Η Maria Dimitriou κοινοποίησε μια φωτογραφία του χρήστη Zina Marnezi.
Το Περιπτεράκι μου
Έλεγα δεν θα με νοιάξει, καθόλου …ας το γκρεμίσουν ας το κατεδαφίσουν , ας το κάνουν ένα σωρό από μπάζα. Η απόφαση είχε βγει από καιρό, να φύγει από τη μέση να αδειάσει ο χώρος εδώ μπροστά στο πεζοδρόμιο μας Έτσι κι αλλιώς ένα άδειο κουφάρι είχε απομείνει χωρίς αφεντικό , χωρίς εμπόρευμα, χωρίς ψυχή… Κι ήρθαν προχθές με τη μπουλντόζα και άρχισαν την κατεδάφιση. Πίστευα πως δεν άφηνα τα μάτια μου να τρέξουν, ούτε θα ένιωθα εκείνο το ανόητο τσίμπημα στη καρδιά … κι όμως δεν τα κατάφερα …. Τέλος μια εποχής , μιας εποχής που είχε τελειώσει από πολύ καιρό και το μόνο που είχε απομείνει ήταν αυτό το άδειο ξύλινο κουφάρι. Αυτά τα σάπια πλέον ξύλα που ήταν χτισμένο, τα είχαν φτιάξει οι γονείς μου με χίλιες στερήσεις, όταν ήσαν νέοι , νιόπαντροι και ερωτευμένοι. Δούλεψαν και μόχθησαν σκληρά να ορθοποδήσουν σ΄αυτή τη δύσκολη δουλειά που σε κρατάει φυλακισμένο χωρίς καμιά μέρα ανάπαυλας. Εκεί μεγάλωσα κι εγώ από μωρό. Με έπαιρνε η μάνα μου τυλιγμένη σε μια κουβέρτα και με άφηνε κάτω μέσα σ΄αυτό, το ένα επί ένα ξύλινο κλουβί. Κι εγώ δούλεψα εκεί μέσα από εφτά χρόνων παιδάκι, το κρατούσα μόνη μου όταν οι γονείς μου έπρεπε να πάνε στα χτήματα. Μόλις σχολούσα από το σχολείο εκεί πήγαινα κατ ευθείαν. Εκεί διάβαζα, εκεί έτρωγα εκεί ήταν όλη η ζωή μου. Τα καλοκαίρια ξύπναγα από τα χαράματα για να το ανοίξω να προλάβω τους πρωινούς εργάτες που πήγαιναν στη δουλειά. Το μεσημέρι ερχόταν ο μπαμπάς για λίγο να πάω στα γρήγορα στη θάλασσα για μπάνιο και μετά πάλι στην βάρδια μου. Μικρό παιδί ήμουν και δυσανασχετούσα, γκρίνιαζα και πολλές φορές με έπαιρνε το παράπονο. Κι όμως τότε δεν καταλάβαινα πόσο τυχερό παιδί ήμουν. Όλα τα είχα εν αφθονία, καραμέλες τσίχλες σοκολάτες , παγωτά, τίποτα δεν ζήλεψαν τα μάτια μου που να μη το είχα. Αυτό το περιπτεράκι μας τα έδωσε όλα, από το φαγητό και τα ρούχα μας μέχρι τα ποδηλατάκια μας και προπαντός το Σολεξάκι μου που με πήγαινε όπου ήθελα. Το πιο σπουδαίο όμως ήταν που άνοιξε τους ορίζοντες του μυαλού μου. Εκτός από την καθημερινή κοινωνική επαφή με τους ανθρώπους είχα και το προνόμιο να διαβάζω τα πάντα από τον περιοδικό τύπο και τις εφημερίδες. Θυμάμαι τα περιοδικά εκείνης της εποχής Ρομάντζο, Φαντάζιο, Βεντέτα, Ντομινό, Θησαυρός, το Πάνθεον, η Γυναίκα ο Ταχυδρόμος, τα Επίκαιρα, όλα τα διάβαζα, είχαν ποικίλη ύλη , νουβέλες σε συνέχειες , διηγήματα, ενδιαφέροντα θέματα για κάθε γούστο και ηλικία. Ακόμα και τα παιδικά κόμικς ή ο Μικρός Σερίφης που ήταν το αγαπημένο μου, μου έδινε ώθηση στην φαντασία. Όμορφη εποχή , άλλοι καιροί αθώοι και ξένοιαστοι. Είχα τηλέφωνο, είχα κασετόφωνο που έγραφα τα τραγούδια που μ’ άρεσαν από τον αμερικάνικο σταθμό με τις ξένες επιτυχίες, είχα πολλά ερεθίσματα που διαμόρφωσαν το μυαλό και τη φαντασία μου και φυσικά εννοείτε και πολλά φλερτάκια. Το πιο σπουδαίο ήταν η απόλυτη σχέση που είχα με τον πατέρα μου, μια σχέση θυμού και οργής αλλά κάτω απ’ αυτή την επιφάνεια βρισκόταν μια σχέση απέραντης ΑΓΑΠΗΣ , στοργής και ασφάλειας. Μπορεί να ήμουν ο βράχος που ξέσπαγε τα νεύρα του, αλλά μου έδωσε τα εφόδια της πνευματικής και συναισθηματικής μου ανάπτυξης γιατί ήταν άνθρωπος με ανοιχτό και προοδευτικό μυαλό. Θυμάμαι τα απογεύματα που με κρατούσε να ελέγξει τα μαθήματά μου, πόσα πράγματα μου μάθαινε και πόσο προσπαθούσε να διαμορφώσει το χαρακτήρα και την προσωπικότητά μου. Τα όνειρά του να σπουδάσει ο ίδιος δεν ολοκληρώθηκαν γιατί μεγάλωσε σε δύσκολους καιρούς και μετά από δυο χρόνια φοιτητής στην Αθήνα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη σχολή του. Κι όλα αυτά που είχε μέσα στο μυαλό του ήθελε να τα μεταδώσει σε μένα. Ένας περιπτεράς και αγρότης ήταν ο μπαμπάς μου που η προσωπικότητα του άξιζε όσο εκατό δασκάλων. Κι ήρθε ο καιρός που η οικογένεια μου άλλαξε ρότα επαγγελματική. Εγώ ήμουν πια κοπέλα τελείωνα το σχολείο γεμάτη όνειρα και ιδέες για το μέλλον . Το δώσαμε σε άλλον ιδιοκτήτη το περίπτερο. Ένοιωσα τη μεγαλύτερη χαρά που επιτέλους θα αποφυλακιζόμουν από εκεί μέσα. Δεν λυπήθηκα καθόλου, αφού και οι φίλοι μου απορούσαν μαζί μου. «Μα καλά δεν στενοχωριέσαι λίγο ; Τόσα χρόνια έζησες εκεί μέσα , δεν το πονάς ; δεν το αγάπησες ;» Με την νεανική μου επιπολαιότητα και ανωριμότητα δεν σκέφτηκα όλα αυτά που μου είχε χαρίσει και το πρόδωσα. Το πρόδωσα χωρίς τύψεις , χωρίς καμιά ενοχή. Έκανα και πάρτυ θυμάμαι …. Κι ήρθε ο καιρός που η ζωή έκανε το κύκλο της και το περιπτεράκι ήρθε πάλι στα χέρια μου. Μπροστά στο σπίτι μου ήταν , ευκαιρία να το πάρω αφού το έδινε ο παλιός ιδιοκτήτης . Υποχρεώσεις δεν είχα , τα παιδιά μου είχαν μεγαλώσει κι εγώ ήθελα να προσφέρω οικονομικά στις σπουδές τους. Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά μου, χάιδευα τα παλιά του ράφια , τη πόρτα και τα ξύλα του. Θυμόμουν τα παλιά ξένοιαστα χρόνια και πίστευα πως θα ήταν πάλι έτσι όπως τότε. Δυστυχώς όμως δεν ήταν έτσι. Οι καιροί είχαν αλλάξει και είχαν δυσκολέψει πολύ . Στα τέσσερα χρόνια που το κράτησα τα είδα όλα . Έζησα καλές στιγμές αλλά και πολύ άσχημες . Οι καλές ήταν που τελείωσα το πρώτο μου βιβλίο εκεί μέσα . Το έγραφα σε λατοπ και τις νύχτες το μετέφερα στον μεγάλο υπολογιστή . Έζησα την εποχή των Ολυμπιακών αγώνων και το πανηγύρι του Γιούρο τότε που είχαν ξεχυθεί στους δρόμους με σημαίες , κορναρίσματα και ενθουσιασμό . Γνώρισα κόσμο, βγήκα στη βιοπάλη με αφεντικό τον εαυτό μου. Οι άσχημες στιγμές όμως ήσαν περισσότερες. Χάλασε η υγεία μου, έπαθαν τα νεύρα μου και τα κόκκαλά μου σκούριασαν από την έγκλειστη ζωή μου εκεί μέσα. Με λήστεψαν πολλές φορές και με κτύπησαν. Η βουή , τα καυσαέρια και τα φρένα των αυτοκινήτων όργωναν το μυαλό μου. Το περιπτεράκι μου με είχε προδώσει , ήταν η σειρά του να με προδώσει έτσι άσπλαχνα όπως κι εγώ τότε πριν από πολλά χρόνια . Το άφησα με πόνο και μεγάλη λύπη αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να αποκαταστήσω την υγεία μου πάνω απ’ όλα . Και τώρα το βλέπω ένα σωρό από ξύλα, γυαλιά και σκουριασμένα ρολά . Πέθανε στις 6-6 -2013 και είχε ιστορία σχεδόν μισού αιώνα χαραγμένη στα φθαρμένα ξύλα του. Υ Σ ελπίζω να μη σας κούρασα με τη φλυαρία μου ,αν και είχα πολλά να πω ακόμη, αλλά ένα κόμπος στο λαιμό δεν μ’ αφήνει. 9-6- 2013 Ζηνοβία Μαρνέζη |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου