O
Τσαρλς Λούτγουϊτζ Ντότζσον (Charles Lutwidge Dodgson, 27 Ιανουαρίου
1832 - 14 Ιανουαρίου 1898), γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Λιούις
Κάρολ, ήταν Άγγλος συγγραφέας, μαθηματικός, φωτογράφος και κληρικός.
Ανάμεσα στα πιο δημοφιλή λογοτεχνικά έργα του, ανήκουν Η Αλίκη στη Χώρα
των Θαυμάτων και τα ποιήματα Το Κυνήγι του Φιρχαρία (The Hunting of the
Snark) και Jabberwocky.
Η οικογένεια του ήταν Βορειοαγγλικής καταγωγής, ιδιαίτερα συντηρητική, διατηρώντας παραδοσιακά ισχυρούς δεσμούς με την Αγγλικανική Εκκλησία. Η πλειοψηφία των προγόνων του, προέρχονταν από την μεσαία ή ανώτερη τάξη, καταλαμβάνοντας συχνά θέσεις στην εκκλησία και στο στρατό. Ο προπάππους του υπήρξε επίσκοπος, ενώ ο παππούς του ήταν αρχηγός του στρατού, όταν πέθανε το 1803 εν ώρα μάχης. Ο πατέρας του είχε ιδιαίτερη κλίση στα μαθηματικά, ωστόσο απέρριψε το ενδεχόμενο να ακολουθήσει μία ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, επιλέγοντας το ρόλο του εφημέριου. Υπήρξε ενεργό μέλος της Αγγλικανικής εκκλησίας και ένθερμος υποστηρικτής του Τζον Χένρυ Νιούμαν, ο οποίος ηγήθηκε του κινήματος της Οξφόρδης, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην επιστροφή της Εκκλησίας της Αγγλίας στον καθολικισμό. Το 1827, παντρεύτηκε την πρώτη του ξαδέλφη, Φράνσις Τζέην Λούτγουϊτζ, με την οποία απέκτησε συνολικά έντεκα παιδιά, επτά κόρες και τέσσερις γιους, μεταξύ αυτών και ο Τσαρλς.
Νεανικά χρόνια
Ο Κάρολ γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα του παιδικά χρόνια στο Daresbury της βόρειας Αγγλίας ενώ σε ηλικία έντεκα ετών, ακολούθησε την οικογένειά του στο χωριό Croft-on-Tees, όπου μετακόμισε. Οι πρώτες του σπουδές περιλάμβαναν μαθήματα κατ' οίκον, αλλά στα δώδεκά του χρόνια, οι γονείς του τον έστειλαν σε ιδιωτικό σχολείο, στη γειτονική περιοχή του Ρίτσμοντ. Τον αμέσως επόμενο χρόνο, μεταφέρθηκε στο Rugby School, ένα από τα παλαιότερα δημόσια σχολεία του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι επιδόσεις του υπήρξαν εξαιρετικές, ωστόσο ο ίδιος σημείωσε αργότερα για την περίοδο της φοίτησής του, "δεν μπορώ να πω, πως αναπολώ τη ζωή μου στο δημόσιο σχολείο με κάποια αίσθηση ευχαρίστησης".[1]
Τον Ιανουάριο του 1851, εγκαταστάθηκε στην Οξφόρδη, όπου φοίτησε στο κολέγιο Christ Church, στο οποίο είχε σπουδάσει παλαιότερα και ο πατέρας του. Λίγες μόλις ημέρες αργότερα, του ανακοινώθηκε ο θάνατος της μητέρας του, πιθανόν από μηνιγγίτιδα ή καρδιακή προσβολή. Οι ακαδημαϊκές του επιδόσεις υπήρξαν υψηλές, ειδικότερα στα μαθηματικά, εξασφαλίζοντάς του υποτροφίες και άλλες διακρίσεις. Τον Οκτώβριο του 1855 έγινε λέκτορας του κολεγίου στα μαθηματικά, θέση που θα διατηρούσε μέχρι το 1881. Του χορηγήθηκε υποτροφία (studentship) από το Christ Church, την οποία διατήρησε φροντίζοντας να ακολουθήσει τα θρησκευτικά ήθη που επέβαλε το κολέγιο, μεταξύ αυτών και την υπόσχεση να παραμείνει άγαμος. Στις 22 Δεκεμβρίου του 1862, χρίστηκε διάκονος της Εκκλησίας της Αγγλίας, ωστόσο δεν εξελίχθηκε στην θρησκευτική ιεραρχία, όπως όφειλε. Δεν είναι γνωστοί οι λόγοι για τους οποίους αρνήθηκε μία τέτοια εξέλιξη, κάτι που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα οδηγούσε στην αποβολή του από το κολέγιο, αν ο τότε πρύτανης, Χένρι Λίντελ, δεν επέτρεπε στον Ντότζσον να παραμείνει, παραβιάζοντας ανεξήγητα τους κανόνες του κολεγίου. Μία από τις ερμηνείες που έχουν διατυπωθεί, προκειμένου να εξηγηθεί η στάση του Ντότζσον, είναι πως διαπνεόταν εκείνη την περίοδο από συναισθήματα ενοχής και αμαρτίας, όπως ο ίδιος εκφράζει μέσα στα ημερολόγιά του, αν και δεν είναι σαφείς οι λόγοι που τον οδηγούσαν σε τέτοιου είδους σκέψεις. Είναι πιθανό να υπήρξε διστακτικός και λόγω γενικότερων αμφιβολιών του απέναντι στην ίδια την Αγγλικανική Εκκλησία. Ο πρώτος του βιογράφος, Στιούαρτ Ντότζσον Κόλλιγκγουντ, αποδίδει εν μέρει την απόφασή του στον τραυλισμό του, που θα τον δυσκόλευε να κηρύττει, αν και όπως ο ίδιος σημειώνει, δεν ήταν λίγες οι φορές που κήρυττε ανεπίσημα.
Λιούις Κάρολ (1863)
Με την ιδιότητα του μαθηματικού, ο Ντότζσον δημοσίευσε αρκετά βιβλία, ως επί το πλείστον εγχειρίδια, όπως τα A syllabus of plane algebraical geometry (1860), Two Books of Euclid (1860), The Formulae of Plane Trigonometry (1861), Condensation of Determinants (1866), Elementary Treatise on Determinants (1867), Examples in Arithmetic (1874), Euclid and his modern rivals (1879), Curiosa Mathematica, Part I: A New Theory of Parallels (1888) και Curiosa Mathematica, Part II: Pillow Problems thought out during Sleepless Nights (1893). Κανένα από τα έργα αυτά δεν διήρκεσε στο χρόνο, ούτε είχε σημαντική συμβολή στα μαθηματικά, αλλά το βιβλίο Euclid and his modern rivals στο οποίο υπερασπίζεται τη χρήση των Στοιχείων του Ευκλείδη για τη διδασκαλία της γεωμετρίας, παρουσιάζει ιστορικό ενδιαφέρον, ενώ είναι γραμμένο σε μορφή θεατρικού έργου, περιγράφοντας την εμφάνιση του φαντάσματος του Ευκλείδη μπροστά στους σύγχρονους μαθηματικούς.
Καλλιτεχνικό έργο
Λογοτεχνία
Ήδη από νεαρή ηλικία, ο Κάρολ έγραφε ποιήματα και διηγήματα, τα οποία δημοσίευε σε λογοτεχνικά περιοδικά με σχετική επιτυχία. Το 1854, ξεκίνησε να συνεισφέρει ως συντάκτης, στο περιοδικό The Comic Tunes, δημοσιεύοντας ποιήματα, κυρίως σατιρικού ύφους. Λίγο αργότερα, γράφοντας στο περιοδικό The Train, χρησιμοποίησε για πρώτη φόρα λογοτεχνικό ψευδώνυμο, για τη δημοσίευση του ποιήματος Solitude. Αρχικά, πρότεινε στον εκδότη του περιοδικού, Έντμουντ Γέιτς, το όνομα Dares, προερχόμενο από το Daresbury που αποτελούσε τον τόπο γέννησης του. Ο Γέιτς δεν έκανε αποδεκτό το ψευδώνυμο αυτό και ο Ντότζσον του πρότεινε τέσσερα εναλλακτικά ονόματα, εκ των οποίων τελικά, ο Γέιτς επέλεξε το Λιούις Κάρολ (Lewis Caroll).[2] Δημοσίευσε έργα του και σε μικρότερα περιοδικά όπως τα Whitby Gazette και Oxford Critic.
Η οικογένεια του ήταν Βορειοαγγλικής καταγωγής, ιδιαίτερα συντηρητική, διατηρώντας παραδοσιακά ισχυρούς δεσμούς με την Αγγλικανική Εκκλησία. Η πλειοψηφία των προγόνων του, προέρχονταν από την μεσαία ή ανώτερη τάξη, καταλαμβάνοντας συχνά θέσεις στην εκκλησία και στο στρατό. Ο προπάππους του υπήρξε επίσκοπος, ενώ ο παππούς του ήταν αρχηγός του στρατού, όταν πέθανε το 1803 εν ώρα μάχης. Ο πατέρας του είχε ιδιαίτερη κλίση στα μαθηματικά, ωστόσο απέρριψε το ενδεχόμενο να ακολουθήσει μία ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, επιλέγοντας το ρόλο του εφημέριου. Υπήρξε ενεργό μέλος της Αγγλικανικής εκκλησίας και ένθερμος υποστηρικτής του Τζον Χένρυ Νιούμαν, ο οποίος ηγήθηκε του κινήματος της Οξφόρδης, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην επιστροφή της Εκκλησίας της Αγγλίας στον καθολικισμό. Το 1827, παντρεύτηκε την πρώτη του ξαδέλφη, Φράνσις Τζέην Λούτγουϊτζ, με την οποία απέκτησε συνολικά έντεκα παιδιά, επτά κόρες και τέσσερις γιους, μεταξύ αυτών και ο Τσαρλς.
Νεανικά χρόνια
Ο Κάρολ γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα του παιδικά χρόνια στο Daresbury της βόρειας Αγγλίας ενώ σε ηλικία έντεκα ετών, ακολούθησε την οικογένειά του στο χωριό Croft-on-Tees, όπου μετακόμισε. Οι πρώτες του σπουδές περιλάμβαναν μαθήματα κατ' οίκον, αλλά στα δώδεκά του χρόνια, οι γονείς του τον έστειλαν σε ιδιωτικό σχολείο, στη γειτονική περιοχή του Ρίτσμοντ. Τον αμέσως επόμενο χρόνο, μεταφέρθηκε στο Rugby School, ένα από τα παλαιότερα δημόσια σχολεία του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι επιδόσεις του υπήρξαν εξαιρετικές, ωστόσο ο ίδιος σημείωσε αργότερα για την περίοδο της φοίτησής του, "δεν μπορώ να πω, πως αναπολώ τη ζωή μου στο δημόσιο σχολείο με κάποια αίσθηση ευχαρίστησης".[1]
Τον Ιανουάριο του 1851, εγκαταστάθηκε στην Οξφόρδη, όπου φοίτησε στο κολέγιο Christ Church, στο οποίο είχε σπουδάσει παλαιότερα και ο πατέρας του. Λίγες μόλις ημέρες αργότερα, του ανακοινώθηκε ο θάνατος της μητέρας του, πιθανόν από μηνιγγίτιδα ή καρδιακή προσβολή. Οι ακαδημαϊκές του επιδόσεις υπήρξαν υψηλές, ειδικότερα στα μαθηματικά, εξασφαλίζοντάς του υποτροφίες και άλλες διακρίσεις. Τον Οκτώβριο του 1855 έγινε λέκτορας του κολεγίου στα μαθηματικά, θέση που θα διατηρούσε μέχρι το 1881. Του χορηγήθηκε υποτροφία (studentship) από το Christ Church, την οποία διατήρησε φροντίζοντας να ακολουθήσει τα θρησκευτικά ήθη που επέβαλε το κολέγιο, μεταξύ αυτών και την υπόσχεση να παραμείνει άγαμος. Στις 22 Δεκεμβρίου του 1862, χρίστηκε διάκονος της Εκκλησίας της Αγγλίας, ωστόσο δεν εξελίχθηκε στην θρησκευτική ιεραρχία, όπως όφειλε. Δεν είναι γνωστοί οι λόγοι για τους οποίους αρνήθηκε μία τέτοια εξέλιξη, κάτι που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα οδηγούσε στην αποβολή του από το κολέγιο, αν ο τότε πρύτανης, Χένρι Λίντελ, δεν επέτρεπε στον Ντότζσον να παραμείνει, παραβιάζοντας ανεξήγητα τους κανόνες του κολεγίου. Μία από τις ερμηνείες που έχουν διατυπωθεί, προκειμένου να εξηγηθεί η στάση του Ντότζσον, είναι πως διαπνεόταν εκείνη την περίοδο από συναισθήματα ενοχής και αμαρτίας, όπως ο ίδιος εκφράζει μέσα στα ημερολόγιά του, αν και δεν είναι σαφείς οι λόγοι που τον οδηγούσαν σε τέτοιου είδους σκέψεις. Είναι πιθανό να υπήρξε διστακτικός και λόγω γενικότερων αμφιβολιών του απέναντι στην ίδια την Αγγλικανική Εκκλησία. Ο πρώτος του βιογράφος, Στιούαρτ Ντότζσον Κόλλιγκγουντ, αποδίδει εν μέρει την απόφασή του στον τραυλισμό του, που θα τον δυσκόλευε να κηρύττει, αν και όπως ο ίδιος σημειώνει, δεν ήταν λίγες οι φορές που κήρυττε ανεπίσημα.
Λιούις Κάρολ (1863)
Με την ιδιότητα του μαθηματικού, ο Ντότζσον δημοσίευσε αρκετά βιβλία, ως επί το πλείστον εγχειρίδια, όπως τα A syllabus of plane algebraical geometry (1860), Two Books of Euclid (1860), The Formulae of Plane Trigonometry (1861), Condensation of Determinants (1866), Elementary Treatise on Determinants (1867), Examples in Arithmetic (1874), Euclid and his modern rivals (1879), Curiosa Mathematica, Part I: A New Theory of Parallels (1888) και Curiosa Mathematica, Part II: Pillow Problems thought out during Sleepless Nights (1893). Κανένα από τα έργα αυτά δεν διήρκεσε στο χρόνο, ούτε είχε σημαντική συμβολή στα μαθηματικά, αλλά το βιβλίο Euclid and his modern rivals στο οποίο υπερασπίζεται τη χρήση των Στοιχείων του Ευκλείδη για τη διδασκαλία της γεωμετρίας, παρουσιάζει ιστορικό ενδιαφέρον, ενώ είναι γραμμένο σε μορφή θεατρικού έργου, περιγράφοντας την εμφάνιση του φαντάσματος του Ευκλείδη μπροστά στους σύγχρονους μαθηματικούς.
Καλλιτεχνικό έργο
Λογοτεχνία
Ήδη από νεαρή ηλικία, ο Κάρολ έγραφε ποιήματα και διηγήματα, τα οποία δημοσίευε σε λογοτεχνικά περιοδικά με σχετική επιτυχία. Το 1854, ξεκίνησε να συνεισφέρει ως συντάκτης, στο περιοδικό The Comic Tunes, δημοσιεύοντας ποιήματα, κυρίως σατιρικού ύφους. Λίγο αργότερα, γράφοντας στο περιοδικό The Train, χρησιμοποίησε για πρώτη φόρα λογοτεχνικό ψευδώνυμο, για τη δημοσίευση του ποιήματος Solitude. Αρχικά, πρότεινε στον εκδότη του περιοδικού, Έντμουντ Γέιτς, το όνομα Dares, προερχόμενο από το Daresbury που αποτελούσε τον τόπο γέννησης του. Ο Γέιτς δεν έκανε αποδεκτό το ψευδώνυμο αυτό και ο Ντότζσον του πρότεινε τέσσερα εναλλακτικά ονόματα, εκ των οποίων τελικά, ο Γέιτς επέλεξε το Λιούις Κάρολ (Lewis Caroll).[2] Δημοσίευσε έργα του και σε μικρότερα περιοδικά όπως τα Whitby Gazette και Oxford Critic.
To 1856, o Κάρολ
γνωρίστηκε με τον νέο πρύτανη του κολεγίου του, τον Χένρυ Λίντελ, ο
οποίος εγκαταστάθηκε στο Chist Church με την οικογένειά του,
αποτελούμενη από τη σύζυγό του και τρεις κόρες, μεταξύ αυτών και η Άλις
Λίντελ. Ο Κάρολ συνδέθηκε στενά με την οικογένεια και ειδικότερα με τη
μητέρα και τα τρία παιδιά. Το 1862, κατά τη διάρκεια μίας εκδρομής,
προκειμένου να διασκεδάσει τα παιδιά, ο Κάρολ τους διηγήθηκε μία ιστορία
που θα αποτελούσε τη βάση για την μετέπειτα συγγραφή του πιο δημοφιλούς
λογοτεχνικού του έργου. Όταν η Άλις Λίντελ ζήτησε από τον Κάρολ να
καταγράψει την ιστορία αυτή, εκείνος της παρουσίασε αργότερα, το
Νοέμβριο του 1864, ένα χειρόγραφο με τον τίτλο Alice's Adventures Under
Ground (Οι περιπέτειες της Αλίκης κάτω από τη γη). Νωρίτερα, είχε
παρουσιάσει το ημιτελές χειρόγραφο στους αδελφούς Μακμίλαμ, του ομώνυμου
εκδοτικού οίκου, από τους οποίους είχε γίνει θερμά δεκτό. Το έργο
εκδόθηκε τελικά το 1865 με τον τίτλο Alice's Adventures in Wonderland
(Οι περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων), με εικονογράφηση του
Σερ Τζον Τένιελ, και είχε σημαντική εμπορική απήχηση, προσδίδοντας
μεγάλη φήμη στον Λιούις Κάρολ. Θεωρείται εν γένει πως ο χαρακτήρας της
Αλίκης είναι βασισμένος στην Άλις Λίντελ, ωστόσο ο ίδιος ο Κάρολ,
αργότερα διέψευσε πως η ηρωίδα του βιβλίου στηρίζεται σε κάποιο υπαρκτό
πρόσωπο.[3]
Τα χριστούγεννα του 1871, δημοσιεύτηκε η συνέχεια του βιβλίου (Through the Looking-Glass, and What Alice Found There) ενώ το 1876 εκδόθηκε το τελευταίο σημαντικό του έργο, Το Κυνήγι του Φιρχαρία (The Hunting of the Snark), ένα ποίημα με έντονα στοιχεία φαντασίας, όπως και η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Το τελευταίο του μυθιστόρημα (Silvie and Bruno) δημοσιεύτηκε σε δύο τόμους, το 1889 και 1893 αντίστοιχα, χωρίς να τύχει θερμής υποδοχής.
Η Άλις Λίντελ (φωτογραφία του Λιούις Κάρολ).
Φωτογραφία
Σημαντικό μέρος της καλλιτεχνικής ζωής του Λιούις Κάρολ, περιλαμβάνει η ενασχόλησή του με την φωτογραφία, με την οποία ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή, περίπου το 1851, σε σχετική έκθεση στο Λονδίνο. Το 1856, απέκτησε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή, κατασκευασμένη από την εταιρεία του Thomas Ottewill, και ξεκίνησε να ασχολείται ερασιτεχνικά με τη λήψη φωτογραφιών. Δάσκαλός του στην εκμάθηση της τεχνικής της φωτογραφίας, υπήρξε ο φίλος του, Reginald Southey. Το 1863 ενοικίασε ένα φωτογραφικό στούντιο, όπου συγκέντρωσε το σύνολο του φωτογραφικού εξοπλισμού του, ενώ πέντε χρόνια αργότερα εξασφάλισε άδεια για την δημιουργία ενός ανάλογου χώρου μέσα στο κτίριο του κολεγίου του Christ Church.
Εκτιμάται πως σε διάστημα 24 ετών, δημιούργησε συνολικά περίπου τρεις χιλιάδες φωτογραφίες, εκ των οποίων διασώζονται σήμερα λιγότερες από χίλιες και οι περισσότερες από αυτές είναι προσωπογραφίες. Αντικείμενο έντονου σχολιασμού έχουν γίνει ορισμένες φωτογραφίες του Κάρολ, που απεικονίζουν γυμνά νεαρά κορίτσια, αν και πιθανότατα τέτοιου είδους φωτογραφήσεις ήταν συνήθεις για την εποχή εκείνη, ενώ παράλληλα έγιναν και με τη συναίνεση των γονέων τους. Το 1858 συμμετείχε σε έκθεση φωτογραφίας, στο Λονδίνο, χρηματοδοτούμενη από την Φωτογραφική Ένωση Λονδίνου (Photographic Society of London). Το φωτογραφικό του έργο διακόπηκε ξαφνικά τον Αύγουστο του 1880. Σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους φωτογράφους της εποχής του, ο οποίος κατάφερε να διαμορφώσει ένα προσωπικό ύφος στις φωτογραφίες του, ασκώντας παράλληλα επίδραση σε μεταγενέστερους μοντέρνους φωτογράφους.
Τελευταία χρόνια
Παρά την επιτυχία του ως συγγραφέας, μετά την έκδοση της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων, ο Κάρολ συνέχισε να διδάσκει στο κολέγιο του Christ Church, όπου και διέμενε, μέχρι το 1881. Τότε εγκατέλειψε τη διδασκαλία των μαθηματικών και τα επόμενα χρόνια αφοσιώθηκε αποκλειστικά στο συγγραφικό του έργο. Το 1869, απέκτησε ένα σπίτι στο Γκίλντφορντ (Guildford), όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του, μαζί με έξι αδελφές του. Πέθανε στις 14 Ιανουαρίου του 1898 από πνευμονία.
Τα χριστούγεννα του 1871, δημοσιεύτηκε η συνέχεια του βιβλίου (Through the Looking-Glass, and What Alice Found There) ενώ το 1876 εκδόθηκε το τελευταίο σημαντικό του έργο, Το Κυνήγι του Φιρχαρία (The Hunting of the Snark), ένα ποίημα με έντονα στοιχεία φαντασίας, όπως και η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Το τελευταίο του μυθιστόρημα (Silvie and Bruno) δημοσιεύτηκε σε δύο τόμους, το 1889 και 1893 αντίστοιχα, χωρίς να τύχει θερμής υποδοχής.
Η Άλις Λίντελ (φωτογραφία του Λιούις Κάρολ).
Φωτογραφία
Σημαντικό μέρος της καλλιτεχνικής ζωής του Λιούις Κάρολ, περιλαμβάνει η ενασχόλησή του με την φωτογραφία, με την οποία ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή, περίπου το 1851, σε σχετική έκθεση στο Λονδίνο. Το 1856, απέκτησε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή, κατασκευασμένη από την εταιρεία του Thomas Ottewill, και ξεκίνησε να ασχολείται ερασιτεχνικά με τη λήψη φωτογραφιών. Δάσκαλός του στην εκμάθηση της τεχνικής της φωτογραφίας, υπήρξε ο φίλος του, Reginald Southey. Το 1863 ενοικίασε ένα φωτογραφικό στούντιο, όπου συγκέντρωσε το σύνολο του φωτογραφικού εξοπλισμού του, ενώ πέντε χρόνια αργότερα εξασφάλισε άδεια για την δημιουργία ενός ανάλογου χώρου μέσα στο κτίριο του κολεγίου του Christ Church.
Εκτιμάται πως σε διάστημα 24 ετών, δημιούργησε συνολικά περίπου τρεις χιλιάδες φωτογραφίες, εκ των οποίων διασώζονται σήμερα λιγότερες από χίλιες και οι περισσότερες από αυτές είναι προσωπογραφίες. Αντικείμενο έντονου σχολιασμού έχουν γίνει ορισμένες φωτογραφίες του Κάρολ, που απεικονίζουν γυμνά νεαρά κορίτσια, αν και πιθανότατα τέτοιου είδους φωτογραφήσεις ήταν συνήθεις για την εποχή εκείνη, ενώ παράλληλα έγιναν και με τη συναίνεση των γονέων τους. Το 1858 συμμετείχε σε έκθεση φωτογραφίας, στο Λονδίνο, χρηματοδοτούμενη από την Φωτογραφική Ένωση Λονδίνου (Photographic Society of London). Το φωτογραφικό του έργο διακόπηκε ξαφνικά τον Αύγουστο του 1880. Σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους φωτογράφους της εποχής του, ο οποίος κατάφερε να διαμορφώσει ένα προσωπικό ύφος στις φωτογραφίες του, ασκώντας παράλληλα επίδραση σε μεταγενέστερους μοντέρνους φωτογράφους.
Τελευταία χρόνια
Παρά την επιτυχία του ως συγγραφέας, μετά την έκδοση της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων, ο Κάρολ συνέχισε να διδάσκει στο κολέγιο του Christ Church, όπου και διέμενε, μέχρι το 1881. Τότε εγκατέλειψε τη διδασκαλία των μαθηματικών και τα επόμενα χρόνια αφοσιώθηκε αποκλειστικά στο συγγραφικό του έργο. Το 1869, απέκτησε ένα σπίτι στο Γκίλντφορντ (Guildford), όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του, μαζί με έξι αδελφές του. Πέθανε στις 14 Ιανουαρίου του 1898 από πνευμονία.
Αμφιλεγόμενα σημεία της βιογραφίας του
Ημερολόγια
Ημερολόγια
Ο Κάρολ άφησε ένα πολύ σημαντικό αριθμό επιστολών καθώς και ημερολογιακές καταγραφές, στις οποίες παρουσίαζε αναλυτικά τις δραστηριότητες του. Συνολικά υπήρχαν δεκατρείς τόμοι προσωπικών ημερολογίων, τέσσερις εκ των οποίων αγνοούνται σήμερα. Ο πρώτος τόμος ξεκινά πριν τον Οκτώβριο του 1853 ενώ η τελευταία καταγραφή σημειώνεται το Δεκέμβριο του 1897. Μετά το θάνατο του, οι χειρόγραφες σημειώσεις του παρέμειναν στην οικογένεια Ντότζσον, ενώ τα ημερολόγιά του πωλήθηκαν στην Βρετανική Βιβλιοθήκη το 1969, όταν και ανακαλύφθηκε πως ήταν ελλιπή. Ο πρώτος βιογράφος του και ανιψιός του, Στιούαρτ Ντότζσον Κόλιγκγουντ, υπήρξε ο μοναδικός που είχε πρόσβαση σε όλο το ημερολογιακό υλικό του, προκειμένου να ολοκληρώσει την πρώτη βιογραφία του, η οποία εκδόθηκε το 1898. Σε κάποια χρονική στιγμή μέχρι το 1932, χρονιά των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Κάρολ κατά την οποία αναβίωσε ένα έντονο ενδιαφέρον για το συγγραφέα, τέσσερις τόμοι ημερολογίων εξαφανίστηκαν καθώς και δέκα μεμονωμένες σελίδες από τους υπόλοιπους εννέα.
Επισήμως, οι τόμοι αυτοί χάθηκαν από αμέλεια, ωστόσο έχει αναπτυχθεί έντονη φημολογία περί σκόπιμης απόκρυψής τους από μέλη της οικογένειας του Κάρολ, προκειμένου να προστατευθεί η υπόληψή του ή να μην δημοσιοποιηθούν συγκεκριμένες πτυχές της ζωής του. Άγνωστο παραμένει επίσης αν οι μεμονωμένες σελίδες που απουσιάζουν από τους υπόλοιπους εννέα τόμους των ημερολογίων, έχουν αφαιρεθεί από τον ίδιο τον Κάρολ ή κάποιον συγγενή του. Τόσο οι χαμένοι τόμοι, όσο και οι σελίδες που έχουν αφαιρεθεί, καλύπτουν χρονικά την περίοδο 1853-1862, ενώ μία από τις σελίδες, έχει αφαιρεθεί από τις καταγραφές του Κάρολ για τον Ιούνιο του 1863. Το χαμένο υλικό, περιγράφει συνολικά μία περίοδο πέντε χρόνων από τη ζωή του συγγραφέα, για την οποία έχουν γίνει πολλές υποθέσεις, χωρίς όμως να στηρίζονται σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Εκτός από τα ημερολόγια, εκτιμάται ότι συνολικά το 80% του προσωπικού αρχείου του Κάρολ, που περιείχε εκτός από πληθώρα επιστολών και αρκετές φωτογραφίες, έχει χαθεί ή καταστραφεί.
Παιδοφιλία
Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Λιούις Κάρολ είχε αρκετές "παιδικές φίλες" (child-friends, όπως ο ίδιος τις αποκαλούσε), νεαρά κορίτσια που βρίσκονταν στην προεφηβική περίοδο, ενώ παρουσιάζεται ως δεδομένη η αγάπη του και η προσήλωσή του στα παιδιά. Το γεγονός αυτό, έχει συχνά ερμηνευτεί από αρκετούς σύγχρονους βιογράφους του ως δείγμα παιδοφιλίας, σε πλατωνικό ωστόσο επίπεδο. Προς υποστήριξη αυτής της ερμηνείας, προβάλλονται ρομαντικές και θερμές επιστολές του προς "παιδικές φίλες" καθώς και φωτογραφίες του - ορισμένες από αυτές γυμνές - που απεικονίζουν νεαρά κορίτσια. Σύμφωνα με τον βιογράφο του Κάρολ, Μόρτον Ν. Κοέν, "δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σε ποιον βαθμό, οι σεξουαλικές ορμές του Ντότζσον βρίσκονται πίσω από την προτίμησή του να ζωγραφίζει και να φωτογραφίζει γυμνά παιδιά. Εκείνος υποστήριζε πως η προτίμηση αυτή ήταν καθαρά αισθητική. Ωστόσο, με δεδομένη την συναισθηματική του προσήλωση στα παιδιά καθώς και την εκτίμησή του απέναντι στις αισθητικές τους φόρμες, ο ισχυρισμός του ότι το ενδιαφέρον του ήταν αυστηρά καλλιτεχνικό, είναι αφελής".[4] O Κοέν, καθώς και άλλοι βιογράφοι, έχουν επίσης ισχυριστεί πως ο Κάρολ είναι πιθανό να ζήτησε σε γάμο την εντεκάχρονη Άλις Λίντελ, αν και κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχθεί ούτε υποστηρίζεται από τα διαθέσιμα ημερολόγιά του. Οι απόψεις περί ενδεχόμενης παιδοφιλίας του Κάρολ συνδέονται συχνά με τα χαμένα ημερολόγιά του, και προβάλλονται ως μία πιθανή εξήγησή τους, θεωρώντας δηλαδή πως αυτά περιέχουν αναφορές στην "ιδιαιτερότητα" του.
Πρόσφατες μελέτες της Καρολάιν Λιτς,
επιδιώκουν να ανατρέψουν αυτή τη διαδεδομένη αντίληψη για τον Κάρολ.[5] Η
συγγραφέας υποστηρίζει πως η δεδομένη αγάπη του για τις παιδικές του
φίλες έχει τονιστεί υπερβολικά, χωρίς να υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για
ενδεχόμενη παιδοφιλία, ενώ χαρακτηρίζει πολλές από τις παγιωμένες
απόψεις γύρω από την προσωπικότητά του ως "μύθο" που έχει διατηρηθεί στο
πέρασμα των χρόνων από την πλειοψηφία των βιογράφων του. Έπειτα από
μελέτη των ημερολογίων του Κάρολ, καταλήγει στο συμπέρασμα πως πολλές
από τις αποκαλούμενες παιδικές του φίλες ήταν στην πραγματικότητα
μεγαλύτερης ηλικίας, ενώ τονίζει και τις σχέσεις του με ενήλικες
γυναίκες. H αμφισβήτηση των υποθέσεων περί παιδοφιλίας του Κάρολ,
στηρίζεται επίσης στο επιχείρημα πως τέτοιου είδους σύγχρονες ερμηνείες,
δεν λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες αντιλήψεις, σε ζητήματα αισθητικής
και ηθικής, που ίσχυαν κατά τη Βικτωριανή εποχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου