Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

Κλήδονας ή Ριγανάς ή Ριζικάρης ή Λαμπαδιάρης

 
homouniversalisgr.blogspot.com
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ " Κλήδονας ή Ριγανάς ή Ριζικάρης ή Λαμπαδιάρης ή…
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 


" Κλήδονας ή Ριγανάς ή Ριζικάρης ή Λαμπαδιάρης ή Λαμπαδάρης ή Φουγγαρίτης ή Φανιστής "

Ποιος ήταν ο Αγιάννης ο Ριγανάς ή Κλήδονας; Ήταν ένας ασκητής που διαβιούσε στις όχθες του Ιορδάνη ποταμού και εδίδασκε, προϊδέαζε, προετοίμαζε, τον ερχομό του Μεσσία και όσοι πίστευαν σε αυτά που εδίδασκε τους εβάπτιζε στα νερά του Ιορδάνη στο όνομα του Μεσσία....γι' αυτό τον ονόμαζαν και βαπτιστή.
Στη διδασκαλία του δεν προϊδέαζε μόνο τον κόσμο που τον πλησίαζε για τον ερχομό του Μεσσία ενός ανθρώπου που θα εστέλετο εξ ουρανού για την σωτηρία των ανθρώπων αλλά εκαυτηρίαζε κάθε κακή πράξη που έκαναν οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα εκαυτηρίαζε τη ζωή και τον ασεβή και έκλυτον βίον του βασιλιά Ηρώδη.
Αυτόν τον Ιωάννη, που ασκήτευε στις όχθες του Ιορδάνη και προετοίμαζε τον ερχομό του Μεσσία Χριστού η εκκλησία μας τον κατέταξε στις πρώτες τάξεις των Αγίων και ο λαός του έδωσε πολλά προσωνύμια τον εορτάζει δε πολλές φορές το χρόνο.
Στις 23 Σεπτεμβρίου γιορτάζει τη σύλληψη του.
Στις 24 Ιουνίου γιορτάζει τη γέννηση του.
Στις 7 Ιανουαρίου γιορτάζει τη σύναξη του Ιωάννη.
Στις 29 Αυγούστου γιορτάζει το θάνατο του διά αποκεφαλισμού.
Στις 24 Φεβρουαρίου την Α' και Β' εύρεση της τιμίας κάρας του.
Στις 25 Μαΐου γιορτάζει την Γ' εύρεση της τιμίας κάρας του.
Οι κυριότερες από αυτές τις εορτές, για τους χριστιανούς είναι η Γιορτή της Σύναξης του Ιωάννη του Προδρόμου η οποία γιορτάζεται στις 7 Ιανουαρίου και την ημέρα αυτή γιορτάζουν όλοι οι Γιάννηδες χριστιανοί - την ονομαστική τους εορτή τους.
Δεύτερη κυριότερη γιορτή του Αγιάννη είναι στις 29 Αυγούστου. Είναι η γιορτή του αποκεφαλισμού, του θανάτου του Ιωάννη. Η εκκλησία την έχει καθιερώσει και ημέρα νηστείας.
Η τρίτη από τις κυριότερες γιορτές του είναι στις 24 Φεβρουαρίου Α' και Β' εύρεσις της τίμιας κάρας του Αγίου Ιωάννη. Η γιορτή αυτή γιορταζόταν με διάφορες εκδηλώσεις, έθιμα και πανηγύρια στα χωριά και μικροπολιτείες και τούτο γιατί δεν υπήρχαν άλλου είδους διασκεδάσεις.
Η σκλαβιά επλάκωνε τους λαούς 400 περίπου χρόνια και δεν τους έδινε περιθώρια για ελεύθερους πανηγυρισμούς και χαρμόσυνες εκδηλώσεις. Περιορίζονταν στα έθιμα που οι γιαγιές -βάβες- είχαν επινοήσει και μεταδίδονταν από γενιά σε γενιά.
Για τη γιορτή του Αγιάννη, που γιορτάζει στις 24 Ιουνίου είχαν καθιερώσει και την γιόρταζαν «παραδοσιακά» κατά τόπους, χωριά και πολιτείες, με τοπικές εκδηλώσεις, ανάλογες με τα έθιμα κάθε περιοχής. Δηλαδή είχαν δώσει διάφορα προσωνύμια στη γιορτή σε κάθε χωριό ή σύνολο οικισμών.

Σε άλλη περιοχή (χωριό ή σύνολο χωριών) την γιορτή αυτή την ονόμαζαν ημέρα του Αγιαννιού του «Ριγανά». Σε άλλη περιοχή την ονόμαζαν του Αγιαννιού του «Κλήδονα», σε άλλη περιοχή την ονόμαζαν γιορτή του Αγιαννιού του «Ριζικάρη» και σε άλλη περιοχή την ονόμαζαν γιορτή του Αγιαννιού του «Λαμπαδιάρη» ή «Λαμπαδάρη» ή «Φουγγαρίτη» ή «Φανιστή» - άναβαν φωτιές κλπ.
Είχε πολλές ονομασίες, «προσωνύμια». Ο Άγιος Ιωάννης θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τι γινόταν σε όλες αυτές τις εκδηλώσεις και γιατί του έδωσαν όλα αυτά τα προσωνύμια.
Οι γιορτές άρχιζαν το απόγευμα στις 23 Ιουνίου με πρώτη εκδήλωση τον «Κλήδονα» ή Ριζικάρι. Όλες οι νέες και οι νέοι, κάθε χωριού, μαζεύονταν αργά το απόγευμα σε ένα γειτονικό μεγάλο σπίτι ή έξω σε μια μεγάλη αυλή, συνήθως κάτω από μια κληματαριά, και διάλεγαν μεταξύ τους και από την παρέα τους ένα παλικάρι που ήταν πιο άξιο, από μεγάλη οικογένεια και να το έλεγαν οπωσδήποτε Γιάννη.
Τον Γιάννη, λοιπόν, αυτόν τον έστελναν με μια μικρή βαρέλα ή ένα χαρανί (μεταλλικός κουβάς) ή ένα κανάτι στη βρύση, ή στο πηγάδι να φέρει «αμίλητο νερό».
Θα έπαιρνε το νερό από τη βρύση χωρίς να μιλήσει σε κανένα στο δρόμο που θα συναντούσε όταν πήγαινε στη βρύση, ούτε όταν έπαιρνε το νερό ούτε στο δρόμο όταν θα γύριζε. Γι' αυτό διάλεγαν να είναι σοβαρός, ολιγομίλητος «Γιάννης ο αμίλητος», έτσι το ονόμαζαν... Συνήθως κατά την διαδρομή, από το σπίτι στη βρύση και από τη βρύση στο σπίτι, ακόμη και στη βρύση, ήταν πάρα πολλοί που του έκαναν πειράγματα πολλά, αστεία διάφορα, για να τον κάνουν να μιλήσει. Γι' αυτό διάλεγαν, τον πιο άξιο Γιάννη να είναι πολύ ψύχραιμος και να έχει μεγάλη υπομονή.
Όταν ύστερα από όλους τους βασάνους, κατόρθωνε και έφτανε το αμίλητο νερό στο σπίτι που τον περίμεναν οι κοπελιές με τους νέους της παρέας τους. Έπαιρναν το νερό και το έριχναν σ' ένα μεγάλο καζάνι, ή σε μια βαθιά πήλινη γαβάθα (λεκάνη) που την είχαν ονομάσει «κλήδονα».
Μέσα στον κλήδονα, δηλαδή στο καζάνι ή την γαβάθα με το αμίλητο νερό, έριχναν όλες και όλοι, οι νέες και οι νέοι, από ένα μικρό αντικείμενο που είχα επάνω τους, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, κουμπιά, καρφίτσες διακοσμητικές, νομίσματα, καρύδια, αμύγδαλα κλπ. ρίχνοντας τα μέσα παρακαλούσαν να βγει το ριζικό τους και να παρουσιαστεί στον ύπνο τους. Αφού έριχναν όλα αυτά τα αντικείμενα, τα «ριζικάρια» μέσα στον κλήδονα, σκέπαζαν τη λεκάνη ή το καζάνι, με ένα κόκκινο πανί, μαντήλι ή σεντόνι, και το έβαζαν στη μέση της αυλής ή στο χαγιάτι. Το άφηναν εκεί όλη τη νύχτα για να το βλέπουν τα άστρα και νά αποκτήσουν μαγική δύναμη.
Τα ριζικάρια θα επισκέπτονταν κατά τη νύχτα, λέγανε, η μοίρα του καθενός και θα έγραφε επάνω στο κάθε ριζικάρι το μέλλον και το τυχερό τους. Γύρω από τον κλήδονα, οι νέες και οι νέοι άρχιζαν το χορό και τα τραγούδια, οι γερόντισσες τα πειράγματα και καμιά φορά χόρευαν και αυτές με τους νέους μέχρι που άρχιζε να μπαίνει η νύχτα, να «σουρουπώνει».
Τότε άφηναν τον κλήδονα και πήγαιναν στην άκρη της αυλής και συνήθως σε σταυροδρόμι, κοντά στη γειτονιά και άναβαν φωτιές, τις «φουγγαρίες» για να κάψουν την παλαιά - περσινή - ρίγανη και τα στεφάνια με τα λουλούδια της πρωτομαγιάς. Όλοι οι παρευρισκόμενοι νέες και νέοι ακόμη και μεσήλικες πηδούσαν πάνω από τη φωτιά, τρεις φορές για να αφήσουν πίσω τις αρρώστιες και ότι άλλο κακό τους βασάνιζε.
Πηδούσαν πάνω από τη φωτιά και φώναζαν δυνατά «πηδάω τη φωτιά τ' Αγιάννη, αρρώστια να μην με πιάνει». Τα τραγούδια και οι χοροί κρατούσαν μέχρι αργά τη νύχτα κι' αν τέλειωναν η ρίγανη και τα φρύγανα έριχναν στη φωτιά ξύλα που είχαν στις αυλές για να κρατάει η φωτιά αναμμένη.
Από τις φωτιές που άναβαν και γινόταν όλη αυτή η γιορτή έδωσαν και το προσωνύμιο στη γιορτή «Αγιάννης ο Λαμπαδιάρης ή Φουγγαρίτης». Το πρωί ανήμερα του Αγιάννη, πριν ακόμη «έβγει» ανατείλει ο ήλιος, όλες οι νοικοκυρές έτρεχαν στα χωράφια να μαζέψουν ρίγανη, ένα ή δύο μάτσα.
Την ρίγανη αυτή την έπλεναν στο ποτάμι ή στη βρύση και την πήγαιναν στο σπίτι και την κρεμούσαν σ' ένα σημείο που να φαίνεται επάνω από την πόρτα ή το χαγιάτι για να το βλέπει όποιος πήγαινε στο σπίτι, για να μην το βασκάνει, δηλαδή έδιωχνε την βασκανία.
Πίστευαν επίσης πως η ρίγανη αυτή είχε και θεραπευτικές ιδιότητες σε διάφορα νοσήματα όπως πόνους στην κοιλιά, κρύωμα, πόνους στο αναπνευστικό κλπ. Η ρίγανη αυτή έμενε εκεί κρεμασμένη μέχρι τον επόμενο χρόνο του Αγίου Ιωάννη. Δεν την χρησιμοποιούσαν στα φαγητά, γιατί ήταν άψητη, δηλαδή δεν είχε βγάλει λουλούδι ούτε είχε καρπίσει, δεν είχε ωριμάσει. Τον Αλωνάρη, δηλαδή τον Ιούλιο μάζευαν τη ρίγανη που χρησιμοποιούσαν σαν μυρωδικό στα φαγητά. Το πρωί, επίσης πήγαιναν όλοι στην εκκλησία εάν βέβαια είχε παπά το χωριό γιατί οι παπάδες ήταν λίγοι.
Μετά την εκκλησία όλες οι νέες και οι νέοι που είχαν από το βράδυ ρίξει τα ριζικάρια στο δοχείο του κλήδονα με το αμίλητο νερό μαζεύονταν γύρω από τον κλήδονα και πρόσεχαν να μη λείπει κανένας, έβγαζαν το κόκκινο πανί που είχαν σκεπάσει το δοχείο, έδεναν τα μάτια του νέου, που είχε φέρει το αμίλητο νερό με μια «μεσήνα» (μαντήλι μεταξωτό) για να μην βλέπει. Ο Γιάννης έτσι τυφλοδεμένος, έβαζε το χέρι του μέσα στο δοχείο και έβγαζε ένα - ένα τα ριζικάρια που οι κοπέλες είχαν ρίξει στον κλήδονα.
Βγάζοντας ένα - ένα από μέσα τα ριζικάρια τα γνώριζαν οι άλλοι και το έδιναν σε αυτόν που ανήκε αφιερώνοντας ένα δίστιχο και στο τέλος του έλεγαν «Να ζήσεις πολλά χρόνια».
Στις κοπέλες έλεγαν «Να είσαι και του χρόνου καλά και να είσαι όμορφη και χαρούμενη, να σε πάρει ένας πλούσιος και όμορφος νέος». Τα ίδια περίπου έλεγαν και στο αγόρι, να πάρει μια όμορφη κοπέλα.
Όταν έβγαινε και το τελευταίο ριζικάρι όλες οι κοπέλες μπούκωναν το στόμα τους με νερό από τον κλήδονα και έβγαιναν στους δρόμους της γειτονιάς ή κρυφάκουγαν μέσα από το παράθυρο τους ή έβγαιναν στον κήπο του σπιτιού τους για να ακούσουν ανδρικό όνομα.
Το πρώτο όνομα που θα άκουγαν, πίστευαν ότι έτσι θα έλεγαν τον άνδρα που θα παντρεύονταν. Το ίδιο έκαναν και τα αγόρια της παρέας τους. Δεν έλειπαν όμως και τα πονηρά. Ορισμένοι πονηροί εκρύβονταν κοντά στο δρόμο που θα περνούσε η κοπελιά ή ο νέος με το μπουκωμένο στόμα με αμίλητο νερό και όταν την έβλεπαν να περνά φώναζαν ένα παράξενο όνομα ....
................................................
Σουλιμιώτης Αλέκος, συγγραφέας.

 
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ  ΚΛΗΔΟΝΑ
Η λέξη «ο κλήδονας» παράγεται από την αρχαία λέξη «η κληδών», η οποία αναφέρεται στον Παυσανία (Βοιωτικά), Όμηρο κ.α. Κληδών ονομαζόταν ο προγνωστικός ήχος, το μαντικό σημάδι και κατ’ επέκταση το άκουσμα του οιωνισμού ή προφητείας, ο συνδυασμός τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων ή πράξεων κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής στον οποίο αποδιδόταν προφητική σημασία.
Σύμφωνα με ορισμένους η λέξη «Κλήδωνας» προέρχεται από τη λέξη κλειδί που ανοίγει και κλείνει το κουτί τη τύχης, εξ ου και οι μαντινάδες:
Κλειδώνουμε τον κλήδονα μ’ ένα μικιό κλειδάκι
κι απόης τον αφήνουμε έξω στο φεγγαράκι
Κλειδώσετε τον κλήδονα με δόξα και με χάρη
Κι απού ‘χει μήλο κόκκινο ταχυτέρου (αύριο) να το πάρει
Ωστόσο η σωστή προέλευση της είναι από την αρχαία λέξη «κλήδων» (με ήτα) που στον Όμηρο σημαίνει μαντικό σημάδι, προφητεία. Άλλο οι λέξεις «κλειδί, κλειδώνω κ.α.» και άλλο οι λέξεις «κληδών, κλήδονας κ.α.» Απλώς και οι δυο ομάδες αυτές των λέξεων έχουν πρόγονο την αυτή ρίζα, την ρίζα «κλε-», πρβ και: «κλείθρον = αττικά κλήθρον», κλείς = ιωνικά κληίς. Παράβαλε επίσης ότι: Κλειώ – κλείζω = εγκωμιάζω (από το κλέος) και κληδών ή κλεηδών ή κληηδών (από το κλέος και άδω) κ.α. = φημί ή καλέω, διαλαλώ, εγκωμιάζω κ.α.. Παράγωγα: κληδονίζω = μαντευομαι, κληδόνισμα = σημείο, οιωνός κ.α.

ΙΣΤΟΡΙΑ – ΑΡΧΑΙΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
1. Ο Κλήδωνας είναι ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Στην εποχή του Ομήρου, χρησιμοποιούσαν τη μαγεία του Κλήδωνα για να μαντέψουν τα μελλούμενα. Ο Παυσανίας (Βοιωτικά, 11, 7), σχετικά με τον κλήδονα, αναφέρει τα εξής: «Στη συνέχεια του Ηρακλείου (της Θήβας) υπάρχει γυμνάσιο και στάδιο, που και τα δυο έχουν το όνομα του Θεού. Πέρα από το Σωφρονιστήρα λίθο υπάρχει βωμός του Απόλλωνα του επονομαζόμενου Σποδίου. Ο Βωμός του Απόλλωνα σχηματίστηκε από τη στάχτη των σφαγίων. Εδώ συνηθίζεται μαντική από κληδόνων («μαντική δε καθέστηκεν αυτόθι από κληδόνων»), την οποία ξέρω ότι τη χρησιμοποιούν οι Σμυρνιοί περισσότερο απ’ όλους τους Έλληνες και οι Σμυρνιοί έχουν πάνω από τη πόλη, έξω από το τείχος, ιερό των κληδόνων («κληδόνων ιερόν»). Παλιά οι Θηβαίοι θυσίαζαν ταύρους στον Σπόδιο Απόλλωνα». Στα χρόνια του Βυζαντίου συναντάμε το έθιμο σαν λατρεία του Ήλιου. Φωτιές ανάβονται και ο λαός πηδά πάνω απ΄ αυτές για να εξαγνίσει το κακό, όπως και σήμερα. Με τα χρόνια ο Κλήδωνας χάνει το χαρακτήρα της γενικής μαντικής και περιορίζεται στους ερωτικούς χρησμούς. Η θεά Κλήδωνα αποσύρεται σιωπηλά και δίνει τη θέση της στον Αϊ Γιάννη, του οποίου τη χάρη επικαλείται ο λαός.
2. Στους βυζαντινούς χρόνους, όπως αναφέρεται στο Βυζαντινών βίος και πολιτισμός του Φ.Κουκουλέ στο κεφάλαιο για το 12ο αιώνα (τόμος Α2, σ. 170, Αθήνα, 1948), την παραμονή του Αγίου Ιωάννη, οι άνθρωποι συναθροίζονταν σε κάποιο σπίτι ή στη γειτονιά, όπου γινόταν τραπέζι σαν να επρόκειτο για γαμήλιο δείπνο. Εκεί παρευρισκόταν κάποιο νεαρό κορίτσι ντυμένο νύφη. Στο τέλος της βραδιάς, ο κάθε παριστάμενος έριχνε ένα αντικείμενο σε ειδικό αγγείο με νερό, από όπου το ανέσυρε στη συνέχεια η «νύφη» υπό μορφήν κλήρου ως απάντηση στην ερώτηση του καθένα για το τι επιφύλασσε το μέλλον.
3. Η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει αφενός ότι ο κλήδωνας και οι μαντείες υπήρχαν επί εποχής εξόδου των Εβραίων από την Αίγυπτο, ήτοι το 1500 π.Χ., και αφετέρου ότι είναι πράξεις καταδικαστέες, πρβ: «τα γαρ έθνη ταύτα, ους συ κατακληρονομείς αυτούς, ούτοι κληδόνων και μαντειών ακούσονται, σοι δε ουχ ούτως έδωκε Κύριος ο Θεός σου» (Δευτερονόμιο 18,14)
4. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών κατά το β’ μισό του 12ου αιώνα, σχολιάζοντας τους Κανόνων της Πενθέκτης Συνόδου (691-2) σχετικά με τις νουμηνίες, τις φωτιές και τον κλήδονα, παραθέτει περιγραφή του εθίμου το οποίο προσομοιάζει με βακχική τελετή συνδεδεμένη με το Σατανά και για το λόγο αυτό το θεωρεί καταδικαστέο, πρβ: «Κατά την εσπέραν της κγ’ του Ιουνίου μηνός, ηθροίζοντο εν ταις ρυμίσι και εν τοις οίκοις άνδρες και γυναίκες, και πρωτότοκον κοράσιον νυμφικώς εστόλιζον μετά γονυ το συμποσιάσαι και βακχικώτερον ορχήσασθαι και χορεύσαι και αλαλάξαι, έβαλλον εν αγγείω συστόμω χαλκώ θαλάττιον ύδωρ, και είδη τινά εκάστω τούτων ανήκοντα – και ώσπερ της παιδός εκείνης λαβούσης Ισχύν εκ τον Σατανά προμηνύειν τα ερωτώμενα, αυτοί μεν περί τούδε τίνος αγαθού ή και αποτροπαίον ανεβοών ερωτηματικώς· το δε κοράσιον από των εν τω αγγείω εμβληθέντων ειδών το παρατυχόν εξαγαγόν υπεδείκνυεν· και λαμβάνων ανόητος τούτον δεσπότης, επληροφορείτο τάχα τα επ’ αυτώ συνενεχθήναι μέλλοντα, ευτυχή τε και δυστυχή. Την επαύριον δε μετά τυμπάνων και χορών συν τω κορασίω εις τους αιγιαλούς απερχόμενοι, και ύδωρ θαλάττιον αφθόνως αναλαμβανόμενοι, τας κατοικίας αυτών έρραινον και ου μόνον ταύτα ετελούντο παρά των ασυνετωτέρων, αλλά και δι’ όλης της νυκτός από χόρτον πυρκαΐας ανάπτοντες, επήδον υπεράνω αυτών και εκληδονίζοντο, ήτοι εμαντεύοντο περί ευτυχίας και δυστυχίας και άλλων τινών δαιμονιωδώς. Τας δε ένθεν κακείθεν εισόδους αυτών και το δωμάτιον, εν ώ ετελείτο η κληδών, συν τοις παρακειμένοις υπαίθροις, χρυσίζουσι πέπλοις και σηρικοίς κατεκόσμουν υφάσμασι· αλλά μην και φυλλάσι δένδρων κατεστεφάνουν, εις τιμήν και υποδοχήν, ως έοικε, του οικειωσαμένου αυτούς Σατανά».
Ωστόσο, παρ’ όλη την αρνητική στάση της Εκκλησίας, το έθιμο του κλήδονα επιβίωσε μέχρι σήμερα, όμως με κάποιες παραλλαγές σε σχέση με τα βυζαντινά δρώμενα. (Συγχρόνως, η έκφραση «αυτά τα λεν στον κλήδονα», με την έννοια ότι αυτά που λέγονται δεν είναι σοβαρά, πιθανόν να εκφράζει την εκκλησιαστική άποψη ως προς τη μαντική πρακτική, ή απλώς μια λαϊκή δυσπιστία.)
Σημειώνεται ότι:
1) Η Έξοδος των Εβραίων από την Αίγυπτο, σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες (Διόδωρο, Πάριο χρονικό κ.α.) συγγραφείς έγινε πριν από τον Τρωικό πόλεμο και συγκεκριμένα τον 1520 π.Χ.
2) Σύμφωνα με τους Στράβωνα, Διόδωρο κ.α., αφενός οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με τους χρησμούς και τη μαντική ήταν οι Ιδαίοι δάκτυλοι ή άλλως Κουρήτες = μετέπειτα Κ(ου)ρήτες και αφετέρου εκείνος που έμαθε στους Κρητικούς και το τόξο και το χρησμό και τη μαντική ήταν ο Απόλλωνας. (Περισσότερα βλέπε Ιδαίοι δάκτυλοι). Επομένως ο Κλήδονας, όπως συνάγεται από τις ορολογίες του (ριζικάρι, μαντινάδα κ.τ.λ.), αλλά και από τα λεγόμενα των αρχαίων συγγραφέων είναι ένα έθιμο που ξεκίνησε από την Κρήτη και με τον καιρό επεκτάθηκε σ΄ όλη την Ελλάδα.
2) Μαντινάδες κανονικά λέγονται τα δίστιχα που περικλείουν κάποιο νόημα, κάποιο μαντάτο, άρα χρησμό. Ετυμολογία από το «μαντεύω – μαντεύομαι», ρίζας «μαίω – μαίομαι» απ΄όπου και τα: μάνις ή μήνις –μανία, μήνυμα = μαντάτο, manner κ.α. Απλώς και κατ’ επέκταση μαντινάδες λέγονται όλα τα δίστιχα. (Περισσότερα βλέπε ειδικό κεφάλαιο για τις μαντινάδες»).
4) Η αρχαία «κληδών» ήταν ο συνδυασμός τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων – πράξεων κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής στον οποίο αποδιδόταν προφητική σημασία.
 
συνεχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις