Σάββατο, 20 Οκτωβρίου 2012
ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ.
Περνούσε κάθε μέρα από εκεί. Ίδια ώρα, ίδιος δρόμος, ίδιο σπίτι. Ήταν στη
διαδρομή του προς τη δουλειά. Εκείνος φιλούσε τη γυναίκα του και μετά
αναχωρούσε. Έμπαινε στο αμάξι και του έπαιρνε ούτε λίγο, ούτε πολύ γύρω στη
μισή ώρα για να φτάσει στο γραφείο. Στα μέσα της διαδρομής, τους
συναντούσε.
Ήταν έξω από ένα ερείπιο - το μοναδικό του δρόμου - και λογομαχούσαν. Η γυναίκα χοντρή αλλά με έναν τρόπο δεμένο και ο άντρας ξερακιανός με έναν τρόπο που τα μάγουλα του ακουμπούσαν το ένα το άλλο από τη μέσα τους πλευρά. Με το που έπαιρνε τη στροφή τους συναντούσε πάντα στο ίδιο σημείο. Εκείνοι στέκονταν πάντα στην ίδια πόζα. Ο άντρας έτοιμος να ξεκινήσει τον βηματισμό του και η ογκώδης γυναίκα μπροστά του να προσπαθεί να του φράξει το δρόμο.
Η γυναίκα κάθε φορά χειρονομούσε έντονα και φώναζε κάτι ακατάληπτες λέξεις. Ο άντρας είχε γερμένο το κεφάλι, κοιτώντας τα παπούτσια του που δεν έβλεπαν την ώρα να κινήσουν κατά κει. Πάνε τρείς μήνες τώρα που κάθε μέρα αντίκριζε το ίδιο θέαμα. Την ίδια ώρα, στον ίδιο δρόμο, έξω από το ίδιο σπίτι. Αναρωτιόταν τι να του έλεγε. Τι προβλήματα να είχαν. Η γυναίκα φώναζε και έφτυνε όσο σάλιο δε χωρούσε στο στόμα της. Εκείνος είχε υπομονή ή απλά παραιτήθηκε, περίμενε να τελειώσει η κατσάδα πριν βάλει ένα τσιγάρο στο ρουφηγμένο του στόμα και κινήσει κατά κει.
Με το που τους προσπερνούσε δεν παρέλειπε να κοιτάξει μέσα στον καθρέπτη του αμαξιού του. Έκοβε ταχύτητα και κοίταζε με μανία. Προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τους χώριζε. Τι συνέβαινε και η επόμενη ημέρα τους έβρισκε ξανά μαζί. Μια γυναικεία θύελλα και μια αντρική ξεζουμισμένη ύπαρξη. Δεν είχε μπορέσει να φανταστεί το ποιός από τους δύο έφταιγε περισσότερο. Ο άνδρας ίσως χαρτόπαιζε. Ξεκινούσε το πρωί για το πρεφατσίδικο καφενείο και όλα καλά. Από την άλλη η γυναίκα ίσως ζητούσε πολλά. Ο άντρας αυτός μπορεί να πήγαινε στη δουλειά του όντας αναγκασμένος να ακούσει τις υπέρμετρες απαιτήσεις της γυναίκας του. Ίσως δεν ήταν καν ζευγάρι. Ίσως ήταν γείτονες σε μάχη. Ίσως πάλι αυτό το τόσο τεράστιο μίσος που έβγαζαν προς τα έξω να ήταν μια απλή διένεξη. Ίσως να του έλεγε να πάει να πάρει ψωμί από τον φούρνο και εκείνος βαρυγκωμούσε. Ίσως, ίσως, ίσως.
Το ακαταμάχητο δίδυμο είχε τη δική του ιστορία και εκείνος είχε φτάσει στο σημείο να στρίβει στη γωνία θέλοντας να τους δει ξανά σε μια απέλπιδη προσπάθεια να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Θεωρούσε ότι αν έλυνε αυτόν το γρίφο μετά όλα θα ήταν πιο εύκολα. Θα καταλάβαινε κάτι παραπάνω από τη ζωή. Το αμάξι του όμως πάει καιρός τώρα που ήταν ακούνητο στον δρόμο και εκείνος κλεισμένος μέσα στο διαμέρισμα του. Οι καιροί ήταν δύσκολοι και η απόλυση του μεταφραζόταν σε μια μακρά καριέρα ανέργου. Δεν ξαναπέρασε ξανά από εκείνον το δρόμο. Δε τους ξαναείδε ποτέ του. Έμεινε με την απορία και με την εικόνα από τον καθρέπτη του αυτοκινήτου του. Ο άντρας να ξεμακραίνει με το τσιγάρο στο στόμα και η γυναίκα πίσω του να φωνάζει βιδωμένη στη θέση της. Κάποιες φορές ο άντρας είχε απομακρυνθεί αρκετές εκατοντάδες μέτρα από εκείνη και όμως αυτή εξακολουθούσε να του φωνάζει κάτι ακατάληπτες λέξεις.
Ό, τι πρόβλημα πάντως και να είχαν μεταξύ τους, όσο τρομερό ή μηδαμινό και να ήταν αυτό, ένα είναι σίγουρο. Αυτή η φαγωμάρα ήταν ταυτόχρονα η χειρότερη εξέλιξη και αυτό που τους έδενε. Ήταν εφιάλτης και όνειρο μαζί. Παρότι τόσο μίσος και παραίτηση υπήρχε ωστόσο αυτοί ήταν κάθε μέρα μαζί για μια νέα μάχη. Κάθε πρωινό τους έβρισκε αντίπαλους και κανένα πρωινό δε περνούσε χωρίς να βλέπει ο ένας τον άλλο. Ήταν σχεδόν ο απόλυτος έρωτας αυτός. Σα κάτι το απίστευτα ισχυρό να κρυβόταν από πίσω.
Και όσο αυτός μεγάλωνε τόσο πιο σίγουρος γινόταν ότι το ιδιόμορφο εκείνο ζευγάρι θα ήταν το τελευταίο που θα χανόταν από τη Γη. Τι και αν κάποιοι λέγανε ότι συμβιβάστηκαν; Φήμες, μόνο φήμες. Το ζευγάρι αυτό καλά κρατούσε.
Ήταν έξω από ένα ερείπιο - το μοναδικό του δρόμου - και λογομαχούσαν. Η γυναίκα χοντρή αλλά με έναν τρόπο δεμένο και ο άντρας ξερακιανός με έναν τρόπο που τα μάγουλα του ακουμπούσαν το ένα το άλλο από τη μέσα τους πλευρά. Με το που έπαιρνε τη στροφή τους συναντούσε πάντα στο ίδιο σημείο. Εκείνοι στέκονταν πάντα στην ίδια πόζα. Ο άντρας έτοιμος να ξεκινήσει τον βηματισμό του και η ογκώδης γυναίκα μπροστά του να προσπαθεί να του φράξει το δρόμο.
Η γυναίκα κάθε φορά χειρονομούσε έντονα και φώναζε κάτι ακατάληπτες λέξεις. Ο άντρας είχε γερμένο το κεφάλι, κοιτώντας τα παπούτσια του που δεν έβλεπαν την ώρα να κινήσουν κατά κει. Πάνε τρείς μήνες τώρα που κάθε μέρα αντίκριζε το ίδιο θέαμα. Την ίδια ώρα, στον ίδιο δρόμο, έξω από το ίδιο σπίτι. Αναρωτιόταν τι να του έλεγε. Τι προβλήματα να είχαν. Η γυναίκα φώναζε και έφτυνε όσο σάλιο δε χωρούσε στο στόμα της. Εκείνος είχε υπομονή ή απλά παραιτήθηκε, περίμενε να τελειώσει η κατσάδα πριν βάλει ένα τσιγάρο στο ρουφηγμένο του στόμα και κινήσει κατά κει.
Με το που τους προσπερνούσε δεν παρέλειπε να κοιτάξει μέσα στον καθρέπτη του αμαξιού του. Έκοβε ταχύτητα και κοίταζε με μανία. Προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τους χώριζε. Τι συνέβαινε και η επόμενη ημέρα τους έβρισκε ξανά μαζί. Μια γυναικεία θύελλα και μια αντρική ξεζουμισμένη ύπαρξη. Δεν είχε μπορέσει να φανταστεί το ποιός από τους δύο έφταιγε περισσότερο. Ο άνδρας ίσως χαρτόπαιζε. Ξεκινούσε το πρωί για το πρεφατσίδικο καφενείο και όλα καλά. Από την άλλη η γυναίκα ίσως ζητούσε πολλά. Ο άντρας αυτός μπορεί να πήγαινε στη δουλειά του όντας αναγκασμένος να ακούσει τις υπέρμετρες απαιτήσεις της γυναίκας του. Ίσως δεν ήταν καν ζευγάρι. Ίσως ήταν γείτονες σε μάχη. Ίσως πάλι αυτό το τόσο τεράστιο μίσος που έβγαζαν προς τα έξω να ήταν μια απλή διένεξη. Ίσως να του έλεγε να πάει να πάρει ψωμί από τον φούρνο και εκείνος βαρυγκωμούσε. Ίσως, ίσως, ίσως.
Το ακαταμάχητο δίδυμο είχε τη δική του ιστορία και εκείνος είχε φτάσει στο σημείο να στρίβει στη γωνία θέλοντας να τους δει ξανά σε μια απέλπιδη προσπάθεια να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Θεωρούσε ότι αν έλυνε αυτόν το γρίφο μετά όλα θα ήταν πιο εύκολα. Θα καταλάβαινε κάτι παραπάνω από τη ζωή. Το αμάξι του όμως πάει καιρός τώρα που ήταν ακούνητο στον δρόμο και εκείνος κλεισμένος μέσα στο διαμέρισμα του. Οι καιροί ήταν δύσκολοι και η απόλυση του μεταφραζόταν σε μια μακρά καριέρα ανέργου. Δεν ξαναπέρασε ξανά από εκείνον το δρόμο. Δε τους ξαναείδε ποτέ του. Έμεινε με την απορία και με την εικόνα από τον καθρέπτη του αυτοκινήτου του. Ο άντρας να ξεμακραίνει με το τσιγάρο στο στόμα και η γυναίκα πίσω του να φωνάζει βιδωμένη στη θέση της. Κάποιες φορές ο άντρας είχε απομακρυνθεί αρκετές εκατοντάδες μέτρα από εκείνη και όμως αυτή εξακολουθούσε να του φωνάζει κάτι ακατάληπτες λέξεις.
Ό, τι πρόβλημα πάντως και να είχαν μεταξύ τους, όσο τρομερό ή μηδαμινό και να ήταν αυτό, ένα είναι σίγουρο. Αυτή η φαγωμάρα ήταν ταυτόχρονα η χειρότερη εξέλιξη και αυτό που τους έδενε. Ήταν εφιάλτης και όνειρο μαζί. Παρότι τόσο μίσος και παραίτηση υπήρχε ωστόσο αυτοί ήταν κάθε μέρα μαζί για μια νέα μάχη. Κάθε πρωινό τους έβρισκε αντίπαλους και κανένα πρωινό δε περνούσε χωρίς να βλέπει ο ένας τον άλλο. Ήταν σχεδόν ο απόλυτος έρωτας αυτός. Σα κάτι το απίστευτα ισχυρό να κρυβόταν από πίσω.
Και όσο αυτός μεγάλωνε τόσο πιο σίγουρος γινόταν ότι το ιδιόμορφο εκείνο ζευγάρι θα ήταν το τελευταίο που θα χανόταν από τη Γη. Τι και αν κάποιοι λέγανε ότι συμβιβάστηκαν; Φήμες, μόνο φήμες. Το ζευγάρι αυτό καλά κρατούσε.
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου