Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

Όλα σού τα'μαθα μα ξέχασα μια λέξη


Δημήτρης Μπουραντάς/ Όλα σού τα'μαθα μα ξέχασα μια λέξη



Ο Δημήτρης Μπουραντάς, εκτός από καταξιωμένος  καθηγητής του Μάνατζμεντ και της Ηγεσίας στη χώρα μας και διεθνώς, είναι και δικαιωματικά βραβευμένος μυθιστοριογράφος. 


Με το έργο του ‘’Όλα σου τα ’μαθα μα ξέχασα μια λέξη’’, αναμφισβήτητα καταφέρνει να ξυπνήσει το σκηνοθετικό ταλέντο που κρύβει μέσα του κάθε αναγνώστης, διεγείροντάς του χαρακτηριστικά όπως αυτά της αυτογνωσίας, της τόλμης και της αστείρευτης δίψας για την καταπάτηση της προσωπικής κορυφής. 


‘Έτσι και εσείς, όπως και εγώ, θα βρεθείτε πολλάκις ταυτισμένοι με τη ζωή των πρωταγωνιστών αυτού του έργου, να αδημονείτε για το τέλος, καθώς ήδη στα μισά θα είστε έτοιμοι για αλλαγή σκηνικών στο θέατρο της ζωής σας. 


Μέσα από τις περιπέτειες του Νίκου και της Άννας, θα αντλήσετε τη δύναμη να κυνηγήσετε όλα όσα δεν τολμήσατε ως τώρα και με την αποκάλυψη της λέξης που ξέχασε να μάθει ο πρώτος στον δεύτερο, θα αισθανθείτε υποχρεωμένος να συνεχίσετε την σκυταλοδρομία που χάραξε ο Δ. Μπουραντάς.


Αν αναρωτηθήκατε ποτέ: ‘’Ποίος είμαι και που θέλω να πάω;’’, τότε αυτό το βιβλίο είναι ένα αξιόλογο βοήθημα για την απάντηση των παραπάνω ερωτημάτων.


Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατακη, 375 σελίδες, στην τιμή των  19,36
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ του Κωστή Κυριακίδη *

http://www.onestory.gr/post/26686262549

_ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ


του Κωστή Κυριακίδη *
.
Δεν υπάρχεις. Είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχεις, αλλά συνεχίζω να σου μιλώ. Το έχω ανάγκη όμως. Το χρειάζομαι. Είμαι εξαρτημένος κι εσύ είσαι η δόση μου. Είτε υπάρχεις είτε όχι, πρέπει να μπείς μέσα μου. Πρέπει να σε καταπιώ. Να σε ρουφήξω, να σε καπνίσω ή να σε πιω. Δεν μ’ αρέσει να τρέμω. Σε κανέναν δεν αρέσει. 
Συνεχίζω να σου μιλώ, να σε ρωτώ για τα πάντα, τα μικρά και τα μεγάλα, τα πως και τα γιατί, κι ας μην παίρνω απάντηση, και ας μην ακούω τίποτα άλλο πέρα απ’ την δική μου φωνή. 
Πως γίνεται αλήθεια να μην υπάρχεις όταν έχεις κυριεύσει κάθε μόριο του μυαλού μου; Πως γίνεται να μην υπάρχεις όταν η μνήμη μου ξεχειλίζει τόσο από εσένα; 
Πίστευε και μη ερεύνα μας μάθανε στο σχολείο. Το θέλω πολύ, αλλά έχω να πάω χρόνια στην εκκλησία και δεν ξέρω αν με παίρνει. 
Γιατί δεν μιλάς; Με μια σου λέξη όλο το μυστήριο θα λυθεί, όλα θα ξαναγίνουν σωστά, η γη θα αρχίσει ξανά να γυρίζει. Δεν χρειάζεται καν να μου μιλήσεις, τώρα που το ξανασκέφτομαι. Ένα χάδι, στο μάγουλο, θα ήταν υπεραρκετό
Κάθομαι μπροστά στο τραπέζι του δωματίου κάτω από το μοναδικό φως ενός σχεδιαστικού λαμπατέρ και γράφω. Γράφω και συνεχίζω να της μιλώ. Πολλές φορές σταματώ γιατί φοβάμαι ότι χάνω την επαφή μου με την πραγματικότητα και δεν είμαι έτοιμος ακόμα γι’ αυτό. Τουλάχιστον, όχι μέχρι να μάθω την αλήθεια. Πρέπει να παραμείνω νηφάλιος κι αυτό είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο στην παρούσα στιγμή που χρειάζομαι απεγνωσμένα την δόση μου. 
Άλλες στιγμές πάλι, αφαιρούμαι, κοιτάζοντας την κορνίζα με την φωτογραφία της που βρίσκεται πάνω στο γραφείο, ακριβώς απέναντι μου. Με κοιτάζει χαμογελώντας αυτάρεσκα, λες και θέλει κάτι να μου ψιθυρίσει στ’ αυτί. Αδυνατώ να αντισταθώ στην παρόρμηση να ταξιδέψω στο παρελθόν, εκεί που υπάρχει σιγουριά και ζέστη. Η σκέψη μου βουτά σε έναν απέραντο ωκεανό αναμνήσεων, αγνοώντας τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Είναι κάτι όμως πέρα απ’ τις δυνάμεις μου. Το χαμόγελο της με ναρκώνει, με υπνωτίζει, με καλεί επιτακτικά σε έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο μαγικό, παραμυθένιο, εκεί όπου δεν υπάρχουν ερωτήσεις, ακριβώς γιατί όλα είναι δεδομένα, απλά και κατανοητά, σχεδόν αυτονόητα. 
Ευτυχώς όμως, το επίμονο ερώτημα που έχει κατακλύσει το μυαλό μου, σαν βιολογικό ξυπνητήρι, με ξυπνά, με ταρακουνά και με επαναφέρει στο παρόν. 
Κάποιες φορές, μέσα στην ατελείωτη νύχτα με πιάνει πανικός κι απελπισία και ο τρόμος μιας ενδεχόμενης απώλειας ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μου, σαν μυθολογικό τέρας. Για πολλοστή φορά τηλεφωνώ στα νοσοκομεία, στην αστυνομία και όπου αλλού μπορεί να με κατευθύνει το ταραγμένο μυαλό μου. 
Κι άλλες φορές τέλος, στρέφω το βλέμμα μου στον καθρέφτη, με αποστροφή και περιφρόνηση, με αρκετές δόσεις αυτολύπησης και αηδίας. 
Κι έτσι, οι διακοπές είναι πολλές καθώς η νύχτα οδεύει προς την κορύφωση της και οι λέξεις στο χαρτί, λίγες και μετρημένες. 
Και όλα αυτά συμβαίνουν γιατί έχω μεγάλο πρόβλημα. Και το πρόβλημα μου αυτό είναι διπλό κι επομένως ακόμα μεγαλύτερο και δισεπίλυτο. Γιατί, για τον εξαρτημένο, είναι άλλο πράγμα να έχει χάσει απλά την δόση του και να ψάχνει να την βρει. Κι είναι άλλο τελείως να ξέρει ότι η δόση του έχει οριστικά τελειώσει και δεν υπάρχει άλλη κι ούτε θα υπάρξει ξανά ποτέ. 
Γιατί η δική μου η δόση, ήταν,… είναι ελπίζω ακόμα, η Ελένη. Κι έχει δυο μέρες και δυο νύχτες τώρα που την ψάχνω. Έφυγε προχθές το πρωί για την δουλειά της την ώρα που κοιμόμουν κι από τότε δεν την ξανάδα ούτε την ξανάκουσα. Το κινητό της δεν λειτουργεί. Και τα ρούχα της είναι στην ντουλάπα, περιμένουν την ώρα να αγκαλιάσουν ξανά το σφριγηλό, νεανικό της κορμί. Όλα είναι στην θέση τους, τίποτα δεν λείπει. Μια τρομερή τάξη, έτσι όπως την ήθελε πάντα στην ζωή της, μια τάξη που πάντα μου την έδινε στα νεύρα αλλά τώρα κοντεύει να με τρελάνει. Κι εγώ στην θέση μου είμαι…
Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος στο οποίο δούλευε μου είπε ότι δεν είχε εμφανιστεί στην δουλειά της εδώ και δυο μέρες. Τους γονείς της δεν θα τους τηλεφωνούσα ποτέ, αρνιόταν πεισματικά να μου τους γνωρίσει, δεν τους επισκεπτόταν ποτέ και μιλούσε μαζί τους στο τηλέφωνο σπάνια. Ήταν φανερό ότι τους απεχθανόταν αν και ποτέ δεν κατάφερα να καταλάβω τους πραγματικούς λόγους αυτής της συμπεριφοράς. Τηλεφώνησα όμως στις φίλες της, καμιά τους δεν την είχε δεί, ούτε την είχε ακούσει τις τελευταίες μέρες. Καμιά τους επίσης δεν γνώριζε οτιδήποτε για πιθανά σχέδια εγκατάλειψης μου, καθώς και για προβλήματα που ενδεχομένως να υπήρχαν στην σχέση μας. Το μόνο που κατάφερα ήταν να τις ανησυχήσω και να τρομοκρατηθώ ο ίδιος ακόμα περισσότερο. Προσφέρθηκαν για τα πάντα τα κορίτσια, ήθελαν πραγματικά να με βοηθήσουν, αλλά τον σταυρό του ο καθένας θέλει να τον κουβαλάει μόνος του, δεν χρειάζεται παρέα ο πόνος. 
Λίγες ώρες απομένουν μόνο μέχρι να δηλωθεί η εξαφάνιση της στην αστυνομία, το σαρανταοχτάωρο εκπνέει το πρωί. 
Προσπαθώ να διώχνω τις μακάβριες σκέψεις απ’ το μυαλό μου αν και δεν είναι καθόλου εύκολο. Καμιά φορά βέβαια πιάνω τον εαυτό μου να φλερτάρει μ’ αυτές τις σκέψεις, ακόμα και να τις προσκαλεί ο ίδιος και τότε μπήγω απότομα στο πόδι μου το στιλό που κρατώ στα χέρια. Έχω ματώσει αλλά αδιαφορώ. Ο εσωτερικός πόνος δεν με αφήνει να ασχοληθώ με τα δευτερεύοντα. Αλλά υπάρχει λόγος σοβαρός που οι σκέψεις οι κακές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος μέσα μου. Γιατί η ιδέα της συνειδητής εγκατάλειψης μου είναι ανυπόφορη, οδυνηρή και με τρομάζει περισσότερο κι απ’ τον ίδιο τον θάνατο. Κι είναι στιγμές που το μυαλό δεν αντέχει την σκέψη, την απορία, το μυστήριο, την αγωνία, τις συνεχείς ανακριτικές ερωτήσεις, τις αναδρομές στο παρελθόν και μπερδεύεται, λοξοδρομεί, χάνει τον προσανατολισμό και μπαίνει σε τούνελ και σε λαβύρινθους, ξεχνώντας όλα όσα γνώριζε μέχρι πριν, τις βάσεις και όλες τις σταθερές. Κατευθύνεται σε δρόμους που οδηγούν σε αδιέξοδα και το μόνο που εύχεται είναι να οδηγηθεί γρήγορα στον γκρεμό. Να τελειώνει το μαρτύριο μια ώρα αρχύτερα. 
Ακόμα μία σουβλιά στο πληγωμένο πόδι. Σκουπίζω το αίμα με μια πετσέτα και καθαρίζω με την ίδια πετσέτα το στιλό. Ακόμα μία απαγορευμένη σκέψη…
Δεν περίμενα ποτέ ένα τέτοιο δώρο στην ζωή μου. Κι ακόμα κι αν το περίμενα, πάλι απροετοίμαστος θα ήμουν. Το ότι ήρθες εσύ, πανέμορφη, έξυπνη, ευαίσθητη, τέλεια σε όλα, δίπλα σε μένα τον ασήμαντο, τον μέτριο σε όλα, σαν τον καφέ, μόνο ως μάννα εξ’ ουρανού θα μπορούσα να το εκλάβω. Με εξύψωσες, μου έδωσες αξία και υπόληψη, μου τόνωσες το ηθικό, την αυτοπεποίθηση, μου πρόσφερες τα πάντα. Πάντα γνώριζα όμως βαθιά μέσα μου ότι δεν είμαι ισάξιος σου, πάντα ένιωθα την κατωτερότητα μου και πάντα φυσικά είχα μέσα μου την φοβία ότι θα φύγεις, έτσι ξαφνικά, όπως ακριβώς εμφανίστηκες, σαν νεράιδα ή σαν ξωτικό. Κι αυτό τον φόβο ακριβώς αντιμετωπίζω τώρα. Μόνο που δυστυχώς δεν είναι ένας ακόμα εφιάλτης, απ’ τον οποίο θα απαλλαγώ εύκολα με το άνοιγμα των ματιών μου και με ένα γλυκό σου φιλί. Είναι η πραγματικότητα, ο παρόντας χρόνος, η αλήθεια. 
Θέλω να πιστέψω ότι ζείς, αλλά η λογική δεν βοηθάει. Κρέμομαι πραγματικά από μια κλωστή, γιατί δεν νομίζω ότι θα αντέξω την απώλεια σου. Όσοι βγαίνουν από την φυλακή, ορκίζονται σε ότι έχουν ιερό ότι δεν θα επιστρέψουν ποτέ ξανά πίσω. Για μένα φυλακή είναι η ζωή χωρίς εσένα κι όχι η απώλεια της ελευθερίας. Από την στιγμή που έζησα μαζί σου, δεν υπάρχει περίπτωση να μάθω να ζω ξανά χωρίς εσένα. Φυλακή…
Κι απ’ την άλλη, αν πιστέψω ότι ζείς, αυτό συνεπάγεται ότι μ’ έχεις εγκαταλείψει. Και με έναν τόσο σκληρό τρόπο. Χωρίς να αισθάνεσαι καν την ανάγκη να μου το πείς. Πως μπορεί άνθρωπος να πιστέψει κάτι τέτοιο ποτέ; Δεν θα ακύρωνε αυτόματα όλες τις όμορφες στιγμές, όλα τα συναισθήματα του, την κρίση του, την ίδια του την ζωή; Κι όμως, αυτό είναι ένα ενδεχόμενο και δυστυχώς δεν μπορεί να αποκλειστεί. Το γεγονός βέβαια ότι δεν το αποκλείω είναι σίγουρα ένα δείγμα της κατωτερότητας μου, της φοβίας αυτής που με κατατρέχει, της γνώσης που έχω βαθιά μέσα μου ότι σου αξίζει κάποιος πολύ καλύτερος από μένα
Ακόμα μια διακοπή. Κλείνω τα μάτια και καταφεύγω για μια ακόμα φορά στο παρελθόν. Πριν προλάβω όμως ούτε καν να πλησιάσω στον προορισμό μου, κάπου εκεί στον αέρα, μέσα στα σύννεφα, το ταξίδι διακόπτεται βίαια. Τι να’ ναι τάχα αυτός ο θόρυβος που ήχησε στ’ αυτιά μου σαν κεραυνός; Ανοίγω τα μάτια απότομα και καρφώνω το βλέμμα μου στην κλειδαριά της πόρτας. Μια στροφή, κι άλλη μία. Η πόρτα ανοίγει. Μπροστά μου, με σάρκα και οστά, η Ελένη. 
Δυο ώρες αργότερα, βρίσκομαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με τα μάτια ορθάνοιχτα. Είμαι ζαλισμένος ακόμα, το μυαλό μου δεν έχει καταφέρει να αφομοιώσει όλα όσα συνέβησαν τις τελευταίες ώρες. Τις εξηγήσεις της. Την συγγνώμη της. Τον παθιασμένο έρωτα που ακολούθησε. Σαν ρομπότ την άκουσα να μιλάει και σαν ρομπότ επίσης μπήκα μέσα της. Χωρίς συναίσθηση, χωρίς συναισθήματα. Χαμένος, αποστασιοποιημένος, ξένος. 
Δοκιμασία. Αυτό ήταν όλο. Μια δοκιμασία για την αγάπη μου προς αυτήν. Έτσι μου είπε τουλάχιστον. Δεν κατάλαβα τον λόγο κι ούτε νομίζω θα τον καταλάβω ποτέ. 
Ακούω την ανάσα της, μυρίζω το άρωμα της, κοιτάζω την αψεγάδιαστη ομορφιά της, την ώρα που κοιμάται ανέμελα. Την αγγίζω και ελαφρά στην γυμνή της πλάτη έτσι ώστε καμία από τις αισθήσεις μου να μην μείνει παραπονεμένη. Στη συνέχεια στρέφω ξανά το βλέμμα μου στο ταβάνι. Εκεί βρίσκονται όλες οι απαντήσεις, είμαι βέβαιος γι’ αυτό. 
Δοκιμασία; Ναι, δοκιμασία. Και πέτυχε απόλυτα τον σκοπό της. Πόσο δίκαιο είχε αλήθεια η γυναίκα που κοιμόταν δίπλα του! Πόσο πανέξυπνη ήταν! Το ταβάνι έδωσε την απάντηση. Όλα ξαφνικά απέκτησαν ουσία και νόημα, όλα έγιναν απλά και κατανοητά. 
Χαράζει. Η ώρα που θα ξεκινούσα για την Αστυνομία, για να δηλώσω την εξαφάνιση της, έχει φτάσει. Σηκώνομαι νωθρά από το κρεβάτι και φοράω τα ρούχα μου. Κάθομαι στην καρέκλα του πόνου, μπροστά στο γραφείο που πέρασα ατελείωτες ώρες το τελευταίο διήμερο. Πιάνω ξανά στο χέρι μου το ματωμένο στιλό και γράφω. Λίγο αργότερα ανοίγω την πόρτα και χωρίς να ρίξω ούτε μια ματιά πίσω μου, φεύγω από το σπίτι όσο πιο ήσυχα μπορώ. 
Όταν η γυναίκα ξύπνησε απ’ τον βαθύ και δίχως όνειρα ύπνο, αφού περιεργάστηκε με απορία το δωμάτιο, κατευθύνθηκε με αργές κινήσεις προς την κουζίνα. Έφτιαξε καφέ και ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι αφήνοντας το ποτήρι της στο κομοδίνο. Πήρε το κινητό της και σχημάτισε έναν αριθμό αλλά ακούστηκε ο ήχος ενός άλλου κινητού τηλεφώνου που βρισκόταν πάνω στο γραφείο. Με την ίδια βραδύτητα σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο σημείο όπου ακουγόταν ακόμα ο ήχος του τηλεφώνου. Βρήκε ένα χαρτί πάνω στο γραφείο και το πήρε στα χέρια της. Πλημμυρισμένη από έκπληξη άρχισε να διαβάζει κι όσο προχωρούσε η έκπληξη μεταλλασσόταν σε αγωνία κι αργότερα σε τρόμο, όταν διάβαζε φωναχτά πλέον τις τελευταίες γραμμές.
Δυστυχώς η δική μου Ελένη δεν εμφανίστηκε ποτέ. Σε λίγη ώρα θα αναφέρω την εξαφάνιση της. Προσεύχομαι να την βρούν γρήγορα και να είναι καλά γιατί την αγαπώ όσο τίποτα στον κόσμο. Παίρνω κι εγώ τους δρόμους να την ψάξω, δεν αντέχω άλλο την αναμονή. 
Αλλά κι αν έχει πεθάνει οριστικά κι αμετάκλητα, θα ζεί πάντοτε μέσα στην μνήμη μου, αναλλοίωτη, αγέραστη, άφθαρτη απ’ τον χρόνο και την συνήθεια. Μέσα μου δεν θα πεθάνει ποτέ. Δεν ξέρω βέβαια αν θα τα καταφέρω χωρίς αυτήν. Κανένας εξαρτημένος δεν ξέρει αν θα καταφέρει να επιβιώσει χωρίς την δόση του. Δεν έχω άλλη επιλογή όμως απ’ το να προσπαθήσω
Η γυναίκα άφησε το χαρτί να πέσει στο πάτωμα και κατευθύνθηκε στην ντουλάπα. Όλα τα ρούχα του άντρα της βρίσκονταν εκεί. Οι τσάντες, οι βαλίτσες, τίποτα δεν έλειπε. Όλα στην θέση τους. Κι η ίδια, εκεί, στην θέση της, αποσβολωμένη, χαμένη, τρομαγμένη …
Μερικά λεπτά αργότερα κι αφού είχε ξαναδιαβάσει δύο φορές το ματωμένο χαρτί, σχημάτιζε στο κινητό της τηλέφωνο τον αριθμό της Αστυνομίας.
.
Ο Κωστής Κυριακίδης γεννήθηκε στην Καβάλα το 1976. Σπούδασε στην Ξάνθη Πολιτικός Μηχανικός και συνέχισε τις σπουδές του στο Μάντσεστερ της Αγγλίας. Ζεί και εργάζεται στην Καβάλα ως μηχανικός. Είναι πατέρας δύο παιδιών. Έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα, από τις εκδόσεις Μπαρμπουνάκη, το 1997, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, με τίτλο Χωρίς Όραμα
[ facebook ] [ e-mail ]
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Τα Απροστάτευτα της Δανάης Χατζή *

http://www.onestory.gr/post/26586603291

_ΤΑ ΑΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΑ


της Δανάης Χατζή *
Θυμάμαι την τελευταία φορά που σε συνάντησα. Σε επισκεπτόμουν συχνά-πυκνά γιατί μου άρεσε να σε ακούω να μιλάς. Εσύ από την άλλη, ήσουν από τους ανθρώπους που θαρρείς πως τους είναι αδύνατον να σωπάσουν. Πέρασα την αυλόπορτα που ήταν ανοιχτή και σε είδα ανάμεσα στα φύλλα να επεξεργάζεσαι τις τριανταφυλλιές σου.
Μου είναι τεράστιο βάρος.
Μίλησες χωρίς να σηκώσεις το βλέμμα σου. Δεν είχα καταλάβει ότι με είχες δει και ξαφνιάστηκα.
Μου είναι τεράστιο βάρος, στην όποια συνείδηση θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως έχω, τούτα τα απροστάτευτα.
Εννοούσες τον κήπο σου, προφανώς.
Βασανίστηκα και κόπιασα μέχρι να τα φτάσω ως εδώ που τα βλέπεις σήμερα. Και τα κατάφερα καλά, παραδέξου το.
Τέντωσες το δάχτυλο σου προς το μέρος μου και με κοίταξες πάνω από τα γυαλιά σου. Δεν πρόλαβα να γνέψω καταφατικά.
Τα έφτασα ως εδώ και τώρα είναι πλήρως εξαρτημένα από εμένα. Άμα δεν τα κλαδέψω, άμα δεν τα ποτήσω, πάει, ξόφλησαν.
Σήκωσες το κεφάλι σου και κοίταξες τον ουρανό. Μου φάνηκες γεμάτη σκέψεις και προβληματισμένη αλλά πίστεψα ότι σκαρώνεις πάλι κάποιο καινούριο μυθιστόρημα. Στάθηκες για λίγο έτσι και έπειτα συνέχισες το μονόλογό σου.
Μου είναι λοιπόν, όπως καταλαβαίνεις, τεράστιο βάρος. Πες ότι εγώ μια μέρα τα τινάζω. Φινίτο ρε παιδί μου, και με βρίσκουν τέζα. Ποιος θα τα φροντίσει;
Είχες μια άνεση και μια χιουμοριστική διάθεση που δεν είχα ξαναδεί σε άνθρωπο όταν μιλούσες για το θάνατο. Γι’ αυτό και δεν με παραξένεψαν καθόλου τα λόγια σου. Ίσα ίσα, η λέξηεγώ, βγήκε από τα χείλη μου αβίαστα και αυθόρμητα, μόνο και μόνο για να σου τονίσω πόσο κουτές είναι οι σκέψεις σου και πόσο αυτονόητο ήταν πως, ξέρεις, εγώ.
Κοίταξέ με.
Φορούσες μια μακριά ρόμπα με λουλούδια πάνω από τα ρούχα σου. Τα μαλλιά σου πολύ πυκνά και μακριά, μονίμως πιασμένα σε έναν άτσαλο κότσο και κάπου εκεί μέσα στερέωνες και τα γυαλιά σου. Μακριά κόκκινα νύχια, ένα στριφτό τσιγάρο πάντα στο χέρι σου και ένα ποτηράκι ουίσκι αφημένο κάπου εκεί τριγύρω. Για τη μυρωδιά, όπως συνήθιζες να λες. Όχι, δεν ήσουν αλκοολική. Δεν θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι σε είδα κάποια φορά μεθυσμένη. Έβρεχες απλά τα χείλη σου και ύστερα τραβούσες μια γερή ρουφηξιά από το τσιγάρο σου.
Κοίταξέ με. Πόσος χρόνος θαρρείς πως μου μένει;
Στα εξήντα σου, φαινόσουν πολύ νεότερη και δραστήρια. Κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί πόσο απομονωμένη ζούσες, περνώντας το χρόνο σου γράφοντας και φροντίζοντας έναν κήπο.
Και δεν σου λέω πως μπαγιάτεψα. Μέσα μου λέω, πόσος χρόνος θαρρείς πως μου μένει ώσπου να νιώσω πως ξόφλησα; Ξέρεις, η ζωή μου ήταν πολύ γεμάτη. Έζησα καλά. Ήπια, χόρεψα, έτρεξα, σιώπησα. Τα είπα και χύμα και τσουβαλάτα όμως κάποιες φορές. Πήρα τα χάδια μου, έφαγα και τα χαστούκια μου. Και χόρτασα. Δεν ήθελα άλλο. Γι’ αυτό ήρθα και χώθηκα σ’ αυτήν εδώ την τρύπα. Είπα πως αρκετά γνώρισα τον κόσμο, καιρός να γνωρίσω και τον εαυτό μου. Μαζί-μαζί πορευτήκαμε τόσες δεκαετίες και μια κουβέντα δεν είπαμε ποτέ. Κρίμα και άδικο.
Είχα χάσει τον ειρμό της σκέψης σου πια, αλλά δεν σταμάτησα λεπτό να σε ακούω.
Μη μιλάς έτσι. Είσαι πολύ νέα ακόμα για να κάνεις τέτοιες μίζερες σκέψεις. Ούτε που μ’ άκουσες.
Αχ, ο γλυκός ουρανός. Και τα τσιγάρα μου. Αυτά θα μου λείψουν πιο πολύ άμα θα πεθάνω. Βέβαια, θα μου πεις βρε μπούφε, στον ουρανό δεν θα πας; Θα βαρεθείς να βλέπεις ουρανό. Εμ, δεν είναι το ίδιο. Άμα το πιάσεις αυτό που λαχταράς, χαλάει. Άλλη γλύκα έχει να τον κοιτάς από τη γη. Ξέρω τι σου λέω.
Περπατούσες αργά με το τσιγάρο στο χέρι και παρατηρούσες τα λουλούδια. Που και που έσκυβες και έκοβες κανένα φυλλαράκι όπου χρειαζόταν και το πετούσες στο χώμα.
Τούτα εδώ τα απροστάτευτα σκέφτομαι μόνο. Μην ξεραθούν και ερημώσει ο τόπος.
Περπατούσα με τον ίδιο ρυθμό πίσω σου με τα χέρια στις τσέπες.
Άσε τις μακάβριες κουβέντες και πες μου. Θέλεις να περνώ καμιά φορά να σε βοηθάω με τον κήπο; Να σε ξεκουράσω λιγάκι.
Σήκωσες τα μάτια σου ξανά στον ουρανό και τσαλάκωσες τα ξεράδια στη χούφτα σου.
Έχεις καλή ψυχή, μου είπες χωρίς να με κοιτάξεις, αλλά με την καλή σου την ψυχή μην περιμένεις να δεις προκοπή. Δες όλους αυτούς τους καραγκιόζηδες και τους παρλαπίπες που μας πουλάνε και μας αγοράζουν τι σκατόψυχοι είναι, και δες και πόσο ψηλά κάθονται.
Γέλασα και ήρθα κοντά σου.
Μου λες να γίνω καθήκι για να επιβιώσω;
Έσφιξες τη ζώνη της ρόμπας σου και κάπνισες λίγο ακόμη. Ω, μα δεν θα μπορούσες.
Έκανα μια ακόμα στροφή γύρω από τα λουλούδια σου, μύρισα τα τριαντάφυλλα και ότι άλλο βρήκα μπροστά μου. Είχες σκύψει πάνω από μια πρασινάδα και ξερίζωνες προσεκτικά τ’ αγριόχορτα. Σ’ άκουσα να σιγοτραγουδάς, το συνήθιζες.
…Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα
    πριν να γνωρίσω εσένα, που πρόσμενα καιρό….
Λίγο πριν φτάσω στην αυλόπορτα, άκουσα την πόρτα σου να κλείνει. Είχες γυρίσει κιόλας στο σπίτι. Πάντα έτσι έφευγα, ποτέ δεν λέγαμε αντίο ή δεν με ξεπροβόδιζες. Τα θεωρούσες γελοία αυτά, και αχρείαστα. Βγήκα και στάθηκα στο πεζοδρόμιο σκεπτική.  Κοίταξα το δρόμο και τα περαστικά αυτοκίνητα. Με μιας αποφάσισα να σε επισκέπτομαι συχνότερα, αφού έδειχνες να απολαμβάνεις την παρέα μου όσο και εγώ την δική σου. Ίσως να με άφηνες να περιποιηθώ καμιά φορά τον κήπο σου, αν και θα ήταν περιττό, αφού ήδη σου υποσχέθηκα πως θα το κάνω όταν κάποτε φύγεις.
Σε μια στιγμή με διαπέρασε ρίγος. Τινάχτηκα ολόκληρη και γύρισα ασυναίσθητα το κεφάλι μου προς το σπίτι σου. Πριν προλάβω να περάσω την πόρτα και να τρέξω κοντά σου, ο πυροβολισμός μου βίδωσε τα πόδια στη γη.
.
Η Δανάη Χατζή είναι 24 ετών, ζεί και εργάζεται στην Κρήτη. Στον ελεύθερο χρόνο της, γράφει ποιήματα, διηγήματα και ακούει πολλή μουσική. Το όνειρό της είναι να καταφέρει να γυρίσει όλο τον κόσμο με ένα σημειωματάριο και μια φωτογραφική μηχανή
[ ιστολόγιο ] [ facebook ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Δημήτριος Βικέλας




Δημήτριος Βικέλας !!!.....

Μετά το θάνατό του κληροδότησε την πλούσια βιβλιοθήκη του στον δήμο Ηρακλείου Κρήτης, ο οποίος ονόμασε τη βιβλιοθήκη του προς τιμήν του "Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη"........



Ο Δημήτριος Βικέλας (15 Φεβρουαρίου 1835 -  7 Ιουλίου 1908) ήταν έλληνας λόγιος, ποιητής και πεζογράφος. Ως λογοτέχνης μνημονεύεται για το μυθιστόρημά του "Λουκής Λάρας", (1879), έργο πολύ σημαντικό γι α την εξέλιξη της νεοελληνικής πεζογραφίας. Είναι επίσης γνωστός για τη συμμετοχή του στην επιτροπή διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 1896. Μάλιστα, ήταν και ο πρώτος πρόεδρος της ΔΟΕ.

Η οικογένεια του πατέρα του, Εμμανουήλ Βικέλα, ήταν σπουδαία εμπορική οικογένεια με καταγωγή από τη Βέροια. Το αρχικό όνομά της ήταν Μπεκέλας. Η οικογένεια της μητέρας του Σμαράγδας ήταν η επίσης μεγάλη εμπορική οικογένεια Μελά. Η Σμαράγδα ήταν αδερφή του συγγραφέα Λέοντος Μελά. Ο Δημήτριος γεννήθηκε στη Σύρο αλλά από την ηλικία των τεσσάρων ετών εγκαταστάθηκε αρχικά στο Ναύπλιο και έπειτα στην Κωνσταντινούπολη.

Λόγω των μετακινήσεων της οικογένειας αλλά και δικών του προβλημάτων υγείας η φοίτησή του στα σχολεία δεν ήταν τακτική. Η μητέρα του όμως ήταν πολύ καλλιεργημένη και του προσέφερε αρκετά μαθήματα κατ' οίκον. Ο ίδιος αργότερα ομολόγησε ότι σ' αυτήν όφειλε την κλίση του προς τα φιλολογικά ενδιαφέροντα. Σε κάποια από τις πολλές μετακινήσεις της οικογένειάς του ξαναβρέθηκε στη Σύρο, όπου και φοίτησε στο Λύκειο του Χρήστου Ευαγγελίδη. Εκεί, αυτός και ο συμμαθητής του Εμμανουήλ Ροΐδης, εξέδιδαν χειρόγραφη εφημερίδα.

Το 1851 μετάφρασε την "Εσθήρ" του Ρακίνα. Το 1852 μετέβη στο Λονδίνο για επαγγελματική εξάσκηση και εργάστηκε ως υπάλληλος και ως συνέταιρος στον εμπορικό οίκο των αδελφών Μελά.

Παράλληλα σπούδασε Βοτανική (το μόνο μάθημα που μπορούσε να παρακολουθήσει, λόγω ωραρίου), αλλά τα ενδιαφέροντά του ήταν φιλολογικά και μ' αυτά ασχολήθηκε κυρίως (μελέτη και μεταφράσεις). Από το 1855 έγραφε και ποιήματα, τα οποία δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας ή υπέβαλλε στους ποιητικούς διαγωνισμούς του Πανεπιστημίου.

Το 1876 η εταιρεία Μελά διαλύθηκε και αποφάσισε να επιστρέψει στην Αθήνα. Λόγω όμως των προβλημάτων υγείας της συζύγου του έζησε αναγκαστικά πολλά χρόνια στο Παρίσι. Εκεί έγραψε και τον Λουκή Λάρα και πλήθος μεταφράσεων. Παράλληλα βέβαια ταξίδευε συχνά στην Αθήνα και στις εφημερίδες δημοσίευε τα διηγήματά του.

Εν τω μεταξύ η υγεία της συζύγου του επιδεινωνόταν και αναγκάστηκε να την εγκλείσει σε ψυχιατρική κλινική. Αυτό του επέτρεψε να περνάει περισσότερο καιρό στην Ελλάδα και τελικά το 1897 να εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα. Εκτός από τα επιστημονικά του έργα, ασχολήθηκε με έργα κοινωφελή. Το σημαντικότερο από αυτά είναι η ίδρυση του Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, το 1899, με γραμματέα τον Γεώργιο Δροσίνη.

Μετά το θάνατό του κληροδότησε την πλούσια βιβλιοθήκη του στον δήμο Ηρακλείου Κρήτης, ο οποίος ονόμασε τη βιβλιοθήκη του προς τιμήν του "Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη".
Ο Δημήτριος Βικέλας έλαβε μέρος στο Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο των Παρισίων το 1894 ,μετά από προτροπή του προέδρου του Πανελλήνιου Αθλητικού Συλλόγου Ιωάννη Φωκιανού, επειδή ο τελευταίος δεν μπορούσε να συμμετάσχει και επειδή ο Δημήτριος Βικέλας ήταν ήδη γνωστός Έλληνας λογοτέχνης στις Ευρωπαικές πρωτεύουσες με ισχυρές διασυνδέσεις. Η ιδέα του Βαρόνου Πιέρ ντε Κουμπερτέν για τον Ολυμπισμό και την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων της αρχαιότητας στην σύγχρονη εποχή βρήκε σάρκα και οστά στο Συνέδριο, στο οποίο ιδρύθηκε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή ,εκλέχθηκε πρώτος της πρόεδρος ο Δημήτριος Βικέλας ,και αποφασίστηκε να διεξαχθούν οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα το 1896 μετά από πρόταση του Δημητρίου Βικέλα.

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%92%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CE%BB%CE%B1%CF%82



σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Δημοφιλείς αναρτήσεις