...τούτος ο μήνας είναι άρρηκτα δεμένος με το
άνοιγμα των σχολειών και το τέλος της ξεγνοιασιάς των παιδιών και την
μεγάλη συγκομιδή των σταφυλιών, την παραγωγή του κρασιού , της σταφίδας ,
του μούστου …
Της Ελένης Μπετεινάκη
Στη χώρα του χρόνου , μια χώρα παραμυθένια κι αέρινη, που απλώνεται πάνω από τον αιθέρα και τυλίγει γύρω γύρω τη γη, γεννήθηκε κάποιο πρωί ο Σεπτέμβρης. Τη μέρα εκείνη μια παρέα συννεφάκια έπαιζαν στη γειτονιά κυνηγητό.
-Να πάω κι εγώ να παίξω μαζί τους; Ρώτησε ο Σεπτέμβρης τον πατέρα του το Φθινόπωρο.
Το Φθινόπωρο , που ήταν ζωγράφος , είχε πολύ δουλειά και λίγη όρεξη για κουβέντες . Ζωγράφιζε με τα μακριά του πινέλα. Έβαζε κίτρινα φύλλα στα δέντρα, χρυσαφένια σταφύλια στ αμπέλια και αφρισμένα κύματα στις ακρογιαλιές.
-Να ρωτήσεις καλύτερα τη μητέρα σου, αποκρίθηκε.
Έτσι ο Σεπτέμβρης ρώτησε τη Βροχή. *
Αν και τα όνομά του μας θυμίζει τον αριθμό επτά είναι ο ένατος εγγονός του χρόνου, ο πρώτος γιός του φθινοπώρου . Είναι ο μήνας των σταφυλιών, της σταφίδας, του κρασιού, της μουσταλευριάς, του πετμεζιού, των παζαριών, των εμποροπανηγυριών, της γομολάστιχας, των γήινων χρωμάτων αλλά και της μελαγχολίας. Είναι ο μήνας που οι μέρες μικραίνουν, ο ήλιος βιάζεται να βασιλέψει κουρασμένος από τα μεγάλα ταξίδια του καλοκαιριού , οι νύχτες δροσερεύουν για τα καλά, τα χελιδόνια ετοιμάζονται να φύγουν και οι αυλές των σχολείων γεμίζουν πάλι με παιδικές φωνές .Είναι ο Τρυγητής, ο Πετιμεζάς, ο Σταυρίτης, ο ορτυκολόγος αφού αποδημούν για τις νότιες χώρες και τα ορτύκια, ο Αϊ Νικήτας από την ομώνυμη γιορτή και Σκεπαστής γιατί όσοι δεν προλάβαιναν να μαζέψουν τα καλαμπόκια τους τα σκεπάζουν για να μην τα φάνε τα πουλιά.
Κι αφού ‘κλειδώσει’ ο χρόνος στις 31 Αυγούστου έρχεται η 1η του Σεπτέμβρη που παλιότερα θεωρούνταν και η πρώτη μέρα του χρόνου.Διατηρήθηκε έτσι μέχρι και σήμερα μόνο σαν αρχή του θρησκευτικού έτους. Ήταν η αρχή του οικονομικού έτους των Ρωμαίων, η αρχή της Ινδικτιώνος από την λατινική λέξη Indictio – nis που σήμαινε τον φόρο που έπρεπε να καταβάλουν οι Ρωμαίοι πολίτες και συγχρόνως έναν θεσμοθετημένο κύκλο ανα 15 έτη που χρησιμοποιήθηκε σαν σύστημα χρονολόγησης στην Βυζαντινή περίοδο. Ωστόσο στην αντίληψη του λαού τούτη η μέρα παρέμεινε σαν « η μέρα του χρονογράφου ». Λένε πως τα μεσάνυχτα άνοιγαν οι ουρανοί και κατέβαιναν οι άγγελοι και κάνανε απογραφή στις ψυχές που θα πέθαιναν μέσα στο χρόνο . Για να ξορκίσουν το κακό ,οι νοικοκυραίοι έσπαζαν ρόδια στην είσοδο του σπιτιού τους μόλις η μέρα έφεγγε. Στην Κρήτη, την παραμονή έβαζαν πάνω στις στέγες των σπιτιών καρύδια τόσα όσα και τα μέλη της οικογένειας . Το πρωί τα κατέβαζαν , τα έσπαγαν προσεκτικά και όσα απ αυτά ήταν κούφια τόσες πίστευαν ότι θα ήταν και οι ψυχές που θα έπαιρνε ο Χάρος από την οικογένεια.
Η « αρχιχρονιά » ήταν η μέρα που οι γεωργικές οικογένειες έβλεπαν την περίοδο της σποράς να πλησιάζει και κρεμούσαν στη μέση του σπιτιού ή στο εικονοστάσι τους όλα τα σύμβολα της αφθονίας ανάλογα με την περιοχή . Έφτιαχναν μια « αρμαθιά » από ρόδια, σταφύλια, κυδώνια, σκόρδα, καρύδια, κεχρί ή φύλλα από αιωνόβια δέντρα. Στην Κω την ονόμαζαν « αρκιχρονιά » και πρωί πρωί πριν ακόμη βγει ο ήλιος τα κορίτσια την βουτούσαν στη θάλασσα να περάσει από σαράντα κύματα και αφού μάζευαν και σαράντα πετραδάκια τα φύλαζαν όλα μαζί στο εικονοστάσι. Τα πετραδάκια τα έβαζαν μέσα στα σεντούκια για να μην τρώει τα ρούχα ο ποντικός και το νερό που έφερναν το έχυναν στις τέσσερις γωνίες του σπιτιού για την γλωσσοφαγιά . Σ άλλα μέρη της Ελλάδας , την κρεμούσαν στη μέση του σπιτιού και την ξεκρεμούσαν την Πρωτοχρονιά την ημέρα του Αγίου Βασιλείου το πρωί. Ανακάτευαν τους σπόρους εκείνους με της φετινής χρονιάς και έτρωγαν το σταφύλι που στο μεταξύ ήταν σαν σταφίδα.
Η 1η του Σεπτέμβρη είναι και η γιορτή του Αγίου Συμεών του Στυλίτη και το έθιμο λέει πως οι έγκυες γυναίκες απέχουν από κάθε εργασία για να μην γεννηθεί το παιδί τους με το σημάδι του Αγίου ( Συμεών/ σημαδεύω ).
Στις 2 του Σεπτέμβρη γιορτάζει ο ¨Άγιος Μάμας ή ο άγιος των Σκουλάδων όπως λένε στα Ανώγεια της Κρήτης. Ο λόγος γιατί στις εικόνες παρουσιάζεται σαν νεαρός βοσκός και λατρεύεται σαν ο προστάτης των τσοπάνηδων. Λένα πως ονοματίστηκε έτσι γιατί τη γυναίκα που τον ανέθρεψε μιας κι έμεινε ορφανός πολύ μικρός , τη φώναζε « Μάμα» και του μεινε. Κρατάει πάντα ένα στραβοράβδι στο χέρι και στη γιορτή του προσφέρουν αρνιά που τα σφάζουν, τα μαγειρεύουν και τα τρώει όλο το εκκλησίασμα.
Ακολουθεί η γιορτή « Το γενέθλιον της Παναγίας » στις 8 του μήνα με γνωστό ένα πολύ παλιό έθιμο που δεν συναντάται πια να « πουλιούνται » και να γίνονται « σκλάβοι» της παναγίας τα καχεκτικά παιδιά και να εξασφαλιστεί έτσι η υγεία τους. Πήγαινε δηλ. η μητέρα το παιδί στην εκκλησία , το ζύγιζαν και υπόσχονταν τόσο λάδι ή κερί όσο και το βάρος του. Του κρεμούσαν στο λαιμό ένα χαλκά από ασημένιο σύρμα και σαν περνούσαν τα χρόνια που είχαν ορίσει στο τάξιμο , το « ξεσκλάβωναν », του έβγαζαν τον χαλκά από το λαιμό και τον κρεμούσαν στην εικόνα.
Και φτάνουμε στα μέσα του μήνα με την γιορτή του Τιμίου Σταυρού στις 14. Μέρα σημαδιακή μιας και όλες οι καλοκαιρινές συνήθειας , όπως ο μεσημεριανός ύπνος και το δειλινό γεύμα καθώς οι μέρες πια μικραίνουν , σταματούν. Γνωστό το έθιμο του Λειδινού , μια μιμική παράσταση με ρίζες πολύ παλιές , που δείχνει το τέλος του δειλινού .
Με πανιά και άχυρα κατασκεύαζαν οι γυναίκες και τα παιδιά στην Αίγινα πιο πολύ, μια ανδρική μορφή που την τοποθετούσαν στην εκκλησία , άναβαν κεριά και την μοιρολογούσαν…
Την μέρα τούτη μοιράζεται βασιλικός στην εκκλησία ή σταυρολούλουδο αφού κατά την παράδοση στο μέρος που βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός φύτρωνε βασιλικός. Με το κλαδάκι που θα πάρουν από την εκκλησιά και με τον αγιασμό της μέρας οι νοικοκυρές έφτιαχναν το νέο προζύμι. Το προζύμι αυτό σαράντα μέρες δεν το δάνειζαν και το πρώτο ψωμί που θα ζύμωναν το λειτουργούσαν και το μοίραζαν στην γειτονιά .
Σ όλα σχεδόν τα μέρη της Ελλάδας τούτη τη μέρα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό να ευλογηθεί στην εκκλησιά μείγμα σπόρων που στη συνέχεια θα χρησιμοποιηθεί πρώτο αυτό στην σπορά που θα αρχινούσε σε λίγο καιρό.. Την εποχή του θερισμού υπήρχε μια συνήθεια από το τελευταίο δεμάτι στάχυα να πλέκουν μια ωραία δέσμη που την έλεγαν χτένι ή ψαθί ή σταυρός ή όπως είχαμε δει παραπάνω « αρκιχρονιά ». Την κρεμούσαν είδαμε στο μεσαίο δοκάρι του σπιτιού ή στο εικονοστάσι και την ημέρα του Σταυρού την ξεκρέμαγαν , την πήγαιναν στην εκκλησιά , την ευλογούσαν και ανακάτευαν το νέο σπόριο με τον παλιό.
Το σπορικό ήταν έτοιμο για την ώρα την καλή !
Εκείνη την ημέρα γίνονταν επίσης οι αγροτικές συμβάσεις. Οι δουλειές του καλοκαιριού είχαν πια τελειώσει και οι καρποί όλοι είχαν σχεδόν μαζευτεί. Αφήναν λοιπόν τα ζώα τους ελεύθερα στα χωράφια και τα αμπέλια να βοσκήσουν όπου θέλουν . Τότε ξεπληρώνονταν οι εργάτες από τους ζευγάδες ή « πάχτωναν» τα χωράφια τους οι γαιοκτήμονες και ξοφλούσαν τους λογαριασμούς τους και για όσους θυμόμαστε ακόμα τους δραγάτες που είχε ορίσει μια κοινότητα να φυλάγουν τα αμπέλια την παραμονή του Σταυρού η θητεία τους τέλειωνε κι έκαιγαν τις καλύβες τους που χρησιμοποιούνταν σαν παρατηρητήρια για να εντοπίζουν τους κλέφτες. Τέλος την μέρα αυτή αλλά και την επόμενη του Αι Νικήτα ήταν το χρονικό όριο των ναυτικών να δέσουν τα καράβια τους. Τα μακρινά ταξίδια σταματούσαν , άρχιζε και η δική τους ξεκούραση μέχρι την άνοιξη που ο καιρός θα επέτρεπε πάλι για να ανοιχτούν στο πέλαγος.
Τα παζάρια του Σεπτεμβρίου κατείχαν κάποτε την πιο σημαντική θέση στον πολιτισμό των Ελλήνων. Ένας πανάρχαιος θεσμός με μεγάλη έξαψη στην ορεινή κυρίως Ελλάδα αλλά και από την Κρήτη ( Μοίρες Ηρακλείου ) μέχρι την Πελοπόννησο , την Εύβοια (Χαλκίδα) την Ήπειρο και την Θράκη ( Διδυμότειχο) ικανοποιούσε την γενική ανάγκη για ψυχαγωγία , επαφών και σχέσεων για εξυπηρέτηση ποικίλων συμφωνιών, συνοικεσίων και εμπορικών συναλλαγών. Συνήθως γίνονταν μια φορά το χρόνο στις αρχές του φθινοπώρου και κρατούσαν μέρες . Με τα χρόνια και την ανάπτυξη των συγκοινωνιών ακολούθησε μια παρακμή ή κατάργηση του θεσμού προάγγελος όμως των μεγάλων εκθέσεων που γίνονται μέχρι και σήμερα καθ όλη την διάρκεια του μήνα με πρωταγωνιστή την μεγάλη εμπορική διεθνή πια έκθεση προϊόντων της Θεσσαλονίκης .
Όμως τούτος ο μήνας είναι άρρηκτα δεμένος με το άνοιγμα των σχολειών και το τέλος της ξεγνοιασιάς των παιδιών και την μεγάλη συγκομιδή των σταφυλιών, την παραγωγή του κρασιού , της σταφίδας , του μούστου …
« …Μέρες πριν ανοίξουν τα σχολειά κατεβαίναμε κάτω στα νταμάρια και μαζεύαμε το ασπρόχωμα . Τέλειωνε ο τρύγος και σαν απλώναμε και τα τελευταία σταφύλια κουβαλούσαμε στο σπίτι της θείας όλα τα φορτία των κρασοστάφυλων για να πατηθούν στα πατητήρια. Χωριστά τα άσπρα , χωριστά τα μαύρα σταφύλια. Πάντα υπήρχαν και δύο μεγάλα άσπρα σακιά που τα πατούσαμε εμείς , με γέλια, πειράγματα και χαρές για να κάνουμε το δικό μας μούστο που έτρεχε μέσα σε μια μεγάλη σκάφη .Και σαν τέλειωνε τούτη η δουλειά και σούρωνε μέχρι αργά το απόγευμα ο μούστος τότε το χρυσοκίτρινο υγρό έμπαινε πια στα μεγάλα καζάνια και στήνονταν οι παρασιές στην πίσω αυλή της γιαγιάς. Δυο τεράστιοι μπλόκοι με σιδερόβεργες για να σταματούν πάνω τους τα μπακιρένια τσουκάλια, μικρά ξύλα και άναβε η φωτιά. Κόβαμε και αρμπαρόριζα και την ρίχναμε μέσα και μύριζε ο τόπος όλος. Σαν μεθυσμένοι νοιώθαμε όλοι. Η μυρωδιά του μούστου ήταν παντού. Και το βράσιμο ξεκινούσε. Ανακατεύαμε με μεγάλες κουτάλες συνέχεια καθένας μας με την σειρά του σαν να γινόταν η πιο μεγάλη ιεροτελεστία στον κόσμο. Ένα τέταρτο περνούσε περίπου , να βράσει καλά ο μούστος και αφού κρύωνε λίγο τον ανακάτευε η μάννα με αλεύρι που δεν χρειαζόταν να το μετρήσει, το μάτι λογάριαζε , και έφτιαχνε την υπέροχη εκείνη μουσταλευριά που όσο πιο άσπρη γινόταν τόσο πιο νοικοκυρά ήταν η γυναίκα που την είχε ετοιμάσει. Κι έριχνε μπόλικα αμύγδαλα και σουσάμι αποπάνω και το γλύκισμα ήταν έτοιμο σερβιρισμένο σε μικρά γυάλινα μπολάκια καθένας την μερίδα του ή σε μεγάλα ταψιά για να κερνάει τον κόσμο που θα ρχόταν στο σπίτι τις επόμενες μέρες. Τον υπόλοιπο μούστο τον βράζαμε ακόμη για ώρα πολύ μέχρι να μείνει ένα λίγο πηχτό υγρό στον πάτο που χε το χρώμα του μελιού και δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το πετιμέζι που συντρόφευε τις τηγανίτες και τους λουκουμάδες τα κρύα βράδια του χειμώνα.
Κι έπαιρνε ο αέρας τούτο το άρωμα και το ταξίδευε σ ΄όλο το χωριό κι έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα παντού και στα δικά μας ρουθούνια και στην ψυχή μας κι έμενε εκεί σαν μια πολύτιμη συνταγή μιας εποχής που πέρασε αλλά ποτέ δεν ξεχάστηκε … »
Καλό μήνα !
Πηγές :
*απόσπασμα από το βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου, Τα παιδιά του φθινοπώρου, εκ. Πατάκης
Τα φθινοπωρινά , Λουκάτος Δ.Σ. , εκδ. Φιλιππότης, Αθήνα 1982
Ελληνικαί εορταί και έθιμα λαικής λατρείας , Μέγας Γ.Α. Αθήνα 1957
Οι 12 μήνες .Τα λαογραφικά, Κυριακίδου – Νέστορος Άλκη, εκδ. Μαλλιάρης Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1982.
« Λόγια του αέρα», ιδ. Συλ. Διηγημάτων, Ηράκλειο 2013
Της Ελένης Μπετεινάκη
Στη χώρα του χρόνου , μια χώρα παραμυθένια κι αέρινη, που απλώνεται πάνω από τον αιθέρα και τυλίγει γύρω γύρω τη γη, γεννήθηκε κάποιο πρωί ο Σεπτέμβρης. Τη μέρα εκείνη μια παρέα συννεφάκια έπαιζαν στη γειτονιά κυνηγητό.
-Να πάω κι εγώ να παίξω μαζί τους; Ρώτησε ο Σεπτέμβρης τον πατέρα του το Φθινόπωρο.
Το Φθινόπωρο , που ήταν ζωγράφος , είχε πολύ δουλειά και λίγη όρεξη για κουβέντες . Ζωγράφιζε με τα μακριά του πινέλα. Έβαζε κίτρινα φύλλα στα δέντρα, χρυσαφένια σταφύλια στ αμπέλια και αφρισμένα κύματα στις ακρογιαλιές.
-Να ρωτήσεις καλύτερα τη μητέρα σου, αποκρίθηκε.
Έτσι ο Σεπτέμβρης ρώτησε τη Βροχή. *
Αν και τα όνομά του μας θυμίζει τον αριθμό επτά είναι ο ένατος εγγονός του χρόνου, ο πρώτος γιός του φθινοπώρου . Είναι ο μήνας των σταφυλιών, της σταφίδας, του κρασιού, της μουσταλευριάς, του πετμεζιού, των παζαριών, των εμποροπανηγυριών, της γομολάστιχας, των γήινων χρωμάτων αλλά και της μελαγχολίας. Είναι ο μήνας που οι μέρες μικραίνουν, ο ήλιος βιάζεται να βασιλέψει κουρασμένος από τα μεγάλα ταξίδια του καλοκαιριού , οι νύχτες δροσερεύουν για τα καλά, τα χελιδόνια ετοιμάζονται να φύγουν και οι αυλές των σχολείων γεμίζουν πάλι με παιδικές φωνές .Είναι ο Τρυγητής, ο Πετιμεζάς, ο Σταυρίτης, ο ορτυκολόγος αφού αποδημούν για τις νότιες χώρες και τα ορτύκια, ο Αϊ Νικήτας από την ομώνυμη γιορτή και Σκεπαστής γιατί όσοι δεν προλάβαιναν να μαζέψουν τα καλαμπόκια τους τα σκεπάζουν για να μην τα φάνε τα πουλιά.
Κι αφού ‘κλειδώσει’ ο χρόνος στις 31 Αυγούστου έρχεται η 1η του Σεπτέμβρη που παλιότερα θεωρούνταν και η πρώτη μέρα του χρόνου.Διατηρήθηκε έτσι μέχρι και σήμερα μόνο σαν αρχή του θρησκευτικού έτους. Ήταν η αρχή του οικονομικού έτους των Ρωμαίων, η αρχή της Ινδικτιώνος από την λατινική λέξη Indictio – nis που σήμαινε τον φόρο που έπρεπε να καταβάλουν οι Ρωμαίοι πολίτες και συγχρόνως έναν θεσμοθετημένο κύκλο ανα 15 έτη που χρησιμοποιήθηκε σαν σύστημα χρονολόγησης στην Βυζαντινή περίοδο. Ωστόσο στην αντίληψη του λαού τούτη η μέρα παρέμεινε σαν « η μέρα του χρονογράφου ». Λένε πως τα μεσάνυχτα άνοιγαν οι ουρανοί και κατέβαιναν οι άγγελοι και κάνανε απογραφή στις ψυχές που θα πέθαιναν μέσα στο χρόνο . Για να ξορκίσουν το κακό ,οι νοικοκυραίοι έσπαζαν ρόδια στην είσοδο του σπιτιού τους μόλις η μέρα έφεγγε. Στην Κρήτη, την παραμονή έβαζαν πάνω στις στέγες των σπιτιών καρύδια τόσα όσα και τα μέλη της οικογένειας . Το πρωί τα κατέβαζαν , τα έσπαγαν προσεκτικά και όσα απ αυτά ήταν κούφια τόσες πίστευαν ότι θα ήταν και οι ψυχές που θα έπαιρνε ο Χάρος από την οικογένεια.
Η « αρχιχρονιά » ήταν η μέρα που οι γεωργικές οικογένειες έβλεπαν την περίοδο της σποράς να πλησιάζει και κρεμούσαν στη μέση του σπιτιού ή στο εικονοστάσι τους όλα τα σύμβολα της αφθονίας ανάλογα με την περιοχή . Έφτιαχναν μια « αρμαθιά » από ρόδια, σταφύλια, κυδώνια, σκόρδα, καρύδια, κεχρί ή φύλλα από αιωνόβια δέντρα. Στην Κω την ονόμαζαν « αρκιχρονιά » και πρωί πρωί πριν ακόμη βγει ο ήλιος τα κορίτσια την βουτούσαν στη θάλασσα να περάσει από σαράντα κύματα και αφού μάζευαν και σαράντα πετραδάκια τα φύλαζαν όλα μαζί στο εικονοστάσι. Τα πετραδάκια τα έβαζαν μέσα στα σεντούκια για να μην τρώει τα ρούχα ο ποντικός και το νερό που έφερναν το έχυναν στις τέσσερις γωνίες του σπιτιού για την γλωσσοφαγιά . Σ άλλα μέρη της Ελλάδας , την κρεμούσαν στη μέση του σπιτιού και την ξεκρεμούσαν την Πρωτοχρονιά την ημέρα του Αγίου Βασιλείου το πρωί. Ανακάτευαν τους σπόρους εκείνους με της φετινής χρονιάς και έτρωγαν το σταφύλι που στο μεταξύ ήταν σαν σταφίδα.
Η 1η του Σεπτέμβρη είναι και η γιορτή του Αγίου Συμεών του Στυλίτη και το έθιμο λέει πως οι έγκυες γυναίκες απέχουν από κάθε εργασία για να μην γεννηθεί το παιδί τους με το σημάδι του Αγίου ( Συμεών/ σημαδεύω ).
Στις 2 του Σεπτέμβρη γιορτάζει ο ¨Άγιος Μάμας ή ο άγιος των Σκουλάδων όπως λένε στα Ανώγεια της Κρήτης. Ο λόγος γιατί στις εικόνες παρουσιάζεται σαν νεαρός βοσκός και λατρεύεται σαν ο προστάτης των τσοπάνηδων. Λένα πως ονοματίστηκε έτσι γιατί τη γυναίκα που τον ανέθρεψε μιας κι έμεινε ορφανός πολύ μικρός , τη φώναζε « Μάμα» και του μεινε. Κρατάει πάντα ένα στραβοράβδι στο χέρι και στη γιορτή του προσφέρουν αρνιά που τα σφάζουν, τα μαγειρεύουν και τα τρώει όλο το εκκλησίασμα.
Ακολουθεί η γιορτή « Το γενέθλιον της Παναγίας » στις 8 του μήνα με γνωστό ένα πολύ παλιό έθιμο που δεν συναντάται πια να « πουλιούνται » και να γίνονται « σκλάβοι» της παναγίας τα καχεκτικά παιδιά και να εξασφαλιστεί έτσι η υγεία τους. Πήγαινε δηλ. η μητέρα το παιδί στην εκκλησία , το ζύγιζαν και υπόσχονταν τόσο λάδι ή κερί όσο και το βάρος του. Του κρεμούσαν στο λαιμό ένα χαλκά από ασημένιο σύρμα και σαν περνούσαν τα χρόνια που είχαν ορίσει στο τάξιμο , το « ξεσκλάβωναν », του έβγαζαν τον χαλκά από το λαιμό και τον κρεμούσαν στην εικόνα.
Και φτάνουμε στα μέσα του μήνα με την γιορτή του Τιμίου Σταυρού στις 14. Μέρα σημαδιακή μιας και όλες οι καλοκαιρινές συνήθειας , όπως ο μεσημεριανός ύπνος και το δειλινό γεύμα καθώς οι μέρες πια μικραίνουν , σταματούν. Γνωστό το έθιμο του Λειδινού , μια μιμική παράσταση με ρίζες πολύ παλιές , που δείχνει το τέλος του δειλινού .
Με πανιά και άχυρα κατασκεύαζαν οι γυναίκες και τα παιδιά στην Αίγινα πιο πολύ, μια ανδρική μορφή που την τοποθετούσαν στην εκκλησία , άναβαν κεριά και την μοιρολογούσαν…
Την μέρα τούτη μοιράζεται βασιλικός στην εκκλησία ή σταυρολούλουδο αφού κατά την παράδοση στο μέρος που βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός φύτρωνε βασιλικός. Με το κλαδάκι που θα πάρουν από την εκκλησιά και με τον αγιασμό της μέρας οι νοικοκυρές έφτιαχναν το νέο προζύμι. Το προζύμι αυτό σαράντα μέρες δεν το δάνειζαν και το πρώτο ψωμί που θα ζύμωναν το λειτουργούσαν και το μοίραζαν στην γειτονιά .
Σ όλα σχεδόν τα μέρη της Ελλάδας τούτη τη μέρα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό να ευλογηθεί στην εκκλησιά μείγμα σπόρων που στη συνέχεια θα χρησιμοποιηθεί πρώτο αυτό στην σπορά που θα αρχινούσε σε λίγο καιρό.. Την εποχή του θερισμού υπήρχε μια συνήθεια από το τελευταίο δεμάτι στάχυα να πλέκουν μια ωραία δέσμη που την έλεγαν χτένι ή ψαθί ή σταυρός ή όπως είχαμε δει παραπάνω « αρκιχρονιά ». Την κρεμούσαν είδαμε στο μεσαίο δοκάρι του σπιτιού ή στο εικονοστάσι και την ημέρα του Σταυρού την ξεκρέμαγαν , την πήγαιναν στην εκκλησιά , την ευλογούσαν και ανακάτευαν το νέο σπόριο με τον παλιό.
Το σπορικό ήταν έτοιμο για την ώρα την καλή !
Εκείνη την ημέρα γίνονταν επίσης οι αγροτικές συμβάσεις. Οι δουλειές του καλοκαιριού είχαν πια τελειώσει και οι καρποί όλοι είχαν σχεδόν μαζευτεί. Αφήναν λοιπόν τα ζώα τους ελεύθερα στα χωράφια και τα αμπέλια να βοσκήσουν όπου θέλουν . Τότε ξεπληρώνονταν οι εργάτες από τους ζευγάδες ή « πάχτωναν» τα χωράφια τους οι γαιοκτήμονες και ξοφλούσαν τους λογαριασμούς τους και για όσους θυμόμαστε ακόμα τους δραγάτες που είχε ορίσει μια κοινότητα να φυλάγουν τα αμπέλια την παραμονή του Σταυρού η θητεία τους τέλειωνε κι έκαιγαν τις καλύβες τους που χρησιμοποιούνταν σαν παρατηρητήρια για να εντοπίζουν τους κλέφτες. Τέλος την μέρα αυτή αλλά και την επόμενη του Αι Νικήτα ήταν το χρονικό όριο των ναυτικών να δέσουν τα καράβια τους. Τα μακρινά ταξίδια σταματούσαν , άρχιζε και η δική τους ξεκούραση μέχρι την άνοιξη που ο καιρός θα επέτρεπε πάλι για να ανοιχτούν στο πέλαγος.
Τα παζάρια του Σεπτεμβρίου κατείχαν κάποτε την πιο σημαντική θέση στον πολιτισμό των Ελλήνων. Ένας πανάρχαιος θεσμός με μεγάλη έξαψη στην ορεινή κυρίως Ελλάδα αλλά και από την Κρήτη ( Μοίρες Ηρακλείου ) μέχρι την Πελοπόννησο , την Εύβοια (Χαλκίδα) την Ήπειρο και την Θράκη ( Διδυμότειχο) ικανοποιούσε την γενική ανάγκη για ψυχαγωγία , επαφών και σχέσεων για εξυπηρέτηση ποικίλων συμφωνιών, συνοικεσίων και εμπορικών συναλλαγών. Συνήθως γίνονταν μια φορά το χρόνο στις αρχές του φθινοπώρου και κρατούσαν μέρες . Με τα χρόνια και την ανάπτυξη των συγκοινωνιών ακολούθησε μια παρακμή ή κατάργηση του θεσμού προάγγελος όμως των μεγάλων εκθέσεων που γίνονται μέχρι και σήμερα καθ όλη την διάρκεια του μήνα με πρωταγωνιστή την μεγάλη εμπορική διεθνή πια έκθεση προϊόντων της Θεσσαλονίκης .
Όμως τούτος ο μήνας είναι άρρηκτα δεμένος με το άνοιγμα των σχολειών και το τέλος της ξεγνοιασιάς των παιδιών και την μεγάλη συγκομιδή των σταφυλιών, την παραγωγή του κρασιού , της σταφίδας , του μούστου …
« …Μέρες πριν ανοίξουν τα σχολειά κατεβαίναμε κάτω στα νταμάρια και μαζεύαμε το ασπρόχωμα . Τέλειωνε ο τρύγος και σαν απλώναμε και τα τελευταία σταφύλια κουβαλούσαμε στο σπίτι της θείας όλα τα φορτία των κρασοστάφυλων για να πατηθούν στα πατητήρια. Χωριστά τα άσπρα , χωριστά τα μαύρα σταφύλια. Πάντα υπήρχαν και δύο μεγάλα άσπρα σακιά που τα πατούσαμε εμείς , με γέλια, πειράγματα και χαρές για να κάνουμε το δικό μας μούστο που έτρεχε μέσα σε μια μεγάλη σκάφη .Και σαν τέλειωνε τούτη η δουλειά και σούρωνε μέχρι αργά το απόγευμα ο μούστος τότε το χρυσοκίτρινο υγρό έμπαινε πια στα μεγάλα καζάνια και στήνονταν οι παρασιές στην πίσω αυλή της γιαγιάς. Δυο τεράστιοι μπλόκοι με σιδερόβεργες για να σταματούν πάνω τους τα μπακιρένια τσουκάλια, μικρά ξύλα και άναβε η φωτιά. Κόβαμε και αρμπαρόριζα και την ρίχναμε μέσα και μύριζε ο τόπος όλος. Σαν μεθυσμένοι νοιώθαμε όλοι. Η μυρωδιά του μούστου ήταν παντού. Και το βράσιμο ξεκινούσε. Ανακατεύαμε με μεγάλες κουτάλες συνέχεια καθένας μας με την σειρά του σαν να γινόταν η πιο μεγάλη ιεροτελεστία στον κόσμο. Ένα τέταρτο περνούσε περίπου , να βράσει καλά ο μούστος και αφού κρύωνε λίγο τον ανακάτευε η μάννα με αλεύρι που δεν χρειαζόταν να το μετρήσει, το μάτι λογάριαζε , και έφτιαχνε την υπέροχη εκείνη μουσταλευριά που όσο πιο άσπρη γινόταν τόσο πιο νοικοκυρά ήταν η γυναίκα που την είχε ετοιμάσει. Κι έριχνε μπόλικα αμύγδαλα και σουσάμι αποπάνω και το γλύκισμα ήταν έτοιμο σερβιρισμένο σε μικρά γυάλινα μπολάκια καθένας την μερίδα του ή σε μεγάλα ταψιά για να κερνάει τον κόσμο που θα ρχόταν στο σπίτι τις επόμενες μέρες. Τον υπόλοιπο μούστο τον βράζαμε ακόμη για ώρα πολύ μέχρι να μείνει ένα λίγο πηχτό υγρό στον πάτο που χε το χρώμα του μελιού και δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το πετιμέζι που συντρόφευε τις τηγανίτες και τους λουκουμάδες τα κρύα βράδια του χειμώνα.
Κι έπαιρνε ο αέρας τούτο το άρωμα και το ταξίδευε σ ΄όλο το χωριό κι έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα παντού και στα δικά μας ρουθούνια και στην ψυχή μας κι έμενε εκεί σαν μια πολύτιμη συνταγή μιας εποχής που πέρασε αλλά ποτέ δεν ξεχάστηκε … »
Καλό μήνα !
Πηγές :
*απόσπασμα από το βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου, Τα παιδιά του φθινοπώρου, εκ. Πατάκης
Τα φθινοπωρινά , Λουκάτος Δ.Σ. , εκδ. Φιλιππότης, Αθήνα 1982
Ελληνικαί εορταί και έθιμα λαικής λατρείας , Μέγας Γ.Α. Αθήνα 1957
Οι 12 μήνες .Τα λαογραφικά, Κυριακίδου – Νέστορος Άλκη, εκδ. Μαλλιάρης Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1982.
« Λόγια του αέρα», ιδ. Συλ. Διηγημάτων, Ηράκλειο 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου