Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ του Μιχάλη Νικολάου *

πηγή : http://www.onestory.gr/post/29747546887

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

του Μιχάλη Νικολάου *
.
Θες να μάθεις τι πραγματικά συνέβη και βρίσκομαι σήμερα εδώ; Θα σου πω τα γεγονότα όπως έγιναν και θα αντιληφθείς πως ξεφεύγουν από τη σφαίρα του μυστηρίου και της πλάνης, αφού είναι πέρα για πέρα πραγματικά. Όλα άρχισαν τον περασμένο Σεπτέμβρη, μια Παρασκευή… Και τι Παρασκευή! Παρασκευή και 13ης! Μέρα κατά την οποία συναντήθηκα με το άλλο μου… εγώ! 
Μια εβδομάδα πριν τη συνάντηση είχα λάβει πρόσκληση για να συναντηθώ με κάποιον συμβολαιογράφο ονόματι Βεζεβούλη. Η πρόσκληση ήταν μέσα σε κλειστό φάκελο, κοκκινωπού χρώματος και πάνω είχε μια περίεργη σφραγίδα από κόκκινο πηχτό μελάνι σε σχήμα ωοειδές ενώ σχημάτιζε διακριτικά το κεφάλι ενός τράγου ή κάποιου ζώου με παρόμοια χαρακτηριστικά και στη μέση είχε ένα σπαθί ή μαχαίρι, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τι από τα δύο ήταν. Από το μυαλό μου πέρασε η εντύπωση πως επρόκειτο για αρρωστημένη φάρσα. Άνοιξα προσεκτικά την πρόσκληση και διάβασα: 
.
Αγαπητέ κύριε Μ.,
Θα ήθελα να σας ζητήσω να περάσετε από τα γραφεία μας στην οδό Ανωτέρα 66ΣΤ την Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου και ώρα 18:00 το απόγευμα για μια προσωπική σας υπόθεση. Σας διαβεβαιώνω πως πρόκειται να αλλάξει για πάντα η ζωή σας!
Ο Συμβολαιογράφος
Βεζεβούλης
.
Όλη την εβδομάδα -την εβδομάδα συναντήσεως- ο καιρός ήταν άσχημος. Καταρρακτώδεις βροχές και δυνατοί άνεμοι σάρωναν την πόλη. Εδώ και πολλά χρόνια είχε να κάνει τόσο άσχημο καιρό Σεπτέμβρη μήνα. Στην πόλη διαδίδονταν μάλιστα ανατριχιαστικές ιστορίες για σκοτεινές δυνάμεις που την είχαν περιζώσει. Σ’ αυτό συνέτειναν και οι πολλαπλοί και μυστηριακοί φόνοι που γίνονταν. 
Την Πέμπτη, 12 Σεπτεμβρίου το βράδυ, ο καιρός ήταν σχετικά καλός, με λίγα σύννεφα στον ουρανό. Βγήκα για λίγο στη μικρή αυλή του σπιτιού μου που βρισκόταν στα προάστια της πόλης. Λίγα αστέρια υπήρχαν κι αυτά με δυσκολία διακρίνονταν. Το φεγγάρι ήταν ολόγιομο. Το χρώμα του όμως διαφορετικό. Κόκκινο κεραμιδή. Σου έδινε την αίσθηση πως αιμορραγούσε. Νεκρική σιγή γύρω. Ούτε ένα φως αναμμένο. Στους δρόμους τα φώτα είχαν σβήσει από την προηγούμενη μέρα όπου η ξαφνική μπόρα που είχε ξεσπάσει λίγο μετά τις δώδεκα το βράδυ προκάλεσε ζημιά στην ηλεκτροφώτιση της πόλης. Το σκηνικό ασύλληπτο. Και τρομακτικό. Το αεράκι φυσούσε ψυχρά. Γύρισα για να μπω στο σπίτι και τότε, ξαφνικά, πλήθος σύννεφων κάλυψαν αμέσως τον ουρανό. Ξέσπασε μια καταιγίδα απίστευτη. Μόλις που πρόλαβα και έτρεξα στο σπίτι. Όλο το βράδυ έβρεχε καταρρακτωδώς. Κεραυνοί και αστραπές έσχιζαν τον ουρανό. Ο άνεμος φυσομανούσε. Τα κεραμίδια του παλιού σπιτιού μου αντιστέκονταν με όλες τους τις δυνάμεις σε αυτή την λυσσαλέα ορμή της φύσης. Τα τζάμια των παραθύρων έτριζαν ενοχλητικά. Δε χρειάζεται να σου πω πως δεν έκλεισα μάτι όλο το βράδυ. 
Την επόμενη μέρα οι καταρρακτώδεις βροχές και η ένταση του ανέμου συνεχίζονταν ασταμάτητα. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα Αρμαγεδδών βγήκα στις πέντε από το σπίτι για να πάω στο ραντεβού με το Συμβολαιογράφο. Στην απόφαση μου αυτή συνέτεινε και η άσχημη οικονομική μου κατάσταση οπόταν… έλπιζα σε κάποιο θαύμα. Αυτοκίνητο δεν είχα κι έτσι περίμενα στη στάση για το λεωφορείο. Λεφτά για ταξί δεν υπήρχαν. Η ορμή του ανέμου δε χρειαζόταν και πολλή δύναμη για να με παρασέρνει δεξιά και αριστερά σαν εκκρεμές. Το σκηνικό γύρω μου αποκαλυπτικό. Κομμένα κλαδιά και κορμοί δέντρων, σύρματα κρέμονταν επικίνδυνα, κάλαθοι μεταφέρονταν εδώ κι εκεί από τον άνεμο, έρημοι δρόμοι από κόσμο και αυτοκίνητα. Ομίχλη και καταχνιά παντού. Περίμενα περίπου δέκα λεπτά στη στάση. Κατάλαβα τότε πως μόνο ένας τρελός θα κυκλοφορούσε υπό αυτές τις συνθήκες κι έτσι αποφάσισα να επιστρέψω στο σπίτι. Δεν πρόλαβα όμως να κάνω βήμα απ’ τη στάση όταν είδα, μέσα από την ομίχλη που στην περιοχή που έμενα είχε απλωθεί γρηγορότερα, να εμφανίζεται ένα μαύρο παλιού τύπου μεγάλο αυτοκίνητο. 
Σταμάτησε δίπλα μου και τα μαύρα παράθυρα του δε σου επέτρεπαν να διακρίνεις το εσωτερικό του. Άνοιξε το παράθυρο του συνοδηγού και μια φωνή βραχνή ακούστηκε από μέσα: «μην περιμένετε κύριε γιατί τα λεωφορεία, όπως και όλα τα μέσα συγκοινωνιών, δε δουλεύουν σήμερα. Αν θέλετε μπορώ να σας πάρω εγώ στον προορισμό σας». Δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπο του ατόμου που οδηγούσε. Σκέφτηκα να αρνηθώ αλλά μια δύναμη ανεξήγητη δε με άφησε. Μια περίεργη μυρωδιά έβγαινε απ’ το αυτοκίνητο που σε υπνώτιζε αμέσως. Μπήκα μέσα αλλά δεν κάθισα στη θέση του συνοδηγού. Μάλλον δεν με άφησε. Κάθισα στο πίσω κάθισμα, στα αριστερά του. Δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά το πρόσωπο του. Τον ευχαρίστησα που είχε την καλοσύνη να με πάρει στον προορισμό μου και όταν όλες μου οι προσπάθειες να τον πιάσω σε κουβέντα έπεσαν στο κενό, βυθίστηκα στις σκέψεις μου. 
Το κέντρο της πόλης έμοιαζε με σεληνιακό τοπίο μετά από καταιγιστικούς βομβαρδισμούς. Δεν υπήρχε ψυχή στους δρόμους, ενώ οι καταστροφές από τη θύελλα μαρτυρούσαν την άνιση μάχη που λάμβανε χώρα με τις φυσικές και επουράνιες δυνάμεις. Φτάσαμε στη λιθόστρωτη οδό Ανωτέρα στις πέντε και μισή. Η ομίχλη είχε πυκνώσει τόσο πολύ που σε συνδυασμό με τις δυνατές βροχές, τον άνεμο και το σκοτάδι δε σου επέτρεπαν να βλέπεις τίποτα σε απόσταση μεγαλύτερη των είκοσι μέτρων. Η μυωπία δυσχέραινε ακόμη περισσότερο την ορατότητά μου. Και είχα ξεχάσει και τα γυαλιά μου. Το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από ένα παλιό κτήριο περίπου στο κέντρο της οδού. Χωρίς να μου μιλήσει μου έδειξε με το χέρι να κατέβω. Οι αστραπές και η ομίχλη δημιουργούσαν μια απίστευτα μαγευτική αλλά συνάμα τρομακτική εικόνα. Κατέβηκα γρήγορα και την ώρα που ετοιμαζόμουν να τον ευχαριστήσω με μία αστραπιαία κίνηση έβαλε μπροστά και έφυγε. 
Το κτήριο φαινόταν παλιό, γοτθικού τύπου σε χρώμα σκούρο μαύρο. Την περιοχή την ήξερα καλά και θα σου ορκιζόμουν πως δεν το θυμόμουν καθόλου. Όρκο όμως δεν έπαιρνα κάτω από τέτοιες συνθήκες και με μειωμένη όραση. Η πόρτα ήταν ελαφρώς ανοιχτή. Μπήκα μέσα τρέμοντας σύγκορμος. Σκοτάδι παντού. Δεν έβλεπα τίποτα. Η πόρτα έκλεισε απότομα πίσω μου με τρομακτικό θόρυβο. Μου πήρε λίγα δευτερόλεπτα να συνηθίσω σ’ αυτές τις συνθήκες απόλυτου σκότους μέχρι που διέκρινα ένα αμυδρό φως στο τέλος του διαδρόμου. Υπήρχαν αναμμένα κεριά κάπου στο βάθος. Προχώρησα στο διάδρομο και έφτασα μπροστά στη σκάλα όπου στη γωνιά ήταν τα κεριά. Ανελκυστήρας δεν υπήρχε. Άρχισα να ανεβαίνω και σε κάθε βήμα μου τα ξύλινα σκαλοπάτια έτριζαν ενοχλητικά. Σαν κούτσουρο που καίγεται. Ο φωτισμός ελάχιστος. Βοηθούσαν σε αυτό κεριά που ήταν αναμμένα στις γωνιές της σκάλας σε κάθε όροφο. Ο αποπνικτικός καπνός που έβγαζαν όμως και η μυρωδιά τους με ενοχλούσαν αφάνταστα. Και τι μυρωδιά! Μια μυρωδιά σαν… ανθρώπινο δέρμα που καίγεται. Απ’ τους τοίχους έτρεχε κάτι υγρό. Μάλλον κοκκινωπού χρώματος, δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά. Με αργό βηματισμό έφτασα στον έκτο όροφο. Άνοιξα αργά την πόρτα και μπήκα μέσα. Η πόρτα έκλεισε πίσω μου με θόρυβο. Ένας διάδρομος λίγων μέτρων οδηγούσε σε μία πόρτα. Αριστερά και δεξιά του διαδρόμου υπήρχαν κηροπήγια με κεριά. Έξι στο καθένα. Η μυρωδιά και οι αναθυμιάσεις τους μου προκαλούσαν νάρκωση. Παραισθήσεις. Προχωρούσα στο διάδρομο και είχα την εντύπωση πως από τους τοίχους πρόβαλαν κεφάλια τραγόμορφων ανθρώπων που άπλωναν τα χέρια και με χάιδευαν, ενώ γλώσσες φιδιών έγλυφαν το κορμί μου. Έφτασα στην πόρτα, κτύπησα δύο φορές και περίμενα. Η πόρτα άνοιξε αργά από μόνη της. Κρύος αέρας κτύπησε την πλάτη μου. Χωρίς να κοιτάξω μπήκα γρήγορα στο γραφείο. 
Μπροστά μου υπήρχε διάδρομος λίγων μέτρων. Στο βάθος μία κυρία καθόταν σε ένα γραφείο. Μισοκρυβόταν πίσω από σορούς βιβλίων και φακέλων. Με την ψυχή στο στόμα έφτασα μπροστά της. Το παρουσιαστικό της ήταν τρομακτικό. Εξαιρετικά αδύνατη, σου έδινε την εντύπωση πως μόνο το δέρμα εφαπτόταν με τον κοκάλινο σκελετό, πρόσωπο μακρουλό με δύο μεγάλες γραμμές να σχίζουν τα δύο μάγουλα, χρώμα κιτρινωπό, μάτια αρκετά μεγάλα, μαύρα και στο κέντρο μια κοκκινωπή γραμμή. Δε θυμάμαι να διέκρινα το άσπρο των ματιών της. Η μύτη της μικροσκοπική με τα ρουθούνια δυσαναλόγως μεγάλα. Για την ηλικία θα ορκιζόμουν πως ήταν πάνω από εκατό. Σίγουρα ήταν πάνω από εκατό. Ήταν ντυμένη από πάνω μέχρι κάτω με μαύρο μανδύα. Με κοίταξε με ένα στυγνό άγριο βλέμμα αλλά δε μίλησε. Με το κοκαλιασμένο χέρι της, με εξογκωμένες φλέβες και λερωμένα μακριά νύχια μου, έδειξε μια μαύρη πόρτα στα αριστερά της. Προχώρησα προς το γραφείο που μου υποδείχτηκε. Από έξω με χρυσοκόκκινα κεφαλαία γράμματα έγραφε: Ανώτερος Α. Βεζεβούλης. Με τρεμάμενο χέρι κτύπησα και η πόρτα άνοιξε αργά. Μια έντονη μυρωδιά διαπέρασε το κορμί μου. Ευθύς αισθάνθηκα ανάλαφρος, αδύναμος κι έτοιμος να παραδοθώ σε οποιονδήποτε και οτιδήποτε! Μπήκα μέσα και αυτή τη φορά έκλεισα όσο πιο αργά γινόταν την πόρτα. 
Στο γραφείο η ατμόσφαιρα ήταν αποπνιχτική. Ελάχιστο φως υπήρχε στο χώρο. Ένας ελαφρύς καπνός –σαν ομίχλη- έζωνε το δωμάτιο από πάνω μέχρι κάτω. Και κρύο, πολύ κρύο. Μπροστά μου ήταν ένα γραφείο. Πίσω από το γραφείο καθόταν κάποιος που σου έδινε την αίσθηση πως επρόκειτο για μια… μαύρη σκιά, τίποτα άλλο. Αέναη παρουσία, που αν δε μιλούσε θα πίστευες πως μια μαύρη άμορφη μάζα αέρα συγκεντρώθηκε εκεί. Κοκάλωσα. «Πλησιάστε κύριε Μ.!» ακούστηκε να με προστάζει μια φωνή τόσο βραχνιά και τραχιά που δεν είχα ξανακούσει ποτέ προηγουμένως. Φωνή που αν και ήταν μόλις δύο περίπου μέτρα απόσταση από εμένα μου έδινε την αίσθηση πως ερχόταν από μακριά, πολύ μακριά. Χωρίς να έχω πλήρει έλεγχο των σωματικών και πνευματικών μου δυνάμεων υπάκουσα. Πλησίασα και στάθηκα μπροστά απ’ το γραφείο. Δεν έβλεπα καθόλου το πρόσωπο του. Το σώμα του καλυπτόταν από μια μαύρη καπαρντίνα ή μανδύα. Από τη φωνή του έβγαινε παγωμένος και πυκνός καπνός. «Καθίστε!», με διέταξε. Δε θυμάμαι να είχα δει κοντά μου καρέκλα, αλλά όταν δοκίμασα να καθίσω βρέθηκε ακριβώς πίσω μου μια πολυθρόνα ξύλινη. «Θα αναρωτιέστε γιατί σας φέρνω εδώ», είπε. «Θα σας εξηγήσω αμέσως» και έκανε μια μικρή κίνηση του κεφαλιού προς τα αριστερά, στο χώρο όπου βρίσκονταν έξι κεριά. Και τότε είδα κάτι το τρομερό. Ή μου φάνηκε πως είδα. Δυο μάτια κόκκινα. Κατακόκκινα πάνω σε κάτι… κάτι μαύρο και άσχημο! Αποκλείεται, σκέφτηκα. Ο καπνός κι ο περιορισμένος έλεγχος των αισθήσεων μου θα φταίει. «Λοιπόν κύριε Μ. είστε ένας από τους εκλεκτούς μας! Έχετε διαλεχτεί να με υπηρετείτε και να κυβερνάτε αυτήν την πόλη. Να γίνεται ο… Ένας και Μοναδικός… ακόλουθός μου. Εμένα, του σεληνιακού άρχοντα όλων των… ονείρων!». Κι εκεί, υπό τις οδηγίες και τις διαταγές του Συμβολαιογράφου, υπέγραψα με το αίμα το συμβόλαιο της… αιωνιότητας της ψυχής μου! 
Δε χρειάζεται να σου πω τη συνέχεια γιατρέ αφού την ξέρεις! Έγινα πρωτοσέλιδο και δοξάστηκα! Για μήνες σκότωνα, κομμάτιαζα, ξέσκιζα, έτρωγα σάρκες και ρουφούσα αίμα. Σταύρωνα τα θύματα μου αντιγράφοντας τον… θεό της Δημιουργίας. Τιμούσα έτσι τον Ύψιστο Θεό μου. Τον Συμβολαιογράφο μου! Τον Μέντορά μου! Είχα φτάσει στο ανώτερο σκαλοπάτι της μύησης. Κι αυτός μου έδινε απλόχερα δύναμη, φήμη, δόξα, εξουσία! Εμένα, ενός άσημου και οικονομικά κατεστραμμένου. Η πόλη ήταν πλέον υπό την εξουσία μου! Και ήταν… ασφαλής! Και με κατηγόρησαν και με συνέλαβαν για φόνους. Γιατί οι άνθρωποι να είναι τόσο αχάριστοι; Έπρεπε κι αυτοί να προσφέρουν κάτι για τη σωτηρία και την αιωνιότητα τους. Να εξευμενίσουν τον Απόλυτο Άρχοντα. Και τι ήταν τα θύματα μου νομίζεις; Υπόκοσμος, να τι ήταν! Βρώμες, πόρνες, ναρκομανείς, δολοφόνοι, εγκληματίες, παρακμιακοί τύποι. Σκότωνα για να προστατέψω την πόλη. Και τους ίδιους! Τους λύτρωνα από τη μιζέρια και την εξαθλίωση τους! Και τώρα ισχυρίζονται πως είμαι φονιάς και τρελός; Τους αδαείς! Αξιοθρήνητοι όλοι τους. Δεν ξέρουν με ποιους τα βάζουν. Στο Διάολο όλοι τους! 
Ο γνωστός ψυχίατρος ΄Εως, που κλήθηκε απ’ το Κακουργιοδικείο να αποφανθεί και να γνωματεύσει για το Μ., ο οποίος είχε δολοφονήσει και σταυρώσει 26 ανθρώπους, αν ήταν ψυχικά ανισόρροπος ή κατά συρροή δολοφόνος, έγραψε στην αναφορά: «ο κύριος Μ. μετά από ενδελεχή ψυχιατρικό έλεγχο που έτυχε από Εμένα έχει σώας τα φρένα και γνώριζε επακριβώς τι έκανε. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα ψυχολογικό. Ούτε όμως και καταδικαστικό γιατί απλά, έκανε αυτό που όλοι πρέπει να κάνουν. Να καθαρίσουν την κοινωνία απ’ τα αποβράσματα. Αλλά δεν τολμούν! Και να τιμούν το… Θεό των Ονείρων και των Επιθυμιών!». 
Έπειτα τρύπησε το δάχτυλο του, έσταξε μερικές σταγόνες αίμα στο χαρτί αναφοράς, το σφράγισε και το υπέγραψε. Έκλεισε το φάκελο και πλησίασε το παράθυρο του γραφείου του. Στο τζάμι καθρεφτίστηκαν δύο κόκκινα μάτια. Τίποτα άλλο. Ο καιρός έξω άλλαζε και μαύρα σύννεφα απειλούσαν με καταιγίδα. Η πόλη αφηνόταν ξανά στις σκοτεινές δυνάμεις του Συμβολαιογράφου και των νέων ακόλουθών του!
.
Ο Μιχάλης Νικολάου κατάγεται από την Κύπρο και συγκεκριμένα από την Λεμεσό. Είναι απόφοιτος Ελληνικής Φιλολογίας Ιωαννίνων με μεταπτυχιακό από τη Γρανάδα της Ισπανίας. Εργάζεται στα δημόσια σχολεία της Κύπρου και σε προγράμματα διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας σε αλλόγλωσσους. Ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο, τη ζωγραφική και τον τελευταίο χρόνο με τη συγγραφή διηγημάτων και ποιημάτων
[ facebook ] [ e-mail ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις