Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Η λατρεία του Ήλιου στην αρχαία Ελλάδα

πηγή http://www.apocalypsejohn.com/2012/10/blog-post_8237.html

Η λατρεία του Ήλιου στην αρχαία Ελλάδα

Η Ηλιακή λατρεία στην αρχαία Ελλάδα εμφανίζεται από τα προκατακλυσμιαία χρόνια και λατρευόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και όχι μόνο. Αναφορές για τη λατρεία του Ήλιου έχουμε αρκετές από την μυθολογία αλλά και από γνωστές προσωπικότητες όπως ο Απολλώνιος ο Τυανεύς, ο Παυσανίας, Ηρόδοτος, Ησίοδος, και από άλλους. Υπήρχαν θεότητες που αντιπροσώπευαν τον Ήλιο, όπως ο Απόλλωνας η Λητώ κ.α.

Από τις πρώτες θεότητες ήταν οι Τιτάνες, Κριός και Κοίος, η Τιτανίδα, Φοίβη και οι απόγονοι τους όπως μας πληροφορεί ο Ησίοδος στην θεογονία. Ο Πίνδαρος είχε πει πως ο Ήλιος είναι η μητέρα των ματιών, ο Αριστοτέλης αποκαλεί τον Ήλιο ως το μάτι του αιθέρα, ενώ ο Σοφοκλής λέει ότι ο Ήλιος είναι το χρυσό βλέφαρο της ημέρας. Είναι λογικό ότι οι άνθρωποι θεωρώντας ότι ο Ήλιος είναι ζωοδότης των πάντων να του προσδίδουν διάφορες τιμητικές εκφράσεις, μια πανάρχαια παράδοση λέει ότι ο Ήλιος είναι το δεξί μάτι του δημιουργού και άρχοντας του κόσμου.

Αργότερα στα Ομηρικά χρόνια η λατρεία του Ήλιου μπορεί να μην ήταν τόσο έντονη σε σχέση με τους προηγούμενους αιώνες αλλά παρόλα αυτά υπήρχε ακόμη η λατρεία του για αυτό γίνονταν θυσίες προς τιμήν του. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Γ103-4) μας λέει: οίσετε άρν, έτερον λευκόν, έτερην δε μέλαιναν, γη τε και Ηελιώ ( κουβαλήστε τώρα δυο αρνιά, το ένα άσπρο και το άλλο μαύρο, για την γη και για τον Ήλιο). Υπήρχαν και υπάρχουν ναοί και ευρήματα σε διάφορες αρχαίες πόλεις όπου αποδεικνύουν ότι η λατρεία ήταν όντως υπαρκτή και μάλιστα σε κάποια μέρη ήταν πολύ έντονα. Στην Κρήτη υπήρχε μια πανάρχαια πόλη η Δρήρο στο νομό Λασιθίου, όπου κατά τις ανασκαφές υπό την Γαλλική αρχαιολογική σχολή βρήκαν διάφορες επιγραφές όπου έγραφαν για τους έφηβους που ορκιζόντουσαν σε διάφορους θεούς, σε μια επιγραφή έλεγε για την ορκωμοσία στον θεό Άλιος (Ήλιος) δυστυχώς η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς στα ελληνιστικά χρόνια από τις εμφύλιες διαμάχες.
 
Σε μια παλιά πόλη της Ήλιδος που ήταν κοντά στα σύνορα με την Αρκαδία όπου σήμερα δεν υπάρχει είχε την ονομασία Άλιον προφανώς προς τιμή του θεού Ήλιου είχε την ομώνυμη ονομασία, όπως και η Αθήνα προς τιμή της θεάς Αθηνάς. Μέσα στην αγορά της Ήλιδος υπήρχε ένα μαρμάρινο άγαλμα του Ήλιου με ακτίνες να εξέχουν από το κεφάλι του.

Στην αγορά της Κορίνθου υπήρχαν τα προπύλαια, πάνω στα προπύλαια υπήρχαν δυο επίχρυσα αγάλματα, το ένα άγαλμα παρίστανε τον Φαέθοντα όπου ήταν γιος του Ήλιου και στο άλλο άγαλμα παρίστανε τον ίδιο τον Ήλιο (Παυσανίας ΙΙ 3,2).

Σε όλο το νησί της Ρόδου και κυρίως στην αρχαία Κάμιρος, Λίνδος, Ηλισσό, η λατρεία του Ήλιου ήταν πιο ισχυρή σε σχέση με τις άλλες ελληνικές πόλεις. Σύμφωνα με τον μύθο η Ρόδος αναδύθηκε από την θάλασσα για να αποζημιώσει τον Ήλιο επειδή αποκλείστηκε από τους δώδεκα ισχυρούς θεούς και επίσης ο Ήλιος ήταν στην Ρόδο όταν ερωτεύτηκε την ομώνυμη νύμφη. Σε όλες τις πόλεις της Ρόδου τιμούσαν τον Ήλιο κάθε 4 χρόνια με μεγάλους αγώνες.

Τον 3 αιώνα π.χ. ο Χάρης ο Λίνδιος Ανέγειρε ένα τεράστιο άγαλμα όπου έγινε γνωστό ως κολοσσός της Ρόδου και θεωρείτε ως ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Ο Πλίνιος έλεγε πως ήταν 105 πόδια ψηλός (33 μέτρα). Δυστυχώς 66 χρόνια μετά από ένα μεγάλο σεισμό το άγαλμα κατέρρευσε, το άγαλμα αυτό αφιερώθηκε στον Ήλιο. Ένας άλλος θρύλος λέει ότι ο θεός Ήλιος έσωσε τον λαό της Ρόδου από μια εκτεταμένη πολιορκία ενός μεγάλου Μακεδόνα στρατηγού τον Δημήτριου τον πολιορκητή, για αυτό οι Ρόδιοι ως ένδειξη ευγνωμοσύνης δημιούργησαν αυτό το τεράστιο μπρούτζινο άγαλμα, από τότε ο Ήλιος ήταν ο προστάτης της Ρόδου.
Στην αρχαία Κολχίδα υπήρχε ένας παραθαλάσσιος ναός του Ήλιου όπου εκεί κατέφυγε η Μήδεια όταν εκδιώχτηκε από τον πατέρα της. Στην Μαντινεία ο χώρος όπου ήταν ο τάφος του Αρκάδα ονομαζόταν και βωμοί του Ήλιου: (το δε χώριον τούτον ενθά ο τάφος εστίν του Αρκάδος, κάλουσιν Ήλιου βωμός (Παυσανίας Η9,4).

Στο νομό της Αργολίδας υπάρχουν αναφορές για την λατρεία του Ήλιου, ο Παυσανίας (β34,10) μας αναφέρει ότι στις Μυκήνες υπήρχε ναός του Ήλιου, κοντά στον Ίναχο ποταμό που είναι στο δρόμο προς το Αργος υπήρχε βωμός του Ήλιου, και στην Ερμιόνη επίσης υπήρχε βωμός του Ήλιου. Στην Επίδαυρο μας λέει η σχετική επιγραφή (ΙGIV 1001,1002) ότι υπήρχε βωμός του Ήλιου.

Στην Σικυώνα υπήρχε βωμός από λευκό μάρμαρο προ τιμή του θεού Ήλιου, όπου το ανήγειρε ο εγγονός του Αλωέα ο Επωπεύς, ο Παυσανίας στο (β31,5) μας αναφέρει ότι ίδρυσαν βωμό προς τον θεό Ήλιο επειδή ο Ήλιος συνέβαλε στην ελευθερία τους από την υποδούλωση του Ξέρξη και στους Πέρσες.

Την λατρεία του Ήλιου την συναντάμε και στην Αθήνα, οι πολίτες των Αθηνών ορκιζόντουσαν συχνά στο όνομα του Ήλιου, επίσης λατρευόταν και σαν πατέρας των Αλμαλκείδη, Πρωτοκλέα, και Πρωτοκλέοντα, έχουν βρεθεί επιγραφές όπου αναφέρονται στους ιερείς του Ήλιου όπως και για τον βωμό του.

Κατά το θερινό Ηλιοστάσιο οι Αθηναίοι γιόρταζαν την γιορτή του Ηρακλή, εδώ βλέπουμε ότι κατά τους Αθηναίους ο Ηρακλής συμβόλιζε τον Ήλιο και στην Σκιοφόρα γιορτή όπου γινόταν κάθε 15 Ιουνίου με 15 Ιουλίου υπήρχε και ιερέας του Ήλιου. Στην Γορτήνα της Κρήτης υπήρχαν τα ιερά κοπάδια όπου ήταν αφιερωμένα στον Ήλιο, αλλά ειδικότερα η λατρεία του γινόταν με την μορφή ταύρου.

Ο Ρίσπεν ήταν γνωστός Γάλλος αρχαιολόγος και θεωρούσε ότι πιθανόν ο Τάλως ήταν μια υπόσταση του θεού Ήλιου.

Μια γνωστή παράσταση στην Ελληνική πλαστική όπου προέρχεται από το ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα έχει την γέννηση της θεάς Αθηνάς όπου την πλαισιώνουν ο Ήλιος και η Σελήνη, επίσης μια άλλη παράσταση όπου προέρχεται από το αέτωμα του ναού των Δελφών δείχνει την δύση του Ηλίου, το αναφέρει και ο Παυσανίας στο (χ19,4) στους νόμους του Πλάτωνα (10,3) λέει για τον Σωκράτη όπου προσεύχεται στον ανατέλλοντα Ήλιο.

Στην αρχαιότητα υπήρχαν πολλές γιορτές όπου γινόταν με βάση τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων αλλά περισσότερο με τον Ήλιο, ακόμα και με τις εκλείψεις του Ήλιου οι άνθρωποι το θεωρούσαν ως κακή δεισιδαιμονία.

Στον τόπο όπου οι Έλληνες έδρασαν και μεγαλούργησαν είχαν και έχουν το προνόμιο ότι το φως του Ήλιου ήταν και είναι ιδιαίτερα διάχυτο και ειδικότερα η Δήλος το νησί του Απόλλωνα και της μητέρας του Λητώ, σύμφωνα με τους επιστήμονες έχει την εντονότερη Ηλιοφάνεια σε όλον τον πλανήτη έτσι ήταν φυσικό στην Δήλο και σε όλη την αρχαία Ελλάδα να τιμούν τον Ήλιο από τα προκατακλυσμιαία κιόλας χρόνια, παρόλο που με το πέρασμα των αιώνων η λατρεία του αποδυναμωνόταν όλο και πιο πολύ, ο κόσμος όμως πάντα τον είχε σε ξεχωριστή θέση, ακόμα και στις ημέρες μας όπου σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο τοποθετείτε η πρώτη μέρα του χρόνου με την πρώτη ημέρα του καλοκαιρινού Ηλιοστασίου, ίσως ακόμα και σήμερα στο υποσυνείδητο μας να τιμούμε τον Ήλιο γιορτάζοντας με πυροτεχνήματα και ευχές ελπίζοντας για ένα καλύτερο χρόνο.

Τέλος η λατρεία του Ήλιου υπήρχε σχεδόν σε όλους τους αρχαίους λαούς όπου κάθε λαός είχε τα δικά του ήθη και έθιμα ως προς αυτό το ουράνιο φαινόμενο, θα επανέλθω σε αυτό το θέμα στο μέλλον. Μέχρι την επόμενη φορά να είστε όλοι καλά. invisiblelycans.gr

σημ.   Αν  δεν  ανοίγουν   οι  σύνδεσμοι  κάντε  τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Κροκέτες τυριού µε µοσχοκάρυδο

Αποτέλεσμα εικόνας για Κροκέτες τυριού µε µοσχοκάρυδο
Κροκέτες τυριού µε µοσχοκάρυδο

4 φλιτζάνια τυρί ρεγκάτο τριµµένο
1 φλιτζάνι παξιµάδι τριµµένο
4 Kpόκους αυγών
1 κουταλιά µαϊντανό
1/2 κουταλάκι µουστάρδα
1/2 κουταλάκι κορν φλάουρ
Λίγο µοσχοκάρυδο τριµµένο
Ηλιέλαιο για το τηγάνισµα
Αλάτι, πιπέρι

Βάζουμε σε ένα µπολ το ρεγκάτο και το τριµµένο παξιµάδι.

Χτυπάμε στο µπλέντερ τous κρόκους, και τouς προσθέτουμε στο µπολ µαζί µε το µαϊντανό, τη µουστάρδα, το µοσχοκάρυδο, το κορν φλάουρ, αλάτι και πιπέρι.

Ζυµώνουμε καλά όλα τα υλικά και αφnνουμε το µείγµα στο ψυγείο για 1/2 ώρα.

Πλάθουμε το µειγµα σε κροκέτες. Βάζουμε το λάδι σε ένα τnγάνι και µόλις κάψει, τις τnγανίζουμε, µέχρι να ροδίσουν.

Τις Βγάζουμε µε τpυπητή κουτάλα και τις σερβιρουμε ζεστές σε µια πιατέλα.

φαγητο.gr

Αγώνας τσαγιού






Αγώνας τσαγιού


Ένας δάσκαλος της τελετής του τσαγιού στην παλαιά Ιαπωνία, μία φορά τυχαία έπεσε πάνω σε έναν στρατιώτη.


Ζήτησε συγγνώμη γρήγορα, αλλά ο μάλλον βίαιος στρατιώτης απαίτησε να διευθετηθεί το θέμα με μια μονομαχία ξιφών.


Ο κύριος του τσαγιού, που δεν είχε καμία εμπειρία με τα ξίφη, ρώτησε τις συμβουλές ενός άλλου δάσκαλου Ζεν που κατείχε τέτοια ικανότητα.


Κατά την διάρκεια που τον σερβίριζε ο φίλος του τσάι, ο ξιφομάχος δάσκαλος Ζεν δεν θα μπορούσε παρά να παρατηρήσει την δεξιοτεχνία, την τέλεια συγκέντρωση και ηρεμία, με την οποία εκτελούσε την τέχνη του ο δάσκαλος.



«Αύριο» είπε ο ξιφομάχος δάσκαλος Ζεν,


«όταν θα μονομαχήσετε με τον στρατιώτη κρατήστε το ξίφος σας επάνω από το κεφάλι σας, σαν να είστε έτοιμος να χτυπήσετε, και αντιμετωπίστε τον με την ίδια συγκέντρωση και ηρεμία με την οποία εκτελείτε την τελετή τσαγιού».


Την επόμενη ημέρα, την ώρα της μονομαχίας, ο δάσκαλος της τελετής του τσαγιού ακολούθησε αυτές τις συμβουλές. Ο στρατιώτης, που περίμενε για να χτυπήσει, κοίταζε επίμονα για πολύ στο πλήρως συγκεντρωμένο αλλά ήρεμο πρόσωπο του δάσκαλου.


Τέλος, ο στρατιώτης χαμήλωσε το ξίφος του, ζήτησε συγγνώμη για την υπεροψία του, και έφυγε χωρίς ούτε ένα χτύπημα.

Ποίηση Αθηνάς Κοτσόβολου

Ποίηση Αθηνάς Κοτσόβολου


ΤΡΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΕΝΖΑΜΙΝ ΜΟΛΟΙΖΕ

Σε τούτη τη φωτογραφία, αχνά χαμογελώντας ένας ποιητής

Γράφει στα 28 τη ιστορία του..

Ο θάνατος η πρώτη γνώση του, η ποίηση έρχεται μετά
Ένα χαμόγελο στους δήμιους του
Σιγοσφυρίζει ένα τραγούδι επιθανάτιο ύμνο του
Κι οι όμοιοι έξω τα τείχη, θρηνούν τον όμοιο που έφυγε.
…………………..
Οι ποιητές μαθαίνουν πρώτα να πεθαίνουν κι ύστερα να στιχουργούν.



Αυτοί οι δύο παράταιρο ζευγάρι και όμως όμοιοι στο θάνατο και τη ζωή
Ο ένας πέθανε προτού ο άλλος γεννηθεί
Ο Φεντερίκο ο κουτσός που τρέχει
Στους κάμπους με τα λιόδεντρα, σέρνοντας τ’ άχρηστο πόδι.
Ο άλλος έχει ακόμα στο λαιμό του τη θηλιά σφιγμένη..
Στο μαύρο δέρμα του σταλάζει ο ιδρώτας και το αίμα του.
Δεν τα κατάφεραν να τους σκοτώσουν..

Αυτές οι μέρες βιάζονται να φύγουν σαν την ακτίνα του ήλιου
Μέσα από τα σκοτεινά αμφιθέατρα δίπλα απ’ τις σκισμένες αφίσες.
Αυτές οι μέρες βιάζονται να μπουν σαν την ακτίνα του ήλιου
Μέσα στα σκοτεινά κελιά των μελλοθάνατων ποιητών
Χαιδεύοντας τ’ άγρυπνα μάτια τους…
Μα αυτοί ξέρουν πως θα πεθάνουν όρθιοι, χωρίς ένα λυγμό
Ούτε ένα δάκρυ,..

Η ιστορία της Αλάσκας

πηγή http://anoixti-matia.blogspot.gr

Η ιστορία της Αλάσκας

ΑΛΑΣΚΑ: Πολιτεία των ΗΠΑ στο βορειοδυτικό άκρο της Αμερικανικής Ηπείρου, με πρωτεύουσα την πόλη Τζούνο (30.987 κάτοικοι). Είναι η μεγαλύτερη σε έκταση (1.717.855 τ.χ.), η έκτη σε πλούτο (54.627 δολάρια κατά κεφαλήν εισόδημα) και η πιο αραιοκατοικημένη (0,42 κάτοικοι ανά τ.χ.). «Αλάσκα» στη γλώσσα των Εσκιμώων σημαίνει η «γη που δεν είναι νησί». Μεγαλύτερη και πιο γνωστή πόλη είναι το Άνκορεϊτζ (275.043 κάτοικοι), ενώ την Αλάσκα κατοικούν συνολικά 626.932 άνθρωποι.

Οι Ρώσοι ήταν αυτοί που έβαλαν πρώτοι πόδι στην Αλάσκα, στα μέσα του 18ου αιώνα, επωφελούμενοι της γειτνίασής της με τη Σιβηρία, από την οποία χωρίζεται με τον Βερίγγειο Πορθμό. Ασχολήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά με το εμπόριο της γούνας, παραμερίζοντας τους ιθαγενείς εσκιμώους Ινουίτ.

Ο οξύς ανταγωνισμός με τους Γάλλους και Άγγλους εμπόρους μείωσε βαθμιαία το ενδιαφέρον τους για την περιοχή. Μετά την ήττα των Ρώσων στον Κριμαϊκό Πόλεμο, το 1856, ο τσάρος έψαχνε τρόπους για να την ξεφορτωθεί. Προφανώς, ο φυσικός πλούτος της περιοχής ήταν άγνωστος στον Αλέξανδρο Β' και την κυβέρνησή του.

Η αμερικανική κυβέρνηση δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη, παρότι η χώρα επούλωνε τις πληγές της από τον αιματηρό Εμφύλιο Πόλεμο. Πρόλαβε Ισπανούς και Καναδούς και μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις με τους Ρώσους αγόρασε την Αλάσκα αντί 7,2 εκατομμυρίων δολαρίων, στις 30 Μαρτίου 1867.

Η είδηση της εξαγοράς προκάλεσε την αντίδραση του αμερικανικού τύπου, αλλά και μελών του Κογκρέσου. Οι εφημερίδες επιτέθηκαν με δριμύτητα στον υπουργό Εξωτερικών, Ουίλιαμ Σιούαρντ, που πρωτοστάτησε στη συμφωνία. Θεώρησαν παρανοϊκό να ξοδευτούν τόσα πολλά χρήματα για ένα έρημο και απόμακρο μέρος, μονίμως χιονισμένο. Η συμφωνία αγοράς επικυρώθηκε τελικά από το Κογκρέσο στις 9 Απριλίου 1867 και στις 18 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου η Αυτοκρατορική Ρωσία μεταβίβασε την κυριαρχία της Αλάσκας στις ΗΠΑ.

Ο χρόνος δικαίωσε πλήρως τον Σιούαρντ. Η Αλάσκα αποδείχθηκε ευλογημένη γη, με απίστευτο φυσικό πλούτο: χρυσό, πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ξυλεία και αλιεία.

ΠΗΓΗ
http://ta-xeirotera.blogspot.gr/

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΟΡΙ της Μαρίας Παυλοπούλου

πηγή http://www.onestory.gr/post/33889235276

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΟΡΙ

της Μαρίας Παυλοπούλου *
.
Το αγόρι ανασηκώθηκε ελαφρά στο κρεβάτι και αφουγκράστηκε τη βαριά σιωπή που είχε τυλίξει το δωμάτιο. Πάλι χιονίζει…, σκέφτηκε ερμηνεύοντας την ξαφνική απουσία κάθε ήχου και τυλίχτηκε πιο σφιχτά γύρω στο αδύνατο κορμάκι του τη φθαρμένη κουβέρτα. Καθώς έβηξε δεν πρόλαβε να φέρει το χέρι του μπροστά στο στόμα και είδε την ανάσα του να παίρνει τη μορφή ενός μικροσκοπικού σύννεφου που έκανε μια σύντομη διαδρομή και δευτερόλεπτα αργότερα εξαφανίστηκε. Το βρήκε παιχνίδι. Έβηξε ξανά, αυτή τη φορά δυο φορές, και έμεινε να παρατηρεί το ταξίδι του μικρού σύννεφου μέσα στο παγωμένο δωμάτιο.
-Γιατί βήχεις;
Η βροντερή φωνή του πατέρα έκανε το αγόρι να καταπιεί απότομα την τελευταία του ανάσα και να διακόψει το παιχνίδι. Με μια σβέλτη κίνηση πέταξε από πάνω του την κουβέρτα και αναζήτησε στα τυφλά τις παντόφλες του. Η μία είχε χωθεί κάτω από το ντιβάνι και του πήρε κάμποσα λεπτά μέχρι να καταφέρει να την ξεθάψει και να χώσει επιτέλους μέσα το παγωμένο του πόδι, κατακόκκινο και πρησμένο από τις χιονίστρες.
Όλη αυτή την ώρα δεν έπαιρνε τα μάτια του από τον πατέρα. Ο άντρας, μετά από την ερώτησή του, δεν ξαναμίλησε παρά μόνο πήγε και ήρθε τέσσερις φορές μέσα στην κουζίνα, μεταφέροντας στο ξύλινο τραπέζι του δωματίου δυο βαθιά πιάτα με αχνιστή σούπα, μισό καρβέλι ψωμί, δύο ποτήρια και μία κανάτα κρασί.
-Κάθισε.
Το αγόρι, υπακούοντας στην εντολή και στο έντονο γουργουρητό της άδειας του κοιλιάς, βρέθηκε αμέσως να κάθεται στην μία από τις δύο ξύλινες καρέκλες. Έπιασε το κουτάλι με το αριστερό χέρι και περίμενε. Ο πατέρας έκοψε το ψωμί σε δύο μεγάλα κομμάτια και ακούμπησε το ένα μπροστά στο γιο του. Το χεράκι σφίχτηκε κι άλλο γύρω από το κουτάλι.
-Με το δεξί τρώμε. Ακούστηκε η δυνατή φωνή και το κουτάλι άλλαξε χέρι στη στιγμή. Το αγόρι το βούτηξε μέσα στο ζεστό φαγητό και ένιωσε το στόμα του να γεμίζει σάλια.
-Το σταυρό σου πρώτα.
Το κουτάλι παρέμεινε βυθισμένο μέσα στο τσίγκινο πιάτο μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της προσευχής και ύστερα οι πρώτες γουλιές από το θρεπτικό υγρό άρχισαν επιτέλους να ανακουφίζουν την πείνα του αγοριού.
Ο ήχος των κουταλιών καθώς χτυπούσαν στα πιάτα και το ελαφρύ ρούφηγμα της σούπας ήρθαν να καλύψουν την θανατερή σιωπή. Το αγόρι δεν έπαιρνε τα μάτια του από το πιάτο. Όχι τόσο από πείνα, μα από φόβο μη χυθεί ούτε σταγόνα και υποστεί μία ακόμη κατσάδα από τον πατέρα. Ο άντρας δεν έπαιρνε τα μάτια του από το γιο του. Εκμεταλλευόμενος την προσήλωση του μικρού στο φαγητό, επέτρεψε για λίγες στιγμές στη ματιά του να πλανηθεί πάνω στη λιπόσαρκη μορφή του αγοριού. Το βλέμμα του ξαφνικά σκοτείνιασε. Τα χείλη σφίχτηκαν. Μετά από μερικές μπουκιές, σταμάτησε απότομα, πήρε το κομμάτι από το ψωμί που του αναλογούσε, το έκοψε μικρά κομματάκια και το έριξε με τη χούφτα μέσα στη σούπα του αγοριού.
-Τρώγε γρήγορα, πριν κρυώσει, διέταξε ανακτώντας το οικείο και στους δύο ύφος του. Στη συνέχεια γέμισε το ποτήρι του με κρασί και μετά από σύντομη σκέψη έβαλε δύο δάχτυλα και σε αυτό του γιου του που σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε με απορία.
-Κάνει πολύ κρύο σήμερα. Θα σου κάνει καλό, εξήγησε μα κι αυτό άγαρμπα και σκληρά βγήκε απ’ το στόμα του στην προσπάθειά του να κρύψει κάθε ίχνος έγνοιας και τρυφερότητας.
Μετά από κάμποσες μπουκιές παπαριασμένου μέσα στη σούπα ψωμιού, το αγόρι ένιωσε επιτέλους το στομάχι του να γεμίζει και το ενοχλητικό γουργουρητό σταμάτησε. Τότε μόνο η συνεχής κίνηση του χεριού του από το πιάτο στο στόμα διακόπηκε και το βλέμμα του σκάλωσε στο ποτήρι με το κρασί μπροστά του. Διστάζοντας να γευτεί το μέχρι πρότινος απαγορευμένο για την ηλικία του ποτό – παρόλο που ήταν διαταγή - βάλθηκε να παρατηρεί το έντονο κόκκινο χρώμα του και τις λαμπερές, θαρρείς μαγικές αποχρώσεις που αυτό έπαιρνε καθώς η αντανάκλαση από τη φωτιά που σιγόκαιγε στο τζάκι διαπερνούσε το θαμπό, ραγισμένο κατά τόπους γυαλί.
Σε τούτο τον έρημο, άγονο σχεδόν τόπο, το αγόρι δεν είχε συνηθίσει να βλέπει χρώματα παρά μόνο τις λιγοστές φορές που κάποιος πραματευτής έσερνε στο πίσω μέρος της καρότσας του χρωματιστά σεντόνια και πετσέτες. Μα κι αυτός, μόλις αντιλαμβανόταν την έλλειψη ενδιαφέροντος των λίγων κατοίκων του ορεινού χωριού, έμπαινε βιαστικός στο φορτηγό του και συνέχιζε κατά την πεδιάδα αναζητώντας ίσως καλύτερη τύχη.
-Πιες, ακούστηκε και πάλι η φωνή του πατέρα, πιο ήρεμη αυτή τη φορά, λες και είχε κάνει ένα κουραστικό ταξίδι μέσα στις σκοτεινές σκέψεις του μυαλού του, προτού σχηματίσει τη μοναδική λέξη.
Το αγόρι υπάκουσε, σφίγγοντας στο χεράκι του το ποτήρι με το κρασί. Έτσι όπως το σήκωσε και το έφερε μπρος στα μάτια του, θαμπώθηκε από το έντονο χρώμα, τόσο πολύ που σχεδόν λυπήθηκε να το πιει μη και χαθεί η μαγική στιγμή. Φαντάστηκε τότε ότι πίνει κάποιο μαγικό φίλτρο από αυτά που διάβαζε κατά καιρούς στα λιγοστά βιβλία που έπεφταν στα χέρια του, κι αυτά δανεικά από το σχολείο όπου ο πατέρας δούλευε σαν δάσκαλος.
Ακούμπησε τα χείλη του στην άκρη του ποτηριού και έγειρε πίσω το κεφάλι, μα πριν προλάβει να γεμίσει το στόμα του με το «μαγικό φίλτρο» ένας δυνατός γδούπος στην πόρτα τσάκισε στα δυο τη σιωπή. Η μαγική στιγμή εξαφανίστηκε ξαφνικά, αφήνοντας το αγόρι απογοητευμένο και τον πατέρα απορημένο για το ποιος μπορεί να χτυπούσε την πόρτα τους μια τόσο κρύα νύχτα του Γεναριάτικου χειμώνα.
Η καρέκλα σούρθηκε στο πάτωμα καθώς σηκωνόταν, ενώ το αγόρι δεν τόλμησε να κουνηθεί από τη θέση του. Φανταζόταν ήδη κάποιον πειρατή που ξεστράτισε από τη θάλασσα να χτυπάει με το γάντζο του την ξύλινη πόρτα, ή κάποιον ληστή που έψαχνε καταφύγιο μέσα στα δύσβατα βουνά και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από το ενδιαφέρον που αποκτούσε τόσο ξαφνικά η βραδιά. Γι’ αυτό και όταν στο άνοιγμα της πόρτας εμφανίστηκε το καμπουριασμένο σώμα του σιδερά, ο μικρός ένιωσε τον ενθουσιασμό του να ξεφουσκώνει.
Του ήρθε να κλάψει και θα το έκανε αν δεν του τράβαγε την προσοχή η σιγανή μα τρομοκρατημένη φωνή του απρόσμενου επισκέπτη.
-Δάσκαλε… το παιδί!
Ο πατέρας, συνηθισμένος να ακούει τα προβλήματα των συγχωριανών του ακόμα και αυτά που δεν είχαν να κάνουν με το επάγγελμά του – καθότι «γραμματιζούμενος», έκανε πίσω αφήνοντας τον σιδερά να μπει μέσα στο σπίτι.
-Τι συμβαίνει Γιώργη; Μπες μέσα. Χαλάει ο κόσμος.
Ο άντρας έκανε μισό βήμα φροντίζοντας να τινάξει το περιττό χιόνι από τις αρβύλες του, μη και λερώσει την κάμαρα του δασκάλου. Ύστερα κοντοστάθηκε και τον κοίταξε κατάματα.
Το αγόρι, από τη θέση του, μπορούσε να διακρίνει το υγρό ασπράδι των ματιών του και το τρομαγμένο του βλέμμα. Μα αυτό που το έκανε να σηκωθεί από την καρέκλα του ήταν τα δάκρυα που είδε να κυλούν στο αυλακωμένο πρόσωπο του πρόωρα γερασμένου ανθρώπου. Δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του άντρα να κλαίει. Ο πατέρας δεν είχε κλάψει ούτε εκείνη τη ζεστή μέρα που είχαν βάλει μέσα στη γη τη μαμά. Ούτε καν μετά, όταν πήραν το δρόμο για το σπίτι και του εξήγησε ότι η μαμά δε θα ερχόταν μαζί τους.
Ο σιδεράς σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα υγρά του μάγουλα και προτού μιλήσει έβγαλε το καπέλο του και άρχισε να το στριφογυρίζει στα ροζιασμένα του χέρια.
-Το παιδί… ο γιος μου, δεν είναι καλά. Ψήνεται στον πυρετό δάσκαλε. Το γιατρό… το γιατρό! Πρώτα η μάνα του, τώρα κι αυτό… δε θα το αντέξω δάσκαλε.
Το αγόρι πήρε τα μάτια του από τον σιδερά και κοίταξε τον πατέρα του. Σα να διάβαζε τη σκέψη του. Στο χωριό τους δεν υπάρχει γιατρός. Το πιο κοντινό αγροτικό ιατρείο βρίσκεται στην κωμόπολη, στην πεδιάδα, τουλάχιστον δώδεκα χιλιόμετρα ποδαρόδρομο. Τα λόγια του πατέρα επιβεβαίωσαν τις υποψίες του.
-Πρέπει να πάμε με τα πόδια Γιώργη. Μα το παιδί, πώς θα το κουβαλήσουμε τόσο δρόμο μέσα στο χιόνι;
Αντί για απάντηση, ο σιδεράς άρχισε να κλαψουρίζει απελπισμένα και τότε ο πατέρας τον έπιασε από τα λεπτά του μπράτσα και τον ταρακούνησε δυνατά μέχρι που τον ανάγκασε να σταματήσει. Ύστερα στράφηκε στο αγόρι που στεκόταν τώρα πίσω του.
-Ντύσου, είπε με μια φωνή που δε σήκωνε αντίρρηση.
Οι δύο άντρες και το αγόρι βγήκαν στο χιόνι ντυμένοι τα πιο βαριά τους ρούχα. Στο δρόμο μέχρι το σπίτι του σιδερά, ο μικρός έσκυβε πού και πού και κοίταζε την μικρή τρύπα στο παπούτσι του απ’ όπου τρύπωνε το παγωμένο χιόνι και έκανε τη φαγούρα στις χιονίστρες του αφόρητη. Προσπαθούσε να κάνει δύο βήματα με το δεξί πόδι και ένα με το αριστερό μα ο πατέρας έσφιξε γερά το παιδικό χεράκι στην τραχιά χούφτα του, τράβηξε το αγόρι προς το μέρος του και τάχυνε το βήμα πλάι σ’ εκείνο, το ασταθές, του σιδερά.
Σ’ όλη τη διαδρομή δε μίλησε κανείς. Ο πατέρας και ο σιδεράς κρατούσαν το στόμα τους κλειστό κι όλο κι έσφιγγαν γύρω απ’ το λαιμό τους τα μάλλινα κασκόλ, να προστατευτούν απ’ το κρύο. Το αγόρι απ’ την άλλη θυμήθηκε το παιχνίδι του και άνοιγε κάθε τόσο το στοματάκι του, αφήνοντας μικρές ανάσες που έπαιρναν μορφή μόλις συναντούσαν τον παγωμένο αέρα. Το έκανε ξανά και ξανά, μέχρι που ξέχασε τον πόνο απ’ τις χιονίστρες. Μέχρι που το σπίτι του σιδερά φάνηκε στην επόμενη στροφή.
Το αγόρι παρατήρησε το χαλκοκόκκινο χρώμα που ξεχυνόταν από το πλαϊνό παράθυρο και φαντάστηκε με αγαλλίαση μια μεγάλη φωτιά να καίει στο πέτρινο τζάκι. Θα μπορούσε βέβαια το πορφυρό αυτό φως να προέρχεται από κάτι άλλο πολύ πιο συναρπαστικό και ενδιαφέρον, τις φλεγόμενες κορίνες ενός ταχυδακτυλουργού ας πούμε, όμως με τα παπούτσια και τις κάλτσες του να έχουν διπλασιάσει το βάρος τους από το παγωμένο νερό, το αγόρι δεν μπορούσε να φανταστεί τίποτα πιο ανακουφιστικό από μία μεγάλη φωτιά όπου θα μπορούσε να τα απλώσει να στεγνώσουν.
Ο σιδεράς έσπρωξε την ετοιμόρροπη ξύλινη πόρτα και άφησε πρώτα το δάσκαλο να περάσει. Το αγόρι ακολούθησε και μόλις ένιωσε το χέρι του να ελευθερώνεται μέσα από την φαρδιά παλάμη του πατέρα, τίναξε από τα πόδια του το χιόνι και σκούπισε την ιδρωμένη του χούφτα στο παντελόνι του.
Ο πατέρας έσκυψε και κοίταξε το αγόρι στα μάτια.
-Μείνε εδώ.
Αμέσως μετά ακολούθησε τον σιδερά στο μέσα δωμάτιο και το αγόρι έμεινε μόνο του στη μέση της φτωχικής κάμαρας. Ένιωσε τα πόδια του να μυρμηγκιάζουν από την ξαφνική αλλαγή της θερμοκρασίας και αυτό το αίσθημα σα να το έβγαλε από το λήθαργο. Κούνησε τα δάχτυλά του μέσα στα φαρδιά παπούτσια, να βοηθήσει το αίμα να κυκλοφορήσει κανονικά, κι έπειτα έσκυψε και τα έβγαλε, πρώτα τα παπούτσια, μετά και τις κάλτσες. Έκανε μερικά βήματα πάνω στο θαμπό ξύλινο πάτωμα. Με το μεγάλο του δάχτυλο βάλθηκε να ακολουθεί μια αράχνη κι όταν βαρέθηκε, πλησίασε το τζάκι απλώνοντας τα χέρια του προς τη φωτιά. Το υγρό κούτσουρο τριζοβολούσε καθώς καιγόταν και σπίθες πεταγόντουσαν από δω κι από κει δίνοντας στο αγόρι την εντύπωση ότι είχε μπροστά του ένα πυροτέχνημα!
Το αγόρι έμεινε στην ίδια θέση για κάμποσα λεπτά, μέχρι που ένιωσε τα δάχτυλά του να πυρώνουν. Μα αυτό που το έκανε να τιναχτεί και να γυρίσει το βλέμμα προς τα πίσω, ήταν η φωνή του πατέρα που αθόρυβα είχε πλησιάσει προς το μέρος του.
-Εσύ θα μείνεις εδώ. Ο κυρ-Γιώργης κι εγώ πρέπει να πάμε να φέρουμε το γιατρό. Μπορεί να αργήσουμε, δεν ξέρω τι χιόνι θα συναντήσουμε μέχρι κάτω. Να ρίχνεις ξύλα στη φωτιά μη και σβήσει. Κι ύστερα, χαμηλώνοντας κι άλλο για να κοιτάξει το αγόρι κατάματα να είσαι φρόνιμος και να προσέχεις το παιδί μέχρι να γυρίσουμε. Και χωρίς να περιμένει απάντηση έκανε μεταβολή σέρνοντας από πίσω του και τον σιδερά που όλη αυτή την ώρα δεν είχε πάψει να μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτα λόγια ανακατεμένα πότε με δάκρυα και πότε με αναστεναγμούς.
Οι δυο άντρες κούμπωσαν τα παλτό τους, καλύπτοντας το πρόσωπό τους μέχρι το λαιμό και μετά ο πατέρας έκλεισε πίσω του την πόρτα, χωρίς να ρίξει άλλη ματιά στο αγόρι που έμεινε μόνο μέσα στο ξένο σπίτι.
Ξαφνικά το δωμάτιο του φαινόταν μεγαλύτερο. Τότε μόνο παρατήρησε τα λιγοστά έπιπλα – ένα τραπέζι, μία καρέκλα και ένα μπαούλο - καθώς και τις μεγάλες τους σκιές όπως ρίχνονταν πάνω στους τέσσερις τοίχους. Ένιωσε τις τρίχες στο κεφάλι του να ορθώνονται και η πρώτη του σκέψη ήταν να φορέσει τις κάλτσες και τα παπούτσια του και να τρέξει πίσω, στην ασφάλεια του σπιτιού του. Μα η εντολή του πατέρα ήταν ξεκάθαρη. Έπρεπε να περιμένει εκεί. Όσο για εκείνο το «να προσέχεις το παιδί» ξαφνικά τον έκανε να αισθανθεί μεγαλύτερος. Να λοιπόν που η βραδιά αποκτούσε τελικά ενδιαφέρον, κι ας μην ήταν ο πειρατής ή ο ληστής εκείνος που είχε χτυπήσει νωρίτερα την πόρτα τους.
Έλεγξε τη φωτιά που ήταν έτοιμη να σβήσει και έριξε ένα ακόμη κούτσουρο αναζωπυρώνοντας τις φλόγες. Έπειτα πήγε και στάθηκε στο κατώφλι που ένωνε το υποτυπώδες καθιστικό με την κάμαρα.
Από εκεί, μισοκρυμμένο στις σκιές, παρακολούθησε για λίγο το αγόρι, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένο ανάσκελα στο σιδερένιο κρεβάτι, και μόνο όταν σιγουρεύτηκε ότι δεν απειλείται από κάτι πλησίασε κι άλλο με διστακτικό ωστόσο βήμα, μέχρι που έφτασε δίπλα του. Τράβηξε τη μοναδική καρέκλα που υπήρχε στο χώρο κι έκατσε. Άρχισε τότε να παίζει με την κουβέρτα την παλιά, να μετρά τα φθαρμένα, φαγωμένα κρόσσια της. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, μέχρι το δέκα. Ως εκεί ήξερε να μετρά. Και πάλι απ’ την αρχή. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα… Το έκανε πολλές φορές αυτό, αποφεύγοντας έτσι να κοιτάξει το παιδί.
Εκείνο, τινάχτηκε ξαφνικά κάποια στιγμή και το αγόρι έβγαλε μια τρομαγμένη φωνούλα. Ανάγκασε τότε τον εαυτό του να σηκώσει το βλέμμα πάνω του. Το είδε να τρέμει. Τα δόντια του να χτυπούν το ένα στο άλλο. Θα’ ταν δε θα’ ταν στην ηλικία του, μα πιο αδύνατο ακόμα, όπως μπόρεσε να μαντέψει ρίχνοντας μια ματιά στο μικρό φούσκωμα που δημιουργούσε το σωματάκι του κάτω από την μάλλινη κουβέρτα. Το τρέμουλο έγινε ακόμα πιο δυνατό, πιο γρήγορο. Τα μάτια του είχαν συνηθίσει πια το σκοτάδι και μπόρεσε να δει και τις χοντρές σταγόνες ιδρώτα που γυάλιζαν στο παιδικό μέτωπο και κυλούσαν στα βαθουλωμένα μάγουλα. Έκανε να το σκεπάσει με την κουβέρτα μα το παιδί, σα να αντιλήφθηκε την κίνηση, τινάχτηκε ξανά και το πρόσωπό του συσπάστηκε σε μια έκφραση καθόλου παιδική.
Έτσι όπως γύρισε το κεφάλι του, το αγόρι μπόρεσε να παρατηρήσει πιο προσεκτικά τα χείλη του. Λεπτά, ξερά, αφυδατωμένα και μισάνοιχτα σε αναζήτηση ανάσας ή μιας σταγόνας νερού. Έκανε ένα γύρο το βλέμμα του στο χώρο και το χέρι του απλώθηκε αυτόματα πάνω στο ποτήρι με το νερό και την πετσέτα που ήταν ακουμπισμένα πάνω στο κομοδίνο. Έβρεξε την πετσέτα και άρχισε μετά για ώρα να την περνάει πάνω απ’ τα διψασμένα χείλη. Όπως έκανε και η μαμά όταν εκείνος καιγόταν μέσα στον πυρετό του. Τότε, πριν πάει στον ουρανό. Πάνε τώρα δυο καλοκαίρια που έφυγε η μαμά. Κάποια παιδιά στο σχολείο του είχαν πει ότι πέθανε, όμως όταν γύρισε κλαμένος και το είπε στον πατέρα, εκείνος τον πήρε στα γόνατά του και του εξήγησε ότι η μαμά δεν είχε πεθάνει, αλλά είχε πάει σε κάποιο άλλο μέρος, κάπου στον ουρανό, όπου δεν υπάρχει ούτε πόνος, ούτε πυρετός, ούτε πείνα και ότι κάποτε θα πήγαιναν κι εκείνοι να τη βρουν. Μα το αγόρι είχε σταματήσει από ώρα να τον ακούει γιατί ήταν η πρώτη φορά που ο πατέρας το έπαιρνε στα γόνατά του και πέρναγε έτσι απαλά την άγρια παλάμη του πάνω στα γυμνά μπράτσα του. Κι αυτό έκανε το αγόρι να θέλει να κλάψει περισσότερο κι από τα ανάλγητα λόγια των παιδιών στο σχολείο.
Ένα μουρμουρητό ξέφυγε από τα χείλη του παιδιού και το αγόρι έμεινε ακίνητο. Έβρεξε ξανά την πετσέτα κι έκανε να την ακουμπήσει στο ιδρωμένο μέτωπο, μα το παιδί άρχισε και πάλι να τρέμει, όλο και περισσότερο. Τώρα τιναζόταν όλο του το σώμα, μέχρι που το αγόρι αναγκάστηκε να κλείσει στη χούφτα του το χέρι του παιδιού. Και τόση ώρα, ήταν η πρώτη φορά που το άγγιζε. Η επαφή το ξάφνιασε. Όπως και τότε που ο πατέρας τον είχε πάρει στα γόνατά του.
Το αγόρι άρχισε να τρίβει και να τρίβει απαλά το χέρι μέχρι που το τρέμουλο ηρέμησε. Το στήθος ανεβοκατέβαινε πια πιο αργά. Όλο και πιο αργά…
Απ’ το μισάνοιχτο στόμα του παιδιού βγήκαν μερικές μικρές, κοφτές ανάσες. Κάθε μία έκανε τον πόνο όλο και πιο μικρό, όλο και πιο ανίσχυρο. Μέχρι που όλα γύρω τους ηρέμησαν.
Τώρα δεν ακουγόταν τίποτα. Ούτε ανάσα, ούτε αναστεναγμός.
Το αγόρι έμεινε εκεί, ανακουφισμένο από την ξαφνική σιωπή που απλώθηκε στο χώρο. Συνέχισε να κρατάει το χέρι του παιδιού ακόμη και τη στιγμή που είδε ένα ασπριδερό, θολό χρώμα να απλώνεται στο ήρεμο πρόσωπό του. Πήγε τότε να τραβηχτεί. Είχε πιαστεί τόση ώρα στην καρέκλα. Μα αμέσως θυμήθηκε την εντολή του πατέρα «Να προσέχεις το παιδί…» κι έσφιξε ακόμη περισσότερο στη χούφτα του το παγωμένο, ακίνητο χεράκι.
Με το άλλο χέρι, το άδειο, έπιασε πάλι το μέτρημα. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα… ως το δέκα. Και πάλι απ’ την αρχή…
Η Μαρία Παυλοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα όμως μέσα από τα άπειρα βιβλία που έχει διαβάσει, έχει ζήσει ίσα με 100 ζωές μέχρι σήμερα. Της αρέσει να γράφει, να διαβάζει και να ταξιδεύει. Νοερά ή όχι. Το ίδιο είναι.
[ facebook ] [ e-mail ]

Αν δεν κοιμάστε καλά διαγράφονται οι αναμνήσεις σας


Αν δεν κοιμάστε καλά διαγράφονται οι αναμνήσεις σας


Η έλλειψη μόλις δύο ωρών ύπνου μπορεί να κάνει τη διαφορά
Αν δεν κοιμηθείτε καλά και αρκετά κατά τη διάρκεια της νύχτας, το πιο πιθανό είναι να μη θυμάστε αύριο καν ότι διαβάσατε αυτό το άρθρο.
Δύο χαμένες ώρες ύπνου έχουν ως αποτέλεσμα ο εγκέφαλος να μην «ξεκουράζεται» και να μην αποθηκεύει σωστά τις αναμνήσεις σας.
Οι ειδικοί τονίζουν ότι έξι αντί για οκτώ ώρες ύπνου έχουν μεγάλη διαφορά και μπορεί να «εξαφανίσουν» κάποιες μνήμες σας για πάντα!
Αυτό τουλάχιστον ισχυρίστηκε ο ερευνητής Ted Abel στο ετήσιο συνέδριο Νευροεπιστημών που διεξήχθη στη Νέα Ορλεάνη.
«Ο ύπνος δεν πρέπει να είναι πολυτέλεια στο σύγχρονο τρόπο ζωής. Είναι πολύ σημαντικό για τη λειτουργία του εγκεφάλου και για το ίδιο το άτομο να μπορεί να θυμάται και να συγκεντρώνεται στο τι του συνέβη κατά τη διάρκεια της ημέρας. Πολλές φορές πιστεύουμε ότι το να πιούμε μια κούπα καφέ παραπάνω και να απαντήσουμε σε μερικά ακόμη e-mail σημαίνει ότι κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε. Όμως μερικές φορές ίσως είναι πιο σημαντικό να κοιμηθούμε και να ασχοληθούμε με τις δουλειές μας λίγο αργότερα» είπε ο καθηγητής από το πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια.
Ο καθηγητής μελέτησε πώς αντιμετώπιζαν κάποια τεστ «μνήμης» ποντίκια στα οποία είχε διακοπεί ο ύπνος.
«Βρήκαμε ότι όταν στερούσαμε τον ύπνο από τα ποντίκια, αυτό προκαλούσε μείωση των “αποθηκευμένων” τους αναμνήσεων» είπε.
Ο καθηγητής πιστεύει ότι η απώλεια αναμνήσεων που οφείλεται στην έλλειψη ύπνου, «εξαφανίζει» αυτές τις αναμνήσεις για πάντα, κάτι που σημαίνει ότι αν κάποιος κοιμηθεί την επόμενη μέρα περισσότερο δε σημαίνει ότι θα καταφέρει να τις ανακτήσει.
newsbeast.gr


ΤΖΟΝ ΡΙΝΤ (1887 – 19/10/1920) «ΟΙ ΔΕΚΑ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ»



ΤΖΟΝ ΡΙΝΤ (1887 – 19/10/1920)


«ΟΙ ΔΕΚΑ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ»


Αμερικανός δημοσιογράφος, που έγραψε το χρονικό της Οκτωβριανής Επανάστασης με τίτλο «Οι 10 μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο».


Tο βιβλίο "Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο" είναι το ζωντανό χρονικό της πιο μεγάλης, της πιο κοσμογονικής κοινωνικής επανάστασης όλων των εποχών: της Oκτωβριανής Σοσιαλιστικής Eπανάστασης του ρώσικου προλεταριάτου.


O Tζον Pιντ δεν είναι απλά ο αυτόπτης μάρτυρας και ο χρονικογράφος της κοσμοϊστορικής προλεταριακής εποποιίας. Eίναι, πάνω απ' όλα αυτά, ο φωτισμένος πνευματικός άνθρωπος, ο ιδεολόγος, ο αγωνιστής που, μέσα στην πύρινη ροή των ημερών εκείνων που συγκλόνισαν κυριολεκτικά τη μεγάλη χώρα κι ολόκληρο τον κόσμο, αυτός είχε τόση δύναμη διορατικότητας και προοπτικής, ώστε να διακρίνει καθαρά τη νέα χαραυγή που ανέτειλε στην ιστορία της ανθρωπότητας. Tη χαραυγή των προλεταριακών και εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων, τη χαραυγή του σοσιαλισμού.


Mε το βιβλίο του Tζον Pιντ γαλουχήθηκαν πολλές γενιές επαναστατών σ' όλες τις γωνιές της γης.


Στα ελληνικά το έργο μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στο εξωτερικό το 1961 από τις "Πολιτικές και Λογοτεχνικές Eκδόσεις". Στο βιβλίο που κρατά ο αναγνώστης στα χέρια του είναι ξανακοιταγμένη και βελτιωμένη η έκδοση εκείνη του μνημειακού έργου του Tζον Pιντ. http://www.perizitito.gr/


ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ

«…Οι Αμερικανοί δεν πίστευαν ότι η ταξική πάλη θα μπορούσε να φτάσει σε τέτοια οξύτητα. Συνάντησα στο Βόρειο Μέτωπο αξιωματικούς, που προτιμούσαν ανοιχτά τη στρατιωτική ήττα από τη συνεργασία με τις στρατιωτικές επιτροπές. Ο γραμματέας του τμήματος του κόμματος των καντέ (*δεξιοί) στην Πετρούπολη μου έλεγε, πως το οικονομικό χάος είναι μέρος της εκστρατείας που γίνεται για να δυσφημιστεί η επανάσταση. Ένας συμμαχικός διπλωμάτης, που έδωσα το λόγο μου να μην αναφέρω τ' όνομά του, το βεβαίωνε, βασιζόμενος σε δικές του πληροφορίες. Γνωρίζω μερικά ανθρακωρυχεία κοντά στο Χάρκοβο, που τα 'καψαν ή τα πλημμύρισαν με νερά οι ιδιοκτήτες τους, εργοστάσια υφαντουργίας στη Μόσχα, όπου οι μηχανικοί παρατώντας τη δουλειά αχρήστευαν τις μηχανές, σιδηροδρομικούς που πιάστηκαν από τους εργάτες, τη στιγμή που αχρήστευαν τις ατμομηχανές. Ένα μεγάλο μέρος των εύπορων τάξεων προτιμούσε τους Γερμανούς από την επανάσταση, ακόμα και από την προσωρινή κυβέρνηση, και μιλούσε γι' αυτό χωρίς ντροπή. Στη ρωσική οικογένεια όπου έμενα, το μόνιμο σχεδόν θέμα των συζητήσεων στο τραπέζι ήταν ο μελλοντικός ερχομός των Γερμανών, που θα φέρουν τη "νομιμότητα και την τάξη"...» http://granmafepa.blogspot.gr/2009/02/blog-post_06.html

Δημοφιλείς αναρτήσεις