http://www.onestory.gr/post/35627065115
ΚΕΡΣΟΡΑΣ
του Κωνσταντίνου Καραγάνη *
.
Ο κέρσορας στον υπολογιστή του αναβόσβηνε
ρυθμικά, σχεδόν σαν να το κορόιδευε. Σα να του έλεγε :’’Δεν ξέρεις τι
σου γίνεται’’, ή ‘’Παράτα τα’’, ή ‘’Είναι μάταιο, σταμάτα να προσπαθείς,
δεν πρόκειται να καταφέρεις τίποτα’’. Δεν ήταν διατεθειμένος να
σταματήσει. Η κάθετη εκείνη γραμμή δεν είχε κανένα δικαίωμα να του πει
τι θα κάνει. Άλλωστε οι καλές ιδέες έρχονται όταν δεν τις περιμένεις.
Η διαδικασία πάντοτε η ίδια. Τασάκι στα
αριστερά, με στριφτά τσιγάρα, το πακέτο με τον καπνό, τα χαρτάκια και τα
φιλτράκια σε απόσταση αναπνοής από το δεξί του χέρι, και ένα ποτήρι με
μπόλικο πάγο και διαφορετικό πότό κάθε βράδυ. Σήμερα είχε σειρά το λικέρ
μαστίχα. Καλή επιλογή για καλοκαίρι, και αναγκαία κατά μία έννοια,
δεδομένου ότι το ούζο το τελείωσε χτες το βράδυ.
Είχαν περάσει σχεδόν 2 μήνες από τότε που
αποφάσισε να ξανακάτσει μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του, και να
ξαναγράψει. Με την μόνη διαφορά, ότι δεν είχε γράψει ούτε λέξη. Έχοντας
ήδη δύο βιβλία στο ενεργητικό του, με το ένα να έχει πουλήσει σα φρέσκο
φραντζολάκι, και το άλλο να ανεβαίνει συνεχώς σε πωλήσεις, είχε τον
χρόνο και τον εκδοτικό του οίκο με το μέρος του. Είχε μόνο έναν εχθρό.
Τον κέρσορα του. Αυτόν τον μικρό μπάσταρδο κέρσορα, ο οποίος συνέχιζε να
αναβοσβήνει ειρωνικά μπροστά στα μάτια του. Ήξερε πως θα κέρδιζε. Ήξερε
πως η ιδέα θα ερχόταν, και αποφάσισε να πάει να κοιμηθεί, και αύριο
νύχτα ήταν. Θα πήγαινε το πρωί να κάνει τις εξωτερικές του δουλείες, το
μεσημέρι μια βόλτα από την εφημερίδα, το απόγευμα για καφέ, και μετά το
βραδινό φαγητό, ποτάκι, τσιγαράκι, υπολογιστής, μπαλκόνι και για ακόμα
ένα βράδυ μάχη με τον κέρσορα. Για απόψε ηττήθηκε. Αύριο ποιος ξέρει;
Επαναληπτικός αγώνας. Δεν πίστευε στα
προαισθήματα. Κι όμως, απόψε κάτι του έλεγε πως η ιδέα θα ερχόταν, και
ένα ακόμα αριστούργημα θα γεννιόταν κάτω από τα δάχτυλά του. 3 και κάτι
ώρες αργότερα, φαινόταν πως η ιδέα αργοπορούσε. Πως χάθηκε σε κάποια
γωνία του μυαλού του. Το κινητό του το μόνο που κατάφερε είναι να
μποτιλιάρει τους νοητούς του διαδρόμους λίγο περισσότερο. Σηκώθηκε
απρόθυμα να απαντήσει, αφήνοντας το μικρό του φίλο να αναβοσβήνει
χαιρέκακα. Μετά από 5 λεπτά βαρετής συνομιλίας με τον αρχισυντάκτη του,
και υπεύθυνο της καλλιτεχνικής στήλης της εφημερίδας, επέστρεψε στην
καρέκλα του, διατεθειμένος να δώσει μια μικρή πίστωση χρόνου στην ήδη
καθυστερημένη επισκέπτριά του.
Με μία μικρή διαφορά. Φαίνεται πως εκείνη
είχε έρθει. Ο κέρσορας είχε μετακινηθεί κάποιες θέσεις προς τα δεξιά.
Γραμμένη στην οθόνη του μία πρόταση: «Πλέον ήταν αργά. Και το ήξερε».
Κοίταξε την φράση με την απορία ενός παιδιού που του εξηγείς τη μοριακή
διάσπαση του ατόμου. Αυτός την είχε γράψει; Αποκλείεται! Μέχρι να
χτυπήσει το κινητό του δεν είχε γράψει ούτε μια λέξη. Ήταν σίγουρος για
αυτό. Ή μήπως είχε γράψει; Όχι, δεν υπήρχε περίπτωση. Το θυμόταν πάρα
πολύ καλά. Τότε πώς; Όσο και να είχε εξελιχθεί η επιστήμη, δεν είχε
φτάσει ακόμα σε επίπεδο ικανό να «ξεκολλάει» κάποιον από το συγγραφικό
του block. Αν όχι αυτός όμως, τότε ποιος; Η
λογική του τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο υπολογιστής του είχε κάποιον
ιό. Κάτι η ζέστη του καλοκαιριού, κάτι τα 4-5 ποτηράκια που είχε ήδη
πιει, κατάλαβε πως η κριτική του ικανότητα δεν ήταν και πολύ της
εμπιστοσύνης του.
Αρχίζει να πατάει το backspace,
και γράμμα γράμμα είδε την φράση να χάνεται από μπροστά του. Σε
αντίθεση με την έμπνευση τον κάλεσε η φύση, για μία αναγκαία επίσκεψη
στο wc. Πάντα πίστευε πως το να πηγαίνεις στην
τουαλέτα είναι χάσιμο χρόνου, σε αντίθεση με ορισμένους που το βλέπουν
σαν ευκαιρία για διαλογισμό. Μετά από 10 λεπτά, επέστρεψε στο τραπέζι
του στο μπαλκόνι.
«Αυτό δεν έπρεπε να το κάνεις..». Καινούρια
έκφραση. Σίγουρα όχι από αυτόν. Αναρωτήθηκε αν η τρέλα του χτυπάει την
πόρτα. Σίγουρος πια ότι ο υπολογιστής του έχει κάποιον ιό, αποφασίζει να
σκανάρει για να σιγουρευτεί. 22 λεπτά αργότερα, η διάγνωση από το
αντιβιοτικό του ήταν αρνητική. Υπολογιστής πεντακάθαρος. Το δάχτυλό του
επιστρέφει στο backspace. Διαγράφει και την καινούρια φράση από την οθόνη του.
«Μην αντιδράς υπερβολικά. Δε σου πάει…»
Πως είναι δυνατόν; Σκέφτηκε. Και κάνει το
προφανές. Απενεργοποιεί τον υπολογιστή του. Περιμένει. Στρίβει ένα
τσιγάρο και περιμένει. Την αναμονή έσπασε ο ήχος μηνύματος από το κινητό
του. Απρόθυμα το έπιασε στα χέρια του. Το ξεκλειδώνει. Το μήνυμα είχε
άγνωστο αποστολέα. Και όχι μόνο αυτό. Ο αριθμός αποστολέα, δεν φαινόταν
πουθενά.
«Σε είχα για πιο θαρραλέο. Άνοιξε σε παρακαλώ τον υπολογιστή. Και πρόσεχε αυτή τη φορά.»
Τι να προσέχει και από ποιόν; Ποιος κάνει
πλάκες τέτοια ώρα; Και όπως συμβαίνει σε κάθε άνθρωπο, η περιέργεια, η
οποία σπανίως ευθύνεται για το ποσοστό θνησιμότητας σε οικόσιτα
αιλουροειδή παρά την λαϊκή ρήση, τον κατέκλυσε. Ενεργοποιεί τον
υπολογιστή του. Η λευκή σελίδα με τον κέρσορα εκεί. Αγέρωχη και
ακλόνητη.
«Ωραία. Και τώρα που συνεννοηθήκαμε πάμε πάλι από την αρχή».
Αυτό που σκέφτηκε ήταν να αρχίσει να
πληκτρολογεί απαντήσεις, σε αυτόν τον άγνωστο αποστολέα. Η λογική του
πάντα περνάει στο προσκήνιο. Τώρα του υπαγόρευε ότι κάποιος hacker έχει μπει στον υπολογιστή του και θέλει να παίξει. Αποφασίζει λοιπόν να συμμετέχει.
-Ποιος είσαι;
«Δεν έχει καμία σημασία. Δεν με περίμενες ε;»
-Αν δεν ξέρω ποιος είσαι πώς να σε περιμένω. Ποιος είσαι;
«Θα σταματήσετε όλοι να μου κάνετε αυτή την ηλίθια ερώτηση; Σημασία έχει τι είμαι εδώ να προσφέρω. Όχι ποιος είμαι».
-Δεν νομίζω ότι είναι ώρα για πλάκες.
«Ποιος μίλησε για κάτι τέτοιο; Υπομονή… Κάθε πράγμα στον καιρό του δε λένε;»
-Πως έμαθες τον αριθμό του κινητού μου;
«Ξέρω πολύ περισσότερα για εσένα από εσένα»
-Πες μου ποιος είσαι γιατί αλλιώς σβήνω υπολογιστή και κινητό. Να δω μετά πως θα κάνεις τις πλάκες σου.
«Δε νομίζω ότι θες κάτι τέτοιο. Στη ζωή πρέπει να μάθεις να περιμένεις.»
-Ό,τι πεις. Αντίο φίλε…
«Σου είπα μία κουβέν………….»
Και ο υπολογιστής έκλεισε. Γρήγορα πιάνει το
κινητό στα χέρια του για να απενεργοποιήσει και αυτό. Ακούγεται ο ήχος
μηνύματος για ακόμη μία φορά. Θα μπορούσε να κλείσει τη συσκευή. Αλλά
είπαμε. Ο άνθρωπος θα είναι πάντα δέσμιος της περιέργειας του. Διαβάζει
το μήνυμα του άγνωστου αποστολέα.
«Οι κανόνες είναι δικοί μου. Πήγαινε στη θέση σου»
Ο ήχος του υπολογιστή του που άνοιξε τον
έκανε να στραφεί προς τα εκεί. Κάθισε στην καρέκλα του σχεδόν
τρομαγμένος. Ακόμα ένα τσιγάρο.
«Και τώρα που σιγουρεύτηκες ότι δεν κάνω
πλάκες, θα κάτσεις σα καλό παιδάκι στην καρεκλίτσα σου να μιλήσουμε σαν
άνθρωποι; Συγνώμη. Να μιλήσουμε σκέτο, ήθελα να πω»
-Τι είσαι;
«Επιτέλους. Και μια σωστή ερώτηση. Η απάντηση όμως αργεί ακόμα. Ας απαντήσουμε σε κάτι άλλο πρώτα. ΕΣΥ τι είσαι»
-Τι εννοείς;
«Για να καταλάβεις τι γίνεται σήμερα, πρέπει
πρώτα να μπορείς να απαντήσεις στο ποιος και τι είσαι εσύ ο ίδιος. Τα
υπόλοιπα θα έρθουν φυσικά»
-Δεν υπάρχει τίποτε το φυσικό σε αυτό που γίνεται τώρα.
«Κάνεις για ακόμα μία φορά λάθος. Πρέπει να μάθεις ότι τα πάντα στη ζωή είναι φυσικά. Αρκεί να θες να το δεις έτσι»
-Πες μου σε παρακαλώ τι θες από εμένα
«Το ζήτημα είναι να δεχτείς αυτό που έχω να
προσφέρω εγώ σε εσένα. Το αντίστοιχο τίμημα, πίστεψέ με, θα είναι πολύ
μικρότερο, συγκριτικά με την προσφορά μου»
-Δε σε καταλαβαίνω
«Λογικό. Μιλάω με γρίφους… αχαχαχαχαχα»
-Αυτό είναι αλήθεια.
«Ξεκινάμε λοιπόν απλά. Για αρχή θέλω να
θεωρήσεις ότι είμαι απλά ένας άνθρωπος με τον οποίο συνομιλείς
ηλεκτρονικά. Ένας άγνωστος σε κάποιο chat room, ή ένας φίλος σου που έχεις να μιλήσεις καιρό»
-Είναι πολύ δύσκολο να δεχτώ κάτι τέτοιο…
«Έλα τώρα. Συγγραφέας είσαι. Βάλε την
φαντασία σου να δουλέψει. Μην γίνεσαι ρεαλιστής. Πως με φαντάζεσαι;
Είμαι ψηλός; Είμαι κοντός; Άσχημος; Όμορφος;»
-Δεν ξέρω.
«Λογικό. Είπα βάλε την φαντασία σου να δουλέψει. Ξέχνα την λογική για απόψε.»
-Είσαι κοντός, χοντρός και άσχημος…
«Διακρίνω μία ενόχληση. Αλλά δεν πειράζει. Ωραία λοιπόν. Είμαι ένας κοντός χοντρός και άσχημος. Κλισε μεν, αλλά θα το δεχτώ»
-Πες μου τι θες…
«Χάνεις την υπομονή σου έτσι; Εντάξει λοιπόν.
Αφού δεν θες να καταλάβεις, θα περάσω απευθείας στο κυρίως πιάτο του
αποψινού δείπνου. Σου προσφέρω την αθανασία. Το όνομά σου στις
μεγαλύτερες λίστες συγγραφέων. Το βιβλίο σου μεταφρασμένο σε όλες τις
γλώσσες του κόσμου, και εσύ ένα συγγραφέας αναγνωρίσιμος σε όλο τον
κόσμο. Πως σου ακούγεται;
-Τι θες να πεις;
«Ξέρεις να διαβάζεις υποθέτω. Ακριβώς τα παραπάνω. Σου προσφέρω μία θέση στο πάνθεον των συγγραφέων ανά τον κόσμο.»
-Και πως θα γίνει αυτό;
«Αν δεχτείς, θα αρχίσει να σχηματίζεται στην
οθόνη σου ένα κείμενο. Θα ξεδιπλωθεί μπροστά σου ένα ολόκληρο συγγραφικό
έργο. Που όμοιό του δεν θα έχει υπάρξει ξανά. Θα είναι η επιτομή σου.
Το απαύγασμά σου. Το καλύτερο βιβλίο που μπορεί να γράψει ποτέ
συγγραφέας. Και η αθανασία θα είναι απλά ένα βήμα μακριά.»
-Γιατί εμένα;
«Γιατί σε είδα σε ένα περιοδικό και σε
συμπάθησα! Τι ηλίθια ερώτηση είναι αυτή; Γιατί πρέπει να μάθεις να
πληρώνεις για την καλοτυχία σου. Για αυτό. Ακόμα δεν καταλαβαίνεις τι
γίνεται και με εκνευρίζεις.»
-Αν δεν δεχτώ;
«Κανείς δεν λέει όχι. Μόλις διαβάσεις αυτό που σου προορίζεται θα θέλεις να μπει το όνομά σου, έστω και στο οπισθόφυλλο.»
-Δεν μπορείς να με αναγκάσεις.
«Δεν χρειάζεται… Περιμένω την απάντησή σου»
-Με τι αντάλλαγμα;
«Να και μία σωστή ερώτηση»
-Τι θα πρέπει να κάνω;
«Κάτι πολύ απλό. Όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες, αναγνωρίζονται μετά θάνατον.
-Δηλαδή;
«Σου προσφέρω την αθανασία σε αντάλλαγμα για την ασήμαντη ζωή σου»
-Η ζωή μου δεν είναι ασήμαντη.
«Άσε να το κρίνουν άλλοι αυτό. Λοιπόν δεν έχουμε πολύ χρόνο»
-Αυτό που λες δεν είναι λογικό.
«Αυτό που λέω είναι απόλυτα λογικό, αρκεί να θες να δεις το πόσο λογικό είναι, και θα γίνει».
-Δεν μπορείς να με αναγκάσεις να κάνω κάτι τέτοιο. Και αν δεχτώ πως θα πάρεις εσύ το αντίτιμό σου;
«Για συγγραφέας είσαι πολύ πεζός. Απορώ πως έχεις κοινό που σε διαβάζει. Ωραία λοιπόν θα σε πείσω. Σχετικά εύκολα πιστεύω.»
Ένα παράθυρο άνοιξε στην οθόνη του από το
πρόγραμμα επεξεργασίας κειμένου που χρησιμοποιούσε. Χωρίς εκείνος να
πληκτρολογεί ένα κείμενο άρχισε να σχηματίζεται μπροστά από τα μάτια
του. Και όπως ήταν αναμενόμενο άρχισε να διαβάζει.
Και ήταν απλά εκπληκτικό. Όσο διάβαζε τόσο ήθελε να μην τελειώσει. Ήταν ό,τι καλύτερο είχε διαβάσει ποτέ του. Το δικό του best seller ήταν οδηγός μαγειρικής μπροστά σε αυτό το καταπληκτικό κείμενο.
Γεννήθηκε λοιπόν μέσα του η επιθυμία που ο
αντίπαλος του τον είχε προειδοποιήσει. Ναι. Ήθελε το όνομά του σε αυτό
το κείμενο. Πάση θυσία. Ήθελε ο συγγραφέας αυτού του κειμένου να είναι ο
ίδιος. Με κάθε κόστος. Όσο διάβαζε τόσο αυτό το συναίσθημα γινόταν
μεγαλύτερο. Και πλέον ήταν σίγουρος ότι πρέπει να αποκτήσει αυτό το
κείμενο. 1068 σελίδες και 15 ώρες αργότερα, γράφτηκε η λέξη «ΤΕΛΟΣ»
Στο πρώτο παράθυρο του άγνωστου αποστολέα, γράφτηκε μία ακόμα φράση…
«Λοιπόν; Είχα δίκιο;»
-Ναι. Απόλυτο. Δεν έχω διαβάσει καλύτερο πράγμα στη ζωή μου. Θέλω το όνομά μου σε αυτό το κείμενο.
«Η ανταλλαγή ξέρεις τι περιλαμβάνει. Το
κείμενο έχει σταλεί ήδη στον εκδότη σου. Οι οικογένειά σου θα λάβει όλα
τα έσοδα από τις πωλήσεις. Αλλά τώρα πρέπει να σε χαιρετήσω. Μου
οφείλεις κάτι»
Το χέρι του έπεσε αργά πάνω στο χερούλι της
καρέκλας. Τα μάτια του έκλεισαν. Για πρώτη φορά στη ζωή του ήταν πλήρης,
γεμάτος. Το χαμόγελό του ήταν πλατύ. Το τσιγάρο έπεσε από τα δάχτυλά
του κάνοντας μία καφέ κηλίδα καψίματος στο πλακάκι. Η καρδιά του έκανε
τον τελευταίο της χτύπο. Η τελευταία του πνοή έφυγε από μέσα του, σαν
ένας μικρός αναστεναγμός.
Ο υπολογιστής του έσβησε. Και ο κέρσορας εξαφανίστηκε ικανοποιημένος. Είχε κερδίσει.
~
«Ίσως το καλύτερο έργο των τελευταίων ετών. Ένα πραγματικό αριστούργημα»
-Washington Post
«Το κύκνειο άσμα του έμελλε να γίνει το καλύτερο έργο του»
-New Yorker
«Ο συγγραφικός κόσμος θρηνεί τον χαμό ενός από τους περισσότερο ταλαντούχους συγγραφείς του κόσμου»
-SUN
«Ένα έργο γεμάτο ζωή. Αξίζει να είναι η παρακαταθήκη του»
-Le Monde
.
Ο Κωνσταντίνος Καραγάνης
γεννήθηκε ένα χρόνο πριν την προβολή της Φρουτοπίας από την ΕΡΤ.
Φανατικός και μανιακός τηλεορασάκιας. Είναι επαγγελματίας ηθοποιός, αλλά
με ψωνάρα που εξαπλώνεται και σε άλλα είδη. Τρομάρα του. Γράφει μόνο
όταν έχει έμπνευση, δηλαδή σπανίως. Μεγάλο πάθος ο κινηματογράφος. Μότο
ζωής: Η ζωή μου (μας) αντί για κύκλος, τριγωνάκι σκαλινό. Κατά βάθος
είναι σοβαρό άτομο. Νομίζει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου