πηγή: http://www.onestory.gr/post/30790916468
ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΟΤΑΝ
του Δημήτρη Γραμμένου *
.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό υπόγειο. Μόνο που το υπόγειο
αυτό δεν ήταν σαν τα άλλα. Το υπόγειο αυτό ονειρευόταν. Μα, θα μου πείτε
τώρα, τι μπορεί να ονειρεύεται ένα υπόγειο; Ε, λοιπόν, πολλά και
διάφορα. Αλλά για να καταλάβετε καλύτερα τα όνειρά του, θα πρέπει μάλλον
να σας πω πρώτα δυο-τρία πραγματάκια γι’ αυτό.
Το υπόγειο της ιστορίας μας ήταν ένα μικρό – όχι πάνω από είκοσι
τετραγωνικά – δωματιάκι, στη βάση μιας παλιάς, πενταόροφης πολυκατοικίας
στην πιο κακόφημη συνοικία της πόλης. Για να είμαι ακριβής, ήταν ένα
ημι-υπόγειο, ή τουλάχιστον έτσι το διαφήμιζαν οι ιδιοκτήτες του στις
μικρές αγγελίες, αφού ψηλά, εκεί όπου ένας από τους τέσσερις γκρίζους
τοίχους του συναντούσε το ταβάνι, υπήρχε ένα μακρόστενο παραθυράκι με
κοντούλικα σκουριασμένα κάγκελα. Στην είσοδό του, μια ηλικιωμένη πόρτα
κρατιόταν με το ζόρι στους ξεχαρβαλωμένους μεντεσέδες της, και, σαν
ιδιότροπη γεροντοκόρη, φρόντιζε να κρατά καλά τις αποστάσεις της από το
βρώμικο τσιμεντένιο πάτωμα, αφήνοντας ένα κενό τουλάχιστον δέκα
εκατοστών. Εδώ ίσως πρέπει να αναφέρω ότι το πάτωμα δεν είχε πάντοτε
αυτά τα χάλια. Στα νιάτα του ήταν καλυμμένο από πολύχρωμα πλαστικά
πλακάκια, μα τώρα είχαν ξεκολλήσει τόσα πολλά που έμοιαζε με παράξενη
σκακιέρα σχεδιασμένη από κάποιον μοντέρνο καλλιτέχνη. Σε μια γωνιά,
απέναντι από την πόρτα, ήταν στριμωγμένο το μπάνιο. Ένα τετράγωνο κουτί
από γυψοσανίδα, όχι πολύ μεγαλύτερο από μια δίφυλλη ντουλάπα. Εκεί
βρισκόταν και η μοναδική – για όλες τις χρήσεις – βρύση του δωματίου,
αφού κουζίνα δεν υπήρχε. Ο νεροχύτης, ο οποίος είχε προ πολλού
εγκαταλείψει άνανδρα το πόστο του, είχε αντικατασταθεί από έναν
στραβοκομμένο γκαζοτενεκέ που κρεμόταν πάνω από την πάλαι ποτέ λευκή και
νυν κιτρινισμένη γυμνή λεκάνη της τουαλέτας.
Άθλιο, θλιβερό, χάλια, απαίσιο… Αυτές είναι μόνο λίγες από τις λέξεις
που αναφωνούσαν μόλις το έβλεπαν οι υποψήφιοι ενοικιαστές. Πολύ το
πλήγωναν το μικρό υπόγειο όλες αυτές οι άσχημες κουβέντες. Πιο πολύ κι
από το σαράκι που του κατέτρωγε μέρα με τη μέρα τα σωθικά κι από τα
βρωμερά ποντίκια που τρυπούσαν κάθε τόσο τα ντουβάρια του για να
φτιάξουν τις φωλιές του.
Κι επειδή ήταν έτσι όπως ήταν, τον πιο πολύ καιρό τον περνούσε
ολομόναχο. Σπάνια βρισκόταν κάποιος που θα έμενε, έστω και για κάνα-δυο
μήνες, μέσα του για να του κάνει λίγη παρέα. Στην πρώτη ευκαιρία, ή
μόλις έφτιαχνε έστω και λίγο ο καιρός, όλοι έφευγαν. Έτσι, το υπόγειο
είχε πολύ ησυχία – που εδώ που τα λέμε δεν του άρεσε καθόλου – και όλο
τον απαραίτητο χρόνο στη διάθεσή του για να ονειρεύεται. Και δε
χρειαζόταν καν να κλείσει τα μάτια του. Ήταν τόσο σκοτεινό και ανήλιαγο
που συνήθως δε μπορούσε να δει ούτε τη μύτη του. Μόνο λίγες φορές,
σπάνια – πολύ σπάνια, ξεθάρρευε κάποια περίεργη ηλιαχτίδα κι έμπαινε στο
εσωτερικό του. Τότε, μόλις το υπόγειο φωτιζόταν, έβλεπε τα χάλια του
και μελαγχολούσε για μέρες. Μελαγχολούσε τόσο πολύ που ξεχνούσε ακόμα
και να ονειρευτεί.
Τα πρώτα χρόνια, του άρεσε να ονειρεύεται ότι ήταν ρετιρέ. Ένα μεγάλο
διαμπερές ρετιρέ στον εικοστό πρώτο όροφο μιας πανάκριβης
πολυκατοικίας, στα δυτικά προάστια. Μέσα του έμενε κάποιος πολύ διάσημος
ζωγράφος και είχε γεμίσει τους τοίχους του με υπέροχους πίνακες, ή μια
ντίβα του κινηματογράφου που το είχε στολίσει με καλλιτεχνικές
φωτογραφίες της και χρυσά βραβεία, ή , καμιά φορά, και οι δυο μαζί γιατί
είχαν στο μεταξύ γνωριστεί και είχαν γίνει ζευγάρι.
Μετά από μερικά χρόνια όμως, το μικρό υπόγειο βαρέθηκε αυτό το όνειρο
κι έψαξε να βρει άλλα. Άρχισε λοιπόν να παρακολουθεί μέσα από τα
κάγκελα του παραθύρου τα παπούτσια των λιγοστών περαστικών που περνούσαν
από το σπασμένο πεζοδρόμιο. Συνήθως βέβαια τα παπούτσια ήταν λερωμένα
και φθαρμένα κι αυτό δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια για
ονειροπολήσεις. Που και που όμως περνούσε κάποιο καλογυαλισμένο ζευγάρι
ανδρικά σκαρπίνια ή τίποτα ολοκαίνουργα γυναικεία γοβάκια που έκαναν τη
φαντασία του να οργιάζει. Τι δεξιώσεις, τι γκαλά, τι απίστευτα πάρτι
γινόταν στα όνειρά του. Πότε είχε σαλόνι με πάτωμα από σπάνιο μάρμαρο
και πιάνο με ουρά, πότε αίθουσα χορού με ξύλινο παρκέ και πότε βεράντα
με θέα τη θάλασσα, το πάρκο ή την κεντρική πλατεία. Μια φορά, είχε
σταθεί έξω από το παράθυρο ένας μικρός ζητιάνος που γρατζουνούσε αδέξια
ένα μισοδιαλυμένου βιολί. Εκείνο το βράδυ το υπόγειο είχε μετατραπεί σε
υπέρλαμπρο θέατρο με αμέτρητα λαμπιόνια που σειόταν από το βροντερό
χειροκρότημα των θεατών.
Κάποιον χειμώνα, ένα γέρικο καναρίνι το ‘σκασε από το κλουβί του και
βρήκε καταφύγιο στο υπόγειο. Για τρεις ολόκληρες μέρες, κάθε φορά που
άκουγε το κελάηδημα του πουλιού, το υπόγειο γινόταν λιβάδι καταπράσινο,
πνιγμένο από πολύχρωμα λουλούδια και ψηλά δέντρα γεμάτα ζωή και
λαχταριστούς καρπούς. Την τέταρτη μέρα όμως, το καναρίνι έπαψε να
κελαηδά και να πεταρίζει και ν’ ανασαίνει. Και το υπόγειο πέρασε όλον
τον υπόλοιπο χειμώνα δίχως ούτε ένα τοσοδά ονειράκι.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, το υπόγειο έμαθε να χρειάζεται όλο και πιο
λίγα για να ονειρευτεί. Έτσι, όταν η υγρασία ζωγράφιζε περίεργα σχέδια
στους τοίχους, αυτό ονειρευόταν ότι είχε έρθει ένα τσούρμο παιδιά με
κόκκινα μάγουλα γεμάτα φακίδες και χαμογελαστά πρόσωπα και με τα κέρινα
κραγιόνια τους το στόλισαν για να του δείξουν την αγάπη τους. Ακόμη και
τότε που χάλασε η βρύση κι άρχισε να στάζει ρυθμικά πάνω στο
γκαζοτενεκέ, πολύ το είχε ευχαριστηθεί. Φανταζόταν ότι χτυπούσε αδιάκοπα
κόσμος την πόρτα του, που στο όνειρό του ήταν στιβαρή και βαριά,
φτιαγμένη από μασίφ δρύινο ξύλο με όμορφες σκαλισμένες φιγούρες. Γιατί,
μόνο μια τέτοια πόρτα άρμοζε σ’ ένα σημαντικό δωμάτιο σαν κι αυτό – δεν
ήταν και πολύ σίγουρο βέβαια τι ακριβώς ήταν, αλλά μάλλον κάποιο
υπουργείο ή ίσως και το σπίτι του Δημάρχου, αφού ο κόσμος έκανε
ατελείωτες ουρές, λαχταρώντας πως και πως να περάσει στο εσωτερικό του.
Τέλος, υπήρχε το όνειρο της Κυριακής! Κάποιες Κυριακές, όταν είχε τα
κέφια του, το υπόγειο φορούσε τα καλά του και γινόταν ένας μεγαλοπρεπής
ναός – όχι πάντα της ίδιας θρησκείας, μερικές φορές και πολλών
διαφορετικών ταυτόχρονα! Οι πολυάριθμοι πιστοί προσέρχονταν με ευλάβεια
κι έμπαιναν μέσα του με χαμηλωμένο το κεφάλι, ψιθυρίζοντας προσευχές,
παρακλήσεις και συγνώμες. Κάποιοι έβγαζαν πρώτα τα παπούτσια τους,
κάποιοι άλλοι έκαναν το σταυρό τους, μερικοί κάθονταν σε περίεργες
στάσεις πάνω στο ξύλινο πάτωμα, ενώ άλλοι έφερναν μαζί τους πολύτιμα
δώρα κι αφιερώματα. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά από τους πηχτούς
αρωματισμένους καπνούς και τα ζεστά χνώτα του πλήθους. Το καθαρό χρυσάφι
στις τοιχογραφίες, τα εικονίσματα ή τα αγάλματα, ανάλογα με την
περίσταση, λαμπύριζε σα χιλιάδες αστέρια στο αντιφέγγισμα των αμέτρητων
κεριών.
Βέβαια, όπως σας είπα και πιο πριν, το υπόγειο δεν ήταν πάντα μόνο
του. Ορισμένες – λίγες – φορές, υπήρχαν άνθρωποι που έμεναν εκεί. Μόνο
που αυτοί δεν το έκαναν ποτέ να ονειρεύεται. Ποιος ξέρει άραγε γιατί.
Ίσως επειδή ήταν βρώμικοι και άσχημοι. Ή ίσως πάλι γιατί ήταν
ταλαιπωρημένοι – πιο πολύ και από το ίδιο. Ή ακόμη κι επειδή συνήθως δεν
ήθελαν να το βλέπουν. Κι έτσι δεν ήθελε να τους βλέπει ούτε κι αυτό.
Ναι, ναι αυτό ήταν βέβαιο. Προτιμούσε να είναι μόνο του.
Έτσι λοιπόν πάνω-κάτω περνούσαν τα χρόνια του. Πότε γεμάτα όνειρα,
πότε βουτηγμένα στη μελαγχολία και πότε εντελώς κενά. Όπως περίπου
περνάν και τα χρόνια των ανθρώπων.
Μέχρι εκείνη τη μέρα. Τη μέρα που η πόρτα του γκρεμίστηκε μονομιάς κι
έπεσε στο πάτωμα σηκώνοντας ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης. Το υπόγειο
ούρλιαξε από πόνο καθώς ένιωσε ένα κομμάτι του να ξεριζώνεται. Με
ανάμεικτα συναισθήματα φόβου και οργής είδε δυο πλάσματα – που όμοια
τους δεν είχε ξαναδεί – να περνάνε το κατώφλι του. Ήταν ένα αγόρι κι ένα
κορίτσι – μα όχι σαν αυτά που συνήθιζαν να μένουν εκεί. Ήταν νέα και
όμορφα, πολύ όμορφα και ,καθώς ξεπρόβαλαν μέσα από το σύννεφο, έμοιαζαν
με αγγελούδια που κατέβηκαν για λίγο στη Γη. Το δωμάτιο τσιμπήθηκε για
να βεβαιωθεί ότι δεν ονειρευόταν. Όχι, όχι ήταν αλήθεια. Και δεν ήταν
και Κυριακή.
«Τώρα γιατί το έκανες αυτό ρε μαλάκα; Κάποιος μπορεί να μας άκουσε,» είπε θυμωμένο το κορίτσι.
«Μην ανησυχείς, μωρό μου. Δεν υπάρχει κανείς τριγύρω, το έχω ψάξει.
Το κτίριο είναι εγκαταλειμμένο εδώ και χρόνια» απάντησε το αγόρι κι
άναψε ένα κλεφτοφάναρο.
«Εδώ λοιπόν θα ζήσουμε το όνειρό μας!» είπε χαρούμενα το κορίτσι εξετάζοντας τον άδειο χώρο στο μισοσκόταδο.
Το υπόγειο δε μπορούσε να πιστέψει στ’ αυτιά του. Πρώτη φορά μιλούσε
κάποιος με τρυφερά λόγια γι’ αυτό. Αυτό ήταν αρκετό για ν’ αρχίσει να
ονειρεύεται, μα το καθυστερούσε όσο πιο πολύ γινόταν, γιατί – για πρώτη
φορά στη ζωή του – δεν ήθελε να χάσει την επαφή του με την
πραγματικότητα.
Το κορίτσι ξεκούμπωσε νωχελικά την μπλούζα του, μένοντας γυμνό από τη
μέση και πάνω. Το αγόρι έβγαλε το μπουφάν του και το άπλωσε στο πάτωμα.
Το κορίτσι κάθισε πάνω κι ακούμπησε την πλάτη του στον κρύο τοίχο. Το
υπόγειο αναρίγησε στο άγγιγμα της μαλακής επιδερμίδας. Το αγόρι κάθισε
δίπλα στο κορίτσι και το πήρε αγκαλιά. «Είσαι έτοιμη για το ταξίδι μας;»
του ψιθύρισε στ’ αυτί. Το κορίτσι έγνεψε ναι και φιλήθηκαν στο στόμα.
Ύστερα, το αγόρι ψηλάφισε την τσέπη του μπουφάν κι έβγαλε κάτι από μέσα.
Το υπόγειο δεν ήξερε τι ήταν αυτό, μα είδε καθαρά ότι το κάρφωσε πρώτα
στο χέρι του κοριτσιού κι ύστερα στο δικό του. Και μετά έγινε σιωπή.
«Πετάω, μωρό μου, πετάω! Με βλέπεις;» ρώτησε με φωνή που έτρεμε το αγόρι.
«Ναι αγάπη μου, δίπλα σου είμαι! Και είναι υπέροχα! Για κοίτα… Κοίτα
πόσο όμορφα είναι όλα από εδώ ψηλά! Σαν όνειρο, το δικό μας όνειρο!»
απάντησε εκστασιασμένο το κορίτσι.
«Θεέ μου, δεν το πιστεύω! Ονειρεύονται!» σκέφτηκε ενθουσιασμένο το
υπόγειο. «Επιτέλους από εδώ και μπρος δε θα ονειρεύομαι μόνο.» Έκλεισε
λοιπόν κι αυτό τα μάτια και τους ακολούθησε στ’ όνειρό τους.
Εκείνο το βράδυ, οι τρεις τους ταξίδεψαν σε απίστευτα μέρη, όπου το
δωμάτιο άλλαζε συνεχώς μορφή και σχήμα, σαν τις πολύχρωμες εικόνες στα
καλειδοσκόπια των μικρών παιδιών. Πότε γινόταν παλάτι, πότε παραδεισένιο
νησί, πότε έναστρος ουρανός, μέχρι και διαστημόπλοιο έγινε!
Το επόμενο πρωί, το δωμάτιο ξύπνησε πρώτο. Όταν αντίκρισε τα δυο
παιδιά να κοιμούνται αγκαλιασμένα πάνω στο μπουφάν, δάκρυσε από
συγκίνηση. Τι νύχτα κι αυτή! Τώρα πια, δεν έβλεπε την ώρα που θα
ξυπνούσαν, για να ονειρευτεί ξανά μαζί τους. Μέχρι και το μικρό του
παραθυράκι του προσπάθησε να τεντώσει όσο πιο πολύ μπορούσε μπας και
τρύπωνε καμιά ηλιαχτίδα να τους ξυπνήσει μια ώρα αρχύτερα. Η μέρα όμως
έξω ήταν μουντή και μαύρη. Έτσι λοιπόν, δεν είχε άλλη επιλογή από το να
περιμένει.
«ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΕΚΚΕΝΩΣΤΕ ΑΜΕΣΑ ΤΟ ΚΤΗΡΙΟ!» ακούστηκε να ουρλιάζει μια
βραχνή φωνή μέσα από μια ντουντούκα. «ΣΕ ΔΕΚΑ ΛΕΠΤΑ ΑΡΧΙΖΕΙ Η
ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ!»
Το υπόγειο δε μπορούσε να καταλάβει τι είχε κάνει και του φώναζαν
έτσι άγρια πρωί-πρωί, αλλά στην αρχή χάρηκε γιατί σκέφτηκε ότι η φασαρία
θα ξυπνούσε τα παιδιά.
«ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ!», ακούστηκε ξανά η φωνή.
Τα παιδιά παρέμειναν ασάλευτα στη θέση τους.
«ΕΞΗΝΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ!», στρίγκλισε η ντουντούκα.
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, το υπόγειο θυμήθηκε ξαφνικά το καναρίνι κι αισθάνθηκε ένα κόμπο να του δένει το λαιμό.
«ΠΕΝΤΕ… ΤΕΣΣΕΡΑ…ΤΡΙΑ…ΔΥΟ…ΕΝΑ!»
Η σιδερένια μπάλα χτύπησε με δύναμη την πολυκατοικία. Το υπόγειο
ένιωσε τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια του. Ακολούθησε κι άλλο
χτύπημα. Ένας μεγάλος σωρός από μπάζα έπεσε με φόρα πάνω στην πλάτη του.
Το υπόγειο έβαλε τα δυνατά του για να τα κρατήσει μακριά από τα παιδιά,
αλλά τα χρόνια του δε βοηθούσαν. Στο τρίτο χτύπημα ένιωσε τις δυνάμεις
του να το εγκαταλείπουν. Έκλεισε λοιπόν τα μάτια κι αφέθηκε στη μοίρα
του…
Το επόμενο χτύπημα μετέτρεψε το υπόγειο σε μια άμορφη μάζα που άρχισε
να πέφτει σαν γκρίζα βροχή πάνω στα σώματα των παιδιών. Μα, καθώς
έπεφτε, το υπόγειο άνοιξε διάπλατα τα χέρια του σε μιαν απέραντη αγκαλιά
κι έκρυψε βαθιά μέσα στα στήθη του τα δυο παιδιά. Και τότε, προς μεγάλη
του έκπληξη, ανακάλυψε ότι αυτό ήταν τελικά που ονειρευόταν πραγματικά
να γίνει σε όλη του τη ζωή!
.
O Δημήτρης Γραμμένος γεννήθηκε στην Κέρκυρα.
Σήμερα ζει στο Ηράκλειο της Κρήτης και εργάζεται ως Ερευνητής στο
Ινστιτούτο Πληροφορικής του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ). Δεν
είναι συγγραφέας. Απλά κάποιες στιγμές χρησιμοποιεί λευκές σελίδες
χαρτιού για να μαζεύει όνειρα, ελπίδες και συναισθήματά του πριν πέσουν
στο πάτωμα… Από τις εκδόσεις Άγκυρα κυκλοφορεί το εικονογραφημένο
παραμύθι του με τίτλο «H συναυλία των χρωμάτων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου