Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών

πηγή  περιοδικό  "ε ί ν α ι"  Οκτώβριος  1999  
από το άρθρο της ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΣΙΓΑΝΟΥ
. . .
To ιστορικό της ίδρυσης του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών...
                                                             
 
                                                                           
 Την ... πρωτιά στην ίδρυση Χρηματιστηρίου Αξιών στη χώρα μας κατέχει το επίνειο της πρωτεύουσας, ο Πειραιάς με άλλα λόγια, όπου το 1875 ιδρύθηκε χρηματιστήριο, το οποίο ωστόσο ουδέποτε λειτούργησε. Στην Αθήνα, το έδαφος για το χρηματιστήριο είχαν καλλιεργήσει από 1870 , οι θαμώνες της Λέσχης των Εμπόρων με τις συγκεντρώσεις και συζητήσεις τους στο καφενείο  " Η Ωραία Ελλάς " που βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Αιόλου. Η αρχή αυτής της δεκαετίας ήταν μια γόνιμη περίοδος για συναλλαγές και κερδοσκοπίες, που οδήγησε τελικά στη μετονομασία του εμπορικού συλλόγου σε χρηματιστήριο και στην έγκριση της σύστασής του με βασιλικό διάταγμα επί κυβερνήσεως Κουμουνδούρου . ΄Εμποροι, πλοίαρχοι, μεσίτες και κολλυβιστές (απασχολούμενοι με την ανταλλαγή νομισμάτων) μπορούσαν πλέον να κάνουν τις συναλλαγές  των ελάχιστων χρεογράφων που κυκλοφορούσαν. Το χρηματιστήριο στεγάστηκε αρχικά στο Μέγαρο Μελά, στην πλατεία Κοτζιά, μετά στην οικία Νοταρά όπου είναι σήμερα το κεντρικό κατάστημα της Εμπορικής, ενώ μια μακρά περίοδο, στο μεταίχμιο των δύο αιώνων του 19ου και 20ου ήταν στην οδό ΠεσμαζόγλουΑπό το 1934 ωστόσο έχει καταλύσει στο νούμερο 10 της οδού  Σοφοκλέους, προσδιορίζοντας πλέον την περιοχή αλλά και την οδό. Μόνο το μπρούτζινο άγαλμα του Ερμή, στολίδι από τη Λέσχη των Εμπόρων, έχει απομείνει πλέον ως ενθύμιον εκείνων των καιρών, να κοσμεί σήμερα τον τρίτο όροφο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Όσο για τα "χαρτιά" της εποχής ; Μετρημένα στα δάχτυλα... Η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας, της Ναυτικής Τράπεζας "Ο Αρχάγγελος", της Γενικής Πιστωτικής Τράπεζας, της Τράπεζας Βιομηχανικής Πίστεως , των μεταλλευτικών εταιρειών "Ο Λαυρεωτικός Όλυμπος" και "Η Κάρυστος" , της  "Μεταλλουργίας Λαυρίου" , της ασφαλιστικής εταιρείας "Ο Φοίνιξ" και της Εθνικής Ατμοπλοϊας Ελλάδας...




Γεώργιος Αβέρωφ



                                          Γεώργιος Αβέρωφ
Averof George by P. Prosalentis.jpg
Ο Γεώργιος Αβέρωφ (Μέτσοβο 15-8-1818 - Αλεξάνδρεια 15-7-1899) ήταν Έλληνας επιχειρηματίας και ένας από τους μεγαλύτερους εθνικούς ευεργέτες.

Γιος του Μιχαήλ Αυγέρου Αποστολάκα και της Ευδοκίας Φάφαλη, γεννήθηκε στο Μέτσοβο στις 15 Αυγούστου του 1818. Ήταν ο υστερότοκος γιος ανάμεσα στα επτά αδέλφια του - τρία κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Στην αρχή ήταν βοσκόπουλο και παράλληλα μαθητής του Ελληνοσχολείου του Μετσόβου όπου και έλαβε τα στοιχειώδη γράμματα. Όπως τότε οι περισσότεροι νέοι πολυμελών οικογενειών έφευγαν για "να κάνουν την τύχη τους" έτσι και ο Γεώργιος πήρε το δρόμο της ξενιτιάς. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Αναστάσιος δούλευε ήδη σε εμπορική επιχείρηση του θείου του Ν. Στουρνάρα στο Κάιρο στην Αίγυπτο. Έτσι το 1837, σε ηλικία μόλις 19 ετών, έφυγε από το Μέτσοβο όπου γεννήθηκε και εγκαταστάθηκε αρχικά κοντά στον αδελφό του. Διευθύνει το κατάστημα υφασμάτων και εμπορεύεται το βαμβάκι 

Μετά το θάνατο του αδελφού του συνεχίζει τις επιχειρηματικές δραστηρίοτητές του. Αργότερα, το 1866 εγκαθίσταται στην Αλεξάνδρεια όπου και ασχολήθηκε με δική του πλέον εμπορική επιχείρηση εισαγωγών - εξαγωγών. Στο εμπόριο αυτό κατάφερε να εξάγει στη Ρωσία τεράστιες ποσότητες, για την εποχή εκείνη χουρμάδων, και ακολουθώντας το τότε εμπόριο ανταλλαγής ειδών ζήτησε και εισήγαγε μεγάλη ποσότητα χρυσονημάτων (μπρισίμ). Αυτή ήταν η πρώτη του εμπορική πράξη που του επέφερε τεράστια κέρδη και τον καθιέρωσε γενικότερα. Έτυχε τότε να παντρεύεται ένας Αιγύπτιος Πασάς και σύμφωνα με τα έθιμα οι παριστάμενοι στο γάμο έπρεπε να φορούν χρυσοκέντητες στολές. Έτσι τα εισαγόμενα αυτά "χρυσονήματα του Αβέρωφ" όπως ονομάστηκαν κυριολεκτικά έγιναν ανάρπαστα σε πολλαπλάσια τιμή, τόσο από τη Βασιλική Αυλή όσο και από τους αξιωματούχους της Χώρας. Μ΄ εκείνο το κεφάλαιο που απέκτησε ο Αβέρωφ ξεκίνησε με συνεχή άλματα να δημιουργεί στη σειρά ευρύτατες επιχειρήσεις με εκπληκτικές επιτυχίες. Έτσι για αρκετά χρόνια θα ασκεί το αποκλειστικό εμπόριο υφασμάτων στο Σουδάν. Αγοράζει μεγάλο μέρος του βαμβακιού της Αιγύπτου καταφέρνοντας να το μεταποιήσει την κατάλληλη στιγμή όταν η ζήτηση στην Αγγλία ήταν αυξημένη, σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές, αφού το αμερικάνικο βαμβάκι δεν μπόρεσε να φθάσει στις ευρωπαϊκές αγορές.[1] 

Όταν η χολέρα εξαπλώθηκε στην Αίγυπτο ο Αβέρωφ δεν δέχθηκε να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια κι έτσι πολλαπλασίασε τον κύκλο εργασιών του. Το 1870 αναγνωρίσθηκε ως ο μεγαλύτερος έμπορος της Αιγύπτου. Από τότε άρχισε και το μεγάλο έργο της προσφοράς του.

Τον Ιούλιο του 1882 θα φύγει για τη Βιέννη-και μετά από έντονη πίεση της τότε Ελληνικής κυβέρνησης- επειδή ο αγγλικός στόλος βομβάρδισε την Αλεξάνδρεια με σκοπό να καταστείλει την εξέγερση του Αραμπί Πασά. Απέκτησε τεράστια περιουσία και βοήθησε την ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας ιδρύοντας σχολεία και νοσοκομεία. Επειδή όμως η περιουσία του συνέχιζε να αυξάνεται με γεωμετρικό ρυθμό, προέβη σε πολλές φιλανθρωπικές και κοινωφελείς πράξεις και στην Ελλάδα. Θα αναδειχθεί πρόεδρος της Ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας αφού έθεσε ως όρο την αποπληρωμή των χρεών της κοινότητας τα οποία ανέρχονταν στο ύψος των 20000 αγγλικών λιρών, και που ο ίδιος κάλυψε κατά το ήμιση.[2]

Μεταξύ άλλων, χορήγησε λεφτά για την επέκταση του Πολυτεχνείου, την αναμόρφωση του Παναθηναϊκού σταδίου και τον ανδριάντα του Ρήγα και του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε' στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στον Αβέρωφ επίσης οφείλονται η ανέγερση των φυλακών Αβέρωφ (κατεδαφίστηκαν το 1971), η σχολή Ευελπίδων, η γεωργική σχολή της Λάρισας, το Ωδείο των Αθηνών, της Ελληνικής Φιλαρμονικής της Αλεξάνδρειας κ.α. Το μεγαλύτερο ευεργέτημα του πάντως θεωρείται η δωρεά 2.500.000 χρυσών φράγκων στο Πολεμικό Ναυτικό, χρήματα με τα οποία ναυπηγήθηκε το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ».

Προς το τέλος της ζωής του διετέλεσε και πρόεδρος της Ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας (1895-1896). Επί των ημερών του η κοινότητα γνώρισε μεγάλη ακμή, η οποία όμως οφειλόταν κατά κύριο λόγο στις μεγάλες δωρεές που έκανε ο ίδιος ο Αβέρωφ.

Ο Γεώργιος Αβέρωφ πέθανε στην Αλεξάνδρεια στις 15 Ιουλίου του 1899 και κηδεύτηκε σε πάνδημο πένθος του Ελληνισμού. Η Ελληνική Κυβέρνηση (του Γ. Θεοτόκη) στις 22 Απριλίου του 1908 έστειλε το εύδρομο "ΜΙΑΟΥΛΗΣ" και μετέφερε τη σορό του στην Ελλάδα όπου με ιδιαίτερες τελετές αναπαύθηκε στο χώμα της πατρίδας του που τόσα πολλά είχε προσφέρει.

Η Διαθήκη του Μεγάλου Ευεργέτη, Γεωργίου Αβέρωφ συντάχθηκε ιδιόχειρα από τον ίδιον στις 18/30 Μαρτίου 1898 (στην οικία του που βρίσκονταν στο ακίνητο των Αδελφών Βολανάκη) και επικυρώθηκε από το "εν Αλεξανδρεία" Ελληνικό Προξενικό Δικαστήριο κατά τη συνεδρίασή του στις 16/28 Ιουλίου του 1899, την επομένη του θανάτου του. Ακολούθησε τηλεγράφημα του Έλληνα γενικού Πρόξενου Ι. Γρυπάρη προς ενημέρωση του Βασιλέα των Ελλήνων και αργότερα στις 9 Αυγούστου 1899, στάλθηκε ακριβές αντίγραφο της διαθήκης, που βεβαίωνε ο ίδιος ο πρόξενος και που παραδόθηκε στην Ελληνική Κυβέρνηση. Η Διαθήκη τυπώθηκε και δημοσιεύτηκε στον ελληνόγλωσσο αλεξανδρινό τύπο "Ταχυδρόμου" του Γ. Τηνίου (σε σχήμα 8, σελίδες 17).

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B5%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%91%CE%B2%CE%AD%CF%81%CF%89%CF%86



ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ της Νιόβης *

πηγή :  http://www.onestory.gr/post/27152765494

ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ

της Νιόβης *
.
Ήταν όμορφη. Πολύ όμορφη για την ακρίβεια. Δεν μπορούσε κανείς να την ξεχωρίσει εύκολα από τη χρυσή ανατολή και από το μωβ δειλινό. Είχε μακριά μαλλιά, πολύ μακριά που τα ζήλευαν όλοι. Το χρώμα τους ήτανε μαύρο αλλά όχι το κορακί μα ούτε και το ξεβαμμένο. Είχε ένα χρώμα που κανείς δεν είχε, που δύσκολα μπορούσες να το βρεις πάνω σε κοπέλα. Γιατί αυτό ήταν, μια κοπέλα. Νέα, όμορφη και ξεχωριστή. Φευγαλέα σαν τον άνεμο, πιο πολύ σαν τα πουλιά. Άπιαστη. Άφταστη. 
Τόσο ψηλά που φοβόσουν να την φτάσεις, να την προσπεράσεις αλλά ακόμη και να είσαι μαζί της. Σε μαγνήτιζε με έναν τρόπο αλλιώτικο, μοναδικό. Ρεαλίστρια την χαρακτήριζαν πολλοί και είχαν δίκιο γιατί έλεγε πάντα την αλήθεια. Δεν πίστευε στα παραμύθια αν και αυτό ήταν ειρωνεία γιατί η ίδια ζούσε σε ένα παραμύθι. Σε ένα δικό της παραμύθι, σε έναν κόσμο διαφορετικό, σαν κι εκείνη.
 Φορούσε πάντα τα καινούρια της παπούτσια. Κόκκινα στο χρώμα της φωτιάς. Αυτά μπορούσες εύκολα να τα ξεχωρίσεις όπου κι αν πήγαινε. Ανάμεσα στον πιο εξωτικό κόσμο, στα πιο σημαντικά πρόσωπα εκείνη θα ξεχώριζες, μόνο και μόνο από τα παπούτσια που κοσμούσαν τα πόδια της. Δεν ήθελε να κεντρίσει, όχι. Δεν αποζητούσε την προσοχή, απλά της άρεσαν αυτά τα συγκεκριμένα παπούτσια. Της θύμιζαν παλιές ιστορίες της γιαγιάς της. Το παρελθόν. Στο οποίο ζούσε και συνεχίζει να ζει μέχρι και τώρα. 
 Κάθε φορά που φορούσε αυτά τα παπούτσια άλλαζε. Γινόταν ένας άλλος εαυτός. Ξέφευγε από την πραγματικότητα του εαυτού της και του κόσμου γύρω της και έπαιρνε μορφές. Αέναες μορφές χαρακτήρων μυθικών, ανύπαρκτων και όμως συνάμα υπαρκτών χάρη στη δική της φαντασία. Στο δικό της μυαλό που οι στροφές του θύμιζαν σβούρα που δεν σταμάταγε ποτέ. 
Οι μορφές που έπαιρνε λοιπόν κατείχαν ένα ξεχωριστό στοιχείο. Μια συνήθεια, καλή ή κακή, ένα ελάττωμα, μια ιδιαιτερότητα που τους έδινε μια ταυτότητα για να αρχίσει η ιστορία. Φορώντας τα παπούτσια αυτά μεταμορφωμένη σε έναν ολότελα καινούριο χαρακτήρα τη κάθε φορά, περπατούσε τους έρημους ή γεμάτους δρόμους της πόλης ψάχνοντας για ‘τροφή’. Και όταν λέμε τροφή εννοούμε τα επιλεγόμενα θύματα της γοητείας της ή ακόμα πολλές φορές και τα πρόσωπα τα οποία της έβγαζαν θυμό με αποτέλεσμα να τσαλακώσει τον καινούριο της χαρακτήρα και να ξεσπάσει. 
 Γιατί εκείνη δεν είχε φίλους. Θα ήθελε να έχει μα ο σκοπός της ύπαρξης της δεν της το επέτρεπε. Είχε κάθε φορά έναν στόχο, μια ιστορία να πει, έναν δρόμο να διασχίσει. Δεν μπορούσε να παρεκκλίνει, δεν είχε το δικαίωμα αυτό. Όμως δεν ήτανε δυστυχισμένη. Κάθε άλλο, χαιρόταν τη ζωή της. Το χαμόγελο της, στόλιζε πάντα το ατημέλητο πρόσωπο της, γεμάτο άτσαλες κόκκινες φακίδες.
Ποτέ μου δε κατάφερα να της μιλήσω. Άπιαστο όνειρο, σαν κι εκείνη. Δεν το επέτρεπε η διαγωγή μου, ο τρόπος ζωής μου και ο πατέρας μου. Δεν ζούσαμε στον ίδιο κόσμο μα πολλές φορές τη συναντούσα μπροστά μου λες και η μοίρα ήθελε να μας φέρει κοντά. Κάθε φορά ολοένα και πιο κοντά όπως τότε στο ποτάμι. Όμως τελικά ποτέ μου δε βρήκα το κουράγιο να της μιλήσω, να της πιάσω το χέρι, να την κάνω να χαμογελάσει, να δω το πρόσωπο της στον ήλιο. Μετάνιωνα και μετανιώνω. Δύσκολο πράγμα να θες κάτι και να μην μπορείς να το έχεις μου έλεγαν παλιά και δεν έδινα σημασία. 
Τα μεγάλα σαλόνια, γεμάτα φαγητά, εξαίσιους καθρέφτες που αιχμαλώτιζαν τη θωριά σου και το ψεύτικο κοστούμι σου δεν έφταναν για να τη βγάλω από το μυαλό μου. Η σκέψη μου, στους δρόμους, όπου διέμενε εκείνη. Πάντα ελεύθερη. Πετούμενο μυαλό, άπιαστος αιθέρας.. 
.
Η Νιόβη γεννήθηκε το 1995 στην Αθήνα. Έχει παρακολουθήσει σεμινάριο δημοσιογραφίας και έχει κερδίσει σε νεανικό διαγωνισμό δημιουργικής γραφής. Ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ο ιστότοπος της είναι http://tigerlily95.blogspot.gr/

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω 

Πρόσκληση σε γεύμα - Ψάρι μαγιονέζα

η συνταγή είναι από ένα παλιό περιοδικό  " ε ί ν α ι "  Οκτώβριος  1999
από τη διαφήμιση του Palmolive

Ψάρι μαγιονέζα

Υλικά

1 κιλό συναγρίδα ή άλλο ψάρι κατάλληλο για βραστό
1 1/2 δόση σάλτσα μαγιονέζα
2 αβγά βρασμένα σφιχτά
λίγα αγγουράκια τουρσί
3 - 4 παντζάρια
φούντες μαϊντανού
μερικά καρότα 
λίγη ρίζα σέλινου
1 κρεμμύδι
1 φύλλο δάφνης
μερικά σπυριά πιπέρι
αλάτι
                                                                  Η φωτογραφία είναι ενδεικτική                                                                    η διακόσμιση είναι κατ επιλογή
Εκτέλεση 

Βράζουμε την συναγρίδα με το κρεμμύδι, το σέλινο, το φύλλο δάφνης, το πιπέρι και τα καρότα όταν βράσουν τα αποσύρουμε από τη φωτιά και τα αφήνουμε να μισοκρυώσουν. Τοποθετούμε το ψάρι σε μια πιατέλα και τ΄αφήνουμε να κρυώσει τελείως. Αφαιρούμε το κεφάλι και το τοποθετούμε στην άκρη μιας μακρουλής πιατέλας στην άλλη άκρη τοποθετούμε την ουρά του ψαριού. Αφαιρούμε τις πέτσες και τα κόκαλα από το ψάρι παίρνουμε ένα μέρος από το ψαχνό και το τοποθετούμε στην πιατέλα ανάμεσα στο κεφάλι και την ουρά προσπαθώντας να του δώσουμε το αρχικό σχήμα του μισού ψαριού.
Χύνουμε επάνω 

Ιστορία του Βυζαντίου

πηγή εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 18-2-2007
Της  ΜΑΙΡΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
Byzantinus αντί Constantinopolitanus

Οι κάτοικοι του Βυζαντίου ουδόλως γνώριζαν ότι ζούσαν στη  "βυζαντινή περίοδο"

Cyril Mango (επιμ.)
Ιστορία του Βυζαντίου
Μετάφραση Όλγα Καραγιώργου                              
Επιμέλεια ελληνικής έκδοσης Γιασμίνα Μωυσείδου
Εκδόσεις Νεφέλη 2006
σελ. 448

Για τον Έλληνα που γαλουχήθηκε με γενναίες δόσεις αρχαιογνωσίας , η βρετανική ματιά των δώδεκα πανεπιστημιακών αυτού του βιβλίου είναι εξαγνιστική, καθ'ότι για πρώτη φορά παιγνιώδης. Αλλά και για τους ιστορικούς ανά τον κόσμο, που προσπαθούν εδώ και καιρό να ανατρέψουν τη διάσημη ρήση του ποιητή Yeats " Μεγαλιώδες Βυζάντιο [...] όπου τίποτα δεν αλλάζει", ο Mango επιφυλάσσει ευχάριστες εκπλήξεις.
Ιδού πώς γίνεται αυτό : κατ΄αρχάς η Κωνσταντινούπολη παρέμεινε ως η "Βασιλεύουσα Πόλη" όχι για τους επόμενους 11, αλλά 16 αιώνες, αν συνυπολογίσουμε και τους πέντε αιώνες υπό του οθωμανούς σουλτάνους Ήδη σημειώσαμε μαζί με τον Mango μια επιμήκυνση των ορίων  της υπό εξέτασιν περιόδου. Έπειτα οι διάδοχοι του Κων/νου συνέχισαν να θεωρούν τους εαυτούς τους ως τους νόμιμους αυτοκράτορες της Ρώμης, ακριβώς όπως και οι υπήκοοί τους συνέχισαν να αυτοαποκαλούνται "Ρωμαίοι", ακόμη και όταν είχαν προ πολλού πάψει να χρησιμοποιούν τη λατινική γλώσσα... Και αυτό διήρκεσε περισσότερο απ' όσο φανταζόμαστε. Ακόμη και ο Μιχαήλ Ψελλός, τον 11ο αιώνα, έγραψε στο δικό του εγχειρίδιο Ιστορίας ότι " ο Αύγουστος , περισσότερο και από τον Κωνσταντίνο, ήταν το πρόσωπο-κλειδί, καθώς η βασιλεία του συνέπεσε με την ενσάρκωση του Χριστού, το κεντρικό συμβάν της παγκόσμιας ιστορίας" . Θεωρούσε δηλ. τον εαυτό του απόγονο των Ρωμαίων. Παρ' όλα αυτά, γνωρίζουμε ότι η παιδεία του Ρωμαίου Μιχαήλ Ψελλού ήταν ελληνική. Ο Mango από την πλευρά του θα το θέσει αλλιώς: " Η διεκδίκηση της Ρωμαϊκότητας άρχισε να φθίνει μόνο κατά την εποχή των Σταυροφοριών, όταν η Ανατολική Εκκλησία και η Δύση αναγκάστηκαν να έρθουν σε σταδιακά αυξανόμενη, αν και άμοιρη αισθημάτων, επαφή, Για τους Δυτικούς το Βασίλειο της Κωνσταντινούπολης ήταν όχι μόνο ξεκάθαρα ελληνικό αλλά και σχισματικό. Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι έλληνες διανοούμενοι ανέδρασαν οικειοποιούμενοι τη δόξα της Αρχαίας Ελλάδας.
"Το βασίλειο της Κωνσταντινουπόλεως το οποίο είχε πάψει να υφίσταται από το 1453, χρειαζόταν ένα ιδιαίτερο όνομα και έτσι προέκυψε το επίθετο byzantinus
Ήταν λιγότερο βαρύγδουπο από το Constantinopolitanus και είχε έναν ευχάριστο 'κλασικό'  τόνο" .  Ήταν επί οθωμανικής κατάκτησης, που άρχισε να γίνεται λόγος για scriptores byzantini, historia byzantina, αν και η πιο πρώιμη εκτεταμένη βυζαντινή ιστορία με συγγραφέα κάποιον ονόματι Louis Cousin (1672-4) έφερε τον τίτλο Historie de Constantinople. Το πρώτο αγγλικό βιβλίο που έφερε στον τίτλο του τη λέξη Byzantine  ήταν, σύμφωνα με την έρευνα του Mango, το 1853 , στα χρόνια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους!
Κατόπιν τούτων, οι συγγραφείς του έργου ξεπερνούν εν τάχει τεράστιες συγκρούσεις. Τα κεφάλαια καλύπτουν χρονολογικές περιόδους, από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως τον Ελληνοφραγκικό πολιτισμό, αλλά εξετάζουν περισσότερο τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής, των γραμμάτων και της τέχνης. Και στέκονται σε συγκεκριμέενα παραδείγματα προσώπων για να εξηγήσουν πώς ένα συνοθύλευμα εθνοτήτων αυτοπροσδιοριζόταν μέσω μιας αυτοκρατορίας σε διάφορες στιγμές της καθημερινότητας : "Στην περίπτωση του Κεκαυμένου, για παράδειγμα, έχουμε ένα συνταξιούχο στρατιωτικό αρμενογεωργιανής καταγωγής μ' ένα φαινομενικά καθ' όλα ελληνικό όνομα ("ο Καμένος")...".
Όσον αφορά το Ισλάμ, φαινόταν ότι μπορούσε να επιτύχει το ίδιο, αλλά δεν τα κατάφερε. Όπως σημειώνει ο Robert Hoyland στο τέταρτο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου : " Η ένταξη στους κόλπους του Ισλάμ μιάς τεράστιας ποικιλίας λαών, από τόσο διαφορετικές φυλές και με τόσο διαφορετικές θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις, προσέδωσε εξαιρετική ποικιλομορφία και ζωντάνια στον αναδυόμενο μουσουλμανικό κόσμο και έφερε το Βυζάντιο αντιμέτωπο με έναν νέο και σφριγηλό πολιτισμό που έπερνε σάρκα και οστά στις ίδιες τις πρώην επαρχίες του " . Όμως το Βυζάντιο παραμένει το μόνο οργανωμένο κράτος δυτικά της Κίνας που διέθετε αδιάλειπτη ιστορική παρουσία από την αρχαιότητα μέχρι την αυγή της σύγχρονης εποχής και δεν κατακερματίστηκε όπως η αυτοκρατορία των Αββασιδών. Ίσως τελικά ο όρος byzantinous να κρύβει πολλά μυστικά ακόμη.                    

                    

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

http://www.onassis.gr/enim_deltio/36_07/bookreport.php


                                  ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Cyril Mango (επιμ. έκδ.), 

μτφρ. Όλγα Καραγιώργου, 
επιμ. έκδ. Γιασμίνα Μωυσείδου,
Αθήνα: εκδ. Νεφέλη, 2006, σελ. 442, 
32 έγχρωμες και 203 ασπρόμαυρες εικόνες, 
31 χάρτες και σχέδια, βιβλιογραφία, ευρετήριο. ISBN: 960-8132-76-2

Μακράν του να επιχειρεί να αποτελέσει μια πλήρη και συνεκτική ιστορία του Βυζαντίου, ο τόμος απαρτίζεται από μιαν εύστοχη συλλογή δοκιμίων στα επιμέρους θέματα, με έμφαση στην πολιτισμική ιστορία, γραμμένα από ορισμένους από τους επιφανέστερους ειδικούς του κλάδου, όπως ο ίδιος ο Σύριλ Μάγκο, που συνδυάζει την βαθειά γνώση της τέχνης και της τοπογραφίας της Κωνσταντινούπολης με μια σπάνια εξοικείωση με τα κείμενα της εποχής. Εκτός από τα κείμενα του ιδίου, στον τόμο ξεχωρίζουν οι συμβολές της Πατρίτσια Κάρλιν-Χάυτερ για την σκοτεινή έως πρόσφατα περίοδο της Εικονομαχίας, του Πωλ Μαγκνταλίνο, άριστου γνώστη του 12ου αιώνα, καθώς και του πολύ Ίχορ Σεφτσένκο, που προσφέρει μια περιεκτική επισκόπηση των γραμμάτων και των τεχνών της εποχής των Παλαιολόγων. Την σύγχρονη και ελκυστική αυτήν εισαγωγή στον βυζαντινό πολιτισμό συμπληρώνει η εντυπωσιακή εικονογράφηση με συχνά ασυνήθιστες ή και δυσεύρετες φωτογραφίες, οι περισσότερες από τις οποίες δυστυχώς αναπαράγονται ασπρόμαυρες. Πλήρης και επαρκέστατη η δύσκολη εργασία της μεταφράστριας Όλγας Καραγιώργου, υποτρόφου βυζαντινολόγου, καθώς και της επιμελήτριας της ελληνικής έκδοσης Γιασμίνας Μωυσείδου. 
                      --------------------------------------------------
Η ιστορία του Βυζαντίου που κυκλοφόρησε σχετικά πρόσφατα στη Βρετανία από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης αποτελεί ένα πλήρες, μεστό και τεκμηριωμένο συλλογικό έργο για το Βυζάντιο. Ένα βιβλίο που αφηγείται το μακρύ ταξίδι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την ιστορία της από τον 4ο έως και τον 15ο αιώνα, από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι την Άλωση. Τα κεφάλαιά του, που καθένα τους αποτελεί και μια ξεχωριστή πρωτότυπη πραγματεία, είναι γραμμένα με γλαφυρότητα και σαφήνεια από διεθνούς κύρους επιστήμονες ενώ η διάρθρωση του φέρει τη σφραγίδα του καθηγητή Cyril Mango -η δομή των κεφαλαίων επιτρέπει τη συνύπαρξη της αφήγησης των γεγονότων (πολέμων, εκκλησιαστικών ερίδων, δυναστικών ιστοριών) με την περιγραφή του χώρου και των ανθρώπων, του κοινωνικού ιστού και της καθημερινής ζωής. Η πλούσια εικονογράφηση του τόμου, εικόνες μνημείων, τόπων και έργων τέχνης με τον αντίστοιχο σχολιασμό, αλλά και τα διαγράμματα και οι χάρτες που συνοδεύουν το κάθε κεφάλαιο καθιστούν το έργο εύληπτο, και ταυτόχρονα γοητευτικό, ικανό να εξάψει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Με σεβασμό στον πολιτισμό που συνέδεσε τον αρχαίο με τον σύγχρονο κόσμο, διαμόρφωσε τη νεώτερη εποχή και επηρέασε βαθιά Ανατολή και Δύση, οι συνεργάτες αυτής της έκδοσης παρουσιάζουν μια ζωντανή εικόνα της ακμής και της παρακμής του Βυζαντίου. "Μια εξέχουσα ομάδα κορυφαίων επιστημόνων αφηγείται την ιστορία του λαού και της πολιτικής, της θρησκείας, του πολιτισμού, του εμπορίου του Βυζαντίου και της κληρονομιάς του που διαμόρφωσε τόσο τις ανατολικές όσο και τις δυτικές κοινωνίες". (εφημερίδα "The Independent") Περιέχονται τα κεφάλαια: - Peter Sarris, "Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τον Κωνσταντίνο έως τον Ηράκλειο (306-641)" - Clive Foss, "Η ζωή στην πόλη και στην ύπαιθρο" - Cyril Mango, "Νέα θρησκεία, παλαιός πολιτισμός" - Robert Hoyland, "Η άνοδος του Ισλάμ" - Warren Treadgold, "Ο αγώνας για επιβίωση (641-780)" - Patricia Karlin-Hayter, "Εικονομαχία" - Paul Magdalino, "Η Μεσαιωνική Αυτοκρατορία (780-1204)" - Cyril Mango, "Η αναβίωση των γραμμάτων και των τεχνών" - Jonathan Shepard, "Διαδίδοντας τον Λόγο του Θεού: οι βυζαντινές ιεραποστολές" - Stephen W. Reinert, "Ο διαμελισμός (1204-1453)" - Ihor Sevcenko, "Τα γράμματα και οι τέχνες στην εποχή των Παλαιολόγων" - Elizabeth Jeffreys και Cyril Mango, "Προς την κατεύθυνση ενός ελληνοφραγκικού πολιτισμού" - Επτά κεφάλαια ειδικότερου ενδιαφέροντος (παρεμβάλλονται στα ανωτέρω) - Χρονολόγιο - Επιλεγμένη βιβλιογραφία - Ευρετήριο 


«Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή» της Αλκυόνης Παπαδάκη.



                                             Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή
...
Ξεφυλλίζοντας τη ΣιωπήΔε λέω πως δεν έχεις δίκιο να πικραίνεσαι.
Γέμισε ο τόπος σαλτιμπάγκους, που ξεπουλούν στους πάγκους τους το μέλλον σου.
Γέμισε ο τόπος καταπατητές, που μεταμφιεσμένοι σε σωτήρες ακολουθούν σαν τα σκυλιά τα βήματά σου.
Δε λέω πως δεν έχεις δίκιο να μπλοκάρεις.
Σου σερβίρουν σε κονσέρβες αποφάσεις που δε διάλεξες.
                                            Ψάχνουν μεθοδικά να σε απελάσουν από την ψυχή σου.
Να κρεμάσουν τα σχέδια σου ανάποδα, σαν νυχτερίδες,στους πασσάλους που οριοθέτησαν τον ορίζοντά σου.
Δε λέω πως δεν έχεις δίκιο να φρικάρεις.
Όμως κρατήσου. Μην αφεθείς.
Τα πέντε πράγματα που κρύβεις μέσα σου, υπεράσπισέ τα.
Κάτι θα γίνει. Δεν μπορεί.
Η ζωή ποτέ δεν περιφρόνησε τους εραστές της.Και κάτι άλλο.
Ίσως πιο ποιητικό.
Φύτεψε άνθη στις ρωγμές της πίκρας σου.
Κι ύστερα βρες ένα μικρούλι ξέφωτο και κάθισε, ν 'απολαύσεις τ άρωμά τους.
Α! Κι αν θέλεις μην ξεχάσεις πως υπάρχουν πάντα κάποιοι που αξίζει να τους
προσφέρεις ένα σου χρυσάνθεμο!  . . .

Απόσπασμα από το «Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή» Αλκυόνης Παπαδάκη.


Φώτης Κόντογλου

Φώτης Κόντογλου
                                                                                                                      
                                                                        





Το σπίτι του Φώτη Κόντογλου στην Αθήνα.




Ο Φώτης Κόντογλου (πραγματικό όνομα Φώτιος Αποστολέλης: Αϊβαλί Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 – Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965) ήταν έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμα σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του Τριάντα». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά.
Ο Φώτης Κόντογλου, γιος του Νικόλαου Αποστολέλλη και της Δέσπως Κόντογλου, γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1895. Ένα χρόνο μετά έχασε τον πατέρα του και την κηδεμονία αυτού και τριών μεγαλύτερων αδερφιών του ανέλαβε ο θείος του Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της μονής της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο οφείλεται και η χρήση του επωνύμου της οικογένειας της μητέρας του. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα έζησε στο Αϊβαλί. Εκεί τελείωσε το σχολείο το 1912· στο Γυμνάσιο ήταν συμμαθητής με τον λογοτέχνη και ζωγράφο Στρατή Δούκα και ήταν μέλος μιας ομάδας μαθητών που εξέδιδε το περιοδικό Μέλισσα, το οποίο ο Κόντογλου διακοσμούσε με ζωγραφιές. Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, από την οποία δεν αποφοίτησε ποτέ. Το 1914 εγκατέλειψε τη σχολή του και πήγε στο Παρίσι, όπου μελέτησε το έργο διαφόρων σχολών ζωγραφικής. Παράλληλα συνεργαζόταν με το περιοδικό Illustration και το 1916 κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό του περιοδικού για την εικονογράφηση βιβλίου, για την εικονογράφηση της Πείνας του Κνουτ Χάμσουν. Το 1917 έκανε ταξίδια στην Ισπανία και την Πορτογαλία και το 1918 επέστρεψε στην Γαλλία. Τότε έγραψε και το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο, το Pedro Cazas. Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1919, μετά την λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί ίδρυσε τον πνευματικό σύλλογο "Νέοι Άνθρωποι", στον οποίο συμμετείχαν επίσης ο Ηλίας Βενέζης, ο Στρατής Δούκας, ο Ευάγγελος Δαδιώτης, ο Πάνος Βαλσαμάκης και άλλοι εξέχοντες λόγιοι, και εξέδωσε το Pedro Cazas και διορίστηκε στο Παρθεναγωγείο Κυδωνίων, όπου δίδασκε Γαλλική Γλώσσα και Ιστορία της Τέχνης.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή πήγε αρχικά στη Μυτιλήνη και έπειτα στην Αθήνα, μετά από πρόσκληση Ελλήνων λογοτεχνών που διάβασαν το βιβλίο του και ενθουσιάστηκαν, όπως η Έλλη Αλεξίου, ο Μάρκος Αυγέρης, η Γαλάτεια Καζαντζάκη και ο Νίκος Καζαντζάκης. Το 1923 έκανε ταξίδι στο Άγιο Όρος· εκεί ανακάλυψε τη βυζαντινή ζωγραφική, αντέγραψε πολλά έργα και έγραψε αρκετά κείμενα. Όταν επέστρεψε, εξέδωσε το λεύκωμα Η Τέχνη του Άθω και έκανε μια πρώτη έκθεση με έργα ζωγραφικής του. Το 1925 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη και εγκαταστάθηκε στη Νέα Ιωνία.
Εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία (στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, στον Μυστρά, στο Κοπτικό Μουσείο στο Κάιρο) και ως αγιογράφος σε ναούς (στην Καπνικαρέα, στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω, στον Άγιο Ανδρέα της οδού Λευκωσίας στην Αθήνα, στον Άγιος Γεώργιο Κυψέλης, στα παρεκκλήσια Ζαΐμη στο Ρίο και Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά, στη Ζωοδόχο Πηγή στην Παιανία, στη Μητρόπολη της Ρόδου και αλλού)[1], ενώ έκανε και την εικονογράφηση του Δημαρχείου Αθηνών.
Αντιδρώντας στον εκδυτικισμό αγωνίστηκε για την επαναφορά της παραδοσιακής αγιογραφίας: μαζί με τον Κωστή Μπαστιά και τον Βασίλη Μουστάκη κυκλοφόρησαν το περιοδικό ΄΄Κιβωτός΄΄, όπου με άρθρα και φωτογραφικό υλικό ενίσχυαν τον αγώνα του Κόντογλου. Mια τέτοια προσπάθεια περιέκλειε και κάποια μειονεκτήματα: ο Κόντογλου κουβαλούσε από την περίοδο της μαθητείας του στο Παρίσι την αγάπη των Εμπρεσιονιστών για τις πρωτόγονες τέχνες και επιστρέφοντας στην Ελλάδα μελέτησε και αντέγραψε τα έργα της βυζαντινής ζωγραφικής με τέτοια κριτήρια. Έτσι η βυζαντινή εικόνα έπρεπε να είναι καθαρή και ανόθευτη από κάθε άλλη επίδραση. Ένα πνεύμα στρατεύσεως θα χαρακτηρήσει την δημιουργία του, καθώς «ο ίδιος μετά τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο θα γράψει πως αποφασίζει να αφιερώσει το τάλαντό του στο Χριστό», κάτι που απουσίαζε στους πρώτους Χριστιανούς και τους Βυζαντινούς. Γι΄αυτό και η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στον προπολεμικό και τον μεταπολεμικό Κόντογλου.[2] Πριν τον πόλεμο θα εισηγηθεί στον Αναστάσιο Ορλάνδο, Διευθυντή της Υπηρεσίας αναστηλώσεως και συντηρήσεως αρχαίων και Βυζαντινών μνημείων του Υπουργείου Παιδείας, οι εκκλησίες να χτίζονται και να διακοσμούνται με τοιχογραφίες βυζαντινότροπες[3]
Πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 1965, έπειτα από μετεγχειρητική μόλυνση.

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%9A%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%B3%CE%BB%CE%BF%CF%85


Φρίντα Κάλο

 Magdalena del Carmen Frida Kahlo y Calderón



Φρίντα Κάλο (Magdalena del Carmen Frida Kahlo y Calderón[1], 6 Ιουλίου 1907 – 13 Ιουλίου 1954) ήταν Μεξικάνα ζωγράφος. Στη ζωγραφική της κυριαρχούν τα έντονα χρώματα. Το στυλ που χρησιμοποιεί φαίνεται επηρεασμένο από τους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στο Μεξικό[2] αλλά φαίνεται να έχει δεχτεί και επίδραση Ευρωπαϊκών ρευμάτων στα οποία συμπεριλαμβάνονται ο Ρεαλισμός, ο Συμβολισμός και ο Υπερρεαλισμός[3] [4]. Αρκετά έργα της είναι αυτοπροσωπογραφίες, μέσα από τις οποίες εκφράζεται ο προσωπικός πόνος και η σεξουαλικότητά της.
Block Kahlo Rivera 1932 cropped.jpg Το 1929 η Φρίντα Κάλο παντρεύτηκε το Μεξικάνο τοιχογράφο Ντιέγκο Ριβέρα, με τον οποίο μοιράζονταν τις ίδιες πολιτικές απόψεις. Ο Ντιέγκο Ριβέρα δώρισε το 1957 το "Γαλάζιο Σπίτι" της στο Coyoacán, στην Πόλη του Μεξικού, και λειτουργεί πλέον ως μουσείο.
Γεννήθηκε από γερμανοεβραίο πατέρα και ισπανομεξικάνα μητέρα στο Coyoacán στην Πόλη του Μεξικού. Ο πατέρας της ήταν μορφωμένος, άθεος και είχε έρθει σε νεαρή ηλικία στο Μεξικό όπου είχε γίνει φωτογράφος[5] [6]. Η μητέρα της ήταν Καθολική[5].
Στην ηλικία των έξι[7] αρρώστησε από πολυομυελίτιδα[4], με αποτέλεσμα το ένα της πόδι να είναι μικρότερο από το άλλο και ημιπαράλυτο. Παρακολούθησε την Escola Preparatoria μία από τα 35 κορίτσια ανάμεσα σε 2000 άτομα[5] όπου και είδε για πρώτη φορά το μετέπειτα σύζυγό της, τοιχογράφο Ντιέγκο Ριβέρα, ο οποίος ζωγράφιζε τους τοίχους της σχολής.
To 1925, στα 18 ένα τραμ συγκρούστηκε με το λεωφορείο στο οποίο επέβαινε. Υποβλήθηκε σε μεγάλο αριθμό εγχειρήσεων και έκτοτε η ζωή της σημαδεύτηκε από πόνο και θλίψη για την αδυναμία της να κάνει παιδιά.
Το 1926, ενώ ανάρρωνε από το ατύχημα η Φρίντα Κάλο ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής. Η οικογένειά της δε μπορούσε να υποστηρίξει την καλλιτεχνική της δραστηριότητα οικονομικά, για αυτό και την προέτρεψαν να εικονογραφεί βιβλία ιατρικής[2]. Το 1929 έδειξε τη δουλειά της στον Ντιέγκο Ριβέρα, τον οποίο είχε γνωρίσει στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μεξικού που σύχναζε. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκαν[6].
Οι πίνακές της είναι αντιδιαμετρικοί από τους πίνακες του Ριβέρα[2]. Eνώ ο Ριβέρα αντλούσε τα θέματά του από το Μεξικό της προκολομβιανής εποχής, η Φρίντα παρέμεινε πιστή στην τάση της mexicanidad, τη μεξικανική κουλτούρα που ανθούσε εκείνη την περίοδο. Συχνά οι πίνακές της επηρεάζονται τα δημοφιλή λαϊκά χριστιανικά τάματα (retablos) και αποτελούν ευχαριστία στην Παρθένο Μαρία για την πραγματοποίηση μιας ευχής[9].
Ο Ριβέρα ήταν ήδη αναγνωρισμένος ζωγράφος και οι τοιχογραφίες του είχαν μεγάλη ζήτηση στις Η.Π.Α.. Το ζευγάρι μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο και αργότερα στο Ντητρόιτ. Εκεί η Φρίντα απέβαλλε, η θλίψη της για τις αποβολές της αποτυπώνεται στους πίνακες "Αποβολή στο Ντητρόιτ" και "Νοσοκομείο Χένρυ Φόρντ".
Κατά τη διάρκεια της ζωής της η Φρίντα Κάλο ήταν κυρίως γνωστή ως γυναίκα του Ριβέρα και όχι ως ξεχωριστή καλλιτέχνης. Το 1938 ο Αντρέ Μπρετόν γνώρισε την Κάλο και το Ριβέρα κατά το ταξίδι του στο Μεξικό. Εκείνος εντυπωσιάστηκε από τη δουλειά της, την κάλεσε να πάρει μέρος στην έκθεση μαζί με άλλους σουρρεαλιστές ζωγράφους και οργάνωσε μια έκθεση της προσωπικής της δουλειάς στο Παρίσι. Εκείνη ωστόσο τόνισε πως οι πίνακές της δεν ήταν όνειρα, αλλά η δική της πραγματικότητα. Στη διάρκεια της ζωής της πραγματοποίησε τρεις μόνο εκθέσεις: στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη και στο Μεξικό[8].
Το 1939 χώρισε προσωρινά από τον Ριβέρα και αποσύρθηκε στο Μεξικό, στο "Γαλάζιο Σπίτι". Εκεί ζωγράφισε τον πίνακα "Οι δύο Φρίντες", στον οποίο απεικονίζει το δίλημμά της για το διαζύγιο. Σε όλη τη διάρκεια του 1930 διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση με τον Nickolas Muray, τον οποίο είχε γνωρίσει μαζί με τον Ριβέρα στη Νέα Υόρκη. Σύντομα μετά το διαζύγιο, το 1940 χώρισε με τον Muray και ξαναπαντρεύτηκε με τον Ριβέρα[10].
Το 2010, η κυβέρνηση του Μεξικού, σε αναγνώριση της συνεισφοράς της Φρίντα Κάλο αλλά και του Ντιέγκο Ριβέρα απεικόνισε τα πρόσωπά τους στις δύο όψεις του χαρτονομίσματος των 500 πέσος, στην έκδοση για τον εορτασμό της 200ής επετείου της ανεξαρτητοποίησης της χώρας και της 100ής επετείου της Μεξικανικής Επανάστασης.

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CF%81%CE%AF%CE%BD%CF%84%CE%B1_%CE%9A%CE%AC%CE%BB%CE%BF


Δημοφιλείς αναρτήσεις