ΟΥΤΡΙΛΟ ΜΟΡΙΣ (Maurice Utrillo,1883 – 5/11/1955).
Ουτριλό, Μορίς Γάλλος ζωγράφος. Ήταν γιος της ζωγράφου Μαρί Κλεμεντίν Βαλαντόν (βλ. λ.) και μυήθηκε στη ζωγραφική από τη μητέρα του (γνωστή επίσης ως Σουζάν), η οποία θέλησε έτσι να τον απομακρύνει από το πάθος του αλκοολισμού στο οποίο είχε ενδώσει από πολύ νέος. Τα πρώτα έργα του εμπνέονται όχι τόσο από τα συγγενικά προς τους πίνακες του Πολ Γκογκέν έργα της μητέρας του όσο από τον ιμπρεσιονισμό,ιδιαίτερα του Αλφρέ Σισλέ και του Καμίγ Πισαρό. Ο Ο. άρχισε την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία ως τοπιογράφος, με απόψεις της Μονμάρτρης και του Μονμανί στην περιφέρεια του Παρισιού, όπου κατοικούσε με τη μητέρα του, εκδηλώνοντας έναν εκπληκτικό αυθορμητισμό και μια αμεσότητα που παραπέμπει στους ναΐφ ζωγράφους. Η ιδιοφυΐα του αποκαλύφθηκε το 1912, όταν ταξίδεψε στην Κορσική με τη μητέρα του και τον σύζυγό της Αντρέ Ιτέρ, επίσης ζωγράφο, και άρχισε να αναγνωρίζεται το έργο του, πρώτα από τον Φρανσί Καρκό. Από τότε έζησε στο Παρίσι ζωγραφίζοντας αδιάκοπα, εκτός από τις περιόδους ανάρρωσης από τις κρίσεις του αλκοολισμού. Από το 1910 έως το 1914 άρχισε η λεγόμενη λευκή περίοδος, κατά την οποία χρησιμοποιούσε μια πολύ περιορισμένη γκάμα χρωμάτων, στην οποία κυριαρχούσαν εκτεταμένες λευκές πινελιές (Η εκκλησία του Τορσί-αν-Βαλουά, Η οδός Ναρβό, Η αποβάθρα του Ανζού κ.ά.) Από το 1919, τα χρώματά του έγιναν εντονότερα, επηρεασμένα από τους φοβιστές, η παλέτα του πιο πλούσια και χαρούμενη, ενώ αργότερα η τεχνοτροπία του έγινε περισσότερο περιγραφική και επίπεδη (Τρεις ανεμόμυλοι στη Μονμάρτρη, Οι κήποι κ.ά.). Από το 1924 περνούσε όλα τα καλοκαίρια στον πύργο του Σεν Μπερνάρ στο Εν, πάντοτε ζωγραφίζοντας ακατάπαυστα. Όπως και ο Αμεντέο Μοντιλιάνι, ο Χαΐμ Σουτίν κ.ά., ο Ο. αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της σύγχρονης ζωγραφικής, που δεν μπορεί να καταταχθεί σε κανένα από τα μεγάλα καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής του.
Ουτριλό, Μορίς Γάλλος ζωγράφος. Ήταν γιος της ζωγράφου Μαρί Κλεμεντίν Βαλαντόν (βλ. λ.) και μυήθηκε στη ζωγραφική από τη μητέρα του (γνωστή επίσης ως Σουζάν), η οποία θέλησε έτσι να τον απομακρύνει από το πάθος του αλκοολισμού στο οποίο είχε ενδώσει από πολύ νέος. Τα πρώτα έργα του εμπνέονται όχι τόσο από τα συγγενικά προς τους πίνακες του Πολ Γκογκέν έργα της μητέρας του όσο από τον ιμπρεσιονισμό,ιδιαίτερα του Αλφρέ Σισλέ και του Καμίγ Πισαρό. Ο Ο. άρχισε την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία ως τοπιογράφος, με απόψεις της Μονμάρτρης και του Μονμανί στην περιφέρεια του Παρισιού, όπου κατοικούσε με τη μητέρα του, εκδηλώνοντας έναν εκπληκτικό αυθορμητισμό και μια αμεσότητα που παραπέμπει στους ναΐφ ζωγράφους. Η ιδιοφυΐα του αποκαλύφθηκε το 1912, όταν ταξίδεψε στην Κορσική με τη μητέρα του και τον σύζυγό της Αντρέ Ιτέρ, επίσης ζωγράφο, και άρχισε να αναγνωρίζεται το έργο του, πρώτα από τον Φρανσί Καρκό. Από τότε έζησε στο Παρίσι ζωγραφίζοντας αδιάκοπα, εκτός από τις περιόδους ανάρρωσης από τις κρίσεις του αλκοολισμού. Από το 1910 έως το 1914 άρχισε η λεγόμενη λευκή περίοδος, κατά την οποία χρησιμοποιούσε μια πολύ περιορισμένη γκάμα χρωμάτων, στην οποία κυριαρχούσαν εκτεταμένες λευκές πινελιές (Η εκκλησία του Τορσί-αν-Βαλουά, Η οδός Ναρβό, Η αποβάθρα του Ανζού κ.ά.) Από το 1919, τα χρώματά του έγιναν εντονότερα, επηρεασμένα από τους φοβιστές, η παλέτα του πιο πλούσια και χαρούμενη, ενώ αργότερα η τεχνοτροπία του έγινε περισσότερο περιγραφική και επίπεδη (Τρεις ανεμόμυλοι στη Μονμάρτρη, Οι κήποι κ.ά.). Από το 1924 περνούσε όλα τα καλοκαίρια στον πύργο του Σεν Μπερνάρ στο Εν, πάντοτε ζωγραφίζοντας ακατάπαυστα. Όπως και ο Αμεντέο Μοντιλιάνι, ο Χαΐμ Σουτίν κ.ά., ο Ο. αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της σύγχρονης ζωγραφικής, που δεν μπορεί να καταταχθεί σε κανένα από τα μεγάλα καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου