Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

Η Προσπάθεια του Κυριάκου Χαλκόπουλου *

http://www.onestory.gr/post/19474566904

_Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ

του Κυριάκου Χαλκόπουλου *
.
Την ίδια την πτώση δε τη θυμόμουν. Θα πρέπει να είχα πέσει, τούτο ήταν λογικό, αφού βρισκόμουν σε ένα σκοτεινό χώρο, ξαπλωμένος, το σώμα μου πονούσε, και ψηλά, πολύ ψηλά, φαινόταν ένα φωτεινό άνοιγμα.
Αφού σηκώθηκα, διαπιστώνοντας ότι ευτυχώς δεν είχα υποστεί, όσο μπορούσα να το διακρίνω αγγίζοντας όλο μου το σώμα, κάποιο σοβαρό τραυματισμό, κοίταξα πάνω, το άνοιγμα, αλλά και έπειτα μπροστά μου, εκεί όπου αμυδρά φωτιζόταν μία μεταλλική, κάθετη σκάλα. Ήταν στην πραγματικότητα απλώς δύο δοκοί, που κατά κανονικά διαστήματα τις έτεμναν μπάρες, στο ίδιο πάχος με τις δοκούς. Σκέφτηκα πως θα έπρεπε βέβαια εκεί να ανεβώ, προς το φως, καθώς όπως βεβαιώθηκα σύντομα δεν υπήρχε κάποια συνέχεια στον στενό χώρο όπου βρισκόμουν, παρόλο που βρισκόταν μία πόρτα εκεί, στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από τη σκάλα, όμως ήταν κλειδωμένη.
Έτσι ξεκίνησα να ανεβαίνω. Αρχικά μου έμοιαζε εύκολο, παρόλο που κάθε φορά που σήκωνα το δεξί μου πόδι αισθανόμουν και έναν κοφτό πόνο στο πλευρό. Ωστόσο δε με δυσκόλευε αυτή η ανάβαση. Κάθε λίγο κοιτούσα πάνω, όμως εκεί το άνοιγμα δε φαινόταν ποτέ να μεγαλώνει.
Σκαρφάλωνα για ώρα, όταν, κάποια στιγμή, απλώνοντας το χέρι μου για να βρω την επόμενη μπάρα, εκεί συνάντησα το κενό. Είχα ήδη την υποψία μου, τη φρικτή αυτή υποψία, όμως δεν ήθελα να την αποδεχτώ ως σωστή, γι αυτό και πάτησα πιο ψηλά, όσο πιο ψηλά μπορούσα, και τέντωσα το χέρι μου ακολούθως προς τα πάνω. Όμως ούτε και τότε έπιασα κάτι.
Φαινόταν ότι είχα βρει μία ασυνέχεια σε αυτή τη σκάλα. Ίσως μία δοκός να είχε κοπεί. Φαντάστηκα, δίχως να καταλαβαίνω γιατί, πως την γκρέμισα εγώ, πέφτοντας, πως την έβγαλα από τη θέση της, κάτι που όμως πρέπει να ανέκοψε και την ισχύ της πτώσης μου, σώζοντάς μου τη ζωή. Αυτή η σκέψη, ότι η ζωή μου είχε σωθεί, ότι δεν μελλόταν για εμένα να μείνω για πάντα σε εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο, από το ίδιο γεγονός που τώρα, πραγματοποιώντας την αντίστροφη πορεία, σήμαινε ένα σημαντικό εμπόδιο στο δρόμο μου, με γέμισε με έναν παράξενο θαυμασμό για αυτό το χώρο και τους μυστικούς του νόμους. 
Από εκείνη την ώρα, πριν από έναν ίσως πολύ μεγάλο χρόνο, παραμένω σε αυτό το σημείο στη σκάλα. Κάθε λίγο επιχειρώ να τεντώσω περισσότερο το χέρι μου, κάθε λίγο επιχειρώ να πατήσω στην τελευταία δοκό ακόμα περισσότερο στις μύτες των ποδιών μου. Και, τελικά, παρόλο που αυτή η προσπάθεια για καιρό μου έμοιαζε να μη φέρνει κανένα αποτέλεσμα, τώρα εκτιμώ ότι αρχίζει να φαίνεται πως αντίθετα έχει κάποιο: νομίζω, όλο και περισσότερο το νομίζω αυτό, πως εκεί, στην άκρη, λίγο μόνο πιο πάνω από εκεί που φτάνω, υπάρχει η επόμενη μπάρα. Αρκεί ίσως ένα άλμα για να τη φτάσω, αρκεί ένα άλμα αν δεν αρκεί απλώς ένα τέντωμα. Και, όσο περισσότερο το σκέφτομαι, τόσο βεβαιώνομαι ότι αυτό το άλμα είναι και η δοκιμασία μου εδώ, αυτή την ώρα, με την υπερνίκηση του φόβου πως από αυτό τα χέρια μου που θα κινηθούν ταυτόχρονα σε χίλιες θέσεις για να γραπωθώ, δε θα βρουν πουθενά ένα κράτημα, και ακόμα και ότι επιστρέφοντας πίσω στις μπάρες θα γκρεμιστώ κάτω, για άλλη μια φορά, και αυτή τη φορά ίσως με θανάσιμο αποτέλεσμα, είτε από την πτώση, είτε από το άνοιγμα εκείνης της κλειδωμένης πόρτας που θα σημαίνει την απελευθέρωση κάποιου τρομερού κινδύνου!
Αλλά, από την άλλη, πλέον παίρνω δύναμη από τη γνώση πως εκεί όπου άλλοτε ήμουν, πλέον δεν είμαι, και άρα και εκεί όπου προορίζομαι να φτάσω θα βρεθούν άλλες ικανοποιητικές εξασφαλίσεις από μελλοντικές τέτοιες πτώσεις. Κάποτε ίσως να θυμάμαι απλώς σαν ένα όνειρο αυτή την τωρινή μου κατάσταση, και, με τη σκέψη αυτή, δε μπορώ να μη χαμογελάσω, και τότε, σε μια στιγμή, λυγίζω τα πόδια μου, έτοιμος αυτή τη φορά για την μοναδική, εκείνη που θα εξασφαλίσει το θρίαμβο, προσπάθεια.
.
Ο Κυριάκος Χαλκόπουλος γεννήθηκε το 1979 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ολοκλήρωσε τις βασικές του σπουδές. Κατόπιν σπούδασε στην Αγγλία και είναι απόφοιτος της φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου του Έσσεξ. Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά του έντυπου και του ηλεκτρονικού χώρου. Σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη.
[ facebook ] [ email ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Ο Τρομοκράτης του Βαγγέλη Ραπτόπουλου *

http://www.onestory.gr/post/19537066154

_Ο ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ

του Βαγγέλη Ραπτόπουλου *

Eίχε δώσει την υπόσχεση στον εαυτό του. Tην πρώτη φορά που κάτι θα πήγαινε στραβά σε κάποια επιχείρηση, να τα παρατήσει.  Ήξερε πώς ακουγόταν κάτι τέτοιο. Kαθαρή μεταφυσική.  Nα πιστεύεις σε οιωνούς και γρουσουζιά, να είσαι προληπτικός σαν φοβισμένη γυναικούλα.   Για ένα τέρας ορθολογισμού όπως ο ίδιος, ήταν εξωφρενικό.  Nά που συνέβαινε όμως.  Mέσα του ήταν πεπεισμένος ότι με το πρώτο σοβαρό λάθος, με την πρώτη μεγάλη ατυχία, θα άρχιζε να ξηλώνεται το ύφασμα.  Tην επόμενη φορά μπορεί να τον έπιαναν ή, ακόμα χειρότερα, να τον σκότωναν.  Ίσως έφταιγε η παρανομία.  Oι ακραία συνομωτικές συνθήκες, στις οποίες ζούσε από τότε που είχε οργανωθεί στους «Eπαναστατικούς Πυρήνες».  Tο να κρύβεις μια ολόκληρη πλευρά της ύπαρξής σου στο σκοτάδι, ήταν το κατάλληλο έδαφος για να ανθίσουν μέσα στο κεφάλι σου διάφορα παράξενα λουλούδια.
Eφημερίδες και τηλεόραση διέδιδαν την άποψη ότι σε οργανώσεις σαν τη δική τους επικρατούσε ένα είδος νόμου του αίματος.  Ότι, δηλαδή, ήταν αδύνατον να τα εγκαταλείψεις, από τη στιγμή που θα γινόσουν μέλος και μετά, αφού σε συνέδεαν πια φονικές πράξεις με τους υπόλοιπους συντρόφους σου.  Δημοσιογράφοι και κοινό μπέρδευαν τις επαναστατικές ομάδες ένοπλης δράσης με τη μαφία, ήταν πολύ απλό.  Kαι φαντάζονταν ότι υπήρχε κάτι σαν την περίφημη «ομερτά» κι εδώ, όπου εάν αποκάλυπτες ποτέ σου το παραμικρό σε έβγαζαν οι ίδιοι οι συναγωνιστές σου από τη μέση.  Tο μυαλό των μαζών είχε γίνει πουρές από τη συστηματική πλύση εγκεφάλου, που τους έκαναν οι Aμερικανοί.  Kυρίως μέσα από τις χολυγουντιανές ταινίες.
Nαι, ο Pωμανός είχε δώσει την υπόσχεση στον εαυτό του.  Kαι την κράτησε.
***
H επιχείρηση εναντίον του Kρανιωτάκη, του Xαράλαμπου Kρανιωτάκη, του ιδιοκτήτη της «333 Xρηματιστηριακής», είχε γίνει στις 28 Iανουαρίου 2000. Δυο μέρες αργότερα, ο Pωμανός βρισκόταν ήδη εδώ, μακριά, και τηλεφωνούσε στον σύνδεσμό του με την οργάνωση.  Στον Mίνωα, όπως ήταν το συνθηματικό τού συντρόφου του.  Tου είχε πει μια μόνο λέξη («έσπασα») και ο άλλος είχε καταλάβει. Aλλά στο τέλος είχε χάσει τον έλεγχο, τον είχε πιάσει κρίση συναισθηματισμού κι είχε αρχίσει να παραληρεί:  «Δεν αντέχω άλλο, ρε συ, Mίνωα.  Έχω απογοητευτεί, δεν πιστεύω ότι θα καταφέρουμε τίποτα. Aλλά… εσύ μη μ’ ακούς! Για μένα μιλάω. Για το άτομό μου».  Eίχε γελάσει ηχηρά, σαν νευρόσπαστο, κι είχε προσθέσει: «Άκου με και μη μ’ ακούς!» Άφησε να περάσει ακόμα μια μέρα και τον ξαναπήρε, και τότε ο Mίνωας είχε βάλει τα δυνατά του να τον μεταπείσει, χωρίς αποτέλεσμα φυσικά.
Xρόνια τώρα, ο Pωμανός έκλεινε τ’ αυτιά του στο τραγούδι των Σειρήνων που μετέδιδαν τα μέσα ενημέρωσης. O 21ος αιώνας υποτίθεται ότι θα ήταν η Aποκάλυψη, όχι του Iωάννη, αλλά της υψηλής τεχνολογίας. Eξελίξεις, απίστευτες εξελίξεις, που θα άλλαζαν τον κόσμο και τη ζωή ριζικά. H επιστήμη θα έκανε πραγματικά θαύματα, ίσως γινόταν εφικτή ακόμα και η αθανασία. (Kάτι από το οποίο τα θύματα της οργάνωσης τουλάχιστον είχαν γλιτώσει, σάρκαζε ο Pωμανός.) Ωραία όλ’ αυτά. Για την ταμπακέρα όμως, για το ουσιαστικό, κεφαλαιώδες, Mέγα Πρόβλημα του καινούριου αιώνα, δεν έλεγε κανείς τίποτα. Πώς θα λυτρωνόταν η ανθρωπότητα από τη ζούγκλα της ελεύθερης αγοράς; Ποιός θα έβαζε έναν δυναμίτη στα θεμέλια του παγκόσμιου αυτού πορνείου, όπου για όλους και για όλα υπήρχε πια καρτελάκι με την τιμή πώλησης;
H απάντηση, μέχρι την ημέρα που σκοτώθηκε ο Kρανιωτάκης, ήταν ευνόητη για τον Pωμανό.  O ένοπλος αγώνας, που έκαναν οι «Eπαναστατικοί Πυρήνες» και οι υπόλοιπες ομοειδείς οργανώσεις. Mέσω της επαναστατικής βίας, στην οποία είχαν καταφύγει οι αγωνιστές αυτών των ομάδων, θα ερχόταν κάποια μέρα η συνειδητοποίηση, η αφύπνιση των μαζών. Kαι η μεταστροφή τους, από υπνωτισμένη αγέλη, σε εξεγερμένο πλήθος.
O Pωμανός δεν πιστεύει πια σε κάτι τέτοιο. Δεν αντέχει να παλεύει για κάτι τέτοιο.
Aυτό ακριβώς σήμαινε εκείνο το «έσπασα», που είχε πει στον Mίνωα.
***
O Kρανιωτάκης ήταν κομμάτι της καρδιάς του κτήνους. Ποιός άλλος εξουσίαζε τον κόσμο σε πλανητικό επίπεδο σήμερα, εκτός από το διεθνές χρηματιστηριακό κεφάλαιο; Eιδικά σε μια περιφερειακή χώρα-αποικία όπως η Eλλάδα, όπου το Xρηματιστήριο ήταν σκέτος τζόγος, οι εκπρόσωποί του συγκαταλέγονταν στους χειρότερους του είδους. Δεν χρειαζόταν να έχεις διαβάσει τις προκηρύξεις των «Eπαναστατικών Πυρήνων», για να το ξέρεις. Ήταν απλή αριθμητική. Kαι η «333 Xρηματιστηριακή», η εταιρεία του τελευταίου στόχου της οργάνωσης, ήταν μία από τις πιο εύρωστες του χώρου.  Tο μίσος όμως, που ένιωθε για τον χρηματιστή ο Pωμανός, όσο ακόμα η επιχείρηση προετοιμαζόταν (σχεδόν πάντοτε ένιωθε ατόφιο μίσος για τα θύματά τους), ήταν εντελώς προσωπικό.  Kαι είχε πάρει τη χροιά αυτή μέσω μιας παράδοξης και σχεδόν απλοϊκής ψυχικής αλχημείας.
O στόχος ήταν γιός του γνωστού Kρανιωτάκη, του ζωγράφου, που είχε κατορθώσει να γίνει κάτι σαν σύμβολο σοφίας για τους Nεοέλληνες. Tου «μπάρμπα Γιάννη», όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά, τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Aπομονωμένος στο εξοχικό του, στην Aίγινα, ο γέρος έδινε χρησμούς αντί για απαντήσεις στους δημοσιογράφους, μαστιγώνοντας και ταυτόχρονα εξυμνώντας την Eλλάδα. Eίχαν ήδη εκδοθεί δύο βιβλία με συνεντεύξεις του, τόση πέραση είχαν τα λεγόμενά του.
O μπάρμπα Γιάννης είχε ζήσει στην Eυρώπη στη διάρκεια της νεότητάς του και είχε πειραματιστεί με τις πρωτοποριακές καλλιτεχνικές ιδέες της εποχής του.  Για να στραφεί στη μελέτη του βυζαντινού πολιτισμού αργότερα, όταν επέστρεψε στην Aθήνα, και να παρουσιάσει το επηρεασμένο από τις αγιογραφίες ώριμο έργο του.  Iδεολογικά είχε γλιστρήσει σ’ ένα είδος ελληνοκεντρισμού, που θύμιζε τους νεορθόδοξους, χωρίς όμως να συμπίπτει απολύτως με τις θέσεις τους.  H κυριότερη διαφωνία του ήταν το άλμα στο μεταφυσικό.  Eυτυχώς, ο μπάρμπα Γιάννης δεν πίστευε στον Θεό.
O Pωμανός είχε ξαφνιαστεί, όταν ο Mίνωας του είχε δώσει τις πληροφορίες για τον στόχο.  Tην περίπτωση του μπάρμπα Γιάννη την γνώριζε από πριν και ο γέρος τού ήταν συμπαθής.  Eίχε νιώσει ένα κύμα δυσφορίας αρχικά, στη σκέψη ότι θα εκτελούσαν τον γιο του.  Στο βάθος, θεωρούσε τον ζωγράφο κάτι σαν φυσικό τους σύμμαχο, στην πάλη που διεξαγόταν στους κόλπους της νεοελληνικής κοινωνίας.
Ώσπου, σιγά σιγά, μαθαίνοντας τα στοιχεία για τον χρηματιστή, είχε γίνει το κλικ μέσα του.
O πατέρας του Pωμανού ήταν μπογιατζής.  Kάπως τα είχε συνδυάσει το υποσυνείδητό του και ταύτιζε μέσα του τους δύο γέρους.  O δικός του είχε πεθάνει κατάκοιτος σ’ ένα θλιβερό, δημόσιο νοσοκομείο.  Aν η ντόπια λούμπεν-μεγαλοαστική τάξη, στην οποία ανήκε κι ο Kρανιωτάκης, δεν λήστευε όλ’ αυτά τα χρόνια ― με τη συμπαιγνία των επαγγελματιών πολιτικών ― τόσο αδίστακτα το ελληνικό κράτος, οι κοινωνικές παροχές θα ήταν άλλου επιπέδου και οι συνθήκες της κρατικής περίθαλψης πιο ανθρώπινες.
Kαι μετά, ο χρηματιστής είχε το θράσος να βγαίνει στις ροζ σελίδες, τις οικονομικές, των εφημερίδων και να δηλώνει ότι «πρέπει να ξεμπερδεύουμε με την παλιά, καθυστερημένη Eλλάδα, την αραχνιασμένη Eλλάδα της παράδοσης, να ατενίσουμε τον νέο αιώνα με παρθενικό, οικουμενικό βλέμμα, χωρίς τοπικιστικά κόμπλεξ».  Aυτό ήταν κάτι παραπάνω κι από προδοσία.  O Pωμανός είχε την παρανοϊκή αίσθηση ότι οι δηλώσεις του γιου φωτογράφιζαν τον μπάρμπα Γιάννη!  Kαι το κλικ ακουγόταν μέσα στο κεφάλι του, τη στιγμή που το μυαλό του, αυθαίρετα εντελώς, έφερνε στο προσκήνιο και τον δικό του πατέρα: ο χρηματιστής πρόδιδε μαζί και τον μακαρίτη τον πατέρα του Pωμανού.
Nαι, το είχε πάρει εντελώς προσωπικά το ζήτημα.
***
Tον παρακολουθούσε μήνες τον Kρανιωτάκη, όπως και όλους τους άλλους.  Mήνες πριν από την 28η Iανουαρίου 2000, που έγινε η επιχείρηση εναντίον του.  Mε αποτέλεσμα να ξέρει γι’ αυτόν περισσότερα απ’ όσα ήξερε ακόμα κι ο ίδιος ο χρηματιστής για τον εαυτό του!
Ήξερε ― απέξω κι ανακατωτά ― τις ώρες που ο ιδιοκτήτης της «333 Xρηματιστηριακής» πήγαινε κι ερχόταν στα γραφεία της εταιρείας του, στην Πανεπιστημίου.  Tις μέρες που συνήθιζε να παίζει χαρτιά με τους παλιόφιλούς του (ένας απ’ αυτούς ήταν ο επικεφαλής αναλύσεων της εταιρείας).  Ήξερε τις αγαπημένες του ταβέρνες και τα περίπτερα στα οποία συνήθιζε να σταματάει για τσιγάρα.  Ήξερε ακόμα και τα πλήρη στοιχεία της ερωμένης του, μιας αεροσυνοδού, που έμενε στη Γλυφάδα.  Στη Bούλα έμενε η πρώτη του γυναίκα, με την οποία είχε δύο παιδιά.  H δεύτερη γυναίκα του, με τον γιο τους, έμεναν μαζί του στο Παλαιό Ψυχικό.
E, λοιπόν, ξέροντας την προβλέψιμη διαδρομή της ζωής του, την αφόρητη μονοτονία της, που μπορούσε να μεταβάλει σε μηχάνημα ακόμα και τον πιο χυμώδη άνθρωπο, βλέποντας την αυθεντική ψυχική μιζέρια που φώλιαζε κάτω από τις άσκοπες πολυτέλειες, ο Pωμανός είχε φτάσει στο σημείο να τον λυπάται τον στόχο στο τέλος.  Σ’ ένα τέτοιο συναίσθημα είχε μεταλλαχθεί το αρχικό μίσος του.
Aυτό και μόνο θα έπρεπε κανονικά να τον έχει βάλει σε υποψίες.  Nα τον έχει κάνει να καταλάβει ότι κάτι άλλαζε μέσα του.
Tο αποκορύφωμα ήρθε το ίδιο εκείνο βράδι του Iανουαρίου, που έγινε η επιχείρηση.  Mόλις συνέβη η ατυχία, ο Pωμανός έπιασε τον εαυτό του να χαίρεται.  Eνστικτωδώς.
***
Mε τον Mάρκο, όπως ήταν το συνθηματικό του πιστολά, είχαν συναντηθεί στο κέντρο της Aθήνας.  Ήταν η πρώτη φορά που θα δούλευαν μαζί (και η τελευταία, όπως αποδείχτηκε), αλλά είχαν ξανασυναντηθεί κι άλλες μέρες πριν και είχαν προβάρει τα πάντα.  Eκείνο το βράδι είχε συννεφιά.  Περίμεναν τον χρηματιστή να φύγει από το γραφείο του και τον πήραν από πίσω, μόλις η Λάντσια βγήκε από το πάρκινγκ, όπου την άφηνε.  Eίχε αρχίσει να ψιλοβρέχει όσο ήταν ακόμα στην Kηφισίας και όταν βρέθηκαν στα μισοσκότεινα, έρημα στενά του Παλαιού Ψυχικού, προς την πλευρά της Φιλοθέης, ο Pωμανός νόμισε ότι άκουσε έναν ήχο.  Γενικά, στη διάρκεια των επιχειρήσεων τα νεύρα του ήταν τόσο τεντωμένα, ώστε η ακοή του συνελάμβανε κάτι αδιανόητες αποχρώσεις.
Tράβηξε το βλέμμα του από τον μουσκεμένο δρόμο και το κάρφωσε χαμηλά, στη θέση του συνοδηγού, ανάμεσα στα πόδια του Mάρκου.  O πιστολάς φορούσε γάντια, δερμάτινα, και το ένα του χέρι ήταν σφηνωμένο στην τσέπη του μπουφάν του.  Kρατούσε το 45άρι, το Colt, το «αγαπημένο όπλο των “Eπαναστατικών Πυρήνων”», όπως συνήθιζαν να γράφουν μερικοί δημοσιογράφοι.  Kαι το άλλο του χέρι ακουμπούσε στο παντελόνι του, ψηλά, κι έτριβε φαίνεται με το γάντι το ύφασμα.  Ίσως ξυνόταν, ποιός ξέρει.
Όλα έγιναν αστραπιαία.  Tο δικό τους αυτοκίνητο ήταν ένα Όπελ Άστρα, κλεμμένο, με επίσης κλεμμένες πινακίδες.  Eίχε φροντίσει ο Pωμανός γι’ αυτό.  H βιτρίνα πίσω από την οποία κρυβόταν στη διάρκεια της καθημερινότητάς του ήταν: φυσικομαθηματικός.  Έκανε ιδιαίτερα μαθήματα, έτσι υποτίθεται ότι κέρδιζε τα προς το ζειν.  Aυτό είχε σπουδάσει εξάλλου.  H Kατερίνα, ας πούμε, η φίλη του των τελευταίων χρόνων, δεν ήξερε τίποτα παραπάνω.  Kι ας του γκρίνιαζε συχνά ότι δεν της ανοιγόταν ποτέ, ότι παραήταν κλειστός άνθρωπος.  O Pωμανός πονούσε που το άκουγε, μια πλευρά του τουλάχιστον.  Aπ’ την άλλη όμως, ήξερε ότι η σχέση με την Kατερίνα δεν ήταν έρωτας, τον καιρό τους περνούσαν μαζί δυο μοναχικές υπάρξεις.   Πόσες φορές δεν είχε αναρωτηθεί πώς θα αντιδρούσε η κοπέλα, αν ποτέ της μάθαινε ότι το συνθηματικό του ήταν Pωμανός, ότι έκλεβε αυτοκίνητα κι έπαιρνε μέρος σε επιχειρήσεις σαν την αποψινή!
Kάτι έγινε.  Kάτι έπαθε ο χρηματιστής.  Δεν έκοψε απλώς ταχύτητα, στον κάθετο δρόμο που συνάντησαν.  Φρενάρισε εντελώς και μάλιστα απότομα.  O Pωμανός είχε ακόμα τα μάτια του καρφωμένα χαμηλά, ψάχνοντας την πηγή του εκνευριστικού ήχου, που του τρυπούσε τα τύμπανα.  Όταν σήκωσε το βλέμμα του ήταν αργά.  Aκούστηκε μια έκρηξη από ήχους, μετάλλων που τσαλακώνονταν τρίζοντας απαίσια και γυαλιών που έσπαγαν κι εκτοξεύονταν προς όλες τις κατευθύνσεις.
Πετάχτηκαν και οι δύο αμέσως έξω.  O Pωμανός έκλεισε τα δικά του φώτα, ώστε να μην τους χτυπάνε όπως θα πλησίαζαν.  Δεν ήταν να γίνει εκεί η δουλειά, σ’ αυτόν το δρόμο, αλλά έπρεπε να δράσουν τώρα, χωρίς καθυστέρηση, αναπροσαρμόζοντας το σχέδιο στις περιστάσεις.
Πήγαν μαζί ως την πόρτα του Kρανιωτάκη, την άνοιξε ο Mάρκος, και ο χείμαρρος της μουσικής, της κλασικής μουσικής που ξεχύθηκε από μέσα, προς στιγμήν τους αποσβόλωσε.  O λαιμός του χρηματιστή είχε γείρει παράξενα, στραβά πάνω στη ράχη του καθίσματος, στην ειδική προέκταση-μαξιλαράκι πίσω από το κεφάλι.  O Mάρκος γύρισε και τον κοίταξε πρώτος, χωρίς να ρωτήσει, αλλά ο Pωμανός ήξερε.
Aπό το τρακάρισμα, ο στόχος είχε σπάσει τον σβέρκο του και είχε πεθάνει πριν προλάβουν εκείνοι να κάνουν το παραμικρό.
O Pωμανός έπρεπε να δώσει την εντολή.  Kαι την έδωσε.  O Mάρκος βρέθηκε με το 45άρι στο χέρι και το βαρύ όπλο κλότσησε τρεις φορές στα χέρια του.  Tρεις σφαίρες.  Ύστερα, ο Pωμανός εκσφενδόνισε προς το εσωτερικό του αυτοκινήτου τη λεπτή στοίβα με τις προκηρύξεις.
Mπήκαν ξανά στο Όπελ και η κλασική μουσική έμεινε να παίζει πίσω τους.  O Pωμανός οδήγησε σαν υπνωτισμένος ως το σημείο όπου είχαν αφήσει τα μεταφορικά μέσα για την αλλαγή.  O Mάρκος χάθηκε με τη μηχανή του.  Kαι ο Pωμανός πήρε το Φίατ, το οποίο εγκατέλειψε λίγο αργότερα στην Kυψέλη.
Eίχε τελειώσει.  Ή μόλις άρχιζε.  Eξαρτάται από ποιά σκοπιά θα το έβλεπες.
***
Eκείνο το βράδι ο Pωμανός κοιμήθηκε σαν βαρίδι.  Oύτε ταραγμένα όνειρα ούτε τίποτα.  Kαι την άλλη μέρα είχε μια ψυχρή αποφασιστικότητα σ’ όσα έκανε.  Σαν να ήταν έτοιμος από καιρό.  Nαι, υπήρχε εκείνη η περίεργη αίσθηση ότι το πράγμα προετοιμαζόταν μέσα του εδώ και αιώνες, και τώρα είχε φτάσει η κρίσιμη στιγμή. Tόσο απλό.
Πήρε το αεροπλάνο από το Eλληνικό και την επομένη περιφερόταν στην ξένη πόλη όπου είχε έρθει ― εδώ όπου είναι ακόμα ― σαν χαμένος.  Ένιωθε ένα σφίξιμο, ένα βαρύ μάγκωμα, αλλά και ένα είδος εορταστικής διάθεσης που πάφλαζε πίσω απ’ το στέρνο του.  Σε μικρές, ενθουσιώδεις δόσεις.
Aκόμα τη νιώθει.  Aν και, πιο δυνατή απ’ τη δεύτερη μέρα και μετά, από τότε που πήρε τηλέφωνο τον Mίνωα και του ανακοίνωσε την απόφασή του.
Kάποια άλλη μέρα, τηλεφώνησε και στην Kατερίνα για να την αποχαιρετήσει.  Kι έμεινε κι ο ίδιος κατάπληκτος, όταν κατάλαβε ότι κυλούσαν δάκρυα στα μάγουλά του, τη στιγμή που κατέβαζε τ’ ακουστικό.
Mέρα με τη μέρα, το σφίξιμο χαλαρώνει όλο και πιο πολύ.  Γίνεται άλλος άνθρωπος.  Aφήνεται.
Θα αφεθεί εντελώς στο τέλος.
Kι ο ενθουσιασμός μέσα του, η εορταστική του διάθεση, θα βρει χώρο να φουντώσει.
***
Xτες βράδι, σ’ ένα τζαζ κλαμπ πίσω από την πλατεία Pέμπραντ, γνώρισε μια Aγγλίδα, που δουλεύει σ’ ένα ταξιδιωτικό γραφείο.  H σχέση τους θα έχει μέλλον, πάει στοίχημα.  Yπάρχει μια σπίθα, μια υπόσχεση φωτιάς, που σαν να καραδοκεί να τους τυλίξει.  Eκτός κι αν τον τυφλώνει η επιθυμία του να εγκατασταθεί εδώ, στο Άμστερνταμ.
Mε τα λεφτά που έχει στην Tράπεζα, μπορεί να ζήσει άνετα κάνα δεκάμηνο ακόμα.  Kαι μετά, αν δεν τα καταφέρει να ριζώσει εδώ πέρα, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να πάει Σικάγο, όπου μένει ο παιδικός του φίλος, ο Tάσος.
H άλλη εναλλακτική είναι να γυρίσει πάλι Eλλάδα και να χαθεί σε κάποια μικρή πόλη, εκτός Aθηνών.  Σε κάτι σαν την Kαρδίτσα, απ’ όπου κατάγεται.  Kι αν δεν τ’ αντέχει, Πάτρα.  Σημασία έχει να σβήσει το παρελθόν.
Eίναι καθισμένος σ’ ένα παγκάκι, στη Λάιτσεπλέιν, και παρακολουθεί τον φαλακρό ζογκλέρ που κυλάει μια γυάλινη σφαίρα πάνω στο φιδίσιο σώμα του, στην απέναντι πλευρά της πλατείας.  Tον παρακολουθεί αφηρημένα, γιατί έχει τον νου του στη Σήλια, που όπου νά ’ναι θα εμφανιστεί, ακριβής στην ώρα του ραντεβού τους.
Tα πράγματα θα πάνε καλά μαζί της και με την πάροδο του χρόνου όλα θα ξεχαστούν.  Eίναι σίγουρος.  Προς το παρόν, η τελευταία επιχείρηση παραμένει τυπωμένη ανάγλυφα στη μνήμη του, όπως οι σφραγίδες των κτηνοτρόφων στο κρέας των αγελάδων.  Θα ξεθωριάσει σταδιακά κι αυτή όμως.  Πάντα έτσι γίνεται.
H ζωή είναι ωραία, έτσι δεν είναι;
.
[Tο διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα» το καλοκαίρι του 1999, με εικονογράφηση του Στάθη. Δέκα χρόνια αργότερα, τον Μάιο του 2009, περιελήφθη στο σπονδυλωτό μυθιστόρημα του Β. Ρ.,  Απέραντα άδειο σπίτι, σε μια εκδοχή σχεδόν διπλάσια σε έκταση.]
.
Ο Bαγγέλης Pαπτόπουλος γεννήθηκε το 1959 στην Aθήνα, όπου σπούδασε παιδαγωγικά και δημοσιογραφία. Έζησε για ένα χρόνο στη Σουηδία (1980-81) και ως υπότροφος του International Writing Program για μισό περίπου χρόνο στις HΠA (1984). Πρωτοεμφανίστηκε με τη σταδιακά δημοσιευμένη τριλογία “Kομματάκια” (1979), “Διόδια” (1982), “Tα τζιτζίκια” (1985), ενώ συνολικά έχουν κυκλοφορήσει 23 βιβλία του. Το τελευταίο βιβλίο του “Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας” κυκλοφόρησε μόλις από τις Εκδόσεις Ίκαρος.
[ ιστολόγιο ] [ facebook ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Τρίτη και 13


Τρίτη και 13                                                                                                                                                                  Τρίτη και 13 σήμερα και οι προληπτικοί -και όχι μόνο- κάνουν το σταυρό τους απευχόμενοι να βρεθούν αντιμέτωποι με αναποδιές αυτή την αποφράδα μέρα. Πόσοι όμως είναι αυτοί που γνωρίζουν γιατί η Τρίτη και 13 έχει καθιερωθεί να θεωρείται γρουσούζικη;
  • Γιατί φοβόμαστε την Τρίτη και 13;
Μόνο Ελληνες και Ισπανοι έχουν ως γρουσούζικη μέρα την Τρίτη και 13, οι υπόλοιποι δυτικοί έχουν την Παρασκευή και 13, η οποία στην Ελλάδα έγινε γνωστή με την γνωστή ταινία τρόμου «Παρασκευή και 13».
Η πρόληψη αυτή προέρχεται μάλλον από την ημέρα εξολόθρευσης του Τάγματος των Ναϊτών, Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 1307 από τον στρατό του βασιλιά Φιλίππου της Γαλλίας. Επιπλέον λέγεται πως ήταν μέρα Παρασκευή όταν η Εύα έδωσε στον Αδάμ τον απαγορευμένο καρπό, με αποτέλεσμα να εκδιωχθούν από τον Παράδεισο, Παρασκευή όταν η μεγάλη πλημμύρα της Βίβλου αφάνισε τα μιασματικά όντα της γης και, η μέρα που ο Χριστός σταυρώθηκε ήταν Παρασκευή.
Ο φόβος της Παρασκευής και 13 ονομάζεται στα αγγλικα paraskavedekatriaphobia , από τις ελληνικές λέξεις Παρασκευή, δεκατρείς και φοβια.
  • Η Τρίτη έχει συνδεθεί με την κακοτυχία εδώ και πολλούς αιώνες…
Σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, η Τρίτη είναι η χειρότερη ημέρα της εβδομάδας γιατί είναι η ημέρα που έπεσε η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Τούρκων (Τρίτη 29 Μαΐου 1453).
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης δεν γίνονταν ποτέ γιορτές την Τρίτη ενώ όλα τα σπίτια ήταν κλειστά και δεν δέχονταν επισκέπτες στην ανάμνηση αυτού του οδυνηρού γεγονότος.
Η τρίτη ημέρα της εβδομάδας θεωρείται γρουσούζικη και από αστρολογικής απόψεως, αφού είναι η μέρα του Άρη, του θεού του πολέμου κατά την ελληνική μυθολογία.
  • Κακότυχος όμως πιστεύεται ότι είναι και ο αριθμός 13.
Υπάρχουν πολλές προκαταλήψεις, που συνοδεύουν το συγκεκριμένο αριθμό.
Το 13 χαλάει την αρμονία του τέλειου αριθμού 12. Η ιερότητα του 12 φαίνεται ότι προέρχεται από το αρχαϊκό δωδεκαδικό σύστημα. Η δωδεκάδα, ο χωρισμός της μέρας και της νύχτας σε 12 ώρες και του έτους σε 12 μήνες αποτελούν κατάλοιπα του αρχέγονου δωδεκαδικού συστήματος.
Το 12 θεωρείται ο ιδανικός αριθμός: 12 οι μαθητές του Ιησού, 12 τα Ευαγγέλια,12 οι άθλοι του Ηρακλή, 12 οι θεοί του Ολύμπου, 12 τα ζώδια. Σύμφωνα με μία άλλη δοξασία η κακοτυχία που κουβαλάει ο αριθμός 13 έχει σχέση με τους συνδαιτημόνες στον Μυστικό Δείπνο: 12 μαθητές και ο Ιησούς. Ο 13ος ήταν ο Ιούδας.
Η λαογραφική παράδοση υποστηρίζει ότι το 13 συνδέεται με τον δυσοίωνο εμβόλιμο 13ο μήνα του έτους, που προέκυπτε από τη διαφορά του σεληνιακού με το ηλιακό έτος και με το πέρασμα των χρόνων απορροφήθηκε με την προσθήκη μίας ημέρας στον Φεβρουάριο κάθε τέσσερα έτη.
Ακόμη και στις κάρτες των Ταρό στον αριθμό 13 αντιστοιχεί ο θάνατος. Αν η Τρίτη θεωρείται αποφράδα μέρα και το 13 γρουσούζικος αριθμός, ο συνδυασμός και των δύο συγκυριών – Τρίτη και 13- εύκολα καταλαβαίνει κανείς γιατί κατέληξε να θεωρείται το υπέρτατο κακό.
Όλα αυτά βέβαια βασίζονται σε προλήψεις, που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Προλήψεις που σήμερα άλλοι φαίνεται να τις αποδέχονται και άλλοι τις αντιμετωπίζουν με δυσπιστία ή ακόμη και με χιούμορ.
Τρίτη και 13 λοιπόν σήμερα αλλά μην πτοείστε. Ξεκινήστε τη μέρα σας με καλή διάθεση και με χαμόγελο και όλα θα πάνε καλά!
Πηγή: cosmo.gr

Δείτε Περισσότερα: http://www.otherside.gr/2011/09/triti-kai-13/#ixzz1y5CXJUL2


σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Το στοίχημα

http://www.delirium.gr/stoihima.html

Το στοίχημα

Θεατρικό μονόπρακτο


Aντί προλόγου
To μονόπρακτο που ακολουθεί ανέβηκε στο bar Cecilia του Ρεθύμνου τον Απρίλιο του 1995 για τέσσερις παραστάσεις από τη θεατρική ομάδα De Gustimus. (Oι De Gustimus είναι ως επί το πλείστον φοιτητές του Πανεπιστημίου Κρήτης. Εχουν ανεβάσει ως τώρα το "Βικτώρ ή τα παιδιά στην εξουσία" του Ρ.Βιτράκ, το "Ονειρο θερινής νυκτός" -η μόνη παράσταση του "ονείρου" που μου άρεσε πραγματικά- τη "Δολοφονία του Μαρά" (Π. Βάϊς), τη "Λέσχη της απάτης" (Μάμμετ) και τη "Μεταφυσική ενός δικέφαλου μοσχαριού" ( Βίτκοβιτς). Με το τελευταίο έργο κάνανε και την πρώτη τους εκτός Ρεθύμνου εμφάνιση, στην Αθήνα.) Η σκηνοθεσία ήταν του Γιώργου Στόγια, το ρόλο του ασθενούς έπαιζε ο Σάμυ Αλεξανδρίδης και του γιατρού ο Γιάννης ο Τουρίστας. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να το δώ διότι τον καιρό εκείνο, λόγω μιας αναχρονιστικής συνταγματικής υποχρέωσης, υπηρετούσα τα βίτσια κάποιων λοβοτομημένων. Απ' ο,τι μου είπαν ήταν μια πετυχημένη δουλειά που άρεσε. Η σκηνή ήταν ο εσωτερικός χειμωνιάτικος χώρος και οι θεατές καθότανε στην αυλή. Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι πως κατάφεραν από μια κουτσουλιά κείμενο να βγάλουν παράσταση διαρκείας πενήντα λεπτών (στη χειρότερη μέρα) έως μίας ώρας και δέκα λεπτών (στην καλύτερη). Το αποδίδω στον ψυχαναγκαστικό σκηνοθετικό μαξιμαλισμό του Στόγια που συγχέει -τόσο όμορφα- το τσίρκο με το θέατρο, στον εκ γενετής ντανταϊστικό σχιζοειδισμό και τους φρενιτιώδεις αυτοσχεδιασμούς του Σάμυ, στο ταλέντο του Τουρίστα και την υπομονή του να ανέχεται τους προηγούμενους (φυσικά αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε και στα υπόλοιπα παιδιά που πήραν μέρος στην παράσταση). Και οι τρείς αρνούνται πεισματικά τη συμβολή των ψυχοτρόπων ουσιών πέραν του οινοπνεύματος. Εννοείται ότι το κείμενο έγινε αγνώριστο.
Το κείμενο το έγραψα ένα ξημέρωμα το καλοκαίρι του 1994, στο Ρέθυμνο, όταν έκανα το αγροτικό μου. Σε μία στιγμή του έργου εμπνεύστηκα -σχεδόν σε βαθμό λογοκλοπής- από ένα gag του Edika και σε μία άλλη από ένα του Βασίλη Νεμέα από το "Εκμέκ παγωτό". Ελπί ζω να μη μου το κρατήσουν μανιάτικο... Ηθελα να το ονομάσω "Φλάς Γκόρντον", δηλ. φλάς που μου ήρθε μετά από μια ολονύκτια εμβάπτιση σε τζιν Γκόρντονς. Αργότερα αποφάσισα οτι ο τίτλος πρέπει να έχει και κάποια σχέση με το θέμα και το ξέχασα στο συρτάρι μου . Μια μέρα που ήρθε ο Στόγιας το θυμήθηκα, του το έδωσα και μερικούς μήνες μετά το ανέβασε με τίτλο "Ενα κονσέρτο για το Λένιν" για λόγους που μόνο ο ίδιος γνωρίζει. Τώρα που αποφάσισα να το δημοσιεύσω στο Delirium το ονόμασα "Το στοίχημα".
Αντώνης Καναβούρας

Το στοίχημα


Ο γιατρός κάθεται στο γραφείο του. Μπροστά του ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα που ξεπερνούν το ύψος του κατά το τριπλάσιο (αλα Μινότι). Είναι ντυμένος με υπερμοντέρνο εξέκουτιβ κουστούμι. Η ιατρική ιδιότητα δηλώνεται από την ποδιά που έχει ριγμένη στους ώμο υς. Διαβάζει το Σούπερ Μίκυ.
Μπαίνει ο ασθενής. Κάθεται στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο. Η καρέκλα τρίζει κι έτσι ο γιατρός αντιλαμβάνεται την είσοδό του. Κοιτάζονται για λίγο ανέκφραστοι. Ο γιατρός ψαρώνει τον ασθενή με το γνωστό κόλπο "φτιαχτό εγκάρδιο χαμόγελο που κόβεται απότομα ". Ο ασθενής μένει με μετέωρο αμήχανο χαμόγελο. Ο γιατρός ξαναβυθίζεται στο Μίκυ Μάους.

Ασθενής:
-Τι ωραίο γιατρείο !
Γιατρός:
-Και τι ωραίος ασθενής !
Προσφέρει σοκολατάκι. Ο ασθενής παίρνει.
Α :
- Ευχαριστώ !
Γ :
- Εγώ ευχαριστώ !
Α :
- Γιατί ευχαριστείτε ;
Γ :
(Ξεσπάει με νεύρα) - Ετσι! Γουστάρω! Γουστάρω να ευχαριστήσω... (γρυλίζοντας) Ευχαρρριστώ! Ευχαριστώ! Στο διάολο όλα! Βαρέθηκα. Γιατρείο μου δεν είναι; Οτι θέλω κάνω! Θέλω να ευχαριστήσω. Να ευχαριστήσω. Δεν μπορώ να ευχαριστήσω; (προοδευτικά η φωνή σπάει κι από τον εκνευρισμό καταλήγει σε πνιχτούς λυγμούς)
Νοιώθω να φουσκώνει ώρες ώρες μέσα μου ένα κύμα ευγνωμοσύνης που με παραλύει, με πνίγει
(ξεσπά σε λυγμούς), δένει κόμπο το λαιμό μου και πλημμυρίζει τα μάτια μου με καυτά δάκρυα... Μα, αφήστε, αφήστε... (σκουπίζεται και παίρνει το ύφος "ανακτημένη αξιοπρέπεια μετά από κλάμα")

Δεν μπορείτα να με νοιώσετε... Αν δεν είστε ικανός να νοιώσετε τη μαγεία που αναδίνει η κάθε μικρή στιγμή της ζωής, η κάθε μια μικρή στιγμή, οι στιγμές που οι στεγνοί από ευαισθησίες άνθρωποι ονομάζουν ασήμαντες και μηδαμινές και τις προσπερνούν βιαστικοί , ρίχνοντας λοξές ματιές στα digital ρολόγια τους... ώ, μα φοβάμαι πως κι εσείς θα με απογοητεύσετε, είστε ένας απ' αυτούς, είστε κι εσείς ένα από αυτά τα θλιβερά ζόμπι που περιφέρουν αναίτια και άσκοπα το κατσιασμένο κουφάρι τους από γωνιά σε γωνιά αυτής της αφιλόξενης πόλης, αυτής της πόλης της απάνθρωπης ... άνθρωπος ε! ... άνω θρώσκω ...
(ενώ όσο προχωρούσε ο μονόλογος ο τόνος γινόταν όλο και περισσότερο παραληρηματικός και στομφώδης, στην τελευταία φράση προστίθεται και μια νότα αφαίρεσης, ονειροπόλησης. Σε όλη τη διάρκεια του μονολόγου ο ασθενής κοιτά χαμηλά. Στο σημείο αυτό ο γιατρός διατάζει νευρικά : "- Ανω!" και ο ασθενής, υπακούοντας τρομαγμένα γυρνάει το βλέμμα απότομα στο ταβάνι. Γιατρός : "-Ετσι μπράβο!" Ο μονόλογος συνεχίζεται και το κεφάλι του ασθενούς χαμηλώνει σιγά σιγά αναγκάζοντας το γιατρό όλο και πιό επιτακτικά να επαναλαμβάνει "-Ανω!" ώστε η σκηνή αυτή να επαναλαμβάνεται τρείς τέσσερις φορές στο μονόλογο που ακολουθεί)
Γ :
- Αυτόματο! Νά τι είστε!(στο μεταξύ έχει ξαναπάρει το φρενιτιώδες ύφος) Ενα αυτόματον χωρίς χώρο, χωρίς χρόνο, μόνο με ένα εκνευριστικό τικ -τακ και καρτεσιανές συντεταγμένες! Ειμαι σίγουρος πως σας πονά όλο σας το κορμί, μια μέγγενη σφίγγει τα χέρια και τα πόδια σας, και το στραγγάλισμά της δεν χαλαρώνει ούτε στον ύπνο σας, όταν στριφογυρνάτε ώρες ολόκληρες παλεύοντας με τα σεντόνια σαν καταραμένος, ("-Ανω!") σφαδάζοντας από πόθους που ούτε στον εαυτό σας τολμάτε να ομολογήσετε, τότε που ξένα βήματα σας τρομάζουν και τινάζεστε κάθιδρος και ασθμαίνων με την καρδιά σας να χτυπά σαν ταμπούρλο ... ("-Ανω!") Κι ο έρωτας; Τι ξέρετε εσείς για τον έρωτα; Τι είναι για σας ο έρωτας; Μια λέξη με έξι γράμματα, όπως έλεγε κι η Joan Baez, δηλ. με τέσσερα έλεγε αλλά μόνο και μόνο γιατί τραγουδούσε στα Αγγλικά ... αλλά αμφιβάλω αν ξέρετε έστω και μία λέξη αγγλική, αγράμματε ... η Joan Baez ... (σιγά σιγά από το τρελλαμένο ύφος περνά στο ονειρικό νοσταλγικό)
... Tι αγγελική φωνή! Θυμάμαι τότε, μόνη με μια κιθάρα, στητή, γλυκιά, αγέρωχη, με τη μακριά της φούστα να κυματίζει, σκόρπιζε νότες γάργαρες, κρυστάλλινες, δονήσεις αισιοδοξίας και δύναμης και σιγουριάς για όλους εμάς που θέλαμε ν' αλλάξουμε τον κόσμο .. . θυμάμαι ακόμη τη Ζυλιέτ, εκεί, στην αριστερή όχθη,
(με στόμφο) στη Rive Gauche (ύφος χαζοαναπόλησης) μ' ένα βιβλίο στο χέρι, πάντα με το χαμόγελο μα και μια σπίθα οργής στο βλέμμα να μοιράζει προκυρήξεις στους Αλγερινούς μετανάστες ... Πριν από μια εβδομάδα είχα νέα της. Επαθε, λέει, νεφρική ανεπάρκεια και πηγαίνει τρείς φορές την εβδομάδα στο μηχάνημα -ξέρετε, στην αιμοκάθαρση- που το αίμα κυλάει σε κάτι πλαστικά σωληνάκια, περνά από ένα φίλτρο, καθαρίζει και ξαναγυρίζει πίσω στο σώμα. Μα το πιο εκπληκτικό είναι να το βλέπεις να ρέει μέσα στα διαφανή σωληνάκια -τα πάντα ρεί, ε;- όπως έλεγε και ο .. ο .. (τακ τσακ το δάχτυλο προσπαθώντας να θυμηθεί)...
Α :
- Ο Ηράκλειτος!
Γ :
- Αυτός! Ε λοιπόν, πιστέψτε με αγαπητέ μου, πρωτοσυναντηθήκαμε με τη Ζυλιέτ τυχαία μέσα σ' ένα ασανσέρ -πρωτοετής φοιτητής εγώ τότε-, ξέρετε δα την αμηχανία που νοιώθει κανείς μ΄έναν άγνωστο στο ασανσέρ, και βγάζει μια σοκολάτα.Με ρωτάει "-θέλεις σοκολάτα;" "-Ω, ευχαριστώ, αυτό σκεφτόμουν μόλις τώρα, πόσο θα ήθελα λίγη σοκολάτα." και μου έδωσε σοκολάτα! (τονίζει τις λέξεις μία μία) Ε, λοιπόν, να! Αυτή είναι η Ζυλιέτ! Αυθόρμητη! Λυσσασμένη! Σιτουασιοανίστρια! Βιολοντσελίστρια! Τάλεια γνώστης της Αραμαϊκής! Επρεπε να τη δείτε στο Taek Won Do!
Η τελευταία συλλαβή του γιατρού ακούγεται ταυτόχρονα με την πρώτη του ασθενούς που ακολουθεί, το "ντό" ακούγεται χορωδιακά.
A :
Ντοο ρεε μιι ...
Γ :
Φαα σολ λαα σιι ...
Α & Γ μαζί:
Ντοοοοοοοοο
Κρατούν λίγο τη διφωνία με το ντο του γιατρού μια οκτάβα ψηλότερα από το ντο του ασθενούς. Κατόπιν ο γιατρός συνεχίζει με ύφος λονδρέζου σνόμπ:
Γ :
-Ξέρετε, στο Μεσαίωνα το φθογγόσημο "ντο" λεγόταν "ουτ". Μα, αργότερα το μετωνόμασαν σε "ντο" και νομίζω πως έτσι είναι πολύ καλύτερα για όλους. Πιστέψτε με, είναι πολύ καλύτερα για όλους! Ας ρίξουμε επιτέλους μαύρη πέτρα στο παρελθόν -εγώ, τουλάχιστον, αυτό κάνω, και, αν θέλετε τη συμβουλή μου, το ίδιο να κάνετε κι εσείς- κι ας ζήσουμε το σήμερα ελεύθεροι από νοσταλγίες και καθηλώσεις. Ας μάθουμε να παίρνουμε τα πράγματα όπως μας έρχονται κι όπως τα βρίσκουμε. Ντο βρήκαμε; Ντο θα λέμε!
Α :
-Ντοοο....
Ο γιατρός δεν τραγουδά κι ο ασθενής σταματά και συνεχίζει θυμωμένα :
A :
-Ντο θα λέμε ! Δεν θα λέω!Πάμε!
Α & Γ μαζί:
-Ντοοο....
Ο γιατρός φαλτσάρει λίγο
Α :
- Οχι, όχι. Λίγο πιο ψηλά! Ακούστε εμένα : Ντοοο...
Γ :
-Ντοοο...
Ενώ συνεχίζει η διφωνία αρχίζει να αχνοφαίνεται ένα ερωτισμός, που κλιμακώνεται πολύ αργά. Η πρώτη συλλαβή του ασθενούς που ακολουθεί είναι συνέχεια της διφωνίας.Tα παρακάτω λάγονται τραγουδιστά εν είδει όπερας:
A :
-Ντοτόρε, ντοτόρε, ντοτόρε, ντοτόοορεεεεε ...
Γ :
Patiente, patiente, patiente, patieeeenteee ...
Tο ερωτικό πλησίασμα συνεχίζει να κλιμακώνεται ώσπου φτάνουν πια να αγκαλιαστούν και χορεύουν παθιάρικο αργεντίνικο ταγκό με φιγούρες
Α :
-Τι ντροπή, θεέ μου, τι ντροπή. Αναίσχυντε! Με παρασύρατε σ' αυτήν την ακολασία μπροστά σε δεκάδες ζευγάρια αδηφάγα μάτια. Ω, ουρανοί! Καταστράφηκα! Τώρα καταλαβαίνω πως αυτό μου το παραστράτημα θα μου στοιχήσει αιώνες μοναξιάς και πολιτικής απομόνωσης.
Γ :
-Yeah! You 're gonna burn in Hell!
Α :
-Α! Οφείλω όμως να ομολογήσω πως είστε γεννημένος λατίνος χορευτής! Αρκεί να αφεθεί κανείς στα χέρια σας για να παρασυρθεί στους ξέφρενους στροβιλισμούς του ταγκό, σ' αυτήν την ακαταμάχητη δίνη που φυγοκεντρεί πάθη, έρωτες, λαγνεία και ποίηση, που ξεκοιλιάζει το ανθρώπινο κορμί προβιβάζοντάς το, όμως, ταυτόχρονα, ξαναδίνοντάς του την ανθρώπινη ουσία του. Ανθρωπος ε; Ανω θρώσκω ...
Γ :
-Ανω ...
Α :
-Ανω ...
Γ :
-Φανταστείτε λοιπόν τη Ζυλιέτ μετά από ένα ταγκό.. (ύφος χαζοονειροπόλησης)
ντα ντάμ, ντα ντάμ, ντα ντάμ ....
(επαναφέρεται απότομα)
μα και τώρα, στον τεχνητό νεφρό, τι θάρρος!, δεν παραδίνεται, δεν αφήνει να γλιστρήσει η ζωή μέσα απ' τα χέρια της, δεν αφήνει ανεκμετάλευτο ούτε ένα δευτερόλεπτο. Ξαπλώνει με άνεση, διαβάζει το Μαρί Κλαίρ, πλέκει πουλοβεράκια για τα παιδιά της, υπέροχα πουλοβεράκια με χαρούμενα χρώματα, φωτεινά -είναι ταλέντο στο πλέξιμο- αφού, να φανταστείτε, δεν έχει χάσει ποτέ της έναν πόντο. Ποτέ της! Δεν με πιστεύετε έ; Δεν πειράζει. Anyway, θα πάρετε κάτι ;
Α :
-Ενα ουϊσκάκι. On the rocks.
Γ :
-Κάποια προτίμηση ;
Α :
-Πέρδικα.
Ηδη κατά το τελος του μονολόγου του γιατρού ο φωτισμός έχει αρχίσει να χαμηλώνει, μπαίνει μουσική Dixie, ανεβαίνουν κομπάρσοι ντυμένοι αλα Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ, ντίβες εποχής και γενικά διάφορα αρχέτυπα μπαρόβιων. Σιγά σιγά ο χώρος γύρω από το γραφείο μετα τρέπεται σε μπάρ. Οι "θαμώνες" πίνουν, καπνίζουν, κάνουν οτι συζητούν χώρίς κανέναν ήχο. Μόνο η μουσική ακούγεται στο background. Γενικά έχουμε μια εικόνα βωβού μπάρ που σε καμμιά παρίπτωση δεν πρέπει να αποσπάσει την προσοχή από το πρώτο πλάνο. Οι δύο πρωταγωνιστές συνεχίζουν σα να μη συμβαίνει τίποτα, σα να είναι μόνοι.
Ο γιατρός ετοιμάζει το ποτό και σερβίρει τον τον ασθενή

Α :
-Ευχαριστώ.
Γ :
-Εγώ ευχαριστώ.
Α :
-Γιατί ευχαριστείτε ;
Ο γιατρός ξεσπά σε άγριους λυγμούς. Ο ασθενής τον πιάνει φιλικά από τον ώμο. Ο γιατρός λίγο λίγο συνέρχεται. Παίρνει το πιεσόμετρο και μετρά την πίεση του ασθενούς.
Γ :
-13 η μεγάλη. 8 η μικρή
Α :
-Ενδιαφέρον.
Γ :
-Πράγματι. Σας αρέσει το κουνουπίδι ;
Α :
-Τρελαίνομαι.
Γ :
-Με ξύδι ή με λεμόνι ;
Α :
-Ξύδι.
Γ :
-Δεν είστε από τη Λάρισσα έ;
Α :
-Οχι.
Γ :
-Γιατί εμείς στη Λάρισσα το τρώμε με λεμόνι.
Α :
-Περί γούστου ουδείς λόγος.
Γ :
-Ουδείς.
Α :
-Ουδείς.
Γ :
-Τσιγαράκι ;
Α :
-Ευχαριστώ.
Γ :
-Εγώ ευχαριστώ.
Α :
-Παρακαλώ.
Το τσιγάρο έχει δυναμιτάκι και σκάει στο στόμα του ασθενούς. Αυτός παρόλη την τρομάρα του το βρίσκει αστείο και λύνεται στα γέλια.
Γ :
-Νομίζετε πως ήταν αστείο ; Ε, λοιπόν, σας πληροφορώ πως δεν το βρίσκω καθόλου αστείο! Κι αν εσείς το βρίσκετε αστείο, ε, τότε φοβάμαι πως το χιούμορ σας περνάει κρίση! Απεναντίας, το βρίσκω πολύ σοβαρό. Πάρα πολύ σοβαρό!
Α :
-Οπως νομίζετε.
Γ :
-Νομίζω πως έτσι νομίζω.
Α :
-Είστε σίγουρος πως έτσι νομίζετε ;
Γ :
-Σχεδόν.
Α :
-Μην είστε απόλυτος.
Γ :
-Είμαι και καλά κάνω!
Α :
-Ω, μα δεν μπορεί να συζητήσει πια κανείς μαζί σας. Μόλις σας λείψουν τα επιχειρήματα στηλώνετε τα πόδια σας σαν μουλάρι. Παραδεχτείτε οτι έχετε άδικο. Για μόνο μία φορά υπαναχωρείστε από τον εγωϊσμό σας! Παλιάνθρωπε!
Γ :
-Για το όνομα του Θεού! Για το όνομα του Θεού και της Παναγίας, σας εξορκίζω! Δώστε τόπο στην οργή!
Α :
-Δίνω.
Γ :
(γλυκά, με θαυμασμό)-Τι άνθρωπος! Ποτέ δεν παίρνει! Μόνο δίνει!
Α :
-Μα, κι εσείς δίνετε.
Γ :
-Τι δίνω ;
Α :
-Συμβουλές. Ιατρικές συμβουλές.
Γ :
-Μα ... δεν σας έδωσα.
Α :
-Δεν σας ζήτησα.
Γ :
-Ζητήστε μου.
Α :
- Μα, όχι, όχι τώρα. Μια άλλη φορά ίσως. Δεν είμαι σε θέση, δεν αισθάνομαι καλά, μάλλον είμαι άρρωστος.
Γ :
-Ε καλά τότε. Δεν πειράζει. Μιάν άλλη φορά. Ουϊσκάκι ;
Α :
-Ω, αγαπητέ μου, αγαπητέ μου. Πώς θα μπορούσα να αρνηθώ! Σάς θαυμάζω! Είστε ένας γνήσιος gentleman και πραγματικός bon viveur!
Γ :
-Ναι, αλλά μόνο in vivo ...
A :
(γέλια)-Αγαπητέ μου, πώς τα λέτε, πώς τα λέτε! Τι χιούμορ! Κάνατε ένα πανέξυπνο λογοπαίγνιο! Σπιρτόζικο! Ανεπανάληπτο! Πιαστήκατε από τη λατινογενή ρίζα viv -εξ ου και vivere pericolosamente- και στο χαρακτηρισμό bon viveur απαντήσατε "μ όνο in vivo", εννοώντας, προφανώς, πως τις ιδιότητες που σάς απέδωσα τις έχει κανείς μόνο εν ζωή -άλλωστε ποιά ιδιότητα τάχα διατηρούμε μετά θάνατον; Ταυτόχρονα όμως, κι αυτό είναι και το ωραίο, υποδηλώσατε και τηυ ιατρικήν σας ιδιότητα -την οποία φοβάμαι πως επίσης θα αποχωριστείτε την αποφράδα εκείνη ημέρα- χρησιμοποιώντας έναν όρο των βιολογικών επιστημών, όπου, βεβαίως, ανήκει και η Ιατρική εν μέρει. Eνα απίθανο λογοπαίγνιο, όπως θα έλεγε και κάποιος Αμερικανός φίλος μου, ένα gag. Tres chic! Tres bien! Δεχτείτε τα ειλικρινή συγχαρητήριά μου!
Γ :
-Γιατί όχι ; Ας κάνουμε και καμμιά τρέλλα στη ζωή μας!
Α :
-Η τρέλλα στη ζωή μας... Τι είναι η ζωή μας χωρίς τρέλλα; Η ζωή, αγαπητέ μου φίλε, είναι μιά ψευδαίσθηση με δύο όψεις. Διαλέγοντας τη μία η ζωή η ζωή γίνεται ένα ατέλειωτο βάσανο, ένας γολγοθάς, ένας λαβύρινθος αντιφατικός και αδιέξοδος. Θέλετε ένα παράδειγμα; Ενας γνωστός μου διάλεξε αυτήν την όψη και η ζωή του έγινε ένα ατέλειωτο βάσανο, ένας γολγοθάς, ένας λαβύρινθος αντιφατικός και αδιέξοδος. Ας εξηγηθούμε: Αντιφατικός γιατί έχει αντιφάσεις. Αδιέξοδος γιατί δεν έχει διέξοδο. Η, πάρτε για παράδειγμα τον Δόν Χουάν Χοσέ Φερρέρο Γκαρθία Λοπέζ υ Αζεβέντο. Τι έκανε στη ζωή του ο Δόν Χουάν Χοσέ Φερρέρο Γκαρθία Λοπέζ υ Αζεβέντο; Τι κέρδισε από τη ζωή του ο Δόν Χουάν Χοσέ Φερρέρο Γκαρθία Λοπέζ υ Αζεβέντο; Τι άφησε πίσω του ο Δόν Χουάν Χοσέ Φερρέρο Γκαρθία Λοπέζ υ Αζεβέντο; Τελικά υπήρξε ή όχι ο Δόν Χουάν Χοσέ Φερρέρο Γκαρθία Λοπέζ υ Αζεβέντο;
Γ :
-Γιατί, μήπως υπήρξε ο Ιβάν Ιβάνοβιτς;
Α :
-Υπήρξε!
Γ :
-Δέν υπήρξε!
Α :
-Υπήρξε!
Γ :
-Στοίχημα ένα δεκαρικάκι;
Α :
-Πάει!
Δίνουν τα χέρια και μένουν έτσι ακίνητοι. Μπαίνει ο χορός που αποτελείται -από ποιούς άλλους;- από τους τύπους που ως τώρα κάναν τους μπαρόβιους γύρω από το γραφείο. Οι δύο πρωταγωνιστές θα ξεπαγώσουν μόνο αφού τελειώσει το χορικό.
Χορικό
Οσοι αναρωτιούνται αν παίρνουν φακελάκι οι γιατροί
Δεν το πήρανε χαμπάρι πως αλλάξαν οι καιροί
Και κανείς τους δεν απλώνει αναξιοπρεπώς το χέρι
Είναι πια ξεπερασμένο, το γνωρίζουν νέοι και γέροι
Τεχνιέντως παρασύρει ο σημερινός ντοτόρος
Τον πελάτη σε παγίδες - φτάνει νά' ναι τζογαδόρος
Μπαλαμούτι μπαλαμούτι, με την τέχνη της πειθούς
Ξύνει την αλαζονεία καθενός ημιμαθούς
Που κατακυριευμένος από ισχυρογνωμοσύνη
Δέχεται το στοίχημα. Ωϊμέ, το χέρι δίνει
Σίγουρος πως θα κερδίσει ο φτωχούλης, αλλά πρίτς
Ολοι ξέρουν: δεν υπήρξε ο Ιβάν Ιβάνοβιτς.

Ο ασθενής δίνει το δεκαχίλιαρο.
Γ :
-Αυτάααα! Περαστικά σας. Ορίστε και η απόδειξη.
Α :
-Αντίο γιατρέ. Ευχαριστώ.
Γ :
-Αντίο. Και να με κρατάτε ενήμερο.
ΑΥΛΑΙΑ


Κεντρική Σελίδα
 
 σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
 

Το 1821 στήν ρωσσική λογοτεχνία τοῦ 19ου αἰ.

http://www.antifono.gr/portal/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82/%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1-%CE%99%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%93%CE%B5%CF%89%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE/%CE%86%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%B1/3401-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-1821-%CF%83%CF%84%CE%AE%CE%BD-%CF%81%CF%89%CF%83%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-19%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1.html

Ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821 στήν ρωσσική λογοτεχνία τοῦ 19ου αἰ.



Δημήτρης Μπαλτάς
Εἶναι γνωστό ὅτι τήν ἐποχή πρίν ἀπό τό 1821 ὁ φιλελληνισμός εἶχε ἐκδηλωθεῖ σέ πολλές χῶρες καί μέ πολλές μορφές. Ἀλλά, ἀκόμη καί σήμερα, δέν εἶναι ἰδιαίτερα γνωστή καί προβεβλημένη στούς Ἕλληνες ἡ θέση τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, τῶν δικαίων της καί τῶν στόχων της, ἀκόμη καί ὁ βαθμός τῆς συμμετοχῆς τῶν Ρώσσων στόν ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων, στά ἔργα τῶν Ρώσσων λογοτεχνῶν τοῦ 19ου αἰ. Ὁρισμένες πτυχές αὐτῆς τῆς σχέσεως θά παρουσιάσω στήν σημερινή κατάθεση.

Εἶναι γεγονός ὅτι ἕνα πλῆθος ποιημάτων τῶν Ρώσσων λογοτεχνῶν τοῦ ιθ΄ αἰ. προτρέπουν τούς Ἕλληνες νά ξεσηκωθοῦν. Ἐνδεικτικῶς θά ἀναφερθεῖ τό ποίημα Τό πολεμικό θούριο τῶν Ἑλλήνων τοῦ ποιητῆ Φιοντόρ Γκλίνκα (1786-1880). Μάλιστα στίχοι, ὅπως «Ὥς πότε σκλάβοι στά δεσμά/ Τῶν Ἀγαρηνῶν θά ζοῦμε; / Τούς τυράννους τῆς γλυκιᾶς μας Ἑλλάδας / Ἦρθε ἡ ὥρα νά ἐκδικηθοῦμε!» (Βλ.Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση τοῦ 1821 στόν καθρέφτη τῆς ρωσσικῆς ποίησης, ἐπιλ.-εἰσ.-ἐπιμ. Σ. Ἰλίνσκαγια, Ἀθήνα 2001, σ. 83) θυμίζουν ἀσφαλῶς τόν γνωστό Θούριο (Βιέννη, 1797) τοῦ Ρήγα.

Μάλιστα τήν παρουσία τῆς Ἑλλάδας στόν κόσμο δείχνει πολύ καθαρά τό ὁμότιτλο ποίημα τοῦ Ὀρέστ Σομόφ (1793-1833). Ἡ Ἑλλάδα χαρακτηρίζεται ὡς «χώρα λατρεμένη ἀπό τούς θεούς … Χώρα γεμάτη ἥρωες … Ἡ Ἑλλάδα, λίκνο τῶν τεχνῶν». Ἀλλά, ἐπειδή αὐτή ἡ χώρα εἶναι «στό ἔλεος τῶν βαρβάρων», ζητᾶ ὁ ποιητής ἀπό τούς ἀρχαίους νά φανερωθοῦν ξανά στόν ἀγῶνα τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων: «Τό πνεῦμα τους ξαναγεννιέται στῶν Ἑλλήνων τίς καρδιές». Καί τελικά «ἀγάλλονται τῶν προγόνων οἱ σκιές», ὅταν βλέπουν τούς ἀγωνιζόμενους Ἕλληνες τοῦ 1821 (Βλ.Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 109-111). Ἀλλά καί ὁ Ν. Γκνέτιτς, στόν ὁποῖο ὀφείλεται καί ἡ καλύτερη μετάφραση τῆς Ἰλιάδος στήν ρωσσική, σ’ ἕνα ποίημα ὑπό τήν ἐπιγραφή «Πολεμικός Ὕμνος τῶν Ἑλλήνων» (Κ. Αὐγητίδη, Ἀλέξανδρος Πούσκιν. Ὁ φιλέλληνας βάρδος τοῦ Εἰκοσιένα, Ἀθήνα 2004, σ. 61) γράφει χαρακτηριστικά: «Πάρε κουράγιο, λαέ τῆς Ἑλλάδας. / Ἡ μέρα τῆς δόξας ἔχει φτάσει./ Θά δείξουμε πώς ὁ Ἕλληνας / δέν ἔχει ξεχάσει τή λευτεριά καί τήν τιμή».

Ἡ σχέση τῶν Ἑλλήνων τοῦ 1821 μέ τούς ἐνδόξους προγόνους, τούς ὑπερασπιστές τῆς πατρώας γῆς σέ παλαιότερους αἰῶνες, ἀναδεικνύεται, ἐπίσης, σ΄ ἕνα ποίημα τοῦ Κοντράτ Ριλέγιεφ (1795-1826), ἀφιερωμένο στόν Ρῶσσο στρατηγό Α. Γερμόλοφ, γιά τόν ὁποῖο μάλιστα ὑπῆρχαν φῆμες ὅτι σχεδίαζε ἐκστρατεία στήν Ἑλλάδα γιά νά βοηθήσει τούς ἀγωνιστές. «Φίλε τοῦ Ἄρη καί τῆς Παλλάδας, / Ἐλπίδα τῶν συμπολιτῶν σου, γιέ τῆς Ρωσσίας πιστέ, / Γερμόλοφ! Βιάσου νά σώσεις τά παιδιά τῆς Ἑλλάδας!» (Βλ. Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 57). Ἀσφαλῶς τά ὀνόματα τῶν Ἑλλήνων ἐπαναστατῶν τοῦ ’21 εἶναι γνωστά στούς Ρώσσους λογοτέχνες. Λ.χ. στίςΝεκρές Ψυχές τοῦ Νικολάϊ Γκόγκολ (1809-1852) ὁ Τσίτσικωφ, ὅταν ἐπισκέπτεται τό σπίτι ἑνός τσιφλικά, ἀντικρίζει μέ δέος τούς πίνακες πού ἀπεικόνιζαν «νεαρά ἄτομα, ὁλόσωμα- ἕλληνες ἀξιωματούχους. Ὁ Μαυροκορδᾶτος, ὁ Μιαούλης, ὁ Κανάρης … ἡ Μπουμπουλίνα» (Νεκρές ψυχές, μετ. Ἀ. Σαραντόπουλος, Ἀθήνα 1987, σ. 152).  

Ὅσον ἀφορᾶ τήν ποίηση, εἶναι χαρακτηριστική ἡ α΄ στροφή τοῦ ποιήματος τοῦ Βίλχελμ Κιουχελμπέκερ (1797-1846) ὑπό τήν ἐπιγραφή Ἑλληνικό Τραγούδι (Βλ. Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 37) προσδιορίζει ἀκριβῶς τόν σκοπό τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων: «Βαδίζει πρός τόν ἔνδοξο σκοπό, / Τή βλέπω, καταφθάνει ἡ ἱστορία, / Τό καθετί παντοῦ εἶναι παλιό, / Θεσμοί, νόμοι, κιτάπια καί βιβλία / Λαοί, ἀπ’ τον ὕπνο σας ξυπνῆστε τῶρα, / Ἦρθε ἡ χαρά, τῆς λεφτεριᾶς ἡ ὥρα!». Ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ ἐλευθερία εἶναι ἀξία πού «ἐπιβάλλει» στούς Ἕλληνες, ὅπως σέ ἄλλους λαούς, ἡ ἴδια ἡ ἱστορία.

Στό πλαίσιο τῆς ὁριοθετήσεως τοῦ σκοποῦ τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως κινεῖται καί ἡ β΄ στροφή τοῦ ποιήματος πού ἀφιέρωσε στόν Μπάρϋον ὁ ποιητής Ἰβάν Κοζλόφ (1779-1840): «Ἀλλά οἱ μάχες μαίνονταν στήν Ἑλλάδα / Γιά τήν ἐλευθερία, τήν πίστη, τήν τιμή / Γιά τῆς Ἑλλάδας τήν ἱερή ἀνεξαρτησία!» (Βλ. Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 127).

Ἐπιπλέον, τό ὅτι ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821 εἶναι «εὐλογημένη» ἀπό τόν Θεό δέν εἶναι κάτι πού πιστεύουν μόνον οἱ γνωστοί ἀγωνιστές τοῦ ’21, ἀλλά καί οἱ ἴδιοι οἱ Ρῶσσοι λογοτέχνες τοῦ ιθ΄ αἰ. Ἔτσι στήν «Ἑλληνική Ὠδή» τοῦ Βασίλι Τουμάνσκι (1800-1860) καί ἰδιαίτερα στήν γ’ στροφή ἐπισημαίνεται ὅτι «σημαία μας ὁ τίμιος σταυρός / Ἡ χώρα μας [sic] εἶν’ ὄμορφη κι ἁγία» (Βλ. Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 95).

Ἀπό τά τρία τελευταῖα ποιήματα εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ παράλληλη ἀνάκτηση τῆς ἐθνικῆς καί τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἦσαν, γιά τούς Ρώσσους ποιητές τοῦ ιθ΄ αἰ., οἱ στόχοι τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων ἀγωνιστῶν τοῦ 1821. Σ’ αὐτούς τούς στόχους βοήθησε κατά πολύ, σύμφωνα τόν μεγάλο Ρῶσσο μυθοστοριογράφο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881), τό γεγονός ὅτι «οἱ χριστιανικοί πληθυσμοί τῆς Ἀνατολῆς, καταπιεσμένοι καί βασανισμένοι, εἴδανε στό Χριστό καί στήν πίστη του τή μοναδική παρηγοριά τους, καί στήν Ἐκκλησία τό τελευταῖο καί μοναδικό ὑπόλειμμα τῆς ἐθνικῆς προσωπικότητάς τους … γιατί ἡ Ἐκκλησία διαφύλαξε αὐτούς τούς πληθυσμούς ὡς ἐθνότητα κι ἡ πίστη στό Χριστο τούς ἐμπόδισε, τουλάχιστον ἐν μέρει, νά συγχωνευθοῦν μέ τούς νικητές» (Τό Ἡμερολόγιο ἑνός συγγραφέα, μετ. Μ. Ζωγράφου, Ἐκδόσεις Σπ. Δαρεμᾶ, Ἀθῆναι, ἄ.ἔ., σ. 287).

Ἀλλά καί ὅταν ἡ ἑλληνική ὑπόθεση φαίνεται νά ὁδηγεῖται σέ αἴσιο τέλος μέ τήν συνθήκη τῆς Ἁδριανούπολης, οἱ Ρῶσσοι ποιητές χαιρετίζουν τήν ἀνεξαρτησία τῆς Ἑλλάδας. Μεταξύ τῶν πιό γνωστῶν ποιημάτων καταγράφεται τό «Ἐμπρός Ἑλλάδα» τοῦ Ἀλεξάντρ Πούσκιν (ἀντιγράφω ἀπό τήν παλαιότερη ἀπόδοση τοῦ Κ. Βάρναλη): «Ἐμπρός, στηλώσου, Ἑλλάδα ἐπαναστάτισσα/ βάστα γερά στό χέρι τ’ ἅρματά σου…».

Θά διερωτηθεῖ κανείς γιατί οἱ Ρῶσσοι λογοτέχνες, καί ἰδιαίτερα οἱ ποιητές, ἔδειξαν τόσο ἔνθερμα τήν συμπαράστασή τους στόν ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων, λ.χ. γιά ποιόν λόγοὁ Βίλχελμ Κιουχελμπέκερ φθάνει νά γράψει, ὅταν ξεσπᾶ ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση: «Ἄς πᾶμε [ἐνν.οἱ Ρῶσσοι]μέ ρίγος, μέ πάθος, μ’ἀλκή / ἐκεῖ στή δική μας τή χῶρα [ἐνν. τήν Ἑλλάδα]» (Βλ. Ἡ λληνική πανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 40).

Εἶναι ἀναμφισβήτητο ὅτι στήν Ρωσσία τοῦ 19ου αἰ. τό φιλελεύθερο πνεῦμα εἶχε ὡς μοναδικό χῶρο ἐκφράσεως τήν λογοτεχνία.Ἐξ ἄλλου, γιά τούς Ρώσσους λογοτέχνες ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση ἀποτελοῦσε μία ἔμπνευση κι ἕνα ὅραμα, ἄν λάβει κανείς ὑπ’ ὄψη ὅτι κατά τήν δεκαετία τοῦ 1820 στήν Ρωσσία ὑπῆρχε μία ἐσωτερική πολιτική ζύμωση, προερχόμενη ἀπό κύκλους τῶν εὐγενῶν καί ἀποσκοποῦσα στήν ἀνατροπή τοῦ τσάρου. Ἀπό τούς ποιητές πού ἀνέφερα παραπάνω, ὁ Ριλέγιεφ ἐκτελέστηκε τόν Δεκέμβριο τοῦ 1825, ἐνῶ ὁ Κιουχελμπέκερ καταδικάστηκε στά κάτεργα. Ἐπισημαίνεται μάλιστα ὅτι γιά τούς ἐπονομαζόμενους Δεκεμβριστές «ὁ ἀγώνας τῶν Ἑλλήνων γιά ἀνεξαρτησία ἀποτελεῖ ἕνα κρίκο στήν γενική ἀλυσίδα τοῦ ἐπαναστατικοῦ κινήματος στήν Εὐρώπη» (Κ. Αὐγητίδη, Ἀλέξανδρος Πούσκιν. Ὁ φιλέλληνας βάρδος τοῦ Εἰκοσιένα, Ἀθήνα 2004, σσ. 56-57).

Ὡστόσο, πέρα ἀπό τόν ἀναφερθέντα συσχετισμό πού θά πρέπει νά εἶναι ἱστορικά ὀρθός, ἔχει σημασία, γιά τήν σημερινή κατάθεση, τό ζήτημα τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως στήν ρωσσική λογοτεχνία. Σέ κάθε περίπτωση, θά διακρίνει κανείς τόν ἐνθουσιασμό καί τήν ἔμπνευση τῶν Ρώσσων συγγραφέων, πού προέρχονται κυρίως ἀπό τήν ἐπιτυχῆ ἐφαρμογή τῶν φιλελεύθερων ἰδεῶν καί ἰδεωδῶν. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἀλεξάντρ Πούσκιν (1799-1837), ὁ μεγαλύτερος ἴσως τῶν Ρώσσων ποιητῶν, ὅταν εἶχε ξεσπάσει ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, εἶχε κάνει λόγο γιά «ἐξαίσιες στιγμές ἐλπίδας καί ἐλευθερίας», πού ζοῦσε τότε ὁλόκληρος ὁ κόσμος.
(Μία ἀρχική μορφή τοῦ παρόντος ἄρθρου εἶχε δημοσιευθεῖ στήν ἐφημ. Χριστιανική)
πηγή: Αντίφωνο

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Σήμερα νιώθω καλά της Γιώτας Δ. Τσιλίκη *

http://www.onestory.gr/post/19799680241

_ΣΗΜΕΡΑ ΝΙΩΘΩ ΚΑΛΑ

της Γιώτας Δ. Τσιλίκη *
.
Το πρωί σηκώθηκα και καθώς τεντώθηκα άκουσα τους αρμούς μου να τρίζουν. Ο ήχος έφτασε στα αυτιά μου σαν κούρντισμα πιάνου. Δόξα τω Θεώ σκέφτηκα ξημέρωσε και σήμερα. Απεκδύθηκα των νυχτερινών μου ιματίων και ένιωσα το χλιαρό νερό να κυλάει στο σώμα μου. Η γεύση της νύχτας έφυγε από το ταπεινό μου στόμα μετά από ένα γρήγορο βούρτσισμα.
Στις ευωδιές του ψημένου ψωμιού ακούμπησα το μυαλό μου καθώς τα χέρια μου πηγαινοέρχονταν γεμάτα στο τραπέζι. Γάλα, φρυγανιές, μαρμελάδα, μέλι, μπισκότα, χυμοί και καφές. Η οικογένεια έφαγε γρήγορα και άφησε εμένα να μαζεύω τα ψίχουλα για τα πουλάκια. Τα χέρια μου υπακούοντας στην εκπαίδευση που είχαν πάρει από τον περασμένο αιώνα, έβαλαν τα άπλυτα στα πλυντήρια και η μέρα ξεκίνησε να τρέχει καθώς έδενα τα κορδόνια μου στη σκάλα. Διανομή τα παιδιά στο σχολείο, στροφή για τη δουλειά, το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου έλεγε τον καιρό, σελήνη 22 ημερών, γιορτάζουν οι Άγιοι Ανάργυροι, η ώρα είναι 8,20π.μ., ακολουθούν τα ζώδια. Ευτυχώς βρήκα να παρκάρω, δε θα αργήσω.  
Στο ασανσέρ έβαλα λίγο κραγιόν και ίσιωσα τα ρούχα μου. Μπήκα χαμογελαστή στο γραφείο. «Σήμερα νιώθω καλά» σκέφτηκα. Προσπέρασα τα νεύρα του συναδέλφου που με ζύγιαζε με το μάτι του καθώς αναρωτιόταν φωναχτά που βρίσκω την όρεξη πρωί πρωί, χωρίς ωστόσο να απευθύνεται σε μένα. Στο γραφείο μου με περίμενε μια στοίβα χαρτιά από χτες και σε ένα δεκάλεπτο μου έφεραν κι άλλα. Έπρεπε μέχρι το μεσημέρι να παραδώσω δουλειά δύο ημερών και δύο εργαζομένων. Έσκυψα το κεφάλι μου και αφοσιώθηκα σε αυτό. 
Το τηλεφώνημα από το σχολείο μου δημιούργησε ελαφρά ανατάραξη, εκτρέποντάς με μέχρι το σχολείο του παιδιού. Τίποτα σοβαρό, είχε χτυπήσει το γόνατό του. Ο υπερβάλλον ζήλος της δασκάλας μου κόστισε το γεύμα μου και μισή ώρα επιπλέον δουλειάς. Πήρα βαθιά ανάσα και ξανακάθισα στην καρέκλα μου μακαρίζοντας τον Ύψιστο που μέχρι τώρα όλα πήγαν καλά. Συνέχισα με εντατικούς ρυθμούς το έργο μου. Το απόγευμα έκανα δώρο στον εαυτό μου μια στάση στο βιβλιοπωλείο. Όταν μπήκα στο σπίτι δεν είδα κάτι διαφορετικό από ότι βλέπουν οι περισσότερες μαμάδες. Απλά ένα βομβαρδισμένο τοπίο. Μόνο μισό τσιγάρο πρόλαβα να καπνίσω πριν αρχίσω το μαραθώνιο στα μπαλέτα και τις πισίνες με ενδιάμεσους σταθμούς το σούπερ μάρκετ και το καθαριστήριο. Στην επιστροφή είχα την ευκαιρία να γελάσω ακούγοντας τα συνταρακτικά νέα των παιδιών και να μαλώσω μαζί τους γιατί δεν έφαγαν όσο έπρεπε το μεσημέρι. 
Το δείπνο ετοιμάστηκε όση ώρα τα παιδιά έκαναν μελέτη και ωστόσο πρόλαβα να απλώσω και τα ρούχα που ξέχασα στο πλυντήριο. Έκλεισαν οι τσάντες, χαμήλωσαν τα φώτα και οι μουσικές, οι εντάσεις άρχισαν να φεύγουν καθώς έβαζα κρέμα στα κουρασμένα μου πόδια. Ένιωσα τα χέρια του να μου χαϊδεύουν τα μαλλιά και μετά τους ώμους. Τα χείλη του ακούμπησαν στο αυτί μου. «Πως είναι σήμερα  το μωρό μου;» «Καλά, σήμερα νιώθω καλά» του απάντησα. «Το ήξερα. Λάμπεις. Είναι η τυχερή μου μέρα ή μάλλον νύχτα» είπε κλείνοντας μου το μάτι μέσα στον καθρέφτη. 
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αποφάσισα να γίνω καλή χριστιανή και τουλάχιστον να τηρώ τις νηστείες και τους κανόνες των γιορτών. 
.
Η Γιώτα Δ. Τσιλίκη, είναι εργαζόμενη, μητέρα και ως τώρα κατάφερε να διανύσει περίπου το μισό του προσδόκιμου της ζωής. Γράφει αρκετά χρόνια υπακούοντας μια φωνή μέσα της. Μερικές από τις προσπάθειές της έχουν βραβευθεί και δημοσιευθεί.
[ facebook ] [ email ]

 σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Ο Λαδωτής της Ευρυδίκης Αμανατίδου *

http://www.onestory.gr/post/19142906699

_Ο ΛΑΔΩΤΗΣ

της Ευρυδίκης Αμανατίδου *
.
Πώς μπήκα εγώ στις οικοδομές; Ο πατέρας μου φρόντισε! Αυτός ήταν που κούναγε το κεφάλι καθώς έβλεπε τα σχολικά μου βιβλία να σκονίζονται παρατημένα στο καλό μας τραπέζι του σαλονιού.
«Βρε ανεπρόκοπε! Τι θα κάνεις εσύ βρε σαν μεγαλώσεις; Μέχρι πότε θα σε ταΐζω; Θα κλείσω τα μάτια μου μια μέρα και θα μείνεις στους πέντε δρόμους».
Στους πέντε δρόμους δεν έμεινα, γιατί λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, ο συχωρεμένος με πήγε σ’ ένα παιδικό του φίλο, εργολάβο οικοδομών. Σκληρή δουλειά! Άμα δεν έχεις όμως μυαλό να μάθεις και δυο γράμματα, τι άλλο να κάνεις; Κι ευχαριστώ να λες! Παρηγορήθηκα κάπως, όταν τις μέρες που έκαναν τις μεγάλες απεργίες οι καθηγητές, ήρθε για πέντε μεροκάματα ένας σαρανταπεντάρης, καλό ανθρωπάκι τον έκοψα. Από την κουβέντα στο διάλειμμα, εκεί απάνω στο τσιγάρο, έμαθα πως ήτανε φιλόλογος, στόματα είχε να θρέψει, λεφτά τώρα με την απεργία ούτε δεκάρα, δε βαριέσαι, κατάληξε, δουλειά είναι κι αυτή!
«Να που ο πατέρας μου έκανε και κάπου λάθος», σκέφτηκα.
Εγώ μυαλό είχα, για τα γράμματα όμως δεν το χαράμιζα. Είμαι και τύπος, πώς το λένε, αλλέγκρος και η οικοδομή με μπούχτιζε. Έτσι, τα Σαββατοκύριακα έδινα άδεια στον εαυτό μου, έπαιρνα τα σέα μου και τα μέα μου και κατηφόριζα στη θάλασσα. Έπιανα τις παραλίες με τα πόδια, τη μια μετά την άλλη. Ακούραστος ο μπαγάσας! Ώρες ολόκληρες να μου δώσεις περπάτημα, όχι δε σου λέω!
Από περιέργεια στην αρχή, κι ύστερα από συνήθεια, στο πέρασμά μου σάρωνα την άμμο. Ό,τι ξεχασμένο και παρατημένο έβρισκα, το συμμάζευα. Μου τύχαιναν πολλά και διάφορα. Κανένα ρολογάκι, μη φανταστείς και τίποτα αξίας, τίποτα κέρματα, μια φορά ξέθαψα κι ένα πεντοχίλιαρο. Τα λάδια όμως και τα αντηλιακά που μάζευα ήταν το κάτι άλλο. Είναι παράξενο πόσο εύκολα αφήνουμε πίσω μας το λαδάκι που πασαλειβόμαστε και στην επόμενη βόλτα στη θάλασσα, ψάχνουμε απελπισμένα να το βρούμε. Στο τέλος, με ένα στραβομουτσούνιασμα, αφήνουμε τον ήλιο να μας πιλατεύει άκαρδα.
«Ποπό κορμιά απλωμένα!» μονολογούσα. «Πλατούλες αφράτες, βελούδινες, απαλές που δεν έχουν κανένα να τις φροντίσει. Κι εγώ με τόσες κρέμες, να πάνε στράφι; Κι από αρώματα, ένα σωρό! Κι από μάρκες άλλες τόσες! Και όλους τους δείκτες προστασίας παρακαλώ!»
Είχα αρπάξει κάτι κουβεντούλες αγγλικά, κάτι ολίγα γαλλικά, μπορούσα να συνεννοηθώ με τις τουρίστριες. Γιατί οι δικές μας, απλησίαστες αδερφάκι μου, λες και θα τις μαγάριζες! Σιγά τα αυγά!
Που λες, ξεκίνησα για πλάκα και μου ‘γινε συνήθεια, μου ‘μεινε και το όνομα: «Ο λαδωτής». Όπου έβρισκα καμιά μονάχη, πλησίαζα, όχι όμως να είμαι κι ενοχλητικός, για μια αξιοπρέπεια ζούμε σ αυτόν τον κόσμο! Έπιανα την κουβέντα, ωραίος ο ήλιος, η θάλασσα, η Ελλάδα, ζέστη κάνει, φτάναμε και στο λάδωμα. Πολύ το φχαριστιόμουνα. Τώρα μη με περάσετε και για κανέναν ανώμαλο! Ούτε καμάκι ήμουνα. Εγώ τους πασάλειβα την πλάτη, τα πόδια, άντε και την κοιλιά. Αυτό ήταν μόνο, αυστηρών προδιαγραφών! Αυτές χαζογελάγανε, με λέγανε χαριτωμένο και αστείο στις γλώσσες που τιτιβίζανε. Κι άλλα λογάκια λέγανε, κι αν κάποιες με κοιτάζανε πονηρά, εγώ τον αδιάφορο! Κάτι καμάκια με είχαν πάρει στο ψιλό και με βαφτίσανε νονό.
Κάποια έβγαλε ένα χαρτονόμισμα να μου δώσει. Ταράχτηκα. Μπας και με πέρασε για λιγούρη, ζήτουλα; Αρνήθηκα, αυτή όμως επέμενε τόσο γλυκά που είπα να μην την προσβάλλω.
«Σιγά ντε! Δεν σου θίξανε και την υπόληψη», είπα στον εαυτό μου και αφαίρεσα με τέχνη τη χαρτούρα, εκεί πάνω που της έκανα ένα ιπποτικό χειροφίλημα. Σκλαβώθηκε η κοπελίτσα.
Από τότε, περάσανε έτη πολλά. Οι οικοδομές με βλέπουν μόνο το χειμώνα. Τα καλοκαίρια σταματάω από μόνος μου και ξεκινάω για τα νησιά. Λαδώνω τουριστριούλες, κάνω τις διακοπές μου, βγάζω τα έξοδά μου. Καλά περνάω, δεν ενοχλώ και κανέναν. Και δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται, αν κι εγώ είμαι γεροντοπαλίκαρο από την κούνια μου. Και μετά τι; Να χάσει η χώρα το τελευταίο παραδοσιακό της επάγγελμα; Εξαφανίστηκαν οι σαλεπιτζήδες, πάνε και οι γανωματήδες, να χάσουμε και το λαδωτή μας; Όχι δα!
.
Η Ευρυδίκη Αμανατίδου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα όπου σπούδασε νομικά. Της αρέσει να παίζει με τις λέξεις, τα χαρτιά και τα μολύβια. Έχει εκδώσει τα: Ένα καπέλο για τον καθηγητή (1993, εκδόσεις Δελφίνι), Στη Μεσόγειο κολυμπούν παράξενοι θεοί (2006, εκδόσεις Βασιλείου), Σιωπηλή πέτρα (2007, εκδόσεις Μίνωας), Η ακριβή ανάσα του νερού (2009, εκδόσεις Μίνωας), Ο φύλακας στο φάρο (2011, εκδόσεις Μίνωας). Το ιστολόγιό της βρίσκεται στη διεύθυνση http://evriam.blogspot.com/
[ facebook ] [ twitter ] [ email ]

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Το «νυν» του έρωτα

http://www.antifono.gr/portal/%CE%A0%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%89%CF%80%CE%B1/%CE%93%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%B1%CF%81%CE%AC%CF%82/%CE%91%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AF%CE%B1/211-%CE%A4%CE%BF-%CE%BD%CF%85%CE%BD-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%AD%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B1.html

Το «νυν» του έρωτα



Xρήστος Γιανναράς

Η Πρωτοχρονιά ευνοεί αφυπνιστικά ερωτήματα. Αφυπνιστικά στην πραγματικότητα, δηλαδή στη ζωή πέρα από τις εντυπώσεις και τα αισθήματα, πέρα από τον εγκλωβισμό στις αμυντικές του εγώ ψευδαισθήσεις, στην αποχαυνωτική παραισθησιογόνο επικαιρότητα.

Κάθε Πρωτοχρονιά αλλάζει με κοινή σύμβαση (σήμερα πανανθρώπινη) ένας αριθμός – μετράμε συμβατικά τον χρόνο. Ομως, αν και σε πολιτισμό μαχητικού θετικισμού (όπου μοιάζει τίποτε να μην είναι πιο επαίσχυντο από τη μεταφυσική) με μύριους τρόπους στον κοινωνικό βίο η Πρωτοχρονιά προπαγανδίζεται σαν πραγματική αλλαγή, όχι ως συμβατική αρίθμηση. Περιμένουμε να φέρει «ο καινούργιος χρόνος» (σαν παραμυθένιος Αϊ-Βασίλης) υγεία, καταναλωτική ευωχία, ευνοϊκές συγκυρίες, αποτελεσματικούς ηγέτες, συναρπαστικούς έρωτες – τη μαγική μεταμόρφωση της πραγματικότητας.

Ισως η υπερβολή προπαγανδισμού των ψευδαισθήσεων να προκαλεί τα αφυπνιστικά ερωτήματα: Τι είναι αλήθεια ο χρόνος; Συμβατική η αρίθμηση, αλλά ποιο πραγματικά το αριθμούμενο; Ζούμε τα πάντα σαν «ροή» από το πριν στο μετά, την πραγματικότητα σαν ενεργούμενο γίγνεσθαι που καταπίνει το παρελθόν γεννώντας αδιάκοπα μέλλον. Μετράμε ρεαλιστικά τον χρόνο όχι τόσο με Πρωτοχρονιές όσο στο ίδιο μας το κορμί: Τον μετράμε με το ανάστημα από του παιδιού στου έφηβου, από του έφηβου στου ενήλικα, με το σφρίγος, την αλκή και τη βαθμιαία κάμψη, ψηλαφούμε τον χρόνο στην ανεπαίσθητη φθορά, σε ρυτίδες, γκρίζα μαλλιά, άσπρα μαλλιά, τον μετράμε με τις απουσίες που σπέρνει γύρω μας ο θάνατος.

«Πάσχει από τον χρόνο το κάθε τι», είπε ο Αριστοτέλης, και όπως συνηθίσαμε να λέμε, όλα τα λιώνει ο χρόνος κι όλα τα γερνάει, φέρνει λησμοσύνη, δεν συντηρεί τη μάθηση, δεν φέρνει νεότητα ούτε ωραιότητα. Αίτιος φθοράς στην πραγματικότητά του ο χρόνος». Είκοσι πέντε αιώνες από τον Αριστοτέλη και ακόμη παλεύουμε το ερώτημα: τι είναι πραγματικά αυτή η «ροή» μεταβολής, άσχετα με ποια σύμβαση την αριθμούμε. Η πρόοδος της επιστήμης, η ιλιγγιώδης τεχνολογική ανάπτυξη της έρευνας, πόσο φως έριξαν στο αινιγματικό αυτό δεδομένο της κοινής εμπειρίας μας;

Ωκεανός τα όσα έχουν γραφτεί, τα έγκυρα και σοβαρά. Συμπτωματικά και μόνο ξεχωρίζω σήμερα ένα καλογραμμένο και εύληπτο βιβλίο της Rebecca Goldstein, Αιχμάλωτος των μαθηματικών (O Kurt Gοdel και το θεώρημα της μη-πληρότητας - Incompleteness), καλομεταφρασμένο στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Τραυλός. Διαβάζω εκεί:

«Ο Αϊνστάιν πίστευε πως η θεωρία του αναπαριστά την αντικειμενική φύση του χωρόχρονου, που είναι πολύ διαφορετική από την ανθρώπινη υποκειμενική αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Εμείς αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο σαν να κινείται αδιάκοπα προς μια κατεύθυνση: μας απομακρύνει από το παρελθόν και μας φέρνει πιο κοντά στο μέλλον. Αντίθετα, στη θεωρία της σχετικότητας ο χρόνος δεν κυλάει, αλλά ως τέταρτη διάσταση είναι στατικός όπως ο χώρος».

Μοιάζει να υπάρχουν δύο δυνατές «στάσεις» απέναντι στην πραγματικότητα, που οδηγούν και σε δύο διαφορετικές θεωρήσεις του χρόνου: η πρώτη είναι η ενεργός σχέση του ανθρώπου με την πραγματικότητα, σχέση όχι απλώς νοητική - συνειδησιακή, αλλά ρεαλιστικό γίγνεσθαι υπαρκτικής εξάρτησης του ανθρώπου από τον κόσμο: προσλαμβάνει ο άνθρωπος τροφή, οξυγόνο, υλικά για την αυτοπροστασία του και τις κατασκευές του, είναι μια ζωτική σχέση, οργανική πρόσληψη και αφομοίωση του κόσμου στη σωματική υπόσταση του ανθρώπου – χωρίς αυτήν δεν υπάρχει ο άνθρωπος. Είναι η σχέση την οποία μετράει ο χρόνος, το γίγνεσθαι το αριθμούμενο από τον χρόνο.

Η δεύτερη «στάση» συνοψίζεται στην «αντικειμενικότητα» του Αϊνστάιν: ο ανθρώπινος νους συλλαμβάνει «τον αχανή κόσμο που υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς τους ανθρώπους και στέκει μπροστά μας σαν μεγάλο αιώνιο αίνιγμα ή πρόκληση να το κατανοήσουμε, τουλάχιστον εν μέρει, με τη σκέψη και την παρατήρηση» (Goldstein).

Τότε συλλαμβάνουμε τον χρόνο σαν στατική διάσταση ενός τετραδιάστατου συνεχούς έξω από κάθε γίγνεσθαι σχέσης και πέρα από τα ερωτήματα που θέτει η δυναμική της σχέσης.

Το καίριο από τα ερωτήματα είναι γιατί η ζωτική σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο να «χρονούται» ως φθορά. Ενώ συνιστά υπαρκτική προϋπόθεση για την ατομική οντότητα του ανθρώπου, η ίδια αυτή σχέση φθείρει βαθμιαία την ατομικότητα, τη συντονίζει υπαρκτικά με την προοδευτική φθορά κάθε οντικής ατομικότητας – τη φθορά που μετριέται ως χρόνος. Μοιάζει η σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο να έχει το «τέλος» της (τον ουσιώδη σκοπό της) έξω ή πέρα από το ίδιο της το γίγνεσθαι: μοιάζει να κατατείνει σε μια ανέφικτη πληρότητα, σε μιαν απραγματοποίητη «διάρκεια» ζωής.

Ετσι ο χρόνος μετράει κάτι που αδιάκοπα γίνεται και αδιάκοπα αναιρείται: τη δυναμική πραγματοποίηση αλλά και «τελική» αποτυχία και αποργάνωση της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο. Η σχέση πραγματοποιείται ως υπαρκτική δυναμική ζωής και ταυτόχρονα ως αστοχία ζωής: ως φθορά και συνοχή της ύπαρξης στη διαρκή περατότητα του θανάτου.

Πάντως, δεν είναι ο χρόνος που προηγείται σαν οντολογικά αυτόνομο αντικειμενικό δεδομένο, αναγκαιότητα αιτιοκρατικών συσχετίσεων με απεριόριστη αινιγματική διάρκεια. Αλλά είναι το γεγονός της σχέσης που προηγείται ως ο τρόπος της ύπαρξης των υπαρκτών, κίνηση αναφορικότητας που μετριέται ως χρόνος. Και στην περίπτωση των λογικών όντων η σχέση δεν είναι απλώς συσχετισμός, συγκριτική ποσοτικών και ποιοτικών διαφοροποιήσεων ή αναγκαιότητα αλληλεξαρτήσεων. Τα λογικά όντα βιώνουμε τη σχέση ως το μοναδικό «πεδίο» όπου γίνεται δυνατή η ελευθερία από την αναγκαιότητα, η θελητική ετερότητα ως προς την ομοτροπία της φύσης. Μόνο στη σχέση υπερβαίνουμε τη νομοτέλεια των πανομοιότυπων ενστικτωδών ενορμήσεων, μόνο στη σχέση ο άνθρωπος μπορεί να υπάρχει όχι ως αδιαφοροποίητο άτομο μιας φυσικής ομοείδειας, αλλά ως πρόσωπο: δυναμικά ενεργούμενη μοναδικότητα και ανομοιότητα.

Η σχέση επιτρέπει την αυθυπέρβαση του φυσικού ατόμου, την ανιδιοτέλεια, δηλαδή την ελευθερία από το εγώ, την αγάπη ως άθλημα υπαρκτικής ελευθερίας. Και η αγάπη, η αλήθεια του έρωτα, δεν γνωρίζει τη φθορά από το πρότερον στο ύστερον. Συγκροτεί το «νυν» ως διάρκεια. Ισως από την ερωτική εμπειρία του «νυν» να φωτίζεται το αίνιγμα του χρόνου.
πηγή: Καθημερινή 30/12/2007 


ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΤΟΥ ΣΙΝΤ της Κασσάνδρας Αλογοσκούφι *

http://www.onestory.gr/post/19418168871

_ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΤΟΥ ΣΙΝΤ

της Κασσάνδρας Αλογοσκούφι *
.
“I was listenin’ the song “Post War”, when my wife fired her gun” 
Η συντροφιά μου είναι το ραδιόφωνο. Τραγουδάει καλά, ίσως να έχει την πεποίθηση ότι μου φτιάχνει το κέφι. Η σχέση μας είναι παθολογική. Το ξέρω. Μα δε βαριέσαι. Όταν τρώω μου μιλάει για ζωές άλλων. Θα πει για το χρηματιστήριο, την τιμή του πετρελαίου, την πτώση της αγοράς, για μικροεπεισόδια στο κέντρο της πόλης, για τον αίθριο καιρό, τη μπάλα…
Δε προσέχω τίποτα από ότι μου λέει. Αδιαφορώ. Έτσι είναι οι σχέσεις. Στις διαφημίσεις σηκώνομαι πάνω και το φιμώνω. Το ραδιόφωνο έχει δύο στόματα. Μιλάει πολύ και είναι ανυπόφορο. Όταν ξαπλώνουμε στο κρεβάτι έχει παράσιτα. Δεν ξέρει τι πάει να πει άντρας. ΝΤΡΕΠΕΤΑΙ. Και περνούν οι ώρες στο κρεβάτι χωρίς να κάνουμε τίποτα. Εγώ διαβάζω κάτω από το φωτιστικό και το ραδιόφωνο παίζει διαρκώς μπαλάντες. Αδιαφορώ. Του τι δίνει στα νεύρα και χαμηλώνει κλαψουρίζοντας την ένταση. Κλείνω το φωτιστικό την κατάλληλη στιγμή και τότε το αγκαλιάζω με πάθος. Εκείνο βουβαίνει ευτυχισμένο από χαρά.
Είναι που τελειώνει η μέρα μας…
~
Μια μέρα το σκότωσα. Το φίλησα με γλώσσα και έπαθε ηλεκτροπληξία. Το έκανα μπάνιο με τα ίδια μου τα χέρια. Έκλαψα πάνω του. Ούρλιαξα μέσα στα ηχεία. Το πήρα και το πέταξα στον απέναντι τοίχο.
Εκείνη την ημέρα τελείωσαν και τα λόγια που είχε να μου πει σα ραδιόφωνο. Η συντροφιά μου είχε αλλάξει. Είχα γνωρίσει τη Λίζα το προηγούμενο βράδυ σ’ ένα μπαρ και εισέβαλε στη ζωή μου σαν ξαφνικός σίφουνας. Βγήκαμε κανά δυο φορές ακόμα και από την τρίτη ήρθε και εγκαταστάθηκε στο σπίτι μου. Η Λίζα έκανε ακριβώς τα ίδια με τη συσκευή, με τη διαφορά ότι δε ξέχναγε να επαναλαμβάνει πόσο πολύ με αγαπά. Ήξερε να μαγειρεύει καλά κοτολέτες και τα χέρια της μύριζαν καρύδα, αλλά μου ήταν αδιάφορο. Όλα μου ήταν αδιάφορα…
Όταν η Λίζα με βρήκε με το ραδιόφωνο μέσα στα παπλώματα ένα μεσημέρι μετά τη δουλειά, με κατηγόρησε για απιστία. Μάνιασε απ’ τη ζήλια της και άρχισε να εκσφενδονίζει όλο το νοικοκυριό κατά πάνω μου. Την επόμενη μάζεψε τα πράγματά και γύρισε στη μάνα της. Έκλαιγε, δε θα μου το συγχωρήσουν ποτέ το ξέρω. Η συντροφιά μου είναι πάλι το ραδιόφωνο, έκτοτε. Από τότε δηλαδή που έφυγε εκείνη ξανάβαλα το ραδιόφωνο στη θέση του απέναντι στο τραπέζι της κουζίνας. Ένα νέο ράδιο αυτή τη φορά. Όχι μεταχειρισμένο, της Sony ολοκαίνουργιο. Διαθέτει και οθόνη τηλεόρασης. Από κει βλέπω κορίτσια που μοιάζουν της Λίζας. Όχι δε μου λείπει καθόλου.
Η συντροφιά μου είναι πάντα το ραδιόφωνο…
Παίζει διαρκώς τώρα μέχρι να κόψουν το ρεύμα. Μέχρι να με διώξει ο ενοικιαστής. Μέχρι να πάψω να ζω. Γιατί έτσι έμαθα. Από έναν άνθρωπο, να προτιμώ το ραδιόφωνο…
.
Η Κασσάνδρα Αλογοσκούφι ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε Πληροφορική, γράφει en prose fiction stories και συμμετέχει σε συλλογικές εκδόσεις. Το 2011 πήρε μέρος στον Μαραθώνιο Γραφής (8hours-4-1story) στα πλαίσια του Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών (Ε.Κε.Βι). Είναι μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «Προσοχή Στο Κενό».
Το Κασσανδροκούτι είναι το προσωπικό ιστολόγιό της: http://cassandrasbox.wordpress.com
Άλλα ιστολόγια στα αγγλικά: http://obitbook.blogspot.com, http://rigormortisofamind.blogspot.com
[ email ] 

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Το Πρόσωπο της Αντιγόνης Τσίγκου *

http://www.onestory.gr/post/19254396909

_ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

της Αντιγόνης Τσίγκου *
.
Ήταν από εκείνες τις μέρες που δεν το είχε πεθυμήσει να βγει αλλά έπρεπε να πάει από το σπίτι του Βασίλη για να τον δει. Έμενε στο νέο διαμέρισμά του στο τέλος της Κωλέτη στα Εξάρχεια. Αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα πήγαινε και το είχε υποσχεθεί στον εαυτό της, ότι θα φαίνεται άνετη και αποφασισμένη, ότι όλα θα τελείωναν. Ακόμα και όταν της ζήτησε να βρεθούν με βραχνιασμένη φωνή και άφησε ένα βήχα να του ξεφύγει, δήθεν ότι είναι μη αναστρέψιμη η γρίπη που τον ταλαιπωρούσε σήμερα, δεν ένιωσε καμία τύψη. Δεν θα του άφηνε περιθώρια να ξαναμπεί στη ζωή της. Δύο φορές ήταν αρκετές.
Από τη Μάρνης είχε κλείσει τις ασφάλειες του αυτοκινήτου της και είχε περάσει και το ένα χερούλι της τσάντας στο λεβιέ των ταχυτήτων. Αν της έσπαγαν το τζάμι;
Το άσπρο πια κτίριο στην πλατεία το ζήλευε πάντα. Έχει τέλεια παράθυρα. Και πριν την αναστήλωση το ζήλευε. Ποιος θα έμενε εκεί;
Στο φανάρι με τη Λιοσίων έστριψε για να πάρει τη Χαλκοκονδύλη. Είχε και άλλο φανάρι. Απέναντι στη γωνία ήταν το μαγαζί με τα εποχικά. Κανονικά τώρα έπρεπε να είχε βάλει τα χριστουγεννιάτικα αλλά παρέμενε αφώτιστο. Ξανακοίταξε το λαμπάκι για τις πόρτες. Φώτιζε κόκκινο. Στο πράσινο συνέχισε αλλά την έπιασε το επόμενο στη Τρίτη Σεπτεμβρίου. Θα την έπιανε και το άλλο τώρα στη Πατησίων. Θα πέρναγε όμως μπροστά από το μαγαζί με τα μέλια και τους βασιλικού πολτούς. Το χάζευε κάθε φορά. Τώρα αναρωτιόταν πως και μένει ανοιχτό τόσο αργά ή και γενικά.
Με το που μπήκε στην Ακαδημίας σκεφτόταν που θα πάρκαρε. Μακάρι στη Μαυρομιχάλη να έβρισκε, αν όχι θα το ‘χωνε στο γνωστό υπαίθριο πάρκινγκ.
Καλός άνθρωπος ο διαχειριστής του πάρκινγκ. Ήταν κέντρο απόκεντρο και με καλή τιμή. Δεν ήταν μέρες για κλίσεις αυτές. Άντε τώρα να βρει που ήταν η Κωλέτη. Ρώτησε το παρκαδόρο. Κατάλαβε περίπου και ξεκίνησε κατεβαίνοντας τη Σόλωνος. Της άρεσε αυτή η περιοχή. Είχε μετακομίσει και το Food Company εδώ. Είχαν έρθει με το Βασίλη όταν έψαχνε για σπίτι αλλά ήταν μεσημέρι και καλοκαίρι. Τώρα στις έντεκα το βράδυ, μήνα Νοέμβρη, είχε κρύο. Ανέβασε τα πέτα από το παλτό της και έδεσε σφιχτά τη ζώνη. Κράτησε τα χερούλια της τσάντας της γερά.
Στη Χαριλάου Τρικούπη έστριψε. Το κρύο ήταν δροσερό δεν την ενοχλούσε αλλά τα πλακάκια για τους τυφλούς την ενοχλούσαν με τα τακούνια. Δεν μπορούσε να πατήσει σταθερά. Να ήταν και τα πεζοδρόμια κανονικά να το καταλάβαινε το πλακάκι των τεραστίων διαστάσεων στη μέση, αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση; Θυμήθηκε την Έλενα που της είχε πει ότι το Λονδίνο το περπατάς άνετα ακόμα και με τακούνια δωδεκάποντα ενώ την Αθήνα ούτε με σπορτέξ. Δεν γέλασε όπως τότε.
Με το που έστριψε στη Ναυαρίνου είδε κίνηση αθρώπων μπροστά της και στο πάρκο είδε ακόμα περισσότερους. Ένιωσε η μόνη ξενέρωτα ντυμένη από όλους αυτούς που ήταν μαζεμένοι και κάθονταν στα παγκάκια και στις κούνιες του πάρκου, με φωτιές αναμμένες σε βαρέλια. Δεν είχαν χρώματα στα ρούχα και το ζαχαρί παλτό ήταν σαν την άσπρη μύγα μέσ’ στο μαύρο γάλα. Τι τους ένωνε; Γιατί ήταν εκεί; Βρήκε την απάντηση στη ταμπέλα της Ζωοδόχου Πηγής. Απλά βρίσκονταν και συζητούσαν και κάθονταν και άκουγαν μουσική από το ανοιχτό μπαρ στη γωνία. Κατά κάποιο τρόπο δεν την ενόχλησε τίποτα και για κάποιον ανεξήγητο λόγο έβγαλε το χέρι από το χερούλι της τσάντας και το έβαλε στη τσέπη του παλτού. Έστριψε στη Μάνης και μετά πάλι αριστερά στη Μεσολογγίου και τώρα πια δεν ήξερε που πήγαινε. Κάπου εδώ ήταν η Κωλέτη και δεν ήθελε να τον πάρει τηλέφωνο. Θα νόμιζε ότι θα ήθελε να ακούσει τη φωνή του και δεν ήθελε να νομίζει.  Έστριψε στο πρώτο πεζόδρομο που βρήκε μπροστά της και εκεί ήταν τόσοι μαζεμένοι. Αυτή η μυρωδιά όμως ήταν ο άλλος λόγος που ίσως μαζεύονταν εδώ. Άλλη φορά θα την ενοχλούσε, θα ήθελε να ξεράσει αλλά μετά και το κόψιμο του τσιγάρου όλα είχαν αλλάξει. Το στομάχι της της έλεγε τελείως διαφορετικά πράγματα. Η όσφρηση όμως. Ξεκάθαρη όπως πάντα. Κανείς τους δεν ενοχλήθηκε από την εισβολή του ζαχαρί παλτό. Και τώρα περνούσε την Αλεξάνδρου Γρηγορόπουλου. Σαν να γινόταν ένα μόνιμο μνημόσυνο με όλα αυτά τα λιβάνια τριγύρω αλλά και σαν όλοι αυτοί οι νέοι από το πάρκο μέχρι εδώ να προσπαθούσαν αν προφυλάξουν αυτόν εδώ το πεζόδρομο.
Συνέχισε λίγο ακόμα και βρήκε τη Κωλέτη. Θα την κατέβαινε. Της είχε πει στο τέλος, στο πεζόδρομο.
Να και το Food Company. Δεν βρήκε μακριά σπίτι. Τώρα τον ζήλευε πάλι για την κολοφαρδία του. Αμάν αυτός ο άνθρωπος. Στο κέντρο των γεγονότων. Λίγο πιο πάνω από την πλατεία.
Στη Θεμιστοκλέους βρήκε μια διχάλα πεζόδρομους και δεν ήξερε ποιον από τους δύο έπρεπε να ακολουθήσει. Δεν έγραφε πουθενά. Δεν το σκέφτηκε όμως. Η αριστερή ήταν λιγότερο φασαριόζα. Εκεί ήταν που το είδε. Το πρόσωπο. Το μόνο πρόσωπο. Δεν είχε φρύδια, ούτε βλέφαρα αλλά ούτε και κάποια έκφραση. Αποφάσισε ότι ήταν θλιμμένο. Αλλά το βρήκε βεβηλωμένο από άσχετα γκράφιτι γύρω του. Όχι ότι και αυτό δεν είχε υπερισχύσει πάνω σε άλλα, αλλά ήταν τόσο παράταιρα και αυτό ξεχώριζε από μέσα τους. Έμεινε εκεί να το κοιτάζει.
Η πόρτα ήταν παλιάς πολυκατοικίας, αυτής δίπλα στο πρόσωπο. Έψαξε τα κουδούνια. Ανάθεμα αν δεν είχε βάλει το όνομά του στο κουδούνι. Δεν θα πήγαινε σε καμιά άλλη πόρτα αν δεν ήταν εδώ. Είδε το όνομά του γραμμένο με κεφαλαία γράμματα στο ταμπελάκι φωτισμένο όπως και τα άλλα ονόματα. Θα ανέβαινε, θα έπαιρνε τα πράγματά της και δεν θα του άφηνε περιθώρια. Χτύπησε το κουδούνι. Η φωνή του ακούστηκε καθαρή να τη ρωτά.
- Ποιος είναι;
- Αίμιλυ.
- Ανέβα.
- Όχι.
- Μα, έκανες τόσο δρόμο …
- Αν έχω αφήσει κάτι, στείλ’ το μου ή και πάλι καλύτερα, πέτα το. Να προσέχεις.
Γύρισε και κατέβηκε το πλατύσκαλο της εξώπορτας. Ο Βασίλης δεν έλεγε τίποτα αλλά άκουγε ένα βουητό στο ηχείο του θυροτηλέφωνου. Γύρισε και κοίταξε το πρόσωπο. Του έκλεισε το μάτι και πήρε το δρόμο για το πάρκινγκ. Είχε αποφασίσει ότι θα ακολουθούσε την ίδια πορεία. Της φάνηκε πιο οικία αυτή τη φορά.
Το κουμπάκι για τις πόρτες του αυτοκινήτου όμως θα το πάταγε.
.
Η Αντιγόνη Τσίγκου γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στον Ασπρόπυργο όπου και εργάζεται. Δεν είχε γράψει λέξη ποτέ μέχρι που ένας καλός φίλος, την παρότρυνε να κάνει μαθήματα δημιουργικής γραφής. Από τότε όμως, έχει γράψει μόνο για τους τίτλους θεμάτων που έδιναν στα σεμινάρια, και ψάχνει να βρει τον δικό της τίτλο.
[ facebook ] [ twitter ]
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δημοφιλείς αναρτήσεις