Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΟΡΙ της Μαρίας Παυλοπούλου

πηγή http://www.onestory.gr/post/33889235276

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΟΡΙ

της Μαρίας Παυλοπούλου *
.
Το αγόρι ανασηκώθηκε ελαφρά στο κρεβάτι και αφουγκράστηκε τη βαριά σιωπή που είχε τυλίξει το δωμάτιο. Πάλι χιονίζει…, σκέφτηκε ερμηνεύοντας την ξαφνική απουσία κάθε ήχου και τυλίχτηκε πιο σφιχτά γύρω στο αδύνατο κορμάκι του τη φθαρμένη κουβέρτα. Καθώς έβηξε δεν πρόλαβε να φέρει το χέρι του μπροστά στο στόμα και είδε την ανάσα του να παίρνει τη μορφή ενός μικροσκοπικού σύννεφου που έκανε μια σύντομη διαδρομή και δευτερόλεπτα αργότερα εξαφανίστηκε. Το βρήκε παιχνίδι. Έβηξε ξανά, αυτή τη φορά δυο φορές, και έμεινε να παρατηρεί το ταξίδι του μικρού σύννεφου μέσα στο παγωμένο δωμάτιο.
-Γιατί βήχεις;
Η βροντερή φωνή του πατέρα έκανε το αγόρι να καταπιεί απότομα την τελευταία του ανάσα και να διακόψει το παιχνίδι. Με μια σβέλτη κίνηση πέταξε από πάνω του την κουβέρτα και αναζήτησε στα τυφλά τις παντόφλες του. Η μία είχε χωθεί κάτω από το ντιβάνι και του πήρε κάμποσα λεπτά μέχρι να καταφέρει να την ξεθάψει και να χώσει επιτέλους μέσα το παγωμένο του πόδι, κατακόκκινο και πρησμένο από τις χιονίστρες.
Όλη αυτή την ώρα δεν έπαιρνε τα μάτια του από τον πατέρα. Ο άντρας, μετά από την ερώτησή του, δεν ξαναμίλησε παρά μόνο πήγε και ήρθε τέσσερις φορές μέσα στην κουζίνα, μεταφέροντας στο ξύλινο τραπέζι του δωματίου δυο βαθιά πιάτα με αχνιστή σούπα, μισό καρβέλι ψωμί, δύο ποτήρια και μία κανάτα κρασί.
-Κάθισε.
Το αγόρι, υπακούοντας στην εντολή και στο έντονο γουργουρητό της άδειας του κοιλιάς, βρέθηκε αμέσως να κάθεται στην μία από τις δύο ξύλινες καρέκλες. Έπιασε το κουτάλι με το αριστερό χέρι και περίμενε. Ο πατέρας έκοψε το ψωμί σε δύο μεγάλα κομμάτια και ακούμπησε το ένα μπροστά στο γιο του. Το χεράκι σφίχτηκε κι άλλο γύρω από το κουτάλι.
-Με το δεξί τρώμε. Ακούστηκε η δυνατή φωνή και το κουτάλι άλλαξε χέρι στη στιγμή. Το αγόρι το βούτηξε μέσα στο ζεστό φαγητό και ένιωσε το στόμα του να γεμίζει σάλια.
-Το σταυρό σου πρώτα.
Το κουτάλι παρέμεινε βυθισμένο μέσα στο τσίγκινο πιάτο μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της προσευχής και ύστερα οι πρώτες γουλιές από το θρεπτικό υγρό άρχισαν επιτέλους να ανακουφίζουν την πείνα του αγοριού.
Ο ήχος των κουταλιών καθώς χτυπούσαν στα πιάτα και το ελαφρύ ρούφηγμα της σούπας ήρθαν να καλύψουν την θανατερή σιωπή. Το αγόρι δεν έπαιρνε τα μάτια του από το πιάτο. Όχι τόσο από πείνα, μα από φόβο μη χυθεί ούτε σταγόνα και υποστεί μία ακόμη κατσάδα από τον πατέρα. Ο άντρας δεν έπαιρνε τα μάτια του από το γιο του. Εκμεταλλευόμενος την προσήλωση του μικρού στο φαγητό, επέτρεψε για λίγες στιγμές στη ματιά του να πλανηθεί πάνω στη λιπόσαρκη μορφή του αγοριού. Το βλέμμα του ξαφνικά σκοτείνιασε. Τα χείλη σφίχτηκαν. Μετά από μερικές μπουκιές, σταμάτησε απότομα, πήρε το κομμάτι από το ψωμί που του αναλογούσε, το έκοψε μικρά κομματάκια και το έριξε με τη χούφτα μέσα στη σούπα του αγοριού.
-Τρώγε γρήγορα, πριν κρυώσει, διέταξε ανακτώντας το οικείο και στους δύο ύφος του. Στη συνέχεια γέμισε το ποτήρι του με κρασί και μετά από σύντομη σκέψη έβαλε δύο δάχτυλα και σε αυτό του γιου του που σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε με απορία.
-Κάνει πολύ κρύο σήμερα. Θα σου κάνει καλό, εξήγησε μα κι αυτό άγαρμπα και σκληρά βγήκε απ’ το στόμα του στην προσπάθειά του να κρύψει κάθε ίχνος έγνοιας και τρυφερότητας.
Μετά από κάμποσες μπουκιές παπαριασμένου μέσα στη σούπα ψωμιού, το αγόρι ένιωσε επιτέλους το στομάχι του να γεμίζει και το ενοχλητικό γουργουρητό σταμάτησε. Τότε μόνο η συνεχής κίνηση του χεριού του από το πιάτο στο στόμα διακόπηκε και το βλέμμα του σκάλωσε στο ποτήρι με το κρασί μπροστά του. Διστάζοντας να γευτεί το μέχρι πρότινος απαγορευμένο για την ηλικία του ποτό – παρόλο που ήταν διαταγή - βάλθηκε να παρατηρεί το έντονο κόκκινο χρώμα του και τις λαμπερές, θαρρείς μαγικές αποχρώσεις που αυτό έπαιρνε καθώς η αντανάκλαση από τη φωτιά που σιγόκαιγε στο τζάκι διαπερνούσε το θαμπό, ραγισμένο κατά τόπους γυαλί.
Σε τούτο τον έρημο, άγονο σχεδόν τόπο, το αγόρι δεν είχε συνηθίσει να βλέπει χρώματα παρά μόνο τις λιγοστές φορές που κάποιος πραματευτής έσερνε στο πίσω μέρος της καρότσας του χρωματιστά σεντόνια και πετσέτες. Μα κι αυτός, μόλις αντιλαμβανόταν την έλλειψη ενδιαφέροντος των λίγων κατοίκων του ορεινού χωριού, έμπαινε βιαστικός στο φορτηγό του και συνέχιζε κατά την πεδιάδα αναζητώντας ίσως καλύτερη τύχη.
-Πιες, ακούστηκε και πάλι η φωνή του πατέρα, πιο ήρεμη αυτή τη φορά, λες και είχε κάνει ένα κουραστικό ταξίδι μέσα στις σκοτεινές σκέψεις του μυαλού του, προτού σχηματίσει τη μοναδική λέξη.
Το αγόρι υπάκουσε, σφίγγοντας στο χεράκι του το ποτήρι με το κρασί. Έτσι όπως το σήκωσε και το έφερε μπρος στα μάτια του, θαμπώθηκε από το έντονο χρώμα, τόσο πολύ που σχεδόν λυπήθηκε να το πιει μη και χαθεί η μαγική στιγμή. Φαντάστηκε τότε ότι πίνει κάποιο μαγικό φίλτρο από αυτά που διάβαζε κατά καιρούς στα λιγοστά βιβλία που έπεφταν στα χέρια του, κι αυτά δανεικά από το σχολείο όπου ο πατέρας δούλευε σαν δάσκαλος.
Ακούμπησε τα χείλη του στην άκρη του ποτηριού και έγειρε πίσω το κεφάλι, μα πριν προλάβει να γεμίσει το στόμα του με το «μαγικό φίλτρο» ένας δυνατός γδούπος στην πόρτα τσάκισε στα δυο τη σιωπή. Η μαγική στιγμή εξαφανίστηκε ξαφνικά, αφήνοντας το αγόρι απογοητευμένο και τον πατέρα απορημένο για το ποιος μπορεί να χτυπούσε την πόρτα τους μια τόσο κρύα νύχτα του Γεναριάτικου χειμώνα.
Η καρέκλα σούρθηκε στο πάτωμα καθώς σηκωνόταν, ενώ το αγόρι δεν τόλμησε να κουνηθεί από τη θέση του. Φανταζόταν ήδη κάποιον πειρατή που ξεστράτισε από τη θάλασσα να χτυπάει με το γάντζο του την ξύλινη πόρτα, ή κάποιον ληστή που έψαχνε καταφύγιο μέσα στα δύσβατα βουνά και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από το ενδιαφέρον που αποκτούσε τόσο ξαφνικά η βραδιά. Γι’ αυτό και όταν στο άνοιγμα της πόρτας εμφανίστηκε το καμπουριασμένο σώμα του σιδερά, ο μικρός ένιωσε τον ενθουσιασμό του να ξεφουσκώνει.
Του ήρθε να κλάψει και θα το έκανε αν δεν του τράβαγε την προσοχή η σιγανή μα τρομοκρατημένη φωνή του απρόσμενου επισκέπτη.
-Δάσκαλε… το παιδί!
Ο πατέρας, συνηθισμένος να ακούει τα προβλήματα των συγχωριανών του ακόμα και αυτά που δεν είχαν να κάνουν με το επάγγελμά του – καθότι «γραμματιζούμενος», έκανε πίσω αφήνοντας τον σιδερά να μπει μέσα στο σπίτι.
-Τι συμβαίνει Γιώργη; Μπες μέσα. Χαλάει ο κόσμος.
Ο άντρας έκανε μισό βήμα φροντίζοντας να τινάξει το περιττό χιόνι από τις αρβύλες του, μη και λερώσει την κάμαρα του δασκάλου. Ύστερα κοντοστάθηκε και τον κοίταξε κατάματα.
Το αγόρι, από τη θέση του, μπορούσε να διακρίνει το υγρό ασπράδι των ματιών του και το τρομαγμένο του βλέμμα. Μα αυτό που το έκανε να σηκωθεί από την καρέκλα του ήταν τα δάκρυα που είδε να κυλούν στο αυλακωμένο πρόσωπο του πρόωρα γερασμένου ανθρώπου. Δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του άντρα να κλαίει. Ο πατέρας δεν είχε κλάψει ούτε εκείνη τη ζεστή μέρα που είχαν βάλει μέσα στη γη τη μαμά. Ούτε καν μετά, όταν πήραν το δρόμο για το σπίτι και του εξήγησε ότι η μαμά δε θα ερχόταν μαζί τους.
Ο σιδεράς σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα υγρά του μάγουλα και προτού μιλήσει έβγαλε το καπέλο του και άρχισε να το στριφογυρίζει στα ροζιασμένα του χέρια.
-Το παιδί… ο γιος μου, δεν είναι καλά. Ψήνεται στον πυρετό δάσκαλε. Το γιατρό… το γιατρό! Πρώτα η μάνα του, τώρα κι αυτό… δε θα το αντέξω δάσκαλε.
Το αγόρι πήρε τα μάτια του από τον σιδερά και κοίταξε τον πατέρα του. Σα να διάβαζε τη σκέψη του. Στο χωριό τους δεν υπάρχει γιατρός. Το πιο κοντινό αγροτικό ιατρείο βρίσκεται στην κωμόπολη, στην πεδιάδα, τουλάχιστον δώδεκα χιλιόμετρα ποδαρόδρομο. Τα λόγια του πατέρα επιβεβαίωσαν τις υποψίες του.
-Πρέπει να πάμε με τα πόδια Γιώργη. Μα το παιδί, πώς θα το κουβαλήσουμε τόσο δρόμο μέσα στο χιόνι;
Αντί για απάντηση, ο σιδεράς άρχισε να κλαψουρίζει απελπισμένα και τότε ο πατέρας τον έπιασε από τα λεπτά του μπράτσα και τον ταρακούνησε δυνατά μέχρι που τον ανάγκασε να σταματήσει. Ύστερα στράφηκε στο αγόρι που στεκόταν τώρα πίσω του.
-Ντύσου, είπε με μια φωνή που δε σήκωνε αντίρρηση.
Οι δύο άντρες και το αγόρι βγήκαν στο χιόνι ντυμένοι τα πιο βαριά τους ρούχα. Στο δρόμο μέχρι το σπίτι του σιδερά, ο μικρός έσκυβε πού και πού και κοίταζε την μικρή τρύπα στο παπούτσι του απ’ όπου τρύπωνε το παγωμένο χιόνι και έκανε τη φαγούρα στις χιονίστρες του αφόρητη. Προσπαθούσε να κάνει δύο βήματα με το δεξί πόδι και ένα με το αριστερό μα ο πατέρας έσφιξε γερά το παιδικό χεράκι στην τραχιά χούφτα του, τράβηξε το αγόρι προς το μέρος του και τάχυνε το βήμα πλάι σ’ εκείνο, το ασταθές, του σιδερά.
Σ’ όλη τη διαδρομή δε μίλησε κανείς. Ο πατέρας και ο σιδεράς κρατούσαν το στόμα τους κλειστό κι όλο κι έσφιγγαν γύρω απ’ το λαιμό τους τα μάλλινα κασκόλ, να προστατευτούν απ’ το κρύο. Το αγόρι απ’ την άλλη θυμήθηκε το παιχνίδι του και άνοιγε κάθε τόσο το στοματάκι του, αφήνοντας μικρές ανάσες που έπαιρναν μορφή μόλις συναντούσαν τον παγωμένο αέρα. Το έκανε ξανά και ξανά, μέχρι που ξέχασε τον πόνο απ’ τις χιονίστρες. Μέχρι που το σπίτι του σιδερά φάνηκε στην επόμενη στροφή.
Το αγόρι παρατήρησε το χαλκοκόκκινο χρώμα που ξεχυνόταν από το πλαϊνό παράθυρο και φαντάστηκε με αγαλλίαση μια μεγάλη φωτιά να καίει στο πέτρινο τζάκι. Θα μπορούσε βέβαια το πορφυρό αυτό φως να προέρχεται από κάτι άλλο πολύ πιο συναρπαστικό και ενδιαφέρον, τις φλεγόμενες κορίνες ενός ταχυδακτυλουργού ας πούμε, όμως με τα παπούτσια και τις κάλτσες του να έχουν διπλασιάσει το βάρος τους από το παγωμένο νερό, το αγόρι δεν μπορούσε να φανταστεί τίποτα πιο ανακουφιστικό από μία μεγάλη φωτιά όπου θα μπορούσε να τα απλώσει να στεγνώσουν.
Ο σιδεράς έσπρωξε την ετοιμόρροπη ξύλινη πόρτα και άφησε πρώτα το δάσκαλο να περάσει. Το αγόρι ακολούθησε και μόλις ένιωσε το χέρι του να ελευθερώνεται μέσα από την φαρδιά παλάμη του πατέρα, τίναξε από τα πόδια του το χιόνι και σκούπισε την ιδρωμένη του χούφτα στο παντελόνι του.
Ο πατέρας έσκυψε και κοίταξε το αγόρι στα μάτια.
-Μείνε εδώ.
Αμέσως μετά ακολούθησε τον σιδερά στο μέσα δωμάτιο και το αγόρι έμεινε μόνο του στη μέση της φτωχικής κάμαρας. Ένιωσε τα πόδια του να μυρμηγκιάζουν από την ξαφνική αλλαγή της θερμοκρασίας και αυτό το αίσθημα σα να το έβγαλε από το λήθαργο. Κούνησε τα δάχτυλά του μέσα στα φαρδιά παπούτσια, να βοηθήσει το αίμα να κυκλοφορήσει κανονικά, κι έπειτα έσκυψε και τα έβγαλε, πρώτα τα παπούτσια, μετά και τις κάλτσες. Έκανε μερικά βήματα πάνω στο θαμπό ξύλινο πάτωμα. Με το μεγάλο του δάχτυλο βάλθηκε να ακολουθεί μια αράχνη κι όταν βαρέθηκε, πλησίασε το τζάκι απλώνοντας τα χέρια του προς τη φωτιά. Το υγρό κούτσουρο τριζοβολούσε καθώς καιγόταν και σπίθες πεταγόντουσαν από δω κι από κει δίνοντας στο αγόρι την εντύπωση ότι είχε μπροστά του ένα πυροτέχνημα!
Το αγόρι έμεινε στην ίδια θέση για κάμποσα λεπτά, μέχρι που ένιωσε τα δάχτυλά του να πυρώνουν. Μα αυτό που το έκανε να τιναχτεί και να γυρίσει το βλέμμα προς τα πίσω, ήταν η φωνή του πατέρα που αθόρυβα είχε πλησιάσει προς το μέρος του.
-Εσύ θα μείνεις εδώ. Ο κυρ-Γιώργης κι εγώ πρέπει να πάμε να φέρουμε το γιατρό. Μπορεί να αργήσουμε, δεν ξέρω τι χιόνι θα συναντήσουμε μέχρι κάτω. Να ρίχνεις ξύλα στη φωτιά μη και σβήσει. Κι ύστερα, χαμηλώνοντας κι άλλο για να κοιτάξει το αγόρι κατάματα να είσαι φρόνιμος και να προσέχεις το παιδί μέχρι να γυρίσουμε. Και χωρίς να περιμένει απάντηση έκανε μεταβολή σέρνοντας από πίσω του και τον σιδερά που όλη αυτή την ώρα δεν είχε πάψει να μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτα λόγια ανακατεμένα πότε με δάκρυα και πότε με αναστεναγμούς.
Οι δυο άντρες κούμπωσαν τα παλτό τους, καλύπτοντας το πρόσωπό τους μέχρι το λαιμό και μετά ο πατέρας έκλεισε πίσω του την πόρτα, χωρίς να ρίξει άλλη ματιά στο αγόρι που έμεινε μόνο μέσα στο ξένο σπίτι.
Ξαφνικά το δωμάτιο του φαινόταν μεγαλύτερο. Τότε μόνο παρατήρησε τα λιγοστά έπιπλα – ένα τραπέζι, μία καρέκλα και ένα μπαούλο - καθώς και τις μεγάλες τους σκιές όπως ρίχνονταν πάνω στους τέσσερις τοίχους. Ένιωσε τις τρίχες στο κεφάλι του να ορθώνονται και η πρώτη του σκέψη ήταν να φορέσει τις κάλτσες και τα παπούτσια του και να τρέξει πίσω, στην ασφάλεια του σπιτιού του. Μα η εντολή του πατέρα ήταν ξεκάθαρη. Έπρεπε να περιμένει εκεί. Όσο για εκείνο το «να προσέχεις το παιδί» ξαφνικά τον έκανε να αισθανθεί μεγαλύτερος. Να λοιπόν που η βραδιά αποκτούσε τελικά ενδιαφέρον, κι ας μην ήταν ο πειρατής ή ο ληστής εκείνος που είχε χτυπήσει νωρίτερα την πόρτα τους.
Έλεγξε τη φωτιά που ήταν έτοιμη να σβήσει και έριξε ένα ακόμη κούτσουρο αναζωπυρώνοντας τις φλόγες. Έπειτα πήγε και στάθηκε στο κατώφλι που ένωνε το υποτυπώδες καθιστικό με την κάμαρα.
Από εκεί, μισοκρυμμένο στις σκιές, παρακολούθησε για λίγο το αγόρι, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένο ανάσκελα στο σιδερένιο κρεβάτι, και μόνο όταν σιγουρεύτηκε ότι δεν απειλείται από κάτι πλησίασε κι άλλο με διστακτικό ωστόσο βήμα, μέχρι που έφτασε δίπλα του. Τράβηξε τη μοναδική καρέκλα που υπήρχε στο χώρο κι έκατσε. Άρχισε τότε να παίζει με την κουβέρτα την παλιά, να μετρά τα φθαρμένα, φαγωμένα κρόσσια της. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, μέχρι το δέκα. Ως εκεί ήξερε να μετρά. Και πάλι απ’ την αρχή. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα… Το έκανε πολλές φορές αυτό, αποφεύγοντας έτσι να κοιτάξει το παιδί.
Εκείνο, τινάχτηκε ξαφνικά κάποια στιγμή και το αγόρι έβγαλε μια τρομαγμένη φωνούλα. Ανάγκασε τότε τον εαυτό του να σηκώσει το βλέμμα πάνω του. Το είδε να τρέμει. Τα δόντια του να χτυπούν το ένα στο άλλο. Θα’ ταν δε θα’ ταν στην ηλικία του, μα πιο αδύνατο ακόμα, όπως μπόρεσε να μαντέψει ρίχνοντας μια ματιά στο μικρό φούσκωμα που δημιουργούσε το σωματάκι του κάτω από την μάλλινη κουβέρτα. Το τρέμουλο έγινε ακόμα πιο δυνατό, πιο γρήγορο. Τα μάτια του είχαν συνηθίσει πια το σκοτάδι και μπόρεσε να δει και τις χοντρές σταγόνες ιδρώτα που γυάλιζαν στο παιδικό μέτωπο και κυλούσαν στα βαθουλωμένα μάγουλα. Έκανε να το σκεπάσει με την κουβέρτα μα το παιδί, σα να αντιλήφθηκε την κίνηση, τινάχτηκε ξανά και το πρόσωπό του συσπάστηκε σε μια έκφραση καθόλου παιδική.
Έτσι όπως γύρισε το κεφάλι του, το αγόρι μπόρεσε να παρατηρήσει πιο προσεκτικά τα χείλη του. Λεπτά, ξερά, αφυδατωμένα και μισάνοιχτα σε αναζήτηση ανάσας ή μιας σταγόνας νερού. Έκανε ένα γύρο το βλέμμα του στο χώρο και το χέρι του απλώθηκε αυτόματα πάνω στο ποτήρι με το νερό και την πετσέτα που ήταν ακουμπισμένα πάνω στο κομοδίνο. Έβρεξε την πετσέτα και άρχισε μετά για ώρα να την περνάει πάνω απ’ τα διψασμένα χείλη. Όπως έκανε και η μαμά όταν εκείνος καιγόταν μέσα στον πυρετό του. Τότε, πριν πάει στον ουρανό. Πάνε τώρα δυο καλοκαίρια που έφυγε η μαμά. Κάποια παιδιά στο σχολείο του είχαν πει ότι πέθανε, όμως όταν γύρισε κλαμένος και το είπε στον πατέρα, εκείνος τον πήρε στα γόνατά του και του εξήγησε ότι η μαμά δεν είχε πεθάνει, αλλά είχε πάει σε κάποιο άλλο μέρος, κάπου στον ουρανό, όπου δεν υπάρχει ούτε πόνος, ούτε πυρετός, ούτε πείνα και ότι κάποτε θα πήγαιναν κι εκείνοι να τη βρουν. Μα το αγόρι είχε σταματήσει από ώρα να τον ακούει γιατί ήταν η πρώτη φορά που ο πατέρας το έπαιρνε στα γόνατά του και πέρναγε έτσι απαλά την άγρια παλάμη του πάνω στα γυμνά μπράτσα του. Κι αυτό έκανε το αγόρι να θέλει να κλάψει περισσότερο κι από τα ανάλγητα λόγια των παιδιών στο σχολείο.
Ένα μουρμουρητό ξέφυγε από τα χείλη του παιδιού και το αγόρι έμεινε ακίνητο. Έβρεξε ξανά την πετσέτα κι έκανε να την ακουμπήσει στο ιδρωμένο μέτωπο, μα το παιδί άρχισε και πάλι να τρέμει, όλο και περισσότερο. Τώρα τιναζόταν όλο του το σώμα, μέχρι που το αγόρι αναγκάστηκε να κλείσει στη χούφτα του το χέρι του παιδιού. Και τόση ώρα, ήταν η πρώτη φορά που το άγγιζε. Η επαφή το ξάφνιασε. Όπως και τότε που ο πατέρας τον είχε πάρει στα γόνατά του.
Το αγόρι άρχισε να τρίβει και να τρίβει απαλά το χέρι μέχρι που το τρέμουλο ηρέμησε. Το στήθος ανεβοκατέβαινε πια πιο αργά. Όλο και πιο αργά…
Απ’ το μισάνοιχτο στόμα του παιδιού βγήκαν μερικές μικρές, κοφτές ανάσες. Κάθε μία έκανε τον πόνο όλο και πιο μικρό, όλο και πιο ανίσχυρο. Μέχρι που όλα γύρω τους ηρέμησαν.
Τώρα δεν ακουγόταν τίποτα. Ούτε ανάσα, ούτε αναστεναγμός.
Το αγόρι έμεινε εκεί, ανακουφισμένο από την ξαφνική σιωπή που απλώθηκε στο χώρο. Συνέχισε να κρατάει το χέρι του παιδιού ακόμη και τη στιγμή που είδε ένα ασπριδερό, θολό χρώμα να απλώνεται στο ήρεμο πρόσωπό του. Πήγε τότε να τραβηχτεί. Είχε πιαστεί τόση ώρα στην καρέκλα. Μα αμέσως θυμήθηκε την εντολή του πατέρα «Να προσέχεις το παιδί…» κι έσφιξε ακόμη περισσότερο στη χούφτα του το παγωμένο, ακίνητο χεράκι.
Με το άλλο χέρι, το άδειο, έπιασε πάλι το μέτρημα. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα… ως το δέκα. Και πάλι απ’ την αρχή…
Η Μαρία Παυλοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα όμως μέσα από τα άπειρα βιβλία που έχει διαβάσει, έχει ζήσει ίσα με 100 ζωές μέχρι σήμερα. Της αρέσει να γράφει, να διαβάζει και να ταξιδεύει. Νοερά ή όχι. Το ίδιο είναι.
[ facebook ] [ e-mail ]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις