_ΤΟ ΒΡΕΓΜΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ
του Παναγιώτη Φάμελλου *
.
Μπήκε στο υπόγειο διαμέρισμά του βιαστικά. Είχε προλάβει να φτάσει
σπίτι πριν πιάσει βροχή. Έτσι έδειχνε τουλάχιστον όλη μέρα. Ότι θα
έβρεχε, παρ’ όλη τη ζέστη. Σύννεφα βαριά και μαύρα απ’ το πρωί, που δεν
κινούνταν γιατί δεν φυσούσε καθόλου. Έκλεισε την πόρτα και την απειλή
της βροχής πίσω του και αισθάνθηκε λίγο τυχερός.
Ακούμπησε την τσάντα με τα λερωμένα ρούχα της δουλειάς σε μια καρέκλα
έξω απ’ το μπάνιο. Δεν απομακρύνθηκε όμως απ’ την καρέκλα. Δε μπήκε στο
μπάνιο ή στην κουζίνα ή στο υπνοδωμάτιο. Κάθισε πάνω από την τσάντα,
την κοίταξε για λίγο και μετά την άνοιξε.
Είχε καθυστερήσει στο δρόμο. Στο περίπτερο που έπαιρνε τα τσιγάρα
του. Μαζί μ’ αυτά, μια σοκολάτα και τσίχλες. Η συνηθισμένη του αγορά
κάθε απόγευμα που επέστρεφε σπίτι. Σήμερα όμως το μάτι του έπεσε και σε
κάποια βιβλία στον αριστερό πάγκο του περίπτερου. Απ’ αυτά τα μικρά, με
το φτηνό χαρτί και τις ερωτικές ή αστυνομικές υποθέσεις. Δεν τα είχε
προσέξει ποτέ, δεν είχε ασχοληθεί ποτέ μαζί τους. Ήξερε μόνο πως
υπήρχαν, όπως υπάρχουν κι ένα σωρό άλλα πράγματα σ’ ένα περίπτερο, που
δεν τον απασχολούσαν, όπως τα γλειφιτζούρια, οι σφυρίχτρες ή τα
μπρελόκ.
Σήμερα όμως σταμάτησε για πολλή ώρα κοιτάζοντας ένα απ’ αυτά τα
βιβλία. Τον τράβηξε το εξώφυλλο. Έδειχνε μια ακτή. Δεν φαινόταν
πραγματική, ήταν μάλλον σαν πίνακας που υπήρχε μόνο στη φαντασία του
ζωγράφου. Με σκούρα χρώματα απεικόνιζε μια ήρεμη, ακύμαντη θάλασσα και
έξω, στην παραλία κάποια σπίτια παράξενα, σαν μεσαιωνικά κτίσματα,
σκοτεινά, σκιώδη, από εκείνα που στα θρίλερ της τηλεόρασης είναι
κατοικημένα μόνο από φαντάσματα. Δέντρα με πυκνά φυλλώματα έκρυβαν ένα
μέρος των οικημάτων, υπονοώντας ακόμα μεγαλύτερα μυστήρια.
Του άρεσε το τοπίο της εικόνας. Του φάνηκε μαγικό, ονειρικό. Τον
τραβούσε, ήταν ένα μέρος που θα ήθελε να το γνωρίσει, να το δει από
κοντά. Κάθισε κάμποση ώρα και χάζευε αυτό το εξώφυλλο, μέχρι που ο
περιπτεράς αναγκάστηκε να του φωνάξει για να τον κάνει να πάρει τα ρέστα
του και να απομακρυνθεί. Είχε έρθει κι άλλος πελάτης που περίμενε πίσω
του ανυπόμονα.
Δεν πήρε τα ρέστα. Έδωσε ό,τι παραπάνω χρειαζόταν στον περιπτερά και
του είπε να βάλει το βιβλίο που κοιτούσε, στη σακούλα με τα τσιγάρα, τις
τσίχλες και τη σοκολάτα που είχε αγοράσει. Μετά έβαλε τη σακούλα μέσα
στην τσάντα που κουβαλούσε στον ώμο του.
Όταν άνοιξε την τσάντα στο σπίτι του, έβγαλε από μέσα τη σακούλα του
περίπτερου και πήρε το βιβλίο και το πακέτο με τα τσιγάρα. Μην αφήνοντας
απ’ τα μάτια του το εξώφυλλο άναψε ένα απ’ αυτά και κατευθύνθηκε προς
το σαλονάκι. Έβαλε το αναμμένο τσιγάρο σ’ ένα τασάκι, άφησε το βιβλίο
στο τραπέζι και τράβηξε το πόμολο απ’ τα τζάμια για να ανοίξει το
παράθυρο. Το διαμέρισμα μύριζε κλεισούρα και ο ίδιος μύριζε απ’ τον
ιδρώτα και τη σκόνη. Η πρώτη του ενέργεια γυρίζοντας σπίτι, συνήθως ήταν
το να μπει για μπάνιο. Σήμερα το μπάνιο ήταν μια ενοχλητική σκέψη η
οποία αφορούσε μια χρονοβόρα διαδικασία, που θα αναβαλλόταν γι’
αργότερα.
Ανοίγοντας τα παντζούρια, μπήκε μέσα αέρας που μύριζε βροχή. Τόση ώρα
έξω είχε εξοικειωθεί με τη νοτερή αίσθηση και δεν την ξεχώριζε. Τώρα
που εισέβαλε απ’ το παράθυρο, διαλύοντας την ξινίλα που βασίλευε στο
κλειστό υπόγειο, δεν άφησε καμιά αμφιβολία για τη μπόρα που ήταν έτοιμη
να ξεσπάσει.
Η μυρωδάτη υγρασία ανακατεύτηκε στο μυαλό του με την εικόνα της
σκοτεινής παραλίας του εξώφυλλου του βιβλίου που τον περίμενε.
Φαντάστηκε ότι η βροχή ήταν έτοιμη να πέσει και σε κείνη την παραλία,
πάνω σε κείνες τις μυστηριώδεις κατοικίες. Πήγε πάνω απ’ το τραπέζι και
κοιτώντας ξανά το βιβλίο είδε σύννεφα πυκνά και μαύρα να είναι μαζεμένα
στον ουρανό της ζωγραφιάς. Παράξενο, δεν θυμόταν αυτά τα σύννεφα πριν.
Και η θάλασσα είχε κύματα που έσκαγαν στην παραλία, παρασυρμένα προφανώς
απ’ τον ίδιο άνεμο που είχε φέρει και τα σύννεφα. Ήταν σίγουρος πως
αυτή η θάλασσα πριν από λίγο ήταν γαλήνια και χωρίς κύματα.
Ανυπόμονα πήρε στα χέρια του το βιβλίο και κάθισε στην καρέκλα που
βρισκόταν κάτω απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Το ξανάφησε όμως σχεδόν αμέσως
και σηκώθηκε, όταν είδε τη στήλη του καπνού που ανέβαινε στο χαμηλό
ταβάνι του. Το τσιγάρο του εξακολουθούσε να καίγεται στο τασάκι που το
είχε αφήσει, και για λίγο η λαχτάρα του καπνιστή υπερνίκησε την όψιμη
λαχτάρα του αναγνώστη. Αποφάσισε να αφιερώσει στο πρώτο τσιγάρο του
φρεσκοαγορασμένου πακέτου το χρόνο που του άρμοζε. Ήδη το είχε
παραμελήσει πολύ. Άφησε το βιβλίο να περιμένει λίγο ακόμα και
παραξενεύτηκε με τη λαχτάρα του να το διαβάσει, που όσο το καθυστερούσε,
τόσο μεγάλωνε.
Στάθηκε όρθιος μπροστά στο παράθυρό του, έβαλε το ένα χέρι στην τσέπη
και με το άλλο κάπνισε μακάρια και ευδαιμονικά για λίγη ώρα, κοιτώντας
έξω, διαμέσου της σιδερένιας σχάρας που κάλυπτε για προστασία το
άνοιγμα. Τα πόδια των περαστικών είναι η συνηθισμένη θέα του όταν
ρεμβάζει κοιτώντας προς τα πάνω, στο ύψος των πέτρινων πλακών του
πεζοδρομίου. Μερικές φορές διασκεδάζει με το θέαμα, προσπαθεί να
μαντέψει σε τι είδους ανθρώπους ανήκουν τα παπούτσια, οι κάλτσες, τα
παντελόνια και οι φούστες που παρελαύνουν από πάνω του, την ώρα που
εκείνοι περνούν βιαστικά, χωρίς να ασχοληθούν με το να κοιτάξουν τόσο
χαμηλά, στην τρύπα του παραθύρου, εκεί που ο τοίχος συναντάει το
πεζοδρόμιο. Όταν βαρεθεί και το βλέμμα του μετακινηθεί λίγο μακρύτερα, η
ματιά του σταματάει οριστικά πάνω στη βάση του τοίχου της απέναντι
πολυκατοικίας, αλλά το θέαμα διακόπτεται συχνά από τα αυτοκίνητα που
παρεμβάλλονται καθώς περνούν τρέχοντας στην άσφαλτο και γεμίζοντας το
σαλόνι του καυσαέριο. Κάποιες άλλες φορές διασκεδάζει με το να μετράει
αυτά τα αυτοκίνητα, βάζοντας στοίχημα με τον εαυτό του για το αν θα
περάσουν λιγότερα ή περισσότερα από δέκα ή δεκαπέντε μέσα σ’ ένα λεπτό, ή
μέσα σε δύο λεπτά. Σκοτώνει πολλές άσκοπες ώρες έτσι, με πλήθη
αυτοκινήτων και χρονικές διάρκειες.
Σήμερα τα περαστικά αυτοκίνητα ήταν λίγα και μέσα από τις στήλες του
καπνού που έβγαιναν απ’ το τσιγάρο και το στόμα του, χάζευε τον απέναντι
τοίχο. Στο μισοσκόταδο του μουντού απογεύματος έβλεπε τις αποχρώσεις
της ξεφτισμένης μπογιάς ν’ ανακατεύονται και να χορεύουν, παίρνοντας το
σχήμα κλαδιών και φυλλωμάτων που πίσω τους κρύβουν σπίτια σκυθρωπά και
παράθυρα κλειστά. Σπίτια παράξενα, σαν μεσαιωνικά κτίσματα, σπίτια
οικεία, που τα είχε ξαναδεί. Δεν άργησε να καταλάβει ότι το τοπίο του
εξώφυλλου του βιβλίου που τον περίμενε, άρχισε να αποτυπώνεται στον
τοίχο που κοιτούσε αφηρημένα. Μόλις το συνειδητοποίησε ξαφνιάστηκε.
‘‘Αυτό το βιβλίο ανυπομονεί να διαβαστεί’’, σκέφτηκε. Έσβησε το
τσιγάρο στο τασάκι και ξανακοίταξε τον τοίχο του απέναντι πεζοδρομίου.
Τίποτα δεν απεικονιζόταν τώρα, η μονοτονία είχε επιστρέψει. Πήρε θέση
ξανά στην καρέκλα κάτω απ’ το παράθυρο, με το βιβλίο στα χέρια.
Κοίταξε το εξώφυλλο για πολλή ώρα πριν το ανοίξει. Το τοπίο σκοτεινό
κι ακίνητο. Στην αρχή. Γιατί όσο το κοιτούσε αποκτούσε ζωή. Και κίνηση.
Τα κλαδιά κουνιούνταν και τα φύλλα ανέμιζαν σ’ έναν άνεμο που όλο και
δυνάμωνε και ανατάραζε τα κύματα και τα συγκέντρωνε στην ακτή και
ανακάτευε και πύκνωνε τα σύννεφα. Το τοπίο διευρύνθηκε, τον κύκλωσε και
τον τύλιξε. Ήταν πια μέσα του, μέρος του, έγινε κομμάτι του. Τα κλαδιά
αιωρούνταν πάνω απ’ το κεφάλι του ο άνεμος ανακάτευε τα μαλλιά του μαζί
με τα φυλλώματα, το κύμα τον πιτσίλιζε και οι θαμποί τοίχοι των
κτισμάτων εμπόδιζαν το οπτικό του πεδίο. Κοίταξε ψηλά, προς τα σκοτεινά
παράθυρα. Τώρα πια δεν ήταν όλα κλειστά. Κάποια ήταν μισοανοιγμένα και
κάποια έχασκαν ορθάνοιχτα, αποκαλύπτοντας μόνο πηχτό και μαύρο σκοτάδι
στο εσωτερικό των δωματίων.
Τότε, μέσα σ’ αυτό το τοπίο της ερημιάς, των ακατοίκητων σπιτιών της
ανεμοδαρμένης ακτής, μια μορφή έκανε την εμφάνισή της σ’ ένα απ’ τα πιο
σκοτεινά παράθυρα του πιο ψηλού κτιρίου. Ένα πρόσωπο οστεώδες και χλωμό
τον κοιτούσε, αμίλητο και σοβαρό, με μάτια που έβλεπαν μέσα του, πίσω
και πέρα απ’ αυτόν. Έκανε ένα νεύμα σαν να τον καλούσε και αμέσως
υποχώρησε στο εσωτερικό του δωματίου.
Την επόμενη στιγμή, υπακούοντας στην πρόσκληση, βρέθηκε κι εκείνος
μέσα στο δωμάτιο. Ήταν ένας ακαθόριστος χώρος, οι τοίχοι και το ταβάνι
θολοί και συγκεχυμένοι και το μόνο ευδιάκριτο ήταν η φιγούρα που πριν
λίγο κοιτούσε εκείνον και τώρα καθόταν πάνω από ένα γραφείο, κοιτάζοντας
ένα κλειστό βιβλίο μπροστά της.
Του φάνηκε τότε πως εκείνος ο μυστηριώδης άνθρωπος, κλεισμένος σ’
αυτόν τον απόκοσμο τόπο ήταν ο κάτοχος όλων των μυστικών και όλων των
απαντήσεων. Και πως εκείνο το βιβλίο ήταν γραμμένο για τον ίδιο, τον
επισκέπτη και τον περίμενε να το ανοίξει για να διαβάσει τις απαντήσεις
σ’ όλες τις ερωτήσεις του.
Προχώρησε κι έφτασε πάνω απ’ τον ώμο του οικοδεσπότη. Καθώς έσκυβε,
μία αστραπή φώτισε εκείνη την ξεχασμένη χώρα και είδε πως το εξώφυλλο
του βιβλίου ήταν ένας καθρέφτης και μέσα του είδε το πρόσωπό του.
Ο οικοδεσπότης, αμίλητος, του πρόσφερε το βιβλίο κι εκείνος το πήρε
και πλησίασε στο παράθυρο. Το άνοιξε κάτω απ’ το φως των συνεχιζόμενων
αστραπών. Ήταν πυκνογραμμένο, αλλά οι πρώτες σταγόνες της καταιγίδας που
ξεσπούσε, έπεσαν πάνω στα ανοιγμένα φύλλα και τον εμπόδισαν να
διαβάσει. Σ’ όποια γραμμή και να έριχνε τη ματιά του το νερό διέλυε το
μελάνι και διάβρωνε τις σελίδες και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να
το σταματήσει. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα από την ανίσχυρη οργή που τον
πλημμύρισε. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να πάρει καμία απάντηση;
Έστρεψε το κεφάλι του κι έψαξε να αντικρύσει τα ανεξιχνίαστα μάτια
του κατόχου του βιβλίου ζητώντας βοήθεια. Το μόνο όμως που είδε ήταν το
εσωτερικό του δικού του σπιτιού, βυθισμένο, σχεδόν, στο σκοτάδι. Η βροχή
έμπαινε απ’ το ανοιχτό παράθυρο και μούσκευε το πάτωμα, την καρέκλα που
καθόταν, τα ρούχα του και το βιβλίο που είχε αγοράσει απ’ το περίπτερο
και κρατούσε στα χέρια του. Δεν μπορούσε όμως να κουνηθεί. Σαν
υπνωτισμένος καθόταν μέσα στα σκοτεινά και παρακολουθούσε την καταστροφή
του βιβλίου, μέχρι που δεν έμεινε παρά μια άμορφη μάζα χαρτοπολτού.
Τίναξε τον πολτό από τα χέρια του. Ένα κομμάτι χαρτιού δεν είχε
λιώσει. Σηκώθηκε, άναψε το φως και το περιεργάστηκε. Ήταν μια εικόνα. Σε
πρώτο πλάνο η πλάτη ενός ψηλόλιγνου ανθρώπου μπροστά από έναν καθρέφτη
που διαγραφόταν στο βάθος. Ένας καθρέφτης μεγάλος που δεν αντανακλούσε
τίποτα μέσα του. Από κάτω μια λεζάντα που το νερό την είχε σχεδόν
καταστρέψει. Δεν μπορούσε να διακρίνει παρά μόνο σκόρπια γράμματα που
δεν έβγαζαν νόημα.
Κοίταξε για λίγο γύρω του αναποφάσιστος. Μετά έκλεισε το παράθυρο, πήρε ένα μπουφάν και μια ομπρέλα και βγήκε έξω στη βροχή.
Έπρεπε να βρει απαντήσεις. Υπήρχε ένα βιβλιοπωλείο στη γειτονιά του
και έλπιζε να το προλάβει πριν κλείσει. Ίσως εκεί μπορούσαν να τον
βοηθήσουν..
.
Ο Παναγιώτης Φάμελλος γεννήθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και απασχολήθηκε
σε διάφορες εργασίες, όπως dj, υπάλληλος σε βιβλιοπωλεία, σε ιδιωτικές
εταιρείες και σε τράπεζα. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά
(Συμπαντικές Διαδρομές τ.15), σε συλλογές διηγημάτων (‘‘10 ιστορίες του φανταστικού’’ – Αρχέτυπο 2010), στο διαδίκτυο (eyelands.gr), έχουν διακριθεί σε διαγωνισμούς και έχουν παρουσιαστεί σε λογοτεχνικά εργαστήρια.
[ email ]
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω