταν
να είναι και νέο. Το παλιό ντυμένο αλλιώς. Το χθες αλλαγμένο. Το κακό
που έγινε καλό, το ζεστό κρύο και το κρύο ξανά ζεστό.
“θέλω τη μέρα που θα φύγεις απ’ το πρωί να μου γελάς.
Κι όταν την πόρτα θα ανοίγεις να είναι σαν να μ’ αγαπάς”
.
Ο kiaminta είναι φανταστικό πρόσωπο και
οποιαδήποτε ομοιότητα βρίσκετε με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις,
είναι τουλάχιστον επικίνδυνη και έχει χειρότερες συνέπειες από αυτές του
καπνίσματος. Συνδυάζεται με ποτό και λίγο φως, απαλή μουσική και
έλλειψη παρέας.
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω