πηγή : http://www.onestory.gr/post/28972011350
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΣΑΠΦΟΥΣ
της Κατερίνας Παπαδοπούλου *
.
Μέσα σε μια πόλη μεγάλη που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε μεγάλη πόλη
Σ΄ ένα δρόμο όχι από τους πολύ γνωστούς
Από αυτούς με ένα μεγάλο ξενοδοχείο όπου έρχονται συνήθως εισαγώμενοι επιχειρηματίες με ένα ταξί και τη βαλίτσα τους και φεύγουν με ένα ταξί - ίσως είναι και το ίδιο και βέβαια με την ίδια βαλίτσα, χωρίς να κοιτάξουν καθόλου το δρόμο και τα ζωντανά του.
Σε ένα δρόμο γεμάτο κινέζικα μαγαζάκια ρούχων και πορνεία με αρχαιοελληνικούς κίονες σε φωσφορούχα χρώματα
- οι Κινέζοι εκεί είναι σαν να έχουν πέσει από ψηλά σε αυτό το δρόμο και νομίζουν ότι ειναι ναυαγοί αποκλεισμένοι- δεν κάνουν ποτέ πάνω από εξήντα βήματα μακριά από τα σπίτια τους, αφού άμα τους ρωτήσεις για τους ντόπιους και το μέρος, το μόνο που ξέρουν να σου πουν είναι πόσο πάει το πισωκολλητό, πόσο το χωρίς καπότα και πόσο ο γύρος στη γωνία
σ’εκείνο το δρόμο με το μεγαλειώδες όνομα που ακούγεται τόσο ειρωνικό στα στόματα των επισκεπτών του
στο δρόμο της Σαπφούς
σ΄ένα δωμάτιο στο τελευταίο όροφο της γωνιακής πολυκατοικίας μένει η Σαπφώ.
Οι δραστήριες γλώσσες της περιοχής ακόμα δεν έχουν καταλήξει ποιος μιμήθηκε ποιόν : ο δρόμος την πουτάνα ή η πουτάνα το δρόμο
Τόσα πολλά χρόνια μένει εκεί η Σαπφώ.
Εκεί μέσα στο δωμάτιο της παίζει ένα ραδιόφωνο ασταμάτητα τα νέα της ημέρας. Ξεχωρίζοντας τις καθημερινες από τα σαββατοκύριακα. Τα σαββατοκύριακα παίζει τζαζ πριν από κάθε πόλεμο και ένα γρήγορο swing μετά από κάθε αυτοκτονία. Τις καθημερινές δεν έχει μουσικά διαλείμματα : αυτοκτονίες, πόλεμοι και πόλεμοι, αυτοκτονίες ανακοινώνονται.
Οι τοίχοι στο δωμάτιο είναι ντυμένοι με χάρτες – παγκόσμιους – που ξεπαγώνουν τη μονότονη στασιμότητα των συσπάσεων.
Στις γωνίες στριμώχνοναι κάτι ωκεανοί ενώ πάνω από το παράθυρο είναι η Λατινική Αμερική που πάντα την ενθουσίαζε.
Η μόνωση ειναι καλή, πνίγει αποτελεσματικά τις αρσενικιές βρισιές και τη γλώσσα που τις γλείφει.
Έχει καρφιτσώσει στα κουφώματα πίνακες σπουδαίους,τόσο αφαιρετικούς όσο και τα ρούχα που αφαιρούνται σχεδόν αυτόματα εκεί μέσα. Δεν τους κοιτάζει ποτέ γιατί κανένας δεν της είπε ότι είναι σπουδαίοι.
Μόνο η Λατινική Αμερική μένει νηφάλια μέσα της.
Στο τέλος της μέρας οι μόνες γεύσεις που θυμάται είναι το κρύο φαγητό και το κόκκινο από το κρασί της, εκείνο μέσα στο μεγάλο χάρτινο κουτί.
Ούτε εκείνη μα ούτε και κανείς άλλος θυμάται πόσοι μπήκαν αγόρια και βγήκαν άντρες μέσα από εκείνο το δωμάτιο.
Πάνω στη ρώγα από το αριστερό της βυζί αποστήθιζαν όρκους αντρικής τιμής.
Τους επαναλάμβαναν κατεβαίνοντας τις σκάλες, ψιθυρίζοντας.
Μετά τους φώναζαν κάτω από τα μπαλκόνια με τις πράσινες γλάστρες και τις κοπέλες με πράσινα μάτια.
Τους έβαζαν προσεκτικά μαζί με την υπογραφή τους για να τονίσουν τη σοβαρότητα και τη δέσμευση.
Και η πόλη γέμιζε όρκους που μύριζαν λίγο από το βυζί της Σαπφούς. Έτσι ταξίδευε.
Στ΄ αλήθεια, δεν είχε ταξιδέψει ποτέ της. Η Λατινική Αμερική ήταν μόνο ένα όνειρο και μάλιστα όχι παιδικό. Αν πήγαινε ίσως και να την απογοήτευε, η ζέστη και η ξένη γλώσσα.
Εκεί μέσα στους τέσσερις ντυμένους με χάρτες τοίχους βρήκε έρωτες. Γι΄αυτό εξάλλου δεν ταξιδεύει ο κόσμος και ρωτάει συνέχεια « πότε φτάνουμε ;».
Όσους ξέχασαν ή έκαναν ότι ξέχασαν να την πληρώσουν, τους φώναζε έρωτες. Και ήταν πολλοί. Το καταλάβαινε όταν έφευγαν χωρίς να ανοίξουν το πορτοφόλι και προλάβαινε να τους αποχαιρετίσει με ένα ποίημα που έφτιαχνε εκείνη τη στιγμή με σπέρματα ρεαλισμού και σταγόνες ιμπρεσσιονισμού αν είχε προλάβει να ιδρώσει.
Στους τοίχους : έρωτας, ποίηση και ταξίδια, μελοποιημένος Καββαδίας που τον ήξερε από παλιά, πριν την ονομάσουν Σαπφώ.
Στο πάτωμα οκλαδόν έφτιαχνε καραβάκια από πολυχρησιμοποιημένα σεντόνια που είχαν κοκκαλώσει. Φόρος τιμής στην τόση ηδονή.
Τα έφτιαχνε και μετά τα άφηνε. Χωρίς να τους βρει όνομα. Τα άφηνε να τα καθοδηγεί ο κόκκινος φάρος στην εξώπορτα.
Όπως καθοδηγούσε μακριά και τα παιδιά της που δεν τους είχε βρει όνομα και έφυγαν και δεν ξαναγύρισαν να την κοιτάξουν, που της έμοιαζαν.
Έπρεπε να γίνουν καθ΄εικόνα και ομοίωση των πατέρων.
Έτσι έπρεπε. Έτσι έλεγε η μυθολογία.
Τα φανταζόταν όλα, στρατιές δικηγόρων. Της άρεσαν οι δικηγόροι είχαν ακριβά εσώρουχα, όμορφα βίτσια και μαλακά χέρια.
Ένας δικηγόρος της είχε χαρίσει κάποτε ένα κομπολόι και το είχε κρεμάσει κάπου μέσα στο Αιγαίο του τοίχου της. Για να το βλέπει.
Θα είχαν γίνει δικηγόροι λοιπόν.
Είχε περάσει μαζί τους τόσα βράδια. Τους διάβαζε τις μυθολογίες και άλλαζε τη φωνή της, για να μην τα παίρνει ο ύπνος, πριν τα χορτάσει.
Τα άφηνε να παίζουν μπρα ντε φερ πάνω στην επίπεδη κοιλιά της. Ζητωκραύγαζαν με το παιχνίδι που μεταμορφωνόταν σε πάλη σκιών στους τοίχους και στα κεφάλια τους.
Όταν ήθελε να τα διώξει τα κρεμούσε άτσαλα στο μπαλκόνι. Όχι για πολύ. Για τόσο λίγο όσο να φουσκώσει ο ελληνικός καφές της γριάς γειτόνισσας και να χύσει στο πάτωμα της ο ελληνικός έρωτας. Τους Κινέζους δεν τους ήθελε. Της έβγαζαν κάτι φτηνό και απρόσωπο όπως τα υφάσματα τους. Μα ούτε και εκείνοι την ήθελαν. Δεν τους ρώτησε ποτέ το λόγο.
Δίδαξε τα παιδιά της ότι γαμιέται ο Δίας.
Μακάρι να το θυμούνται. Αν το θυμούνται θα λένε : «Αφού γαμιέται ο Δίας καλά κάνει και γαμιέται και η Σαπφώ».
Κάπως έτσι θα ήταν και η απολογία της την ώρα που το πάτωμα θα γινόταν κενό και θα κάπνιζε φλόγες και σκάλες θα φύτρωναν για το παράδεισο και την κόλαση του κορμιού της. Την απολογία στον εαυτό της ακόμα την ετοίμαζε, την σκεφτόταν όσο έβγαζαν τις κάλτσες τους οι κυριοι. Και το έκαναν γρήγορα. Και κάποιοι δεν τις έβγαζαν καθόλου.
Τα πρωινά ο ήλιος που έμπαινε όρθωνε τη λογική της. Τη τσίτωνε.
Αλλά τα χέρια του πατώματος απλωνόταν και την ξάπλωναν τελετουργικά.
Η ζωή της βάδιζε στο ίδιο πάτωμα. Πρόσεχε να μην την πατήσει και την πηδούσε την τελευταία στιγμή την ώρα που άλλαζε στάσεις. Στο πάτωμα. Δεν αγόρασε ποτέ κρεβάτι γιατί φοβόταν οτι θα την έπαιρνε ο ύπνος. Και μεχρι τότε κανείς δεν της το ζήτησε.
Ακόμα και αν την έσωζες και την κατέβαζες κάτω που περπατάνε οι άνθρωποι- που έχουν τραπεζομάντηλα και ρούχα που δεν είναι διάφανα ούτε έχουν τρύπες-καρδούλες για να χωράει η αγάπη- αυτή θα έτρεχε να ανέβει πάλι πάνω στο δωμάτιο της.
Γιατί θα θυμόταν ότι δεν είχε να ανταλλάξει τη σωτηρία της με κάτι. Και είχε μάθει να ανταλλάζει. Ρευστά είδη.
Θα σε έδιωχνε αν πήγαινες να την σώσεις. Πρώτα θα σε κερνούσε μία σύμπτωση σωμάτων. Αν την αρνιόσουν θα έβγαινε στο μπαλκόνι και την ώρα που θα χανόσουν στο δρόμο θα φώναζε ότι είσαι από τους άλλους, τους χαμένους, τους άρρωστους.
Αν θες χάιδεψε της την πλάτη εκεί που την χτύπησαν για να την παρηγορήσουν – φιλικά και χωρίς ανταλλάγματα – από μέρους τους.
Τόσα χρόνια είχε μάθει καλά ότι το χέρι της κάνει πολλά, καλύτερα από πολλές, αλλά στην πλάτης της δεν φτάνει ποτέ εκείνα τα σημάδια που αφήνει η παρηγοριά.
Κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί εύχεται :
-να είναι μικρές οι νύχτες
-να σταματήσει να στάζει το ταβάνι ελπίδες
-να στεγνώνουν εύκολα τα απλωμένα
-και να φύγει επιτέλους εκείνη η κουκουβάγια που είχε κάνει φωλιά στην ταράτσα
δεν την είχε δει ποτέ, αλλά την άκουγε, κουκουβάγια ήταν σίγουρα.
Και οι κουκουβάγιες ζουν πολλά χρόνια στο δρόμο της Σαπφούς.
Η Κατερίνα Παπαδοπούλου είναι φοιτήτρια στο δεύτερο έτος στο τμήμα Ψυχολογίας στο ΑΠΘ. Γεννήθηκε στην Αθήνα ενώ έχει ζήσει μερικά χρόνια στη Σάμο και στη Χίο πριν καταλήξει στη Θεσσαλονίκη. Από μικρή έγραφε και έβαζε τη μαμά της να δένει χαρτιά με κορδέλες. Μεγαλώνει αλλά γράφει ακόμα προσπαθώντας να δεθεί κάπου, αφού βαριέται εύκολα και της αρέσει να ταξιδεύει.
[ facebook ] [ e-mail ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου