πηγή : http://www.onestory.gr/post/29956060491/martini
ΔΥΟ MARTINI ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΙΤΡΙΝΟ
του Πάρι Κουτρουμάνου *
.
Σαββατόβραδο ήτανε. Τελειώναμε το δεύτερο ποτό. Συμφωνήσαμε να πάμε κάπου αλλού.
- Που;
- Ξέρω ΄γω; πρότεινε εσύ κάτι.
- Ok, κάτι έχω στο μυαλό μου.
Σκέφτηκα το μέρος που την πήγα όταν πρωτογνωριστήκαμε. Μπήκαμε στο
αυτοκίνητο. Δεν μιλούσε. Με έπιασαν τρία απανωτά φανάρια. Κόκκινο.
Σιωπή. Ξεκίνησα το αυτοκίνητο μαρσάροντας αποφασισμένος. Έβλεπα στο
βάθος της Λεωφόρου το επόμενο φανάρι. Πράσινο. Πλησίαζα. Πίσω μου
ακολουθούσαν πολλά ζευγάρια προβολέων. Πλησίαζα και άλλο, ακόμα πράσινο.
Απότομα το χρώμα άλλαξε. Κίτρινο, είχα ακόμα πενήντα μέτρα μέχρι την
διασταύρωση. Ζύγισα τη σκέψη μου κα το πόδι μου. Πίεσα το γκάζι και
πέρασα το φωτεινό σηματοδότη την στιγμή που άλλαζε χρώμα. Η σιωπή
έσπασε.
- Ξέρω που πάμε, μου είπε. Θες να με πας στο σημείο με την αγαπημένη
σου θέα. Χαμογέλασα. Είχε καταλάβει τον προορισμό μου. Την κοίταξα.
Κοίταξα τα χείλια της, ήταν σαρκώδη και υγρά.
- Ξέρεις δεν είναι ανάγκη. Εάν δεν σε πειράζει πάμε κατευθείαν στο
σπίτι μου. Έχει μείνει μισό μπουκάλι από το αγαπημένο σου ποτό. Από τότε
που μέναμε μαζί. Κανείς άλλος δεν θέλησε να πιει από το ποτό σου, λες
και ήταν μόνο για σένα.
Πάρκαρα ακριβώς από κάτω. Σερβίρισε δύο Martini.
- Θα σου κάνω και εγώ παρέα. Μου παρέδωσε το ποτήρι μου και κατέβασε το δικό της μονορούφι.
- Λοιπόν…; Προσπάθησα να την αγκαλιάσω. Πέρασα το ένα χέρι μου στην
πλάτη της και με το άλλο βάλθηκα να ξεκουμπώσω τα κουμπιά του πουκάμισου
της.
- Άσε θα γδυθώ μόνη μου. Γδύσου και εσύ !
Υπάκουσα, την στιγμή που ήμουν σχεδόν γυμνός γύρισα και την κοίταξα.
Ήταν γυμνή, όμορφη, λίγο πιο αδύνατη από τότε… Ήρθε και με αγκάλιασε.
- Βγάλε κι αυτό. Το έβγαλα και έμεινα όρθιος μπροστά της. Με κοίταξε.
- Έλα, θέλω να μπεις μέσα μου τώρα.
Ήξερα – θυμόμουν - πως της άρεσε περισσότερο. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και
ήρθε από πάνω μου. Με μια της μόνο κίνηση, μπήκα μέσα της και προτού
αρχίσει να ανεβοκατεβαίνει μου είπε:
- Βρίσε με!
Άρχισα να βρίζω. Όχι μόνο αυτή. Αφιέρωσα ότι μπινελίκι μου ήρθε στο
μυαλό σε όλες μου τις γυναίκες. Ένα σε κάθε μία. Έκανα τρεις φορές τον
γύρο επαναλαμβάνοντας με την ίδια σειρά τους επιθετικούς προσδιορισμούς.
Έναν για κάθε μία. Από τρεις φορές σαν προσευχή. Τελειώσαμε μαζί. Έπεσε
πάνω μου και δεν μίλαγε, μόνο ανέπνεε βαριά…
Πέρασαν μερικά λεπτά και κανείς δεν σάλεψε. Σηκώθηκε. Φόρεσε μια
φαρδιά πυτζάμα, μόνο το πάνω. Έβαλα τα ρούχα μου, της έδωσα ένα φιλί και
χωρίς να μιλήσω χώθηκα στο πιο νουάρ ασανσέρ που είχα ποτέ μου
ταξιδέψει. Έκλεισα την εξώπορτα της πολυκατοικίας και στάθηκα.
Τελικά η μοναξιά η δική μας φίλε είναι σαν αυτή που νιώθει ο οδηγός
που περνάει τελευταίος το φανάρι, στο όριο. Κοιτώντας πίσω του από τον
καθρέπτη, αντιλαμβάνεται ότι δεν τον ακολουθεί πλέον κανένας._
.
O Πάρις Κουτρουμάνος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο
κέντρο της Αθήνας το 1971. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στην Πάτρα και
σήμερα επιχειρεί στην αγορά της διαδικτυακής διαφήμισης. Είναι
Videoblogger αλλά γράφει και μικρές ιστορίες για να σώζει την ψυχή του.
Όταν ξεκλέβει χρόνο διαβάζει ότι του προκαλεί γέλιο και όνειρα. Πιστεύει
στην φράση: “Το όλο είναι άλλο”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου