πηγή : http://www.onestory.gr/post/29488233339
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ
της Αγράμπελης *
.
Η Σοφούλα μου όταν γεννήθηκε ήμουνα δεν ήμουνα δεκαεννιά. Πόλεμος,
κακό και η μεγάλη να με τραβάει απ’ το μανίκι, μάνα πεινάω, ψωμί με
ζάχαρη και πάψε πια. Οι άλλοι στο βουνό να σκοτώνονται, κορμιά πεταμένα
στην πλατεία αραδιασμένα σαν αρνιά και ο Θανάσης εκεί, τι να τρώει
άραγε, να του πάω στα κρυφά κανά καρβέλι.
Στη φυλακή έμαθα να πλέκω με τη βελόνα. Η Μαριτζώ, μια χωριατοπούλα,
άσπρη-άσπρη με κόκκινα μάγουλα, που έσκαγε από υγεία με βόηθησε. Έτσι
κυρούλα μου με υπομονή, με μάθαινε. Την τουφεκίσανε ένα μαύρο πρωινό για
προδοσία κατά του έθνους και τον Θανάση τελειώσανε, στο βουνό μέσα στη
μάχη. Παλικάρι, έτσι μας φέρανε το μαντάτο.
Ο Χαρίσης αμίλητος σαν με πήραν με το φορτηγό. Τα κορίτσια και τα
μάτια σου του φώναξα δυνατά. Στο πρώτο γράμμα μου τα μασούσανε. Κάτι
πονοκέφαλοι τον τυραννάνε. Τα παιδιά; ποιος νοιάζεται τα παιδιά; Αχ, ας
είναι καλά η θειά Ρίνκω, σαν θειά από αίμα τα κοίταξε. Και ο Χαρίσης
χαμένος, με χαμένα τα λογικά του.
Δευτέρα την χτύπησε ένας πόνος στο κεφάλι, Σάββατο την θάψαμε.
Εγκεφαλικό. Πάει η Σοφούλα μου. Ήταν δεν ήταν εξήντα τρία. Την θυμάμαι
κοπελούδα στα άνθη της, να γελάει με τις καντάδες των αγοριών πίσω από
την πλεχτή κουρτίνα. Κρύψου κακομοίρα μου, θα σε κλέψουνε μια νύχτα, την
φοβέριζα. Την έκλεψε ο έρωτας στα δεκάξι της, της πήρε τα μυαλά. Θα την
σκοτώσω, με το τσεκούρι θα την λιανίσω την ντροπιασμένη, μάνιαζε ο
παππούκας της. Και κείνη με μάγουλα φωτερά και μάτια σαν του Γενάρη το
ποτάμι, να φεύγει με απόφαση κατά την ανατολή. Μαζί του θα πεθάνω, μας
είπε. Έτσι και έκανε.
Όϊ-όϊ μάνα μου! Τι μεγάλες που είναι οι νύχτες. Και πότε θα πεθάνω να
ησυχάσουν τα κόκκαλά μου, να ησυχάσει και το μυαλό μου μια φορά…
.
Η Αγράμπελη κυρίως φωτογραφίζει. Τοπία,
ανθρώπους, λουλούδια. Όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά. Όταν η μηχανή της
μένει από μπαταρία, πράγμα σπάνιο, αντικαθιστά την εικόνα με χίλιες
λέξεις· περίπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου