Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Η καλλιέργεια των λυκοφύτων-Φαρμακευτικές ιδιότητες


http://www.agrotikabook.gr/%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CE%AD%CF%81%CE%B3%CE%B5%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-

Η καλλιέργεια των λυκοφύτων-Φαρμακευτικές ιδιότητες

Η καλλιέργεια των λυκοφύτων

Χουπέρζιες και λυκοπόδια
Του Joe McAuliffe
Οι χουπέρζιες (αγγλικά θυσσανώδεις φτέρες (tassel ferns)) και τα λυκοπόδια (αγγλικά ροπαλωτά βρύα (clubmosses)) είναι μια ομάδα συγγενών της φτέρης, τα οποία, μέσω απολιθωμάτων χρονολογούνται πίσω στη Λιθανθρακοφόρο περίοδο. Ανήκουν στην οικογένεια των λυκοποδιδών (lycopodiaceae) η οποία είναι διαιρεμένη σε τέσσερα γένη.
Λυκοπόδιο (Lycopodium) – χερσαία, έρποντα στην επιφάνεια ή αναρρηχόμενα φυτά. Ένα γένος 40 ειδών ευρέως εξαπλωμένο σε εύκρατες και τροπικές περιοχές. 4 είδη (L. scariosum, L. fastigatum, L. volubile, και L. deuterodensum) συναντώνται στην Αυστραλία.
Λυκοποδιίδιο (Lycopodiella) – χερσαία, έρποντα φυτά. Ένα γένος περίπου 40 ειδών ευρέως εξαπλωμένο σε υγρές εύκρατες και τροπικές περιοχές του κόσμου, αλλ’ιδιαίτερα ποικίλο στη Αμερική. 5 είδη (l. cernua, L. limosa, L. serpentina, L. diffusa, και L. lateralis) συναντώνται στην Αυστραλία.
Φυλλόγλωσσο (Phylloglossum) – μικρά χερσαία φυτά με υπόγειο κόνδυλο. Ένα μονοτυπικό γένος ενδημικό της Νότιας Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας. 1 είδος (F. drummondii) συναντάται στην Αυστραλία.
Χουπέρζια (Huperzia) – λιθοφυτικά ή επιφυτικά φυτά. Ένα γένος περισσότερων των 200 ειδών που συναντώνται από τους τροπικούς έως τις αρκτικές και υποανταρκτικές ζώνες, και από το επίπεδο της θάλασσας έως αλπικά περιβάλλοντα. 12 είδη (H. filiformis, H. cerrata, H. australiana, H. dalhousina, H. squarosa, H. marsupiformis, H. varia, H. phlegmaria, H. phlegmarioides, H. lockyeri, H. carinata, και H. prolifera) συναντώνται στην Αυστραλία.
Η οικογένεια των λυκοποδιδών αποτελείται από χερσαία ειδη και από μια μοναδική ομάδα επιφύτων που κοινώς λέγονται θυσσανώδεις φτέρες. Η χερσαία ομάδα αναπτύσσεται σε ποικιλία καταστάσεων περιλαμβανομένων υγρών άγονων εδαφών μέσα και γύρω από βάλτους και βαθουλώματα. Μερικά δημιουργούν έρπουσες αποικίες σε χωμάτινες όχθες κι άλλα βρίσκονται σε αλπικά και υποαλπικά περιβάλλοντα.
Η επιφυτική ομάδα συνήθως συναντάται να φύεται σε φυτά (επίφυτα), βράχους (λιθόφυτα), και περιστασιακά βρίσκονται να φύονται σε χερσαία περιβάλλοντα. Συνήθως βρίσκονται να φύονται σε υγρά δάση και τροπικά δάση σε μεγάλα υψόμετρα μέσα και ανάμεσα σε βρύα και άλλα επίφυτα.
Καλλιέργεια της χερσαίας ομάδας
Γένη: Lycopodium, Lycopodiella, και Phylloglossum.
Τα περισσότερα από τα χερσαία είδη γενικά μισούν την ενόχληση στη ζώνη των ριζών. Συνήθως είναι αργά στον εγκλιματτισμό και αποδεικνύονται να είναι δύσκολα στη διατήρηση για οποιονδήποτε χρόνο σε καλλιέργεια. Κάποια από τα δύσκολα είδη περιλαμβάνουν το Lycopodium deuterodensum, το Lycopodium scariosum και τη Lycopodiella limosa. Αυτά τα φυτά αναπτύσσονται με μια μυκοριζική σχέση, η οποία είναι δύσκολο να προσομοιωθεί. Όντας τόσο ποικίλη ομάδα έχουν ποικιλία στις εδαφικές τους απαιτήσεις. Τα περισσότερα είδη τείνουν να προτιμούν καλά αποστραγγιζόμενα, ελαφρώς όξινα εδάφη. Αυτό μπορεί να προσαρμοστεί στα μέσα φύτευσης και μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε μέσα βασισμένα στο χώμα είτε όχι. Συνήθη συστατικά μέσων περιλαμβάνουν κομποστοποιημένο φλοιό πεύκου διαφόρων βαθμών κι επεξεργασιών, αμμώδεις πηλούς, τύρφη ή υποκατάστατα της τύρφης όπως κόιρ (ίνα καρύδας), τραχιά άμμο, χαλίκια διάφορων περιγραφών και μέσα πολλαπλασιασμού όπως περλίτης ή βερμικουλίτης όλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
Γενικά τα φυτά ανταποκρίνονται καλά στο φυσικό τους έδαφος ή ένα παρόμοιας δομής αν χρησιμοποιείται ως το μεγαλύτερο μέρος των μέσων. Παράγοντες ειδικοί ανάλογα με το είδος όπως η υγρασία του εδάφους ή τα επίπεδα βροχόπτωσης θα πρέπει να επηρεάσουν άλλα συστατικά του μέσου, για παράδειγμα είδη που ζουν σε όχθες βάλτων θα χρειαστούν ένα μέσο με μεγαλύτερη ικανότητα κατακράτησης νερού από αυτά που ζουν σε εποχιακά ξερό θαμνότοπο.
Τα φυτά γενικά χρειάζονται σταθερή παροχή νερού και πολλοί καλλιεργητές χρησιμοποιούν ρηχά σκεύη κάτω από τις γλάστρες για να προλάβουν την ξήρανση των φυτών. Χαμηλά επίπεδα θρεπτικών συστατικών είναι σύνηθες στο φυσικό τους περιβάλλον κι αυτό θα πρέπει ν’αντανακλάται στην επιλλογή μέσων φύτευσης και λιπασμάτων. Συνήθως δεν προστίθενται λιπάσματα στα μείγματα φύτευσης αλλά η χρήση καλά χωνεμένης κοπριάς αγελάδας είναι μερικές φορές ωφέλιμη. Τα φυτά θα ωφεληθούν από περιοδική λίπανση με ιχθυογαλάκτωμα ή εκχυλίσματα φυκών σε χαμηλά επίπεδα. Προτιμάται υψηλό προς μέτριο εππίπεδο φωτός. Τα φυτά μπορούν ν’αντέξουν τον καυτό ήλιο και τις ζεστές συνθήκες αν έχουν εγκλιματιστεί. Τα νεαρά φυτά ωστόσο θα πρέπει να περάσουν μία περίοδο προσαρμογής πριν εκτεθούν σε ακραίες συνθήκες. Τα αδύναμα φυτά συχνά προσβάλλονται από κοκκοειδή. Άλλα καταστροφικά ζώα περιλαμβάνουν σαλιγκάρια, γυμνοσάλιαγκες και ψαλίδες.
Τα χερσαία φυτά μπορούν συχνά να διαιρεθούν. Εντούτοις, τα φυτά γενικά μισούν την ενόχληση κι όταν εγκλιματιστούν δε θα πρέπει να ενοχλούνται. Καταβολάδες κορυφών και μοσχεύματα μπορούν ν’αναπαράγουν κάποια έρποντα είδη όπως τη Lycopodiella cernua.
Καλλιέργεια της επιφυτικής ομάδας
Γένος: Huperzia.
Οι χουπέρζιες είναι σχετικά εύκολες στην καλλιέργεια, γίνονται ελκυστικά φυτά και οι σκληρότερες ποικιλίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μεγάλη ποικιλία καταστάσεων και συνθηκών καλλιέργειας.
Οι χουπέρζιες αναπτύσσονται καλά σε τραχύ μείγμα φύτευσης για επίφυτα. Θα πρέπει να είναι καλά αποστραγγιζόμενο, να παρέχει αρκετό αερισμό και να έχει καλή κατακρατητική ικανότητα σε υγρασία. Υλικάόπως τύρφη, κόιρ (ίνα καρύδας), οσμούντα (ίνα δενδρώδους φτέρης), φλοιός πεύκου, πριονίδι κόκκινου ευκαλύπτου, κάρβουνο, Oasis®, φελλός και σκορία μπορούν να συνδυαστούν κατά διαφορετικούς τρόπους ώστε να κάνουν ένα κατάλληλο μέσο καλλιέργειας. Συστατικά που είναι επιρρεπεί σε γρήγορη αποσύνθεση θα πρέπει να χρησιμοποιούνται λίγο. Παλιά μείγματα με συστατικά τύρφη και σφάγνο γίνονται υπερβολικά λεπτά και λασπώδη και θα χρειαστούν είτε τακτική ατικατάσταση είτε το χέρι ενός προσεκτικού ποτιστή. Θήλακες αέρος, που δημιουργούνται από τα μεγάλα, τραχιά σωματίδια του μείγματος έλκουν μεγάλη ριζική ανάπτυξη.
Πολλές χουπέρζιες καλλιεργούνται σε εκπληκτικές επιδείξεις σε κρεμαστά καλάθια. Πολλοί καλλιεργητές αναφέρουν βλάβη των βλαστών απ’το γαλβανισμένο σύρμα. Για να αποφευχθεί αυτό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σύρμα επενδεδυμένο με πλαστικό. Με το χρόνο, μερικά φυτά γίνονται μεγάλα και αρκετά βαριά, και η επιλογή υλικών και σημείων κρεμάσματος θα πρέπει να γίνεται με προσοχή.
Οι χουπέρζιες απολαμβάνουν αρκετό νερό. Σε ζεστές συνθήκες θα πρέπει να ποτίζονται καθημερινά. Σε εύκρατες περιοχές όπως στην Καμπέρα, συνήθως καλλιεργούνται σε θερμοκήπια, αλλά μπορούν να καλλιεργηθούν σε ποικιλία άλλων καταστάσεων. Οι Αυστραλιανοί Εθνικοί Βοτανικοί Κήποι μπόρεσαν να καλλιεργήσουν χουπέρζιες σε εξωτερικές συνθήκες όλο το χρόνο, αρκεί τα φυτά να έχουν επαρκή προστασία απ’την παγωνιά. Σε δροσερότερα κλίματα είναι σημαντικό να μειώσετε τη συχνότητα ποτίσματος κατά το χειμώνα. Αυτό θα βοηθήσει στην αποφυγή εμφάνισης σήψης των βλαστών ή των φύλλων. Η εφαρμογή ελαφριών διαλυμάτων λιπάσματος όπως ιχθυογαλάκτωμα ή εκχύλισμα φυκών ανά τακτά χρονικά διαστήματα είναι ιδιαίτερα χρήσιμη.
Οι χουπέρζιες χρειάζονται καλό φως για την ανάπτυξη, αλλά θα πρέπει να προστατευθούν από τον απευθείας ήλιο. Φυτά που καλλιεργούνται σε πολύ έντονο φως αποκτούν μια ξεθοριασμένη εμφάνιση, και επιπλέον σκιά θα πρέπει να παρασχεθεί σε φυτά που αποκτούν τέτοια εμφάνιση. Η υγρασία είναι σημαντική και τα φυτά θα πρέπει να τοποθετηθούν ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες τους. Η ελεύθερη κι ανεμπόδιστη κίνηση του αέρος είναι ζωτική. Οι κλειστές συνθήκες γρήγορα αποβαίνουν μοιραίες για τις χουπέρζιες και συχνά σχετίζονται με επιθέσεις ζώων. Κοινές επιθέσεις ζώων είναι σχεδόν πάντοτε από κοκκοειδή, συγκεκριμένα του κοκκοειδούς της φτέρης. Οι προσβολές προκαλούν κιτρίνισμα των ιστών και μπορεί να οδηγήσουν στο θάνατο βλαστών ή ολόκληρου του φυτού. Τα σαλιγκάρια και οι γυμνοσάλιαγκες συχνά τρώνε τις άκρες των νέων βλαστών.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ποικιλία πολλαπλασιαστικών μεθόδων περιλαμβανομένης της καλλιέργειας ιστού, της διαίρεσεις, της εναέριας ανάπτυξης, των καταβολάδων και του πολλαπλασιασμού με βλαστό που θα συζητηθεί παρακάτω.
Πολλαπλασιασμός με βλαστό
Κάποιες επιφυτικές χουπέρζιες και λίγα χερσαία είδη μπορούν να πολλαπλασιαστούν με μια τεχνική που λέγεται πολλαπλασιασμός με βλαστό. Είναι μια τροποποιημένη τεχνική καταβολάδας μοσχεύματος τεράστιας χρησιμότητας για τον πολλαπλασιασμό ενός αριθμού ειδών. Από το αρχικό φυτό αφαιρούνται κορυφαία τμήματα μήκους 5-15 εκατοστών και πλαγιάζονται οριζόντια πάνω σε τυπικά μέσα πολλαπλασιασμού. Και οι δύο άκρες του μοσχεύματος καλύπτονται με μέσο, αφήνοντας εκτεθημένη τη μέση του βλαστού. Αυτά διατηρούνται νοτισμένα, υγρά και ζεστά (και κάποιοι καλλιεργητές χρησιμοποιούν ενυδρεία ή τερράρια). Μετά από μια περίοδο 6-15 μηνών η ανάπτυξη της κορυφής βγαίνει από το μέσο πολλαπλασιασμού.
Τα νεαρά φυτά θα πρέπει να αφεθούν ανενόχλητα μέχρρι να μεγαλώσουν περίπου 5 εκατοστά ψηλά ή περισσότερο, πριν μεταφυτευθούν προσεκτικά σ’ένα κατάλληλο επιφυτικό μείγμα. Σύντομα μπορεί ν’ακολουθήσουν πολυάριθμοί βασικοί βλαστοί. Πρόσφατα φυτεμένα φυτά θα πρέπει ν’αφεθούν να εγκλιματιστούν πριν επιπλέον ενόχληση ή μετακίνηση από τις άριστες συνθήκες καλλιέργειας.
Ο χρόνος παραγωγής ποικίλει ανάλογα με το είδος, αλλά μικρά πωλήσιμα φυτά αποκτώνται 1-2 χρόνια μετά τον πολλαπλασιασμό. Η απόκτηση μεγαλύτερων ατόμων θα απαιτήσει αρκετά χρόνια φροντίδας, αλλ’αξίζει τον κόπο.
Η πηγή του
προτότυπου άρθρου
Jones, D L, Encyclopaedia of ferns : an introduction to ferns, their structure, biology, economic importance, cultivation and propagation, Port Melbourne : Lothian, 1987.
Flora of Australia. Volume 48, Ferns, gymnosperms and allied groups.
Canberra : Australian Biological Resources Study, CSIRO Australia, 1998.

Αυστραλιανοί Εθνικοί Βοτανικοί Κήποι καλλλιεργώντας, μελετώντας και προωθώντας τη χλωρίδα της Αυστραλίας.

Φαρμακευτικές ιδιότητες
Το βότανο έχει χρησιμοποιηθεί εδώ και πολλά χρόνια από διάφορους λαούς οι οποίοι αξιοποίησαν τις στυπτικές, καλλυντικές, ναρκωτικές και ψυκτικές ιδιότητες του φυτού.
Ο Λυκόπους λόγω ιδιότητας του, να μειώνει την δραστικότητα του ιωδίου, σε περίπτωση υπερθυρεοειδισμού, τράβηξε την προσοχή των γιατρών για ένα περίπου αιώνα. Στην φαρμακοποιία των ΗΠΑ του 19ου αιώνα αναφέρεται ως αποτελεσματικό αντιαιμορραγικό.
Στην κινέζικη ιατρική χρησιμοποιείται εδώ και 2000 χρόνια για τα επώδυνα έμμηνα, πρόωρη εκσπερμάτωση και επώδυνα κτυπήματα. Τα φύλλα του φυτού σε κατάπλασμα τα χρησιμοποιούσαν πάνω σε άσχημες πληγές που δεν έκλειναν εύκολα. Επίσης χρησιμοποιήθηκε στη λαϊκή ιατρική διαφόρων λαών για θεραπεία του βήχα, αιμορραγία πνευμόνων, φυματίωση και υπερβολική εμμηνόρροια.
Στα αγγλικά η ονομασία του βοτάνου σημαίνει «το βότανο των τσιγγάνων». Αυτό γιατί οι τσιγγάνοι χρησιμοποιούσαν τον χυμό του φυτού για να φτιάχνουν διάφορα σχέδια πάνω στο δέρμα τους, ή κατά μία άλλη άποψη, γιατί με το φυτό αυτό έβαφαν τα λινά τους υφάσματα.
Συστατικά-χαρακτήρας:
Είναι πικρό, ελαφρώς αρωματικό φυτό. Το βότανο περιέχει ένα πικρό ετεροσίδιο, τη λυκοπίνη, στυπτικά, γλυκοσιδικές φλαβόνες, πτητικό έλαιο, ρετσίνι, τανίνες, καφεϊνικό και ουρσουλικό οξύ.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη - συλλογή:
Το φυτό ανθίζει από Ιούλιο μέχρι Σεπτέμβριο. Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται τα αέρια μέρη του φυτού. Η συλλογή τους γίνεται λίγο πριν το άνοιγμα των μπουμπουκιών.
Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις:
Το βότανο δρα ως καρδιενεργό διουρητικό, περιφερειακό αγγειοδιασταλτικό, στυπτικό, ηρεμιστικό, ανταγωνιστικό της θυροξίνης και αντιβηχικό.
Οι νευρικοί άνθρωποι φαίνεται ότι καίνε την τροφή τους γρηγορότερα από άλλους λόγω του άγχους τους. Μπορούν συχνά να τρώνε αρκετά τακτικά και να παραμένουν λεπτοί. Αιτία και αποτέλεσμα σε αυτή την περίπτωση μπορεί να μπερδευτούν. Ο υπερδραστήριος θυρεοειδής αδένας αυξάνει τον μεταβολισμό και η τροφή μετατρέπεται γρήγορα σε ενέργεια. Ο υπερδραστήριος θυρεοειδής είναι η αιτία της νευρικότητας που επηρεάζει επίσης τους παλμούς της καρδιάς.
Ο Λυκόπους είναι ειδικό ίαμα για την υπερδραστηριότητα του θυρεοειδούς αδένα, ιδιαίτερα όταν τα συμπτώματα περιλαμβάνουν δύσπνοια, ταχυπαλμία και τρέμουλο. Όταν η ταχυπαλμία έχει νευρική προέλευση μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια. Βοηθά στην αδύναμη καρδιά όταν συνδέεται με συσσώρευση ύδατος στο σώμα.
Σαν ηρεμιστικό και αντιβηχικό καταπραΰνει τον ερεθιστικό βήχα ιδιαίτερα όταν έχει νευρική προέλευση.
Η δράση του βοτάνου γίνεται αντιληπτή αφού χρησιμοποιηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Επιπλέον ο Λυκόπους ελέγχει τις αιμορραγίες και μειώνει τα επίπεδα του σακχάρου του αίματος.
Συνδυάζεται άριστα με νευροτονωτικά όπως η Σκουτελλάρια και η Βαλεριάνα. Στην ομοιοπαθητική το βάμμα του βοτάνου χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση της βρογχοκήλης, των προκάρδιων παλμών και της γενικής νευρικότητας.
Παρασκευή και δοσολογία:
Παρασκευάζεται ως έγχυμα. Ρίχνουμε ένα φλιτζάνι βραστό νερό σε ένα κουταλάκι του τσαγιού ξηρό βότανο, το σκεπάζουμε για 10-15 λεπτά, σουρώνουμε και πίνουμε τρεις φορές την ημέρα. Η δοσολογία του βάμματος είναι 1-2 ml τρεις φορές την ημέρα.
Προφυλάξεις:
Δεν πρέπει να το χρησιμοποιούν έγκυες γυναίκες και όσοι πάσχουν από υποθυρεοειδισμό.
Η μαγική ιδιότητα που αποδόθηκε αρχικά στην ευφλεκτότητα του σπόρου συνδέθηκε σύντομα με την εξαιρετική ιαματική ιδιότητά του ως θεραπευτικό φυτό (medicinal plant). Το βότανο αυτό περιέχει αλκαλοειδή, φλαβονοειδή, πολυφαινόλες, τριτερπένια αλλά και το ραδιενεργό στοιχείο ράδιο και με εξειδικευμένη χρήση του έχουν επιτευχθεί ευνοϊκές επιδράσεις σε καρκινοπαθείς ομάδες. Στο παρελθόν το φυτό αυτό χρησιμοποιήθηκε πολλάκις για τη θεραπεία ψυχολογικών αλλά και σωματικών παθήσεων. Σήμερα θεωρείται αντισπασμωδικό, καταπραϋντικό – αναλγητικό και διουρητικό βότανο με πολλαπλές χρήσεις και ενδείξεις ως ακολούθως:
Παθήσεις γαστρεντερικού συστήματος (καούρα, προβλήματα στο συκώτι, χολολιθιάσεις, δυσκοι-λιότητα και τυμπανισμός), ουροποιητικό (ουρολοιμώξεις, νεφρολιθιάσεις) και αναπαραγωγικό σύστημα (προβλήματα ανικανότητας και διογκωμένου προστάτη). Στην Ομοιοπαθητική χρησιμο-ποιείται επίσης για την αντιμετώπιση ανευρυσμάτων, χρόνιων αναπνευστικών προβλημάτων (σε πνεύμονες και βρόγχους), σε υπερλειτουργία του θυρεοειδούς αδένα, σε μυϊκές κράμπες. Επίσης χορηγείται ως αναλγητικό σε περιπτώσεις πονόλαιμου και ωτίτιδας, ρευματισμών και αρθρίτιδας. Τέλος, πιστεύεται ότι τονώνει τη λειτουργία της καρδιάς και καθαρίζει το αίμα.
Οι ψυχολογικές ενδείξεις του βοτάνου είναι επίσης πολλαπλές. Συχνότερη είναι η χρήση σε περιπτώσεις άγχους και φοβιών, σε διαγνώσεις όπως χαμηλή αυτοπεποίθηση και αισθήματα ανασφάλειας. Χρησιμοποιείται και σε προβλήματα εθισμού όπως ο αλκοολισμός, καθώς και σε διαταραχές του ύπνου αλλά και της διατροφής αφού το βότανο αυτό προάγει την όρεξη.
Εξωτερικά χρησιμοποιείται ως καταπραϋντικό για την αντιμετώπιση αλλεργικών αντιδράσεων όπως ψαμμίαση, έκζεμα ενώ εφαρμόζεται και σε δερματικά εξανθήματα γενικού τύπου. Επίσης απαλύνει τον πόνο του έρπητα όταν εφαρμόζεται εξωτερικά και σε συνδυασμό με άλλα βότανα και τις αιμορροΐδες. Λόγω της ραδιενεργούς σύστασης για τη σωστή χρήση του φυτού συστήνεται η συμβουλή ειδικού.
Συνήθως συστήνεται έγχυμα του βοτάνου που παρασκευάζεται σε αναλογία 1 κ γλυκού βότανο /250 ml νερό. Για τη δυσκοιλιότητα το διάλυμα αυτό καταναλώνεται μισή ώρα πριν από το γεύμα με άδειο στομάχι. Οι κινέζοι χρησιμοποιούν το λυκοπόδιο συνδυαστικά με χαμομήλι για την ανακούφιση των μυϊκών συσπάσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις