Αναμνήσεις
Ο ήλιος στέλνει φιλιά στο σύμπαν... φιλιά στον ουρανό που απλώνεται παντού χωρίς αρχή και τέλος... φιλιά στους λόφους που σηκώνουν δειλά τα κεφαλάκια τους και λούζονται στο φώς... φιλιά στους κάμπους να πάρουν δύναμη να καρπίσουν... φιλιά στα νωχελικά χωριουδάκια...φιλιά στα κελαριστά ρυάκια στα αγέρωχα ποτάμια και στα δαντελωτά ακρογυάλια. Φιλιά σε καθε πλάσμα του Θεού.
Όμως τα γλυκύτερα φιλιά τα στέλνει στις καρδιές των ανθρώπων και ιδιαίτερα στις καρδούλες των παιδιών. Γι αυτό τα παιδιά έχουν την πιο γλυκιά ζέστη στην καρδιά. Γι αυτό τα παιδικά χρόνια είναι πολύτιμη παρακαταθήκη στο μυαλό και τη ψυχή μας. Κι εγώ έχω να θυμάμαι.
Νοσταλγώ κάτι καλοκαίρια ονειρεμένα. Είναι σαν να βγαίνουν απ τα παραμύθια και νοιώθω ευγνωμοσύνη που τα έζησα.
Η θύμησή τους μυρίζει γιασεμί , αγιόκλημα, βασιλικό και δυόσμο. Μέσα σ όλα και οι μυρωδιές από τα φαγητά της γιαγιάς. Δεν μπορώ να ξεχάσω τους χοχλιούς πιλάφι, το κουνέλι τσιγαριστό, ή κοκκινιστό με τηγανιτές πατάτες. Ακόμη και τα απλά τηγανιτά αυγά ήταν αλλιώς απ ότι τα σημερινά. Αυτό που αναστατώνει περισσότερο απ όλα τη μνήμη της γεύσης και της όσφρησής μου είναι οι ντολμάδες. Η γιαγιά τους έφτιαχνε με κληματόφυλλα και κολοκυθοανθούς. Μοσχομύριζε το σπίτι και η γειτονιά απ το κύμινο.
Η γιαγιά και ο παππούς έμεναν σε δυο δωμάτια δηλ. σε ένα γιατί το άλλο ήταν το καλό για τους επισκέπτες και για εμάς όταν πηγαίναμε να μείνουμε για λίγο εκεί. Το δωμάτιό τους 'ηταν και κουζίνα και κρεββατοκάμαρα. Έξω στην αυλή υπήρχε βρύση με μια μεγάλη γούρνα για τα δύσκολα πλυσίματα και σε μια άκρη ήταν και ο καμπινές.
Τα περισσότερα αγαθά προς το ζείν τα έπαιρναν απο ένα μικρό παράδεισσο. Ήταν ένα κτήμα που είχε ό,τι τους χρειαζόταν. Το μέρος λέγεται "παραδείσσια" αλλά τότε δικαιολογούσε απόλυτα την ονομασία του.
Στο κτήμα υπήρχαν ελαιόδενδρα για το λάδι μας, αμυγδαλιές , λεμονιές, πορτοκαλιές, κλήμματα, ρογδιές ίσως κι άλλα που δεν θυμάμαι.
Είχαμε και λουλούδια τέτοια που δε βρίσκεις εύκολα τώρα. Ήταν άγριες τριανταφυλιές σε ρόζ απαλό χρώμμα, οι λεγόμενες "ροδαρές". Το μπουκέτο τους στο βάζο αναπόσπαστο κομμάτι του παραμυθιού κάθε χρόνο.
Στο κτήμα είχε ο παππούς και τα λαχανικά ανάλογα την εποχή , λίγα απ όλα .
Είχαν όμως και τα έμψυχα αγαθά. Κότες για αυγά και κρέας, κουνέλια περιστέρια, μια κατσίκα για γάλα και τυρί , ένα γάιδαρο για διαδρομές και δουλειές και ένα σκύλο φύλακα του παραδείσσου.
Θυμάμαι μια φορά πήγαμε με το γάιδαρο σ ένα άλλο χωράφι μακρυά να μαζέψουμε τα χαρούπια. Αξέχαστη εμπειρία η βόλτα με το υπομονετικό καλοκάγαθο ζωντανό. Σ όλο το δρόμο σκεφτόμουν με το παιδικό μου μυαλό , ήμουν 8 - 9 χρόνων , πώς μπορεί και σηκώνει τόσο βάρος. Τη γιαγιά, εμένα, τα εργαλεία το φαγητό μας, το νερό μας κ.λ.π. Πολύ περισσότερο στην επιστροφή , που του βάλαμε του καημένου και δυο μεγάλα τσουβάλια χαρούπια , ένα σε κάθε μεριά. Τότε πραγματικά ανησυχούσα όταν περνούσαμε απο κακοβολιές. Φοβόμουν μη παραπατήσει ο γάιδαρος και βρεθούμε αλλού κι αλλού...!
Άς γυρίσομε στα Παραδείσσια. Το νερό για το πότισμα το έβγαζε ο παππούς από ένα πηγάδι, με μια προπολεμική μηχανή που το αντλούσε . Είχε ένα λουρί, γερό υμάντα στο μοτέρ , το τραβούσε δυνατά κι έπαιρνε μπρός. Ακόμα έχω στ αυτιά μου το ρυθμικό χαρακτηριστικό θόρυβο που έκανε, τούκου τούκου τούκου και επιταχυνόταν σε δευτερόλεπτα και μετά σταθερά συνέχεια όση ώρα έπρεπε να ποτίσει. Το τί γινόταν δεν περιγράφεται.
Μαζί με το τούκου τούκου, κάνανε συναυλία τα τζιτζίκια, τα πουλιά , οι κότες , ο σκύλος, η κατσίκα, ο γάιδαρος. Για να μιλήσω και να ακουστώ έπρεπε να ξελαρυγγιάζομαι.
Μου άρεσε πολύ να βρίσκομαι εκεί. Σκαρφάλωνα στα δέντρα, έπιανα τζιτζίκια, πεταλούδες, έκοβα κι έτρωγα πράσινα αμύγδαλα με το χνούδι, πορτοκάλια, ρόγδια, σταφύλια, ακόμα και τις κεφαλές απο τις μολόχες έτρωγα.
Όταν τύχαινε να έχουμε κλωσσόπουλα , τρελλαινόμουν με το πούπουλό τους το αψεγάδιαστο. Ήθελα να τα χαιδεύω αλλά η γιαγιά έλεγε πως δεν πρέπει.
Ποτέ δεν βαριόμουν εκεί. Είχα τόσα να κάνω που νόμιζα ότι ο χρόνος δεν φτάνει να κάνω ό,τι θέλω. Κι όταν ήθελα ανάπαυλα πήγαινα να απογειωθώ στη μικρή μου κούνια, που μου είχε φτιάξει ο παππούς σε μια ελιά, που είχε τα πιο γερά κλαδιά και τον μεγαλύτερο ίσκιο.
Η κούνια είχε ένα γερό σχοινί δεμμένο κατάλληλα, και μια κουρελού τυλιγμένη έτσι ώστε να μη φεύγει , και να μπορώ να κάθομαι αναπαυτικά και με ασφάλεια.
Κουνιόμουν κι ένοιωθα σαν πουλάκι που πετά , πότε μπρός και πότε πίσω. Κρατούσα γερά τα σχοινιά και δεν χόρταινα να βλέπω τις εικόνες να κουνιούνται μαζί μου. Όταν σήκωνα το βλέμμα, έβλεπα τον χρυσοπράσινο ουρανό της ελιάς , που ανάμεσα απο το φύλλωμά της, περνούσαν και παίζανε κρυφτό, χιλιάδες γαλάζια, ασσύμετρα κομματάκια του γαλάζιου ουρανού, με τις αχτίδες του ήλιου. Κι όπως κουνιόμουν, αλλάζανε σχήματα και χρώματα, κι όπως κουνιόμουν, κουνιόταν μαζί μου όλη η πλάση.
Δυστυχώς το όνειρο τέλειωσε στον ορίζοντα των χρόνων που έφυγαν και δεν γυρνούν. Όχι μόνο επειδή δεν υπάρχει πιά εκείνο το μικρό κοριτσάκι, αλλά και επειδή οι συγκυρίες και οι αλλαγές στη ζωή, έχουν αλλάξει και την εικόνα του μικρού παράδεισσου που ήξερα.
Από τότε που έφυγε ο παππούς πρώτα και η γιαγιά μετά, ο παράδεισσος άρχισε να χάνει σιγά σιγά όλο και περισσότερα από την ονειρική του μορφή.
Όταν έτυχε να ξαναπάω στα Παραδείσσια , αυτό που αντίκρυσα, καμμία σχέση δεν έχει με την εικόνα του παρελθόντος. Χάθηκε όπως χάθηκε και η παιδική μου αθωότητα.
Είχαν μείνει μόνο τα ελαιόδενδρα, μια λεμονιά, μια ρογδιά ίσως και μια αμυγδαλιά , δεν θυμάμαι και ούτε ξέρω τώρα πια πώς είναι.
Τώρα πια δεν μπορώ ούτε να τον δώ. Τυπικά δεν μου ανήκει αλλά πάντα θα μένει δικός μου και αναλλοίωτος στην ψυχή και στο μυαλό μου.
Κάθε φορά που θυμάμαι τη γιαγιά και τον παππού, έχω την αίσθηση ότι βρίσκονται σε ένα τέτοιο πανομοιότυπο παράδεισσο όπου ζούν φροντίζοντάς τον.
Αναρωτιέμαι , αν μπορέσω κι εγώ να ξαναζήσω στον παιδικό μου παράδεισσο ... κάποτε ... σε μια άλλη διάσταση ... για πάντα ...
Maria Dimitriou
Ο ήλιος στέλνει φιλιά στο σύμπαν... φιλιά στον ουρανό που απλώνεται παντού χωρίς αρχή και τέλος... φιλιά στους λόφους που σηκώνουν δειλά τα κεφαλάκια τους και λούζονται στο φώς... φιλιά στους κάμπους να πάρουν δύναμη να καρπίσουν... φιλιά στα νωχελικά χωριουδάκια...φιλιά στα κελαριστά ρυάκια στα αγέρωχα ποτάμια και στα δαντελωτά ακρογυάλια. Φιλιά σε καθε πλάσμα του Θεού.
Όμως τα γλυκύτερα φιλιά τα στέλνει στις καρδιές των ανθρώπων και ιδιαίτερα στις καρδούλες των παιδιών. Γι αυτό τα παιδιά έχουν την πιο γλυκιά ζέστη στην καρδιά. Γι αυτό τα παιδικά χρόνια είναι πολύτιμη παρακαταθήκη στο μυαλό και τη ψυχή μας. Κι εγώ έχω να θυμάμαι.
Νοσταλγώ κάτι καλοκαίρια ονειρεμένα. Είναι σαν να βγαίνουν απ τα παραμύθια και νοιώθω ευγνωμοσύνη που τα έζησα.
Η θύμησή τους μυρίζει γιασεμί , αγιόκλημα, βασιλικό και δυόσμο. Μέσα σ όλα και οι μυρωδιές από τα φαγητά της γιαγιάς. Δεν μπορώ να ξεχάσω τους χοχλιούς πιλάφι, το κουνέλι τσιγαριστό, ή κοκκινιστό με τηγανιτές πατάτες. Ακόμη και τα απλά τηγανιτά αυγά ήταν αλλιώς απ ότι τα σημερινά. Αυτό που αναστατώνει περισσότερο απ όλα τη μνήμη της γεύσης και της όσφρησής μου είναι οι ντολμάδες. Η γιαγιά τους έφτιαχνε με κληματόφυλλα και κολοκυθοανθούς. Μοσχομύριζε το σπίτι και η γειτονιά απ το κύμινο.
Η γιαγιά και ο παππούς έμεναν σε δυο δωμάτια δηλ. σε ένα γιατί το άλλο ήταν το καλό για τους επισκέπτες και για εμάς όταν πηγαίναμε να μείνουμε για λίγο εκεί. Το δωμάτιό τους 'ηταν και κουζίνα και κρεββατοκάμαρα. Έξω στην αυλή υπήρχε βρύση με μια μεγάλη γούρνα για τα δύσκολα πλυσίματα και σε μια άκρη ήταν και ο καμπινές.
Τα περισσότερα αγαθά προς το ζείν τα έπαιρναν απο ένα μικρό παράδεισσο. Ήταν ένα κτήμα που είχε ό,τι τους χρειαζόταν. Το μέρος λέγεται "παραδείσσια" αλλά τότε δικαιολογούσε απόλυτα την ονομασία του.
Στο κτήμα υπήρχαν ελαιόδενδρα για το λάδι μας, αμυγδαλιές , λεμονιές, πορτοκαλιές, κλήμματα, ρογδιές ίσως κι άλλα που δεν θυμάμαι.
Είχαμε και λουλούδια τέτοια που δε βρίσκεις εύκολα τώρα. Ήταν άγριες τριανταφυλιές σε ρόζ απαλό χρώμμα, οι λεγόμενες "ροδαρές". Το μπουκέτο τους στο βάζο αναπόσπαστο κομμάτι του παραμυθιού κάθε χρόνο.
Στο κτήμα είχε ο παππούς και τα λαχανικά ανάλογα την εποχή , λίγα απ όλα .
Είχαν όμως και τα έμψυχα αγαθά. Κότες για αυγά και κρέας, κουνέλια περιστέρια, μια κατσίκα για γάλα και τυρί , ένα γάιδαρο για διαδρομές και δουλειές και ένα σκύλο φύλακα του παραδείσσου.
Θυμάμαι μια φορά πήγαμε με το γάιδαρο σ ένα άλλο χωράφι μακρυά να μαζέψουμε τα χαρούπια. Αξέχαστη εμπειρία η βόλτα με το υπομονετικό καλοκάγαθο ζωντανό. Σ όλο το δρόμο σκεφτόμουν με το παιδικό μου μυαλό , ήμουν 8 - 9 χρόνων , πώς μπορεί και σηκώνει τόσο βάρος. Τη γιαγιά, εμένα, τα εργαλεία το φαγητό μας, το νερό μας κ.λ.π. Πολύ περισσότερο στην επιστροφή , που του βάλαμε του καημένου και δυο μεγάλα τσουβάλια χαρούπια , ένα σε κάθε μεριά. Τότε πραγματικά ανησυχούσα όταν περνούσαμε απο κακοβολιές. Φοβόμουν μη παραπατήσει ο γάιδαρος και βρεθούμε αλλού κι αλλού...!
Άς γυρίσομε στα Παραδείσσια. Το νερό για το πότισμα το έβγαζε ο παππούς από ένα πηγάδι, με μια προπολεμική μηχανή που το αντλούσε . Είχε ένα λουρί, γερό υμάντα στο μοτέρ , το τραβούσε δυνατά κι έπαιρνε μπρός. Ακόμα έχω στ αυτιά μου το ρυθμικό χαρακτηριστικό θόρυβο που έκανε, τούκου τούκου τούκου και επιταχυνόταν σε δευτερόλεπτα και μετά σταθερά συνέχεια όση ώρα έπρεπε να ποτίσει. Το τί γινόταν δεν περιγράφεται.
Μαζί με το τούκου τούκου, κάνανε συναυλία τα τζιτζίκια, τα πουλιά , οι κότες , ο σκύλος, η κατσίκα, ο γάιδαρος. Για να μιλήσω και να ακουστώ έπρεπε να ξελαρυγγιάζομαι.
Μου άρεσε πολύ να βρίσκομαι εκεί. Σκαρφάλωνα στα δέντρα, έπιανα τζιτζίκια, πεταλούδες, έκοβα κι έτρωγα πράσινα αμύγδαλα με το χνούδι, πορτοκάλια, ρόγδια, σταφύλια, ακόμα και τις κεφαλές απο τις μολόχες έτρωγα.
Όταν τύχαινε να έχουμε κλωσσόπουλα , τρελλαινόμουν με το πούπουλό τους το αψεγάδιαστο. Ήθελα να τα χαιδεύω αλλά η γιαγιά έλεγε πως δεν πρέπει.
Ποτέ δεν βαριόμουν εκεί. Είχα τόσα να κάνω που νόμιζα ότι ο χρόνος δεν φτάνει να κάνω ό,τι θέλω. Κι όταν ήθελα ανάπαυλα πήγαινα να απογειωθώ στη μικρή μου κούνια, που μου είχε φτιάξει ο παππούς σε μια ελιά, που είχε τα πιο γερά κλαδιά και τον μεγαλύτερο ίσκιο.
Η κούνια είχε ένα γερό σχοινί δεμμένο κατάλληλα, και μια κουρελού τυλιγμένη έτσι ώστε να μη φεύγει , και να μπορώ να κάθομαι αναπαυτικά και με ασφάλεια.
Κουνιόμουν κι ένοιωθα σαν πουλάκι που πετά , πότε μπρός και πότε πίσω. Κρατούσα γερά τα σχοινιά και δεν χόρταινα να βλέπω τις εικόνες να κουνιούνται μαζί μου. Όταν σήκωνα το βλέμμα, έβλεπα τον χρυσοπράσινο ουρανό της ελιάς , που ανάμεσα απο το φύλλωμά της, περνούσαν και παίζανε κρυφτό, χιλιάδες γαλάζια, ασσύμετρα κομματάκια του γαλάζιου ουρανού, με τις αχτίδες του ήλιου. Κι όπως κουνιόμουν, αλλάζανε σχήματα και χρώματα, κι όπως κουνιόμουν, κουνιόταν μαζί μου όλη η πλάση.
Δυστυχώς το όνειρο τέλειωσε στον ορίζοντα των χρόνων που έφυγαν και δεν γυρνούν. Όχι μόνο επειδή δεν υπάρχει πιά εκείνο το μικρό κοριτσάκι, αλλά και επειδή οι συγκυρίες και οι αλλαγές στη ζωή, έχουν αλλάξει και την εικόνα του μικρού παράδεισσου που ήξερα.
Από τότε που έφυγε ο παππούς πρώτα και η γιαγιά μετά, ο παράδεισσος άρχισε να χάνει σιγά σιγά όλο και περισσότερα από την ονειρική του μορφή.
Όταν έτυχε να ξαναπάω στα Παραδείσσια , αυτό που αντίκρυσα, καμμία σχέση δεν έχει με την εικόνα του παρελθόντος. Χάθηκε όπως χάθηκε και η παιδική μου αθωότητα.
Είχαν μείνει μόνο τα ελαιόδενδρα, μια λεμονιά, μια ρογδιά ίσως και μια αμυγδαλιά , δεν θυμάμαι και ούτε ξέρω τώρα πια πώς είναι.
Τώρα πια δεν μπορώ ούτε να τον δώ. Τυπικά δεν μου ανήκει αλλά πάντα θα μένει δικός μου και αναλλοίωτος στην ψυχή και στο μυαλό μου.
Κάθε φορά που θυμάμαι τη γιαγιά και τον παππού, έχω την αίσθηση ότι βρίσκονται σε ένα τέτοιο πανομοιότυπο παράδεισσο όπου ζούν φροντίζοντάς τον.
Αναρωτιέμαι , αν μπορέσω κι εγώ να ξαναζήσω στον παιδικό μου παράδεισσο ... κάποτε ... σε μια άλλη διάσταση ... για πάντα ...
Maria Dimitriou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου