http://www.onestory.gr/post/24700110045
_ΠΕΤΡΙΝΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ
του Λάμπη Βασιλόπουλου *
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Οι δρόμοι ξεπλυμένοι από τη χοντρή
φθινοπωριάτικη βροχή, που μόλις είχε πάψει, γυάλιζαν κάτω από τα φώτα τη
πόλης. Την ερημιά και τη νυχτιάτικη σιωπή έσπαγε κάπου-κάπου ο θόρυβος
από τα βήματα κάποιου καθυστερημένου διαβάτη, που πήγαινε βιαστικά να
πιάσει βάρδια ή να προλάβει το νυχτερινό δρομολόγιο του τραίνου που
περνούσε κατάφωτο στην άκρη τούτης της πόλης.
Εκείνη την ώρα έβγαινε και ο Χάρης από την μεγάλη πόρτα της
εφημερίδας «Αποσπερίτης», αφού είχε τελειώσει και είχε παραδώσει στον
Αρχισυντάκτη τα χειρόγραφα του ρεπορτάζ της ημέρας εκείνης, που ήταν
γεμάτο από χαρούμενα και θλιβερά γεγονότα.
Βγαίνοντας από το κτίριο, κοντοστάθηκε στο κεφαλόσκαλο, κοίταξε με
νυσταγμένα μάτια, τον βρεγμένο έρημο δρόμο και προχώρησε με γρήγορα
βήματα για το σπίτι του, που ήταν μερικά τετράγωνα πιο κάτω από την
εφημερίδα.
Κατεβαίνοντας την οδό Κίρκης και περπατώντας στο στενό πεζοδρόμιο, σε
κάποιο σημείο, που δεν φωτιζόταν καλά, αντίκρισε ένα ανθρώπινο κουβάρι
να κείτεται μαζεμένο, σαν να είχε κολλήσει στον τοίχο, κάτω από το μικρό
στέγαστρο ενός μπαλκονιού, για να προφυλλαχτεί από το ανεμοβρόχι.
Χωρίς άλλη σκέψη ο Χάρης πήγε κοντά στο σωριασμένο αυτό ανθρώπινο
ράκος και το σκούντησε απαλά για να καταλάβει αν ήταν ακόμα ζωντανός
αυτός ο ανθρωπάκος. Με το σκούντημα από τον ανθρώπινο εκείνο όγκο βγήκε
ένα κεφάλι για να δείξει ένα πρόσωπο κρυμμένο από πυκνά γκρίζα γένια και
ακούρευτα μαλλιά. Αυτός γύρισε την κουρασμένη από τη ζωή ματιά του,
κοίταξε για λίγο τον Χάρη, που στεκόταν από πάνω του με μισόκλειστα
μάτια, σκεπασμένα κι αυτά από χοντρά ματοτσίνορα και τα ξαναέκλεισε.
Έτσι που δεν μπόρεσε ο Χάρης να καταλάβει, αν αυτός ο δύστυχος ήταν
μεθυσμένος ή ανήμπορος που σκέφτηκε πόσο σκληρή είναι η ζωή για μερικούς
απόκληρους της τύχης ανθρώπους. Και ενώ σκεφτόταν πώς να τον βοηθήσει,
πλησίασε και στάθηκε πίσω του, ένας ακόμη νυχτερινός διαβάτης. Ήταν ο
βοηθός του φούρναρη που πήγαινε νυχτιάτικα, να ετοιμάσει το προζύμι, για
το ψωμί της ημέρας. Αφού κοίταξε κι αυτός για λίγο τον σωριασμένο
ανθρωπάκο, γυρίζοντας προς το Χάρη του είπε.
- Αυτόν τον άνθρωπο τον είδα χτες τη νύχτα να κοιμάται στο παγκάκι
εκεί την άκρη του πάρκου. Περνάει και καμιά φορά και από το φούρνο και
του δίνουμε ψωμί, που το παίρνει χωρίς να μιλάει, παρά με μια ματιά,
λέει «ευχαριστώ» και φεύγει σαν κάτι να φοβάται.
- Τι λες, να τον κάνουμε τώρα, του απαντάει ο Χάρης.
- Να καλέσουμε να έρθει το 166 να τον μαζέψει, του λέει το παιδί. Αν μείνει εδώ θα ξεπαγιάσει ο χριστιανός.
Τότε το ανθρώπινο εκείνο κουβάρι ανασηκώθηκε και με προσπάθεια
στήθηκε στα πόδια του για να φανεί ένας ψηλός ξερακιανός άνδρας
ακαθόριστης ηλικίας, έχοντας όμως περάσει πια τη νιότη. Γύρισε τους
κοίταξε ανέκφραστα και αργοπατώντας χάθηκε στη νύχτα. Κι αυτοί αφού
έμειναν για λίγο, ακόμη, πήρε ο καθένας το δρόμο του με τη σκέψη στις
φουρτούνες της ζωής, που πέταξαν αυτόν το φουκαρά, ρημαγμένο στο
πεζοδρόμιο.
Φθάνοντας ο Χάρης στο σπίτι του ξάπλωσε στο κρεβάτι αλλά ο Μωρφέας
ήταν αλλού κι έμεινε ξάγρυπνος την υπόλοιπη νύχτα, γιατί είχε ξυπνήσει
το «δημοσιογραφικό του δαιμόνιο» και βρήκε το «θέμα» για το βιβλίο που
ετοιμάζονταν να γράψει.
Μάταια όμως έψαχνε τα παγκάκια τις νύχτες, αλλά το ανθρώπινο εκείνο
ράκος δεν ξαναφάνηκε στην πόλη. Μια νύχτα όμως καθώς γυρνούσε από την
Εφημερίδα, είδε σε ένα ακρινό παγκάκι, που το σκίαζε το δέντρο, ένα
ανθρώπινο κουβάρι και κατάλαβε πως ήταν ο άνθρωπός του. Πλησίασε και
κάθισε δίπλα του, χωρίς αυτός να γυρίσει να τον κοιτάξει και του είπε
«Καλημέρα», γιατί κόντευε να φωτίσει, αλλά δεν πήρε απάντηση από αυτόν.
Τότε ο Χάρης χωρίς να πάρει ούτε μια λέξη, έβγαλε από την τσέπη του
ένα χαρτονόμισμα και το έβαλε στη χούφτα του σιωπηλού αυτού ανθρώπου,
έκπληκτος όμως βλέπει το λιπόσαρκο εκείνο χέρι να παίρνει τα λεφτά, να
τα αφήνει δίπλα στον Χάρη και να εξαφανίζεται βουβός, όπως πάντα και
αυτός να σκέφτεται πως, ενώ η μοίρα αυτού του δύστυχου, τα πήρε όλα, του
άφησε όμως την αξιοπρέπεια. Αποφάσισε όμως να μην ξανά ασχοληθεί
πιστεύοντας ότι έχασε το μεγάλο «θέμα» για το βιβλίο του, μέχρι που ένα
πρωί ήρθε στην εφημερίδα του από την Αστυνομία η είδηση, πως βρέθηκε σε
παγκάκι νεκρός ένας επαίτης, που άλλοτε ήταν βιομήχανος και παράγοντας
στο χώρο του, χωρίς όμως να αναφέρεται το όνομά του.
Ο Χάρης πέρασε στα «ψιλά» την είδηση ενώ τώρα κατάλαβε, γιατί εκείνος
ο «επαίτης», δεν πήρε ένα ολόκληρο «κατοστάρικο», που του έδινε αυτός,
κάποια νύχτα.
.
Ο Πατρινός Λάμπης Βασιλόπουλος, είναι Μέλος της
Εταιρείας Λογοτεχνών ΝΔ Ελλάδας. Σαν υπηρέτης του πεζού λόγου, εκτός από
κείμενά του που έχουν εμφανιστεί κατά καιρούς σε περιοδικά, κυκλοφορούν
και τέσσερα βιβλία του με Διηγήματα, σε τίτλους «Ταξιδεύοντας στη ζωή»,
«Πεφταστέρια», «Ηλιόγερμα», και «Απόσπερο». Στα βιβλία του, εκτός από
Ταξιδιωτική Λογοτεχνία, υπάρχουν Διηγήματα παρμένα από τη ζωή, ντυμένα
όμως με μυθοπλασία. Όλα τα βιβλία προσφέρονται δωρεάν.
[ e-mail ]
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου