Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Απ΄την αρχή χτίζονται τα όνειρα... του Δημήτρη Κολιδάκη *

http://www.onestory.gr/post/25321390914

_ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΧΤΙΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ…

του Δημήτρη Κολιδάκη *
.
Το ποτάμι. Αυτό είναι… Αυτό που τρέχει. Το ανυπόμονο, το βιαστικό. Του νερού… Λάθος! Του χρόνου. Του ανυπόμονου και του ατίθασου. Του ασαγήνευτου και του ψυχρού. Εκτελεστής; Το ψυχρό» τίποτα άλλο δεν μπορεί να είναι. Δήμιος. Επάγγελμα κι αυτό! Υπάρχουν και χειρότερες δουλειές. Βέβαια! Καταδότης. Ουδέτερο με ουσιαστικό. Μπέρδεμα… Δε βαριέσαι. Ξεκινάς και όταν σταματάς για να ανασάνεις είσαι ήδη στα μισά. Στο μεσόδρομο. Και μετά; Και μετά συνεχίζεις με κάτι λίγα ακόμα «καύσιμα». Και κάθε τόσο κοιτάς τα λάδια, τα νερά, τον αέρα στα λάστιχα τα φθαρμένα. Τον «αέρα» στα μυαλά. Στα δικά σου, στων άλλων… Αυτά αν χάσουν δεν γεμίζουν κι αν φουσκώσουν παραφουσκώνουνε. Τίποτα με μέτρο, τίποτα με ζύγι. Που να το βρεις εξ’ άλλου! Ο ένας βγάζει λειψό τον άλλονα. Κανένας σωστός για τον απέναντι και κανένας «απέναντι» όπως τον θέλεις. Και από ψυχοσύνθεση ένα μπέρδεμα. Κουβάρι ξαμολημένο στο δρόμο. Στον έναν από τους πέντε και που να το μαζέψεις. Πού και πώς! Σε παίρνει από κάτω στις ανηφόρες, Σε ανεβάζει στις κατηφόρες… Γιατί έχει και κατηφόρες. Κάποτε χάραξες και συ κάποιους δρόμους, Όταν αντέχανε τα χέρια, όταν βαστάγανε τα πόδια, όταν τα εργαλεία ήτανε ελαφριά στο βάσταγμα. Τότε! Τα μονοπάτια έτσι γίνονται. Τραβάς μπροστά κι ακολουθάνε κάποιοι κι από πίσω. Στα καλά καμωμένα… στα κακά καμωμένα. Εκεί, στα δεύτερα, τους πας στο γκρεμό σου. Στα πρώτα τους φτάνεις στο ξέφωτο. Στη κορφή για ν’ αγναντέψουνε… στο ποτάμι για να ακούσουνε τη μουσική του. Άρπας, κιθάρας κυματισμοί. Φλογέρας ίσως; Μπα… οι νότες είναι ίσες εκεί. Άλλο το φυσηχτό. Διαφορετικό. Βουκολικό. Η χορδή είναι πιο γλυκιά, πιο συναισθηματική. Δεν έχει λέξεις, κουβέντες πολλές. Δεν ξεφεύγεις εύκολα. Χαϊδέματα που γεννάνε συναίσθημα. Πως λέμε «οι χορδές της καρδιάς»! Εκεί μπήκανε οι χορδές και βγάζουνε ακούσματα αιθέρια όταν τα ακουμπίσματα είναι… Άλλο το βιολί και άλλο η τρομπέτα. Καλό και το δεύτερο αλλά σαν το πρώτο…! Άλλο η κραυγή κι άλλο το ψιθύρισμα! Κουβέντα δεν είναι κι ο «ψίθυρος»; Στα ίσια χτυπιέται ο στόχος… στην ευθεία. Οριζόντια ή κάθετα. Αλλιώς πάμε στο «κατά λάθος». Σε υπολογισμούς ατέλειωτους. Και η ζωή άμα τη βάλεις κάτω, πέντε υπολογισμούς σα χρόνος είναι. Πέντε! Σα να βρίσκεσαι σε βαγόνι και να τραβάς! Μέχρι να δεις έξω απ’ το παράθυρο, μέχρι να πάρεις στα πεταχτά έναν ύπνο ήρθε η ώρα να κατέβεις. 
Αξίζει; Αξίζει γιατί όλο και κάτι θα πάρεις! Όλο και κάτι θα δώσεις.
Το ‘δε στο σταμάτημα το τελευταίο, ότι η ανηφόρα ήτανε μεγάλη, κουραστική. Ό,τι περπάτησε περπάτησε. Στρατής και ζωή αντάμα πάντα. Το όνομα βλέπεις! Με όλα μέσα. Με το δάκρυ, με το γέλιο, με τη σκόνη στο μέτωπο. Με όλα! Με τους τριγύρω π’ ακολουθάγανε και με άλλους που παρατήσανε. Απ’ τη κούραση, από ξεστράτημα. Που τον παρατήσανε. Είχε κι απ’ αυτούς. Δεν το ‘θελε αυτός… το θελε ο Άλλος. Ο πιο ψηλά! Εκείνος ήξερε καλύτερα. Έτσι θα ‘τανε. Δεν το ‘ψαξε και πολύ ο Στρατής. Του ‘μεινε ο Θανάσης μόνο. Και ‘κείνος –ο Θανάσης- ξεκίναγε τα δικά του χαράγματα. Καιρός ήτανε. Καλός ήτανε!
-Ξέρεις παιδί μου… Σαν κάτι να ‘δε ο γιος. Σαν κάτι ανήσυχο, της τρικυμίας!
-Τί είναι πατέρα; 
Έβαλε τα κλάματα ο Στρατής. Και πάνω στο δάκρυ έκανε μια κι έβγαλε τα κλειδιά του σπιτιού με το τετράφυλλο να κρέμεται. Του ‘πιασε το χέρι, άνοιξε τη παλάμη ακούμπησε πάνω την αρμαθιά και του ‘σφιξε τα δάχτυλα σφιχτά γύρω της. Για να μην έχει επιστροφή στο δόσιμο, στο χάρισμα.
-Δικό σου το τιμόνι πια!
-Θα το φροντίσω πατέρα σαν και σέν…
-Να το γκρεμίσεις, Θανάση. Μπάζει! Η γη μετράει κι όχι η πέτρα. Απ’ την αρχή χτίζονται τα όνειρα. Απ’ την αρχή κι οι ευτυχίες. Από τη μέση μόνο τα μισά ξεκινάνε. Μόνο!
-Και συ; Και εμείς; Που θα μείνουμε;
Απόκριση δε δόθηκε. Δε μίλησε κανείς μόνο κάτσανε απόμερα -πατέρας και γιος- και κοιτάζανε τους τοίχους τους γκρίζους. Στη ρίζα ασβέστης από το Πάσχα. Μεγάλωσε-πάλιωσε. Το ντουβάρι. Όλα μεγαλώσανε… και τα κορμιά. Το ένα. Όταν κάτι τελειώνει κάτι άλλο αρχίζει. Όχι πάνω στο παλιό. Όχι. Το καινούργιο στο παλιό… παλιό είναι. Την έκανε τη δουλειά του… μετά απλά υπάρχει. Εκτός κι αν δεν το τελειώσεις. Δεν θέλεις να το τελειώσεις. 
Γιατί μετά απλά… θα «υπάρχει»!
.
Ο Δημήτρης Κολιδάκης γεννήθηκε στην Αθήνα με καταβολές από την Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Σπούδασε Ναυπηγική, Διοίκηση Επιχειρήσεων καθώς και Ελληνκό Πολιτισμό. Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών. Έχει εκδόσει δύο μυθιστορήματα: «Η λάμψη μιας αλλιώτικης ζωής» και «Ο ΨΙΘΥΡΟΣ είναι ένα ατέλειωτο μυστικό…». Γραπτά του έχουν αποτυπωθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Έχει διακριθεί σε Διεθνής και Πανελλήνιους διαγωνισμούς αναγνωρισμένων λογοτεχνικών φορέων στον τομέα του Διηγήματος.
[ facebook ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

ΜΑΔΕΡ ΝΑΤURE του Κωστή Τσιάχα *

http://www.onestory.gr/post/24840507246/nature

_ΜΑΔΕΡ NATURE

του Κωστή Τσιάχα *
.
Προχθές το βράδυ με πήρε τηλέφωνο η Μητέρα Φύση. Είχε απόκρυψη κλήσης και -φυσικά- δεν το σήκωσα, γιατί νόμισα ότι είναι η ιδιοκτήτρια για τα κοινόχρηστα. Χθες το πρωί πάλι τα ίδια. Σήμερα δεν άντεξα. Άλλωστε δεν μπορείς –είπα γενναία από μέσα μου- να κρύβεσαι άλλο από την ευγενική και άγια αυτή κυρία. Της κρύβεσαι ένα μήνα. Δως’ της ξανά την ευκαιρία να ακούσει την υπέροχα σέξι φωνή σου να της λέει –για όγδοη φορά;- « εε .. ναι .. να .. μη φοβάστε .. θα σας δώσω τα κοινόχρηστα το αργότερο μέχρι τη Δευτέρα..»
Έτσι λοιπον το σήκωσα το ρημάδι.« Παρακαλώ ; »  -η κλασική σούπερ φλώρικη φωνή μου ανέλαβε δράση:
- Είμαι η Μητέρα Φύση και πήρα να πω ότι έχω πυρετό. Παίρνω από προχθές !
Γιατί δεν το σηκώνεις ;
- Μητέρα Φύση θέλετε να σας φέρω ασπιρίνες ; Να καλέσω κανα γιατρό ; Να ‘ρθω να σας κάνω κανα τσαγάκι ; Κανα φιδέ ; ( πάντα ετοιμόλογος είμαι ο διάολος ! )
- Μην αυθαδιάζετε νεαρέ μου γαμώ την πουτάνα σας ! Με καταστρέφετε με τα καυσαέρια σας και τα σκουπίδια σας και τις μαλακίες σας και τα παγόβουνα μου λιώνουν από την πυρετούκλα μου και βροχές και νεροποντές και χιόνια και κατακλυσμούς και πλημμύρες θα έρθουν .. και γενικώς πήρα να πω ότι δεν φέρω καμιά ευθύνη γιατί εσείς τα κάνετε όλα.
- Μάλιστα.
- Τι μάλιστα ;
- Εε .. θέλω να πω ότι έχετε δίκιο Μητέρα Φύση, δεν φταίτε εσείς, μην νιώθετε άσχημα, δεν είναι δικό σας το φταίξιμο .. εμείς φταίμε και να είστε σίγουροι για κάτι Μητέρα Φύση. Μιλώντας εκ μέρους όλης της ανθρωπότητας θέλω να σας βεβαιώσω ότι θα επανορθώσουμε Μητέρα Φύση. Θα ξαναγίνουν όλα όπως παλιά και όλα θα είναι ωραία και … εε … γενικώς να μην ανησυχείτε για τίποτα.
- Με κοροϊδεύετε ;
- .. Μητέρα Φύση .. σας παρακαλώ ! Δεν είναι του χαρακτήρα μου να κοροϊδεύω τη … Μάδερ Νέητσουρ που λένε και οι τρελάρες οι αγγλοσάξονες .. λοιπον ; …
- Λοιπον νεαρέ μου πιστεύεις ότι πρέπει να σε πιστέψω ;
- Μα φυσικά ! Θέλω να έχετε εμπιστοσύνη στην ανθρωπότητα και στο μεγαλείο της. Αυτά.
- Λοιπον γράφε.
- Τι να γράψω ;
- Θα σου πω τη χημική σύνθεση του Ελιξιρίου της Ρύπανσης. Θα λύσει το πρόβλημα των καύσιμων, της ρύπανσης, του όζοντος και της τερηδόνας.
- Με κοροϊδεύετε Μητέρα Φύση;
- Τι εννοείτε νεαρέ μου;
- Πως θα λύσει το πρόβλημα της τερηδόνας ;
- Θα το εξαφανίσει .. όπως και με τους δεινόσαυρους .. θυμάστε ; Και τότε είχα απελευθερώσει ένα αέριο που έλυνε το πρόβλημα με την υπερβολική πρασινάδα -Αααχ.. άλλες εποχές !- Βέβαια η παρενέργεια του ήταν ότι εξαφάνιζε τους δεινόσαυρους. Τώρα το ίδιο μόνο που θα εξαφανιστεί η τερηδόνα. Τι να κάνω ; Κανεις δεν είναι τέλειος. Ούτε εγώ η ίδια η Μητέρα Φύση … λοιπον γράφεις;
- Ναι. Λέγε.
- Λοιπον το μυστικό κρύβεται στο ζωμό της Ατζενσίας. Ένα καρασπάνιο -θα τολμούσα να παραδεχτώ- φυτό, στα νησιά του Τσάξα. Αυτό αν ανακατευτεί με σάλιο πελεκάνου και μαλλί της γριάς –το γλυκό εννοώ- θα δώσει τη λύση στο πρόβλημα της ρύπανσης. Θα παράγει ένα υγρό που ακυρώνει τις βλαβερές συνέπειες των καυσαερίων και των στερεών αποβλήτων.
- Τίποτ’ άλλο ;
- Μην αυθαδιάζεις νεαρέ μου ! Το μέλλον της ανθρωπότητας και το δικό μου ως Μητέρα Φύση κρέμεται από πάνω σου !
- Εη .. εη .. εη ! Μια στιγμή ! Αν κατάλαβα καλά εγώ θα είμαι ο κάργα υπεύθυνος για την σωτηρία του κόσμου;
- Ακριβώς.
- Μη μου φορτώνεται εμένα ευθύνες και τέτοια πράγματα ! Αποκλείεται. Δεν κάνω τίποτα !
- Γιατί βρε πουλάκι μου ; Εσύ βρε καρδιά μου απλώς θα μεταφέρεις τη γνώση που σου έδωσα στους ειδικούς. Αυτοί θα αναλάβουν στη συνέχεια.
- Αποκλείεται ! Δεν κάνω τίποτα !
- Ένας σεισμουλάκος .. ας πούμε οχτώ ριχτεράκια με επίκεντρο τη πολυκατοικία σου θα σ’ έπειθε γλυκέ μου;
- Μ’ απειλείς ; Μ’ απειλείς ; Δηλαδή κάτσε τώρα ! Γιατί δεν παίρνεις τηλέφωνο κατ’ ευθείαν τους ειδικούς και παίρνεις εμένα ; Ε ; Γιατί ;
- Γιατί αυτοί δεν μου χρωστάνε κοινόχρηστα οχτώ μηνών. Λοιπον ακούω…
- εε… μην φοβάστε…θα σας τα δώσω το αργότερο μέχρι τη Δευτέρα… πως την είπατε την σύνθεση ;
.
(Το διήγημα ΜΑΔΕΡ NATURE περιλαμβάνεται στη συλλογή «Θεοί & Jazz», Εκδόσεις Βιομηχανική Τομάτα)
.
Ο Κωστής Τσιάχας γεννήθηκε το 1973 στη Λάρισα. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων και Γραφιστική στο Μιλάνο της Ιταλίας. Συνεργάζεται με το Σχεδιαστικό Γραφείο Azienda Milanese πάνω στο σχεδιασμό, στη παραγωγή και στην εφαρμογή ολοκληρωμένων συστημάτων εταιρικών ταυτοτήτων. Το 2011 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο «Θεοί & Jazz» από τις Εκδόσεις Βιομηχανική Τομάτα. Στον ελεύθερο χρόνο του διαβάζει, κάνει ορειβασία ή ταξιδεύει για φωτογραφίες.
[ facebook page ] [ facebook profile ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Διεθνής Ημέρα κατά των Βασανιστηρίων η 26η Ιουνίου

http://www.madata.gr/epikairotita/world/204689.html

Διεθνής Ημέρα κατά των Βασανιστηρίων η 26η Ιουνίου

Η Διεθνής Ημέρα κατά των Βασανιστηρίων καθιερώθηκε στις 26 Ιουνίου 1998, ημερομηνία κατά την οποία το 1987 υπεγράφη η Διεθνής Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και το 1948 ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ.

Το Διεθνές Συμβούλιο κατά των Βασανιστηρίων, με συμβουλευτικό στάτους στον ΟΗΕ, εδρεύει στην Κοπεγχάγη και επιχορηγείται από την Ε.Ε. και τη δανέζικη κυβέρνηση. Ασκεί το έργο του μέσω του δικτύου των 200 Κέντρων Περίθαλψης και Αποκατάστασης Θυμάτων Βασανιστηρίων σε ολόκληρο τον κόσμο.

Βασανιστήριο είναι σοβαρός πόνος, είτε σωματικός, είτε ψυχικός, μια μέθοδος που χρησιμοποιείται για την εκμαίευση πληροφοριών ή ομολογίας σχετικά με μια πολιτική ή άλλη πράξη, όπου, κατά την άποψή τους, δεν μπορούν να φτάσουν μ' άλλον τρόπο.

Πριν από 2.500 χρόνια, οι Έλληνες είχαν δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις στο παλιό ερώτημα «αν τα βασανιστήρια δικαιολογούνται». Ο Αριστοτέλης και ο Αντιφών αποφάνθηκαν ότι καμιά ομολογία - απόρροια βασανιστηρίων δεν μπορεί να έχει αξία στο δικαστήριο, αφού συνήθως ο βασανιζόμενος λέει αυτά που θέλει ν' ακούσει ο βασανιστής του.

Με πρωτοβουλία των Ηνωμένων Εθνών, το 1984 υπογράφηκε και το 1987 τέθηκε σε ισχύ, η Διεθνής Σύμβαση για την άμεση κατάργηση των βασανιστηρίων σ' όλον τον κόσμο, επίτευγμα όπου η χώρα μας έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Ήδη, με τον «Νόμο Μαγκάκη», τα βασανιστήρια είχαν περάσει ως ιδιώνυμο αδίκημα στην εθνική μας νομοθεσία, λόγω και της δικτατορίας.

Zougla.gr

Πέτρινα σκαλοπάτια του Λάμπη Βασιλόπουλου *

http://www.onestory.gr/post/24700110045

_ΠΕΤΡΙΝΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ

του Λάμπη Βασιλόπουλου * 

 

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Οι δρόμοι ξεπλυμένοι από τη χοντρή φθινοπωριάτικη βροχή, που μόλις είχε πάψει, γυάλιζαν κάτω από τα φώτα τη πόλης. Την ερημιά και τη νυχτιάτικη σιωπή έσπαγε κάπου-κάπου ο θόρυβος από τα βήματα κάποιου καθυστερημένου διαβάτη, που πήγαινε βιαστικά να πιάσει βάρδια ή να προλάβει το νυχτερινό δρομολόγιο του τραίνου που περνούσε κατάφωτο στην άκρη τούτης της πόλης.
Εκείνη την ώρα έβγαινε και ο Χάρης από την μεγάλη πόρτα της εφημερίδας «Αποσπερίτης», αφού είχε τελειώσει και είχε παραδώσει στον Αρχισυντάκτη τα χειρόγραφα του ρεπορτάζ της ημέρας εκείνης, που ήταν γεμάτο από χαρούμενα και θλιβερά γεγονότα.
Βγαίνοντας από το κτίριο, κοντοστάθηκε στο κεφαλόσκαλο, κοίταξε με νυσταγμένα μάτια, τον βρεγμένο έρημο δρόμο και προχώρησε με γρήγορα βήματα για το σπίτι του, που ήταν μερικά τετράγωνα πιο κάτω από την εφημερίδα.
Κατεβαίνοντας την οδό Κίρκης και περπατώντας στο στενό πεζοδρόμιο, σε κάποιο σημείο, που δεν φωτιζόταν καλά, αντίκρισε ένα ανθρώπινο κουβάρι να κείτεται μαζεμένο, σαν να είχε κολλήσει στον τοίχο, κάτω από το μικρό στέγαστρο ενός μπαλκονιού, για να προφυλλαχτεί από το ανεμοβρόχι.
Χωρίς άλλη σκέψη ο Χάρης πήγε κοντά στο σωριασμένο αυτό ανθρώπινο ράκος και το σκούντησε απαλά για να καταλάβει αν ήταν ακόμα ζωντανός αυτός ο ανθρωπάκος. Με το σκούντημα από τον ανθρώπινο εκείνο όγκο βγήκε ένα κεφάλι για να δείξει ένα πρόσωπο κρυμμένο από πυκνά γκρίζα γένια και ακούρευτα μαλλιά. Αυτός γύρισε την κουρασμένη από τη ζωή ματιά του, κοίταξε για λίγο τον Χάρη, που στεκόταν από πάνω του με μισόκλειστα μάτια, σκεπασμένα κι αυτά από χοντρά ματοτσίνορα και τα ξαναέκλεισε. Έτσι που δεν μπόρεσε ο Χάρης να καταλάβει, αν αυτός ο δύστυχος ήταν μεθυσμένος ή ανήμπορος που σκέφτηκε πόσο σκληρή είναι η ζωή για μερικούς απόκληρους της τύχης ανθρώπους. Και ενώ σκεφτόταν πώς να τον βοηθήσει, πλησίασε και στάθηκε πίσω του, ένας ακόμη νυχτερινός διαβάτης. Ήταν ο βοηθός του φούρναρη που πήγαινε νυχτιάτικα, να ετοιμάσει το προζύμι, για το ψωμί της ημέρας. Αφού κοίταξε κι αυτός για λίγο τον σωριασμένο ανθρωπάκο, γυρίζοντας προς το Χάρη του είπε.
- Αυτόν τον άνθρωπο τον είδα χτες τη νύχτα να κοιμάται στο παγκάκι εκεί την άκρη του πάρκου. Περνάει και καμιά φορά και από το φούρνο και του δίνουμε ψωμί, που το παίρνει χωρίς να μιλάει, παρά με μια ματιά, λέει «ευχαριστώ» και φεύγει σαν κάτι να φοβάται.
- Τι λες, να τον κάνουμε τώρα, του απαντάει ο Χάρης.
- Να καλέσουμε να έρθει το 166 να τον μαζέψει, του λέει το παιδί. Αν μείνει εδώ θα ξεπαγιάσει ο χριστιανός.
Τότε το ανθρώπινο εκείνο κουβάρι ανασηκώθηκε και με προσπάθεια στήθηκε στα πόδια του για να φανεί ένας ψηλός ξερακιανός άνδρας ακαθόριστης ηλικίας, έχοντας όμως περάσει πια τη νιότη. Γύρισε τους κοίταξε ανέκφραστα και αργοπατώντας χάθηκε στη νύχτα. Κι αυτοί αφού έμειναν για λίγο, ακόμη, πήρε ο καθένας το δρόμο του με τη σκέψη στις φουρτούνες της ζωής, που πέταξαν αυτόν το φουκαρά, ρημαγμένο στο πεζοδρόμιο. 
Φθάνοντας ο Χάρης στο σπίτι του ξάπλωσε στο κρεβάτι αλλά ο Μωρφέας ήταν αλλού κι έμεινε ξάγρυπνος την υπόλοιπη νύχτα, γιατί είχε ξυπνήσει το «δημοσιογραφικό του δαιμόνιο» και βρήκε το «θέμα» για το βιβλίο που ετοιμάζονταν να γράψει.
Μάταια όμως έψαχνε τα παγκάκια τις νύχτες, αλλά το ανθρώπινο εκείνο ράκος δεν ξαναφάνηκε στην πόλη. Μια νύχτα όμως καθώς γυρνούσε από την Εφημερίδα, είδε σε ένα ακρινό παγκάκι, που το σκίαζε το δέντρο, ένα ανθρώπινο κουβάρι και κατάλαβε πως ήταν ο άνθρωπός του. Πλησίασε και κάθισε δίπλα του, χωρίς αυτός να γυρίσει να τον κοιτάξει και του είπε «Καλημέρα», γιατί κόντευε να φωτίσει, αλλά δεν πήρε απάντηση από αυτόν.
Τότε ο Χάρης χωρίς να πάρει ούτε μια λέξη, έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα και το έβαλε στη χούφτα του σιωπηλού αυτού ανθρώπου, έκπληκτος όμως βλέπει το λιπόσαρκο εκείνο χέρι να παίρνει τα λεφτά, να τα αφήνει δίπλα στον Χάρη και να εξαφανίζεται βουβός, όπως πάντα και αυτός να σκέφτεται πως, ενώ η μοίρα αυτού του δύστυχου, τα πήρε όλα, του άφησε όμως την αξιοπρέπεια. Αποφάσισε όμως να μην ξανά ασχοληθεί πιστεύοντας ότι έχασε το μεγάλο «θέμα» για το βιβλίο του, μέχρι που ένα πρωί ήρθε στην εφημερίδα του από την Αστυνομία η είδηση, πως βρέθηκε σε παγκάκι νεκρός ένας επαίτης, που άλλοτε ήταν βιομήχανος και παράγοντας στο χώρο του, χωρίς όμως να αναφέρεται το όνομά του.
Ο Χάρης πέρασε στα «ψιλά» την είδηση ενώ τώρα κατάλαβε, γιατί εκείνος ο «επαίτης», δεν πήρε ένα ολόκληρο «κατοστάρικο», που του έδινε αυτός, κάποια νύχτα.
.
Ο Πατρινός Λάμπης Βασιλόπουλος, είναι Μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών ΝΔ Ελλάδας. Σαν υπηρέτης του πεζού λόγου, εκτός από κείμενά του που έχουν εμφανιστεί κατά καιρούς σε περιοδικά, κυκλοφορούν και τέσσερα βιβλία του με Διηγήματα, σε τίτλους «Ταξιδεύοντας στη ζωή», «Πεφταστέρια», «Ηλιόγερμα», και «Απόσπερο». Στα βιβλία του, εκτός από Ταξιδιωτική Λογοτεχνία, υπάρχουν Διηγήματα παρμένα από τη ζωή, ντυμένα όμως με μυθοπλασία. Όλα τα βιβλία προσφέρονται δωρεάν
[ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Με κοιτάζεις... του Αντώνη Γαβαλά *

_ΜΕ ΚΟΙΤΑΖΕΙΣ…

του Αντώνη Γαβαλά *
.
Με κοιτάζεις και τρέχει ο νους σε εικόνες που θυμίζουν θολές.
Η βαλίτσα είναι ακόμα ανοιχτή κι η ανάσα βγάζει ζέστη, ακόμα τριγυρνά και με τυλίγει ελπίδα.
Δε μιλάς, ξέρω τι λες, κατεβάζει ο νους προσευχές, χαμένες καρδιές σταματάνε ν’ ακούσουν.
Σκέφτομαι στο χθες, εκεί στη διασταύρωση του χρόνου, που ήσουν τυχαία εκεί.
Χαμογέλασες και μου είπες να περάσω, στάθηκα, πάγωσα τη στιγμή και την πήρα μαζί μου.
Ακόμα τη φυλάω, ανεκτίμητο κομμάτι σε χρυσό σεντούκι του νου.
Με κοιτάζεις και το βλέμμα μου πέφτει σ’ ένα κάδρο από κέντημα. Θυμάσαι;
Με τι χαρά μου το έδειξες, ακόμα ζωντανά είναι τα λόγια που μου είπες.
«Κέντησα την ευτυχία μας με κλωστή κόκκινη, μπλε και μοβ»
Ένα σχήμα που δε θυμίζει τίποτα σε κανέναν, παρά μόνο σε μας.
Εμείς ξέρουμε, ήταν εικόνα δική μας, σήμαινε μόνο για μας, ξέραμε την εξήγησή της.
Ένα πληγωμένο γατί στην άκρη του δρόμου κι η μάνα του από πάνω να γλείφει τις πληγές.
Τότε που πικράναμε ο ένας τον άλλον για πρώτη φορά.
Από τότε δεν ανταλλάξαμε ούτε μια φωνή, γιάτρευε μονάχα ο ένας τις πληγές του άλλου.
Με κοιτάζεις και σκέφτομαι πόσες νύχτες κοιμόμουν με τον ήλιο αγκαλιά.
Το βλέμμα δε νύσταζε, πειθήνια στη σκέψη έκανε υποκλίσεις.
Όλα έμοιαζαν με πάζλ που έλλειπαν κομμάτια, αδύνατον να γίνει εικόνα.
Φιγούρες παραμορφωμένες περνούσαν από μπροστά μου, αρνούνταν να μπουν σε τάξη.
Γύρω πλημμύριζε το κενό. Δίχως άνεμο πώς να ανασάνω!
Σταγόνες κυλούσαν οι αναμνήσεις, σε πνιγμένα μονοπάτια, θαμμένα σε στρώσεις από όνειρα.
Με κοιτάζεις και το ολόγραμμά σου μοιάζει με γέφυρα στους δυο κόσμους.
Έναν πλασμένο απ’ το μυαλό, πατρίδα του νου, κρησφύγετο της φαντασίας.
Κι έναν πλασμένο από βούληση ανθρώπων, κάποτε που μαζεύτηκαν πολλοί.
Ο ένας ελεύθερος από δεσποτικές φιγούρες, νόρμες, μη και πρέπει.
Ο άλλος δουλοπάροικος της ύλης, βδέλυγμα πάνω σε ταλαίπωρη σφαίρα.
Με κράτησες κοντά στην αλήθεια, με άφησες να γευτώ με ασφάλεια το ψέμα.
Ακούμπησες το χέρι σου στο χαμένο μου πρόσωπο και μου έδωσες την ευχή σου.
Μου είπες να ταξιδεύω ανάμεσα στους κόσμους όπως εγώ ορίζω.
Δεν έχασα ποτέ το δρόμο της επιστροφής, το χαμόγελό σου έστεκε φάρος.
Με κοιτάζεις και το βλέμμα μου πέφτει στο πάτωμα και σπάει σε χιλιάδες αναμνήσεις.
Σαν μικρές ψηφίδες θυμάμαι που τις έπιανες με προσοχή και της κολλούσες στη μνήμη μου.
Μου έλεγες ότι φοβόσουν μήπως και κάποια χαθεί, ότι ήταν μοναδικές, συλλογής κομμάτια.
Τις έφτιαχναν μόνο για μας, μου έλεγες, αγγέλων σχέδια με ύμνους θεϊκούς.
Ήταν αμέτρητες, μα όλες είχαν χρώμα, είχαν άρωμα και μια παράξενη, πάντα γλυκιά όμως, γεύση.
Με λατρεία έντυνες σαν μωσαϊκό το χρόνο, μέχρι πριν λίγες μέρες που έβαλες και τις τελευταίες πέτρες.
«Κοίτα», μου είπες, «δες τι έφτιαχνα για σένα τόσα χρόνια, με τόσο ζήλο».
Εστίασα το βλέμμα και τότε είδα.  Ό,τι είχα ζήσει σχημάτιζε τη δική σου εικόνα.
Δεν υπήρχα πουθενά, ό,τι ήμουν έγινα μέσα από σένα. Απλά, είχα γίνει εσύ.
Με κοιτάζεις κι ένας φόβος με κυριεύει, πως μια μέρα δε θα αντέξω την ορμή του ανέμου.
Θα λυγίσω αδύναμο κλαδί, μονάχο δίχως ρίζες. Σε πελάγη δίχως νόημα φοβάμαι ξανά μη χαθώ.
Αισθάνομαι ήδη το κρύο της μοναξιάς και της ανούσιας αγάπης τα τρυπημένα δίχτυα.
Σαν ψάρι ξένο ξεγλιστρά η σκέψη, μακριά απ’ το πέλαγος της μοναδικής αλήθειας.
Τον έναν και το μοναδικό λόγο γνώρισα στις δικές σου λέξεις, στις πράξεις τις καθημερινές.
Δεν υπάρχει τίποτα εκεί έξω να γνωρίσω, μου έλεγες, άδικα ψάχνω δίχως φως.
«Κυνηγάς μια σκιά χωρισμένη σε χίλιους μύθους, που έπλασαν πλάνες σκοτεινές».
«Στάσου μια στιγμή», μου έλεγες, «και κοίτα. Κοίτα στα χέρια σου τι κρατάς».
«Μη ρίχνεις λάδι μάταιης ελπίδας, λογική δεν έχει και θα χάσεις ό,τι περισσότερο αγαπάς».
Με κοιτάζεις και ξέρω πως δε με βλέπεις πια. Με μαύρο πανί έκλεισε η προδοσία την αυλαία.
Δεν σ’ άκουσα που φώναζες, δίχως λέξη να πεις, κι είμαι αιτία άδικη στο δικό σου γιατί.
Έριξα φωτιά κι οι πλημμύρες, της μετανιωμένης ίριδας γέννημα, αδύνατον τη φλόγα να σβήσουν.
Όσες συγγνώμες κι αν υφάνω στο άχραντο κορμί σου, θα είναι απλά μανδύας λεπτός.
Στο μίσος του χρόνου εκτεθειμένος, θα σαπίζει άχρηστο πανί, στο κρύο πάλι θα σ’ αφήσει.
Δε φθάνει η κλωστή να τυλίξει την ψυχή σου, να νιώσεις γαλήνη, να απαλύνει το έλκος.
Δίχως μιλιά ικετεύω κρύο βλέμμα, μια κουβέντα να πει, έστω ψέμα, έστω βρισιά.
Δίχως επιστροφή οι λέξεις, δε γυρνά η ματιά, αρνείται πεισματικά να χαμηλώσει.
Με κοιτάζεις και βλέπω αυτό που βλέπεις κι εσύ, πέντε γράμματα σε μια λέξη.
Κάθομαι στην άκρη της καρέκλας, μου φαίνονται όλα αλλιώτικα κι αναρωτιέμαι.
Πάντα σ’ αυτή τη θέση ήταν τα έπιπλα! Το σπίτι ήταν πάντοτε τόσο κρύο!
Λες και δεν είχα προσέξει ποτέ τίποτε άλλο εκτός απ’ τη μορφή σου να τριγυρνά.
Ή μήπως ήταν τόσο σφιχτά δεμένα με σένα και τώρα η βιασύνη σου τα σέρνει μαζί!
Ή μήπως σιχάθηκαν κι αυτά και θέλουν να φύγουν, ν’ αδειάσουν τη γωνιά!
Έχουν τάχα ψυχή, μάτια να βλέπουν, αφτιά και ακούν! Πληγώθηκαν μήπως κι αυτά!
Γυρίζουν και κοιτούν την ανατολή. Προσεύχονται άραγε μαζί μου!
Θυμάμαι μια εποχή σαν παραμύθι παιδικό που θα ζήλευαν πριγκίπισσες και βασιλιάδες.
Ήμουν ιππότης κι εσύ νεράιδα του δάσους, στις επιθυμίες να ρίχνεις ξόρκια μαγικά.
Χρόνια χωρίς κακόβουλες σκέψεις, φύσημα ελαφρύ από τα χείλη έδιωχνε το μίσος του κόσμου.
Η αφή του δαχτύλου άγγιζε τα δάκρυα και τα ‘στελνε πίσω στην κόλαση, εκεί που τους αρμόζει.
Σκέπαζαν τα μαλλιά σου των εχθρών επίβουλα μάτια, σκόρπιζαν τις σκάρτες ψυχές.
Θυμάμαι ζωή σα λουλούδι, με νότες τραγούδι. Κι όλα αυτά επειδή με κοίταζες εσύ.
Με κοίταξες κι εγώ κατάλαβα, είχε έρθει η ώρα, εκείνη που γραμμένη ήταν στην αρχή.
Έπρεπε τα μάτια απρόθυμα να κλειδώσουν, να σταματήσουν πια να βλέπουν εικόνες παλιές.
Απαγορευμένες οι λέξεις, έρκος έγιναν τα χείλη να μη βγουν, ιστορία πια δεν είχαν να πουν.
Ούτε η σιωπή δε στάθηκε πιο δυνατή να λύσει τα καταραμένα μάγια.
Το ρολόι γελούσε, του έλεγε αστεία ο χρόνος, οι δείκτες γνώριζαν ήδη που να σταθούν.
Η υπόσχεση γλίστρησε απ’ το δάχτυλο κι επαχθής ο ήχος χάραξε για πάντα την ακοή.
Δυο χείλη στο κούτελο, δυο χέρια σμίγουν και σε γλώσσα βουβή λένε αντίο.
Αδύναμο το δάκρυ να σφραγίσει την πόρτα, ο χτύπος  της ανοίγει πληγή.
.
Ο Αντώνης Γαβαλάς γεννήθηκε το 1977, μεγάλωσε και ζει στο Κερατσίνι. Έχει σπουδάσει την επιστήμη του μάνατζμεντ και του αρέσει να διαβάζει βιβλία και να μελετά ανθρώπους. Γράφει μυθιστορήματα, με κόσμους όπως εκείνος τους φαντάζεται, με αξίες που ψάχνει να βρει και στον πραγματικό κόσμο….. αν υφίσταται η έννοια «πραγματικός κόσμος» και δεν είναι, απλά, παιχνίδια του μυαλού….!!
[ facebook ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δημοφιλείς αναρτήσεις