Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

" Εσωτερικό εκκλησίας " Θεόδωρος Ιακώβου Ράλλης

 

" Εσωτερικό εκκλησίας "
Ο Θεόδωρος Ιακώβου Ράλλης (Κωνσταντινούπολη 1852 – Λονδίνο 1909), γνωστός και ως Théodore Jacques Ralli ή Rallis, ήταν Έλληνας ζωγράφος της «γαλλικής ακαδημαϊκής σχολής» του ύστερου 19ου αιώνα. Σήμερα θεωρείται ο πιο χαρακτηριστικός έλληνας οριενταλιστής ζωγράφος.

Γόνος πλούσιας οικογένειας μεγαλεμπόρων από την Κωνσταντινούπολη και με ρίζες χιώτικες, ο Ράλλης άρχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Χάλκη και τις συνέχισε στο Λονδίνο, όπου για ένα διάστημα εργάστηκε ως υπάλληλος στις επιχειρήσεις Ράλλη-Μαυρογιάνννη.[1] Το 1875 πήγε στο Παρίσι και άρχισε σπουδές ζωγραφικής στη Σχολή Καλὠν Τεχνών, στο εργαστήριο του Ζαν-Λεόν Ζερόμ Jean-Léon Gérôme, ζωγράφου και γλύπτη ηθογραφικών και ιστορικών θεμάτων κι ακαδημαϊκών τύπων. Έργα του εκτέθηκαν για πρώτη φορά στο Σαλόνι του Παρισιού το 1875. Ήταν μέλος της Εταιρείας Γάλλων Ζωγράφων (Société des artistes français), η οποία τον τίμησε με εύφημο μνεία το 1885 και με αργυρό μετάλλιο το 1889. Έγινε επίσης μέλος της γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής, ενώ το 1900 διετέλεσε μέλος της κριτικής επιτροπής της Διεθνούς Εκθέσεως του Παρισιού. Με τη διαθήκη του άφησε ορισμένα έργα στην Εθνική Πινακοθήκη.

Ταξίδεψε πολύ στην Ελλάδα, την Μικρά Ασία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, προκειμένου να συγκεντρώσει υλικό για τα έργα του. Μοίρασε την ζωή του ανάμεσα στο Παρίσι και το Κάιρο της Αιγύπτου, όπου διατηρούσε δεύτερο εργαστήριο.

Το 1881 νυμφεύθηκε την Ιουλία Μαυροκορδάτου, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Αικατερίνη (1882–1948), μετέπειτα σύζυγο Νικολάου Πολίτη. Η σύζυγός του πέθανε το 1888, σε ηλικία μόλις 29 ετών, και το 1895 ξαναπαντρεύτηκε με την Μαρία Μαυρομιχάλη, αλλά χώρισε λίγο καιρό αργότερα. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 και μέχρι τον θάνατό του, εξέθεσε κατ' επανάληψη πίνακές του στην Αθήνα, λόγω και της στενής φιλίας του με τον Δημήτριο Βικέλα.
Περισότεροι από είκοσι πίνακες του Θεοδώρου Ράλλη δημοπρατήθηκαν στους παγκοσμίου φήμης οίκους δημοπρασιών τέχνης του Λονδίνου σε υψηλές τιμές που δεν είχαν προγούμενο σε έργα Ελλήνων ζωγράφων. Πρέπει να σημειωθεί, ότι μέχρι τις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αι. ούτε οι εγκυκλοπαίδειες αναφέρονταν γενικά στην βιογραφία του, αλλά ούτε και τα ειδικά λευκώματα στην ζωγραφική του. Ίσως ο οριενταλισμός μερικών έργων του υπολήφθηκε ως κυρίαρχο στοιχείο της ζωγραφικής του και συνετέλεσε στην έλλειψη καθολικού ενδιαφέροντος. Η υψηλότερη τιμή μέχρι σήμερα επιτεύχθηκε με την ελαιογραφία του η αιμάλωτη(υπάγεται στην ομάδα των έργων του οριενταλισμός) που πουλήθηκε στο ποσό των 1.046.232 € υπερκεράζοντας τον Κωνσταντίνο Βολανάκη, Νικόλαο Γύζη και Κωνσταντίνο Παρθένη.

Το 1875 πηγαίνει στο Παρίσι και την ίδια χρονιά παράλληλα με τους σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών και την ενασχόλησή του στο εργαστήριο ζωγραφικής του Ζερόμ εργάζεται ως ανεξάρτητος καλλιτἐχνης και την περίοδο 1875-82 τα έργα του εμφανίζονται συχνά στις εκθέσεις της Εταιρείας Γάλλων Καλλιτεχνών και λίγο αργότερα στις εκθέσεις της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου.

Το 1885 επισκέπτεται το Άγιον Όρος.
Το 1896 εξέθεσε έργα του στην Α΄Αιγυπτιακή Έκθεση της Αλεξάνδρειας.
Το 1899 στην έκθεση Ζαππείου.
Το 1900 ορίστηκε μέλος της κριτικής επιτροπής της Παγκόσμιας έκθεσης του Παρισιού.

Επηρεασμένος από τον Ζερόμ, ο Ράλλης ασχολήθηκε και αυτός με θέματα της Ανατολής, η οποία φάνταζε εξωτική στα μάτια των Ευρωπαίων. Εντούτοις, τα έργα του αποδίδουν σκηνές της Ανατολής της εποχής του ζωγράφου (και όχι μιας άλλης μακρινής εποχής) και χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερο ρεαλισμό και αυθεντικότητα. Το πρώτο γνωστό και ενυπόγραφο έργο του είναι: Ο Αιγύπτιος στρατιώτης 1878 προπάθεια στην οποία διαπιστώνεται τόσο η απόλυτη κατοχή των τύπων της ακαδημαϊκής ζωγραφικής, όσο και η επίδραση των κατακτήσεων του δασκάλου του Ζερόμ.

Αγαπημένο του θέμα αποτέλεσαν οι θρησκευτικές σκηνές του ορθόδοξου ελληνισμού, στις οποίες τα πρόσωπα παρουσιάζονται με μοναδική ευλάβεια και αθωότητα. Ωστόσο, μερικά από αυτά τα έργα δείχνουν μια αφέλεια που τείνει προς την ρομαντική (και ιδιαιτέρως εθνικιστική) κοινοτοπία των ακαδημαϊκών ζωγράφων του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αφελούς τάσης είναι Η λεία (Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου), ο πίνακας που παρουσιάζει το εσωτερικό μιας εκκλησίας ρημαγμένης και μία πανέμορφη Ελληνίδα δεμένη ημίγυμνη επάνω σε έναν κίονα του ναού. Ο θεατής υποθέτει προς πρόκειται για έργο αλλόθρησκων βαρβάρων επιδρομέων, που δεν ξέρουν να εκτιμούν το καλό και το ωραίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις