http://www.onestory.gr/post/26586603291
_ΤΑ ΑΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΑ
της Δανάης Χατζή *
.
Θυμάμαι την τελευταία φορά που σε συνάντησα.
Σε επισκεπτόμουν συχνά-πυκνά γιατί μου άρεσε να σε ακούω να μιλάς. Εσύ
από την άλλη, ήσουν από τους ανθρώπους που θαρρείς πως τους είναι
αδύνατον να σωπάσουν. Πέρασα την αυλόπορτα που ήταν ανοιχτή και σε είδα
ανάμεσα στα φύλλα να επεξεργάζεσαι τις τριανταφυλλιές σου.
Μου είναι τεράστιο βάρος.
Μίλησες χωρίς να σηκώσεις το βλέμμα σου. Δεν είχα καταλάβει ότι με είχες δει και ξαφνιάστηκα.
Μου είναι τεράστιο βάρος, στην όποια συνείδηση θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως έχω, τούτα τα απροστάτευτα.
Εννοούσες τον κήπο σου, προφανώς.
Βασανίστηκα και κόπιασα μέχρι να τα φτάσω ως εδώ που τα βλέπεις σήμερα. Και τα κατάφερα καλά, παραδέξου το.
Τέντωσες το δάχτυλο σου προς το μέρος μου και με κοίταξες πάνω από τα γυαλιά σου. Δεν πρόλαβα να γνέψω καταφατικά.
Τα έφτασα ως εδώ και τώρα είναι πλήρως εξαρτημένα από εμένα. Άμα δεν τα κλαδέψω, άμα δεν τα ποτήσω, πάει, ξόφλησαν.
Σήκωσες το κεφάλι σου και κοίταξες τον
ουρανό. Μου φάνηκες γεμάτη σκέψεις και προβληματισμένη αλλά πίστεψα ότι
σκαρώνεις πάλι κάποιο καινούριο μυθιστόρημα. Στάθηκες για λίγο έτσι και
έπειτα συνέχισες το μονόλογό σου.
Μου είναι λοιπόν, όπως καταλαβαίνεις,
τεράστιο βάρος. Πες ότι εγώ μια μέρα τα τινάζω. Φινίτο ρε παιδί μου, και
με βρίσκουν τέζα. Ποιος θα τα φροντίσει;
Είχες μια άνεση και μια χιουμοριστική διάθεση
που δεν είχα ξαναδεί σε άνθρωπο όταν μιλούσες για το θάνατο. Γι’ αυτό
και δεν με παραξένεψαν καθόλου τα λόγια σου. Ίσα ίσα, η λέξηεγώ,
βγήκε από τα χείλη μου αβίαστα και αυθόρμητα, μόνο και μόνο για να σου
τονίσω πόσο κουτές είναι οι σκέψεις σου και πόσο αυτονόητο ήταν πως,
ξέρεις, εγώ.
Κοίταξέ με.
Φορούσες μια μακριά ρόμπα με λουλούδια πάνω
από τα ρούχα σου. Τα μαλλιά σου πολύ πυκνά και μακριά, μονίμως πιασμένα
σε έναν άτσαλο κότσο και κάπου εκεί μέσα στερέωνες και τα γυαλιά σου.
Μακριά κόκκινα νύχια, ένα στριφτό τσιγάρο πάντα στο χέρι σου και ένα
ποτηράκι ουίσκι αφημένο κάπου εκεί τριγύρω. Για τη μυρωδιά, όπως
συνήθιζες να λες. Όχι, δεν ήσουν αλκοολική. Δεν θα μπορούσα να ισχυριστώ
ότι σε είδα κάποια φορά μεθυσμένη. Έβρεχες απλά τα χείλη σου και ύστερα
τραβούσες μια γερή ρουφηξιά από το τσιγάρο σου.
Κοίταξέ με. Πόσος χρόνος θαρρείς πως μου μένει;
Στα εξήντα σου, φαινόσουν πολύ νεότερη και
δραστήρια. Κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί πόσο απομονωμένη ζούσες,
περνώντας το χρόνο σου γράφοντας και φροντίζοντας έναν κήπο.
Και δεν σου λέω πως μπαγιάτεψα. Μέσα μου
λέω, πόσος χρόνος θαρρείς πως μου μένει ώσπου να νιώσω πως ξόφλησα;
Ξέρεις, η ζωή μου ήταν πολύ γεμάτη. Έζησα καλά. Ήπια, χόρεψα, έτρεξα,
σιώπησα. Τα είπα και χύμα και τσουβαλάτα όμως κάποιες φορές. Πήρα τα
χάδια μου, έφαγα και τα χαστούκια μου. Και χόρτασα. Δεν ήθελα άλλο. Γι’
αυτό ήρθα και χώθηκα σ’ αυτήν εδώ την τρύπα. Είπα πως αρκετά γνώρισα τον
κόσμο, καιρός να γνωρίσω και τον εαυτό μου. Μαζί-μαζί πορευτήκαμε τόσες
δεκαετίες και μια κουβέντα δεν είπαμε ποτέ. Κρίμα και άδικο.
Είχα χάσει τον ειρμό της σκέψης σου πια, αλλά δεν σταμάτησα λεπτό να σε ακούω.
Μη μιλάς έτσι. Είσαι πολύ νέα ακόμα για να κάνεις τέτοιες μίζερες σκέψεις. Ούτε που μ’ άκουσες.
Αχ, ο γλυκός ουρανός. Και τα τσιγάρα μου.
Αυτά θα μου λείψουν πιο πολύ άμα θα πεθάνω. Βέβαια, θα μου πεις βρε
μπούφε, στον ουρανό δεν θα πας; Θα βαρεθείς να βλέπεις ουρανό. Εμ, δεν
είναι το ίδιο. Άμα το πιάσεις αυτό που λαχταράς, χαλάει. Άλλη γλύκα έχει
να τον κοιτάς από τη γη. Ξέρω τι σου λέω.
Περπατούσες αργά με το τσιγάρο στο χέρι και
παρατηρούσες τα λουλούδια. Που και που έσκυβες και έκοβες κανένα
φυλλαράκι όπου χρειαζόταν και το πετούσες στο χώμα.
Τούτα εδώ τα απροστάτευτα σκέφτομαι μόνο. Μην ξεραθούν και ερημώσει ο τόπος.
Περπατούσα με τον ίδιο ρυθμό πίσω σου με τα χέρια στις τσέπες.
Άσε τις μακάβριες κουβέντες και πες μου. Θέλεις να περνώ καμιά φορά να σε βοηθάω με τον κήπο; Να σε ξεκουράσω λιγάκι.
Σήκωσες τα μάτια σου ξανά στον ουρανό και τσαλάκωσες τα ξεράδια στη χούφτα σου.
Έχεις καλή ψυχή, μου είπες χωρίς να με κοιτάξεις, αλλά
με την καλή σου την ψυχή μην περιμένεις να δεις προκοπή. Δες όλους
αυτούς τους καραγκιόζηδες και τους παρλαπίπες που μας πουλάνε και μας
αγοράζουν τι σκατόψυχοι είναι, και δες και πόσο ψηλά κάθονται.
Γέλασα και ήρθα κοντά σου.
Μου λες να γίνω καθήκι για να επιβιώσω;
Έσφιξες τη ζώνη της ρόμπας σου και κάπνισες λίγο ακόμη. Ω, μα δεν θα μπορούσες.
Έκανα μια ακόμα στροφή γύρω από τα λουλούδια
σου, μύρισα τα τριαντάφυλλα και ότι άλλο βρήκα μπροστά μου. Είχες σκύψει
πάνω από μια πρασινάδα και ξερίζωνες προσεκτικά τ’ αγριόχορτα. Σ’
άκουσα να σιγοτραγουδάς, το συνήθιζες.
…Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα
πριν να γνωρίσω εσένα, που πρόσμενα καιρό….
Λίγο πριν φτάσω στην αυλόπορτα, άκουσα την
πόρτα σου να κλείνει. Είχες γυρίσει κιόλας στο σπίτι. Πάντα έτσι έφευγα,
ποτέ δεν λέγαμε αντίο ή δεν με ξεπροβόδιζες. Τα θεωρούσες γελοία
αυτά, και αχρείαστα. Βγήκα και στάθηκα στο πεζοδρόμιο σκεπτική. Κοίταξα
το δρόμο και τα περαστικά αυτοκίνητα. Με μιας αποφάσισα να σε
επισκέπτομαι συχνότερα, αφού έδειχνες να απολαμβάνεις την παρέα μου όσο
και εγώ την δική σου. Ίσως να με άφηνες να περιποιηθώ καμιά φορά τον
κήπο σου, αν και θα ήταν περιττό, αφού ήδη σου υποσχέθηκα πως θα το κάνω
όταν κάποτε φύγεις.
Σε μια στιγμή με διαπέρασε ρίγος. Τινάχτηκα
ολόκληρη και γύρισα ασυναίσθητα το κεφάλι μου προς το σπίτι σου. Πριν
προλάβω να περάσω την πόρτα και να τρέξω κοντά σου, ο πυροβολισμός μου
βίδωσε τα πόδια στη γη.
.
Η Δανάη Χατζή είναι 24
ετών, ζεί και εργάζεται στην Κρήτη. Στον ελεύθερο χρόνο της, γράφει
ποιήματα, διηγήματα και ακούει πολλή μουσική. Το όνειρό της είναι να
καταφέρει να γυρίσει όλο τον κόσμο με ένα σημειωματάριο και μια φωτογραφική μηχανή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου