Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

Επίκτητος - Εγχειρίδιο

πηγή : http://www.ellinikoarxeio.com/2010/05/blog-post_1823.html

Επίκτητος - Εγχειρίδιο. Σύνοψη της στωϊκής φιλοσοφίας και ηθικής

Το Εγχειρίδιο αποτελεί απάνθισμα και σύνοψη των Διατριβών και ομιλιών του Επίκτητου. Αποτελείται από πενηντα-τρείς παραγράφους ή κεφάλαια. Συντάχθηκε από τον Φλάβιο Αρριανό, μαθητή του φιλοσόφου, και θεωρείται μία από τις σημαντικότερες και ασφαλέστερες πηγές για την μελέτη της ηθικής φιλοσοφίας της Στοάς.

Μέσα στις σελίδες του Εγχειριδίου γίνεται αμέσως αντιληπτή η θαρραλέα απόπειρα του Επίκτητου να επιβάλλει την φιλοσοφία στην ψυχολογία, να εξηγήσει και να καθοδηγήσει λογικά όλες τις δράσεις και τις εκφάνσεις του ψυχικού κόσμου, ν' αναλύσει με τον ήρεμο και λογικά σκεπτόμενο νου όλα όσα πολύ αργότερα θα προσπαθούσε να διερευνήσει η επιστημονική ψυχολογική ανάλυση, και να προβάλει την απάθεια ως ύψιστη φιλοσοφική αρετή, μια απάθεια που πλησιάζει περισσότερο προς την ψυχική γαλήνη ή την ψυχραιμία ή την αταραξία, παρά προς την παντελή έλλειψη παθών ή την αναισθησία ή την αδιαφορία.

"Aπό τα πράγματα άλλα βρίσκονται στην εξουσία μας και άλλα όχι. Στην εξουσία μας βρίσκονται η αντίληψη, η επιλογή, η επιθυμία, η άρνηση, με ένα λόγο όσα είναι δικά μας έργα. Δεν βρίσκονται στην εξουσία μας το σώμα, η περιουσία, η φήμη, τα αξιώματα, με έναν λόγο όσα δεν είναι δικά μας έργα. Οσα βρίσκονται στην εξουσία μας είναι φύσει ελεύθερα, ακώλυτα και ανεμπόδιστα. Οσα δεν βρίσκονται στην εξουσία μας είναι ασθενή, δουλωμένα, υποκείμενα σε εμπόδια, αλλότρια. Να θυμάσαι πως, αν θεωρήσεις τα φύσει δουλωμένα ως ελεύθερα και τα αλλότρια ως δικά σου, θα πέσεις σε εμπόδια, θλίψεις, ταραχές, θα κατηγορείς θεούς και ανθρώπους. Αν, αντίθετα, θεωρήσεις πως μόνο το δικό σου είναι δικό σου και πως το αλλότριο είναι αλλότριο -όπως πραγματικά είναι -, ποτέ δεν θα σ εξαναγκάσει κανείς, δεν θα σ εμποδίσει κανείς, δεν θα μεμφθείς κανέναν, δεν θα κατηγορήσεις κανένα, δε θα κάνεις τίποτα χωρίς τη θέληση σου, δεν θα σε βλάψει κανείς και δεν θα έχεις έχθρους, αφού ούτε τίποτα βλαβερό να πάθεις θα υπάρχει. Επιθυμώντας, λοιπόν, τόσο σπουδαία πράγματα, να έχεις κατά νου ότι δεν πρέπει να επιδοθείς σ αυτά καταβάλλοντας μέτρια προσπάθεια, αλλά να εγκαταλείψεις τα μεν εντελώς και να αναβάλλεις προς το παρόν τα άλλα. Αν όμως επιθυμείς και τούτα και συνάμα τα αξιώματα και τα πλούτη, θα συμβεί να μην αποκτήσεις ούτε καν τα τελευταία, λόγω του ότι επιθυμείς και τα πρώτα. Σε κάθε περίπτωση θ αποτύχεις όσο αφορά τα πρώτα, με τα οποία - και μόνο με αυτά- αποκτώνται η ελευθερία και η ευδαιμονία. Ν ασκείσαι, λοιπόν, στο ν απαντάς σε κάθε σκληρή εξωτερική παράσταση ως εξής : "Είσαι απλή παράσταση και καθόλου αυτό που παρουσιάζεσαι να είσαι". Στη συνέχεια να την ελέγχεις και να την υποβάλλεις σε δοκιμασία σύμφωνα με τους κανόνες τούτους που έχεις. Πρώτος και σπουδαιότερος είναι ο σχετικός με το αν η παράσταση αφορά τα πράγματα που βρίσκονται ή όχι στην εξουσία μας. Αν αφορά κάποιο από αυτά που δεν βρίσκονται στην εξουσία μας, να έχεις έτοιμη πρός χρήση την απάντηση: "Δεν έχει σχέση με μένα".

Πηγή: http://www.ellinikoarxeio.com/2010/05/blog-post_1823.html#ixzz22OuKp1aa


Κέικ νηστίσιμο με τρούφα και ινδοκάρυδο

         Κέικ νηστίσιμο με τρούφα και ινδοκάρυδο
Photo
Bαθμολογία:
       
26 ψήφοι
Προστέθηκε από , 03.12.08

Περιγραφή

Τέλειο νηστίσιμο κέικ!!

photo: golfo

Τι χρειαζόμαστε:

  • 3 1/2 ποτήρια αλεύρι φαρίνα
  • 3 κουταλάκια Baking
  • 1 ποτήρι λάδι
  • 1 ποτήρι φρέσκο χυμό πορτοκαλιού
  • ξύσμα πορτοκαλιού
  • 1 ποτηρι ινδοκάρυδο
  • 1 ποτήρι ζάχαρη
  • 1 σακουλάκι τρούφα
Στα γρήγορα
Κατηγορία
Μέθοδος
Διατροφή
Δυσκολία
Περιέχει
Νηστίσιμα

 

 

 

 

 

 

Πως το κάνουμε:


Η Κασσάνδρα και ο Λύκος / Μαργαρίτα Καραπάνου

πηγή:http://www.dreamersandco.com/2012/08/margarita-karapanou-kassandra-kai-o-likos.html?utm_source=twitterfeed&utm_medium=facebook

Η Κασσάνδρα και ο Λύκος / Μαργαρίτα Καραπάνου

Το πρώτο βιβλίο της Μαργαρίτας Καραπάνου, «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος» πρωτοεκδόθηκε το 1975 και αποτελεί ένα από τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια στην παιδική ηλικία και στην περιπέτεια ενηλικίωσής της μικρής Κασσάνδρας.
Παρότι το θέμα του είναι η παιδική ηλικία μιας κοπέλας, και θα μπορούσε να αποτελεί ένα συνηθισμένο μυθιστόρημα, μας εκπλήσσει ιδιαίτερα με το αντίθετο: Μικρές στιγμές από την ζωή της Κασσάνδρας, ξετυλίγουν την ιδιαίτερη σχέση μάνας και κόρης, σαν μικρό ημερολόγιο που καταγράφει σε ανύποπτο χρόνο ότι συμβαίνει.
Η μικρή Κασσάνδρα είναι μια κοπέλα διαφορετική από αυτές που υπάρχουν τριγύρω μας, που καθ' όλη την αφήγηση κινείται και συμπεριφέρεται με τον ιδιαίτερό της χαρακτήρα. Μερικές φορές γίνεται τόσο σκληρή και γκροτέσκα που μοιάζει σαν μια ενήλικας, αλλά αυτή είναι η άμυνά της. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια κοπέλα με βαθιά ευαισθησία. Μεγαλώνει σε έναν κόσμο που έχει εμμονή με τους σωστούς τρόπους και που δεν της αφιερώνει σχεδόν καθόλου χρόνο. 
Το βιβλίο αντιμετωπίζει το θέμα της κρυφής σκληρότητας της παιδικής ηλικίας σαν κανένα άλλο, καθώς και το μείγμα μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας με έναν τρόπο ανοικτό και ανέλπιστο. 
Χαρακτηριστικά, μία μέρα η γιαγιά της Κασσάνδρας, της λέει ότι της έχει ένα δώρο, ένα γατάκι, αλλά θα μπορέσει να το κρατήσει μόνο μια βδομάδα και ότι την Κυριακή θα πρέπει να το επιστρέψει. Η Κασσάνδρα το λάτρεψε από την πρώτη στιγμή και την παρακαλούσε να το κρατήσει μόνιμα αλλά η γιαγιά της δεν της έδωσε σημασία. Έτσι λοιπόν το έπνιξε από αγάπη για να μην το χάσει και την Κυριακή το επέστρεψε όπως έπρεπε να κάνει. 
Μάνα και κόρη, βιαιότητα και στοργή, η αγάπη και ο φόβος είναι ένα στο μυαλό της μικρής Κασσάνδρας. Ένα βιβλίο με αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία (άλλωστε όπως και τα περισσότερα της Καραπάνου), μητέρα και κόρη, μοιράζονται το ίδιο όνομα όπως και η Καραπάνου με τη μητέρα της, Μαργαρίτα Λυμπεράκη, και κατά κάποιον τρόπο η ζωή της μικρής Κασσάνδρας αντικατοπτρίζεται στη ιδιαίτερα προβληματική σχέση της ίδιας της Καραπάνου με την μητέρα της. Η Μαργαρίτα Καραπάνου αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές σύγχρονες Ελληνικές φωνές.
«Η Κασσάνδρα και ο Λύκος» μπορεί να σας θυμίσει το σκοτεινό ημερολόγιο της Σίλβια Πλαθ.
Για να δείτε μια απο τις πιο ενδιαφέρουσες συνεντέυξεις της Καραπάνου κάντε κλικ εδώ.
Κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις Καστανιώτη. 192 Σελίδες / 10 Ευρώ.


Άγγελος Τερζάκης


 Άγγελος Τερζάκης

O Άγγελος Τερζάκης (16-2-1907 μέχρι 3-8-1979) ήταν έλληνας λογοτέχνης της γενιάς του ‘30 και δοκιμιογράφος. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Πολύ αξιόλογο είναι το δοκιμιακό του έργο: αυτός και ο Θεοτοκάς είναι οι κύριοι εκφραστές του θεωρητικού προβληματισμού και των αναζητήσεων της ανανεωτικής γενιάς του ‘30.
                                                                                                                  

Γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 16 Φεβρουαρίου του 1907 και έζησε εκεί μέχρι το 1915, όταν και πήγε στην Αθήνα[1], όπου τελείωσε το Γυμνάσιο και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έλαβε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος το 1929, αλλά εγκατέλειψε σύντομα τη δικηγορία για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία.

Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1925 με τη συλλογή διηγημάτων Ο ξεχασμένος και έκτοτε ασχολήθηκε συστηματικά με την πεζογραφία και το θέατρο, όπου πρωτοεμφανίστηκε το 1936 με το έργο του "Αυτοκράτωρ Μιχαήλ" που ανέβασε τον ίδιο χρόνο το Εθνικό Θέατρο. Παράλληλα διηύθυνε και τα βραχύβια περιοδικά Πνοή και Λόγος. Το 1937 έγινε γραμματέας του Εθνικού Θεάτρου και αργότερα καλλιτεχνικός και γενικός διευθυντής του Δραματολογίου του (1954).

Πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο (1940-1941) και κατέγραψε τις εμπειρίες του σε κάποια από τα διηγήματά του και κυρίως στο βιβλίο του "Απρίλης". Το 1964 συνέγραψε για λογαριασμό του Γενικού Επιτελείου Στρατού το χρονικό του πολέμου, το οποίο εκδόθηκε με τον τίτλο "Ελληνική Εποποιΐα 1940-41".

Μετά τον πόλεμο συνέχισε την ενασχόλησή του με τα γράμματα: αρθρογραφούσε για πολλά χρόνια στην εφημερίδα Το Βήμα (φιλολογικός συνεργάτης) και από το 1948 θεατρικός κριτικός. Επίσης υπήρξε και διευθυντής του περιοδικού Εποχές.

Το 1969 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών και το 1974 έγινε Ακαδημαϊκός[2].

Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1979 στην Αθήνα.

Μυθιστορήματα

Δεσμώτες (1932)
Η παρακμή των Σκληρών (1933)
Η μενεξεδένια πολιτεία (1937)
Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ (1945)
Ταξίδι με τον Έσπερο (1946)
Το λυκόφως των ανθρώπων (δημοσιεύθηκε σε συνέχειες το 1947, εκδόθηκε το 1989)
Δίχως Θεό (1951)
Η μυστική ζωή (1957)
Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων (μαζί με τους Καραγάτση, Μυριβήλη, Βενέζη), 1958

Ιστορικά

Η Ελληνική Εποποιΐα 1940-1941, Χρονικό του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940-41 (ΕΣΤΙΑ, 1964 και 2η έκδοση, Γενικό Επιτελείο Στρατού, 1990)

Συλλογές διηγημάτων

Ο ξεχασμένος (1925)
Φθινοπωρινή συμφωνία (1929)
Του έρωτα και του θανάτου (1943)
Απρίλης (1946)
Η στοργή [νουβέλα] (1944)

Θεατρικά έργα

Αυτοκράτωρ Μιχαήλ (1936)   
Γαμήλιο Εμβατήριο (1937)
Ο σταυρός και το σπαθί (1939)
Είλωτες (1939)
Ο εξουσιαστής (1942)
Το μεγάλο παιχνίδι (1944)
Αγνή (1949)
Θεοφανώ (1956)
Νύχτα στη Μεσόγειο (1957)
Τα λύτρα της ευτυχίας (1959)
Θωμάς ο δίψυχος (1962)
Ο πρόγονος (1970)
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%BB%CE%BF%CF%82_%CE%A4%CE%B5%CF%81%CE%B6%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82

Ο καταράκτης του Ρίχτη

πηγή :  http://www.facebook.com/photo.php?fbid=253889741395129&set=a.168250019959102.34406.153753281408776&type=1&theater

Ο καταράκτης του Ρίχτη

Ας πάρουμε λιγάκι τα βουνά να πάμε σήμερα στο καταράκτη του Ρίχτη.

Με τέτοια ζέστη δεν είναι άσχημα να κάνωμε μια βόλτα μέσα στο ποταμό του Ρίχτη που θα τον συναντήσωμε στα Εξω Μουλιανά στο δρόμο απ το Καβούσι πρός τη Σητεία.

Μιάς ώρας περπάτημα στη κοίτη του ποταμού που τώρα έχει ελάχιστο νερό, θα μας φέρει στο ξέφωτο που πέφτει ο καταράκτης.


Πανέμορφος το καλοκαίρι, άγριος και ορμητικός το χειμώνα.



Μπορείτε να συνεχίσετε κατηφορικά για αλλη μισή ώρα μέχρι να φτάσετε στη παραλία για ένα δροσιστικό μπάνιο.

Δε σας είπα πώς θα επιστρέψετε;
Εκπληξη!

Το ανέβασμα είναι ανηφορικό.
Εκτός κι αν θυσιασετε λιγη βενζίνα να οδηγήσετε ενα αυτοκίνητο στο τέλος του ποταμού στη παραλία όπου θα σας περιμένει να σας οδηγήσει πίσω στην αρχή του ποταμού.
Μπερδεμένα πράματα θα πείτε.
Ετσι ειναι οι πραγματικές διακοπές. Περιπέτεια.

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δέκα βιβλία για την παραλία

πηγή:  http://www.tovima.gr/vimadonna/talks/article/?aid=468249
                            
Δέκα βιβλία για την παραλία
Προτού ετοιμάσετε βαλίτσες, πάρτε μαζί σας, λίγο πάθος, διαπλοκή, τρυφερότητα, μυστήριο και δράση, που θα πιάσουν λίγο από τον χώρο σας και θα γεμίσουν πολύ από τον χρόνο σας
Δέκα βιβλία για την παραλία

2
εκτύπωση 
 
  
 

«Το ξεχασμένο βαλς», Ανν Ενραϊτ (εκδ. Καστανιώτη): Μια σύγχρονη συζυγική απιστία δοσμένη από μια κάτοχο Μπούκερ. Κοίτα να δεις τι κάνει ο έρωτας, όταν αποφασίζει να καταστρέψει.





 



«Τα μαύρα πρόβατα», Γκούναρ Στόλεσεν (εκδ. Πόλις): Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, που δεν θα μπορούσε να γίνει ταινία του Χόλιγουντ. Ο ήρωας είναι loser, το χιούμορ υποδόριο, οι προεκτάσεις ψυχολογικές. Διαβάζεται μονορούφι.





 

«Φεβρουάριος», Θοδωρής Γεωργακόπουλος (εκδ. Καστανιώτη): Ένα διαδραστικό λογοτεχνικό πείραμα που αξίζει την προσοχή μας. Κάθε μέρα, επί έναν μήνα ο συγγραφέας ανέβαζε το κεφάλαιο που ολοκλήρωνε στο www.februarios.com, ενώ οι αναγνώστες το διάβαζαν και το σχολίαζαν.







«Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλι», Ντ. Χ. Λόρενς (εκδ. Μεταίχμιο): Ανήκει στη νέα σειρά του εκδοτικού οίκου Ερωτική Λογοτεχνία, που επανεκδίδει κλασικά έργα με πρωταγωνιστή το σεξ. Σκέφτεστε τίποτε καλύτερο για το καλοκαίρι;







«Κυριακή απόγευμα στη Βιέννη», Μάρω Βαμβουνάκη (εκδ. Ψυχογιός): Η Ελληνίδα Γιάλομ, που περνάει από το ντιβάνι τις προσωπικές μας σχέσεις, ξαναχτυπά. Απλουστευμένη ψυχανάλυση και love story, μια δοκιμασμένη συνταγή που μπαίνει εύκολα στη μεγάλη τσάντα θαλάσσης.





 

«Τι είδε η Λίρα Καζάν», Εύα Ζολί, Ζυντίτ Περινιόν (εκδ. Κέδρος): Οπλα, πετρέλαια και ρωσική μαφία. Αν δεν είστε φαν των λογοτεχνικών ερώτων, αυτό το πολιτικό θρίλερ με τις οικολογικές ανησυχίες, θα σας γοητεύσει.





 


«Εγώ ο Ζάχος Ζάχαρης», Λένα Διβάνη (εκδ. Καστανιώτη): Ο γάτος της Λένας αφηγείται. Είναι τάση να μιλάνε τα ζώα στις λογοτεχνικές σελίδες; Είναι τάση τα μυθιστορήματα να παλινδρομούν στην παιδική ηλικία του αναγνώστη; Ισως. Το βέβαιο είναι ότι καταφέρνουν με αυτόν τον τρόπο να είναι ευχάριστα ευκολοδιάβαστα και τρυφερά, σε μια εποχή που νιώθεις ότι τίποτε δεν κατεβαίνει κάτω.






«Φεγγάρι δύο ημερών», Σεσίλια Αχερν, (εκδ Διόπτρα): Κλασικό μπεστ σέλερ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, γύρω από τη ζωή μιας 30χρονης και τις αποφάσεις που καλούμαστε να πάρουμε εκεί γύρω στα 30.







«Οι γυναίκες του Αυγούστου», Ζωή Μπελούκα (εκδ. Καστανιώτη): Διαβάζεται με ψάθινο καπέλο και μπικίνι, ιδανικά με γυναικοπαρέα και θυμίζει λίγο σίριαλ. Η τελευταία πληροφορία ίσως σας φανεί χρήσιμη σε περίπτωση που δύσκολα αποχωρίζεστε την τηλεόραση για το ακρογιάλι.




 


«Νουάρ ιστορίες, τόμος Β΄», Ρέιμοντ Τσάντλερ (εκδ. Κέδρος): Μαθήματα κλασικής αστυνομικής λογοτεχνίας από τον μετρ του είδους. Περιλαμβάνει ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος του και συστήνεται ανεπιφύλακτα σε όσες δεν τον έχουν διαβάσει. 





Ο Αύγουστος του Οδυσσέα

http://www.facebook.com/pages/Odysseas-Elytis/29092503225

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.

Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σένα ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε.

Απ΄την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν΄ανάψουμε.

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά...

Ο Ηράκλειτος και η ομπρελοθήκη

Καλοκαίρι του 1988, λίγο μετά τον θάνατο του παππού μου του Θωμά, βρισκόμαστε στο πατρικό της μαμάς μου στην Παλιά Παραλία και ξεσκαρτάρουμε τη σαβούρα που μαζεύει ο άνθρωπος κατά τον ρουν της ζωής του, και που όταν τα κορδώσει μοιάζει πιο εκνευριστική και άχρηστη κι από συλλογή τσίμπλας.

Είμαστε λοιπόν στο πίσω παιδικό δωμάτιο, που έβλεπε στην Προξένου Κορομηλά, και καθώς η Κατερίνα σουτάρει χωρίς δεύτερη ματιά ό,τι βρει μπροστά της σε μια σακούλα σκουπιδιών, ο πατέρας μου, ανέκαθεν πιο ευαίσθητος με τα θυμητάρια, χώνει στη ζούλα το χέρι κι ανασύρει τα πεταμένα για να τους ρίξει μια τελευταία ματιά πριν τα καταδικάσει στην αιώνια λήθη.

Κι έχοντας μόλις ψαρέψει ένα μάτσο κιτρινισμένα τετράδια, γυρνάει και λέει στη μάνα μου, «Βρε συ, αυτά είναι τετράδιά σου απ’ την Τρίτη Δημοτικού – αμαρτία δεν είναι να τα πετάξεις;» Οπότε και η μάνα μου, με το παγερό βλέμμα του πενθούντα που δικαιολογείται ό,τι και να πει, απαντά: «Εδώ πέταξα τον πατέρα μου – τα τετράδια θα λυπηθώ;»

Στα παιδικά μου αυτιά, η δήλωση αυτή είχε ηχήσει τρομερά σοκαριστική. Ιδίως το ρήμα ‘πετάω’ σε συνάρτηση με τον λατρεμένο μου παππού, που κι εγώ και η μάνα μου τον είχαμε λίαν προσφάτως θρηνήσει με πάθος χαροκαμένης Σιτσιλιάνας, αυτό που μαζεύονται τα σκυλιά κάτω απ’ το μπαλκόνι γιατί νομίζουν ότι έσκασε στη γειτονιά τσακάλι της ερήμου και τα καλεί σε ξεσηκωμό.

Ωστόσο, δέκα χρόνια αργότερα, έμελλε να αναθεωρήσω.

Αφορμή στάθηκε και πάλι μια υπέροχη γυναίκα – κολλητή μου φίλη, που σπουδάζοντας Φιλοσοφία στην αλλοδαπή, μου έστελνε κάθε τόσο πελώριες επιστολές πασπαλισμένες με τσιτάτα επιφανών διανοητών, μπας και ξεστραβωθώ που διάβαζα μόνο λογοτεχνία, κι αν με ρωτούσες πού έγινε το Βατερλώ σου απαντούσα στη Eurovision. Και σ’ ένα τέτοιο ντοστογιεφσκικό σεντόνι, μία ωραία πρωία, καθώς πίνω τον καφέ μου με ολίγα βουτήματα (κρουασάν, κανονικού μεγέθους, που τα βούταγα πρώτα απ’ τη μία και μετά απ’ την άλλη, σαν να βάφτιζα μωρό και μετά να το χλαπάκιαζα όπως ο Κρόνος), διαβάζω ένα απ’ τα διασωθέντα σπαράγματα του Ηράκλειτου, και μένω παγωτό.

Τον Ηράκλειτο, σημειωτέον, τον ήξερα μόνο από τις εξής τρεις πηγές: Τα πάντα ρει, το άλλο που δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι γιατί στο μεταξύ το ’χει μπαζώσει ο μπατζανάκης του δημάρχου κι έχει χτίσει μεζονέτα τρίπατη και πας εσύ να μπεις στην ακροποταμιά και βρίσκεσαι σε καθιστικό με χρυσοποίκιλτα έπιπλα και τη Μοιραράκη να παίζει στη διαπασών και χέζεσαι πάνω σου, και τέλος απ’ τον περίφημο πίνακα του Ραφαήλ ‘Η Σχολή των Αθηνών’, όπου ο θλιμμένος Ηράκλειτος απεικονίζεται φάτσα-φόρα με το κεφάλι γερμένο στον αγκώνα, σαν να του βγαίνει φρονιμίτης έγκλειστος ή σαν να ’πιασε μόλις την κυρά του στα πράσα με τον καλύτερό του φίλο, και μετά να θυμήθηκε ότι δεν έχει φίλους διότι γράφει όλο αυτά τα ψυχοπλακωτικά και γι’ αυτό έχουν να τον καλέσουν σε σουαρέ απ’ την Κάθοδο των Δωριέων, και άρα τη γυναίκα του τη βατεύει οχτρός.

Η επίμαχη ρήση: Νέκυες κοπρίων εκβλητότεροι. Ήγουν, οι νεκροί είναι για πέταμα πιο πολύ κι απ’ την κοπριά. Και θυμάμαι στα καπάκια και τα σκληρά λόγια της μανούλας και λέω, δίκιο είχε η συχωρεμένη – τι να την κάνεις την πτωματάρα την ασήκωτη όταν την έχει κάνει ο άνθρωπός σου; Να την κρατήσεις και ν’ αρχίσει να μεγαλώνει όπως στον Αμεδαίο του Ιονέσκο και να ψάχνεις μετά για καινούριο σπίτι;

Και για να τιμήσω τον μπαγάσα τον Ηράκλειτο (που ’πιανε πουλιά στον αέρα και τους έκανε κατήχηση περί ματαιότητος του να πετάς πέρα-δώθε σαν τη σακούλα του American Beauty, οπότε τα έρμα πτηνά ή χτυπιούνταν στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια, ή πεθαίναν τραγουδώντας Ζακ Μπρελ), αποφάσισα να πάω στον δρόμο που ’χει τ’ όνομά του στο Κολωνάκι, ένθα ευρίσκεται το ζαχαροπλαστείον της κολάσεως Désiré, και να τον τιμήσω τρώγοντας τρία καντάρια πάστες, μόνο που εντέλει το μαγαζί ήταν στη Δημοκρίτουκαι μέχρι να το βρω, ανέβα να φιλήσεις, κατέβα να γαμήσεις, είχα βγάλει φουσκάλες στα πατουσάκια μου, τα οποία όσο να πεις τα βάραιναν και κιλά παραπανίσια όσα ζ ύγιζαν τα βόδια του Γηρυόνη.

Έκτοτε κύλησαν άλλα δέκα χρόνια, χρόνια φαιδρότητας και στοχασμού, που με οδηγούν στη σημερινή αναπόληση αλλόκοτων θανάτων, και της ιλαρής τους πλευράς. Διότι με τον Χάρο, το κλάμα είναι δεδομένο – οπότε δεν είναι κακό να ’χεις κλείσει από πριν κι ένα ραντεβού με το γέλιο…

Για μια καούκα αδειανή…
Η γιαγιά μου η Ελένη (ή κυρα-Λένη, όπως τη φωνάζαμε χαϊδευτικά όλοι οι συγγενείς της), σε αντίθεση με την κοράκλα της, ήταν άνθρωπος τρομερά δεμένος με τον πολυτελή, άψυχο περίγυρο που συνέθετε το προσωπικό της βασίλειο. Πιθανώς να έφταιγε γι’ αυτό ότι στα δεκατρία της, από κόρη μεγαλοαστών της Μικρασίας βρέθηκε χωρίς βρακί στον κώλο σε παράγκα του Κουλέ Καφέ, πάντως απ’ τη στιγμή που παντρεύτηκε τον εξόχως εύπορο παππού μου, αφοσιώθηκε στο συλλεκτικό, αποθησαυριστικό της πάθος με ασύλληπτη μανία. Για παράδειγμα, ενώ το σύνηθες ήταν, άπαξ και ο σύζυγος φύγει ταξίδι για δουλειές, να μπάζεις στο σπίτι τον αγαπητικό σου, η κυρα-Λένη έμπαζε τους μαστόρους και τους διακοσμητές και γκρέμιζε τοίχους κι άλλαζε επίπλωση και ταπετσαρίες και δεν συμμαζεύεται, τόσο που όταν γυρνούσε ο παππούς κι άνοιγε την πόρτα κοντοστεκόταν στο χολ κι έλεγε: «Ά ωρέ Ελενίτσα, πάλι σε λάθος σπίτι νόμιζα ότι μπήκα.»

Όπως ήταν εύλογο, η μανία αυτή επεκτεινόταν και στην προσωπική της εμφάνιση, την οποία φρόντιζε με εμμονή στην τελειότητα που θα ζήλευαν πολλές Πρώτες Κυρίες του Λευκού Οίκου. Λόγου χάρη, πολύ προτού γίνουν της μόδας, η κυρα-Λένη έραβε συνολάκια (‘ανσαμπλάκια’) σε ένα σωρό παλ αποχρώσεις, από φυστικί και βερυκοκί μέχρι σάπιο μήλο και μουχλιασμένο μούσμουλο, με ασορτί καπελάκια, γάντια, τσάντες και τακούνια. Κι όταν γύρω στα πενήντα άρχισε να αραιώνει το μαλλί της, αντί να πηγαίνει στο κομμωτήριο και να φουσκώνει τις δέκα τρίχες σε κάσκα και να φαίνεται απ’ τα κενά η ροδαλή κασίδα της, άρχισε να αγοράζει πανάκριβες περούκες από φυσικό μαλλί, σε ποικιλία χρωμάτων και κουπ, αρκεί όλες τους να είχαν την αφθονία μπούκλας που χαρακτήριζε την αλλοτινή της κόμη.

Ουδείς ωστόσο υποψιαζόταν τα προβλήματα που θα προέκυπταν άπαξ και η κυρα-Λένη έμπαινε οριστικά και αμετάκλητα στο κουτί που δεν σηκώνει ανακαίνιση, κι ότι το πλέον ακανθώδες ζήτημα θα ήταν ποια περούκα να της φορέσουμε.

Βρισκόμαστε λοιπόν και πάλι στο σπίτι της Βασιλέως Κωνσταντίνου, με τον παππού συντετριμμένο στον καναπέ και τη μαμά με την αδελφή της να προσπαθούν με το μαλακό να τον ρωτήσουν ποια απ’ τις δώδεκα περούκες θεωρεί την πλέον κατάλληλη για την κηδεία. Ωστόσο, ο δόλιος χήρος βρισκόταν ακόμη σε τέτοιο μαύρο χάλι, που δοθείσης και της ηλικίας του – 85 πατημένα – είχε αρχίσει να ρετάρει ελαφρώς και να μην αναγνωρίζει τις κόρες του.

Οπότε θεία και μαμά συλλαμβάνουν εμπνευσμένο κόλπο για να εκμαιεύσουν την πολύτιμη πληροφορία απ’ τον μισο-σαλεμένο γέρο πατέρα τους: να φορέσουν εκ περιτροπής τις περούκες οι ίδιες, ποζάροντας μπροστά του, με την ελπίδα, μέσα από κάποια αναλαμπή της θολούρας του, να καταλήξουν στην καούκα-γκανιάν.

Εκείνο που δεν είχαν συνυπολογίσει ωστόσο ήταν το γεγονός ότι, ως κόρες της κυρα-Λένης, έστω και κατά 30-40 χρόνια νεότερες, της έμοιαζαν αμφότερες τρομερά – η μια στα κιλά και στο σχήμα του προσώπου, η άλλη στο χρώμα των ματιών και στο μπόι και πάει λέγοντας, κι ότι οι ομοιότητες αυτές έμελλε να ξυπνήσουν στον μπαρμπά-Θωμά (ναι, έτσι φωνάζαμε τον παππού μου, και καμία σχέση με καλύβες) άγριες διαθέσεις. Εξ ου και ο τραγέλαφος.

Διότι με το που εμφανίζεται η θειά μου με μια ασημόγκριζη περούκα κι αρχίζει να παίρνει πόζες και να κάνει νάζια, ο παππούς γουρλώνει τα μάτια, γυρνάει στη μάνα μου και τη ρωτάει με σφιγμένα δόντια: «Ποιο είν’ αυτό το γύναιο και πώς μπήκε στο σπίτι;» πεπεισμένος ότι μπρος του στέκεται φίλη της μακαρίτισσας που την διέφθειρε εν ζωή. «Είναι αυτή η σιχαμένη η φίλη της,» εξακολουθεί, «αυτή η γρά που παίρνει τα π’λιά στο στόμα! Διώχ’ την αμέσως!» Η θεία μου, μην ξέροντας πώς να αντιδράσει, αρχίζει τα γλυκόλογα: «Μα Θωμάκο μου, εγώ είμαι, η Ελενίτσα σου!» οπότε κι ο παππούς σηκώνεται μ’ ένα σάλτο απ’ τον καναπέ και φωνάζει: «Πες σ’ αυτό το π’τανί το γερασμένο να φύγει από δω μέσα, γιατί θα φέρω το χασαπομάχαιρο απ’ την κουζίνα και θα τη σφάξω στο γόνατο τη σκρόφα τη μαύρη!» Και η θεία μου, για να μην πέσει θύμα παιδοκτονίας, τρέχει και κλειδώνεται στην κρεβατοκάμαρα. (Και φυσικά η πρώτη περούκα απορρίπτεται, διότι σκέψου τώρα να ’μαστε στην εκκλησία για την επιμνημόσυνο τελετή και ν’ αρχίσει ο γέρος τα σκατοψύχια στην π’τανάρα που κείτεται στο φέρετρο!)

Για να τον καλμάρει κάπως, η μάνα μου διαλέγει την τελευταία περούκα, μια σχεδόν πλατινέ και φορώντας την κάθεται δίπλα στον μπαμπά της και του λέει σιγανά, με τη φωνή της κυρα-Λένης που ήξερε να μιμείται στην εντέλεια: «Θωμάκο μου γλυκέ, πες μου, σ’ αρέσει έτσι ξανθιά η Ελενίτσα σου;» Αμ έλα όμως που η Ελενίτσα του άρεσε ξανθιά, και δη υπερβολικά… Κι όπως την έχει σφίξει στην αγκαλιά του, αίφνης η Κατερίνα αισθάνεται το πατρικό χέρι να έρπει στην πλάτη της προς την απαγορευμένη ζώνη, οπότε και με μια τσιρίδα πετιέται απ’ τον καναπέ σαν το ζαρκάδι της Αρτέμιδος και τρέχει και κλειδώνεται στο μπάνιο, μη βρεθεί στα καλά καθούμενα σε ενδιαφέρουσα με παιδί κι αδέρφι συγχρόνως. (Οπότε τζίφος και η δεύτερη επιλογή, διότι βάλε με το νου σου να καψώσει ο παππούς στο θέαμα της συμβίας του και να ορμήσει να κουτουπώσει την σεπτή σορό της!)

Να μη σας τα πολυλογώ, και οι υπόλοιπες περούκες είχαν εξίσου ατυχή – ή σκιαχτική – επίδραση στον γέρο πατέρα. Ώσπου ξεμένει μία τελευταία, παμπάλαια κι ελαφρώς τσουρομαδημένη απ’ τον πανδαμάτορα χρόνο, και η μάνα μου τη φοράει μ’ ένα στεναγμό, διότι η εν λόγω περούκα ήταν καστανή, και τη θυμόταν απ’ τα παιδικά της χρόνια, όταν ακόμα η κυρα-Λένη μπορούσε να περάσει για νιά.

Και με το που μπαίνει στο σαλόνι και την αντικρίζει, ο μπαρμπά-Θωμάς σηκώνεται, βαράει προσοχή και φωνάζει βροντερά: «Γειά σου Θεόδωρε Κολοκοτρώνη!» – την τρυφερή προσφώνηση με την οποία υποδεχόταν τη γιαγιά μου κάθε φορά που επέστρεφε απ’ τον κομμωτή και περουκιέρη της με πέντε πόντους ύψος παραπάνω, σαν να φορούσε όντως περικεφαλαία στιλπνή και μαλλιαρή.

Η νεκρώσιμος τελετή εκτυλίχθηκε χωρίς επεισόδια και ευτράπελα, και ο μόνος παραπονεμένος ήμουν εγώ – που ως ζουμπάς της τάξης, ήθελα όσο τίποτα κι εγώ μια καούκα κολοκοτρωνέικη που να με δείχνει έστω και λίγο πιο μποϊλή…)

Ο θάνατος και η γεροντοκόρη
Στο διπλανό διαμέρισμα της πολυκατοικίας όπου διέμενε το σόι της μάνας μου, κατοικούσαν δύο αδελφές, δίδυμες και γηραιές, και προικισμένες η καθεμιά τους με ονοματεπώνυμο μπερεκέτι: η Μπέλλα και η Μπουμπού Αδαμπαμπά.

Οι αδελφές Αδαμπαμπά ήταν και οι δύο στενές φίλες της γιαγιάς μου της Ελένης, στην οποία εκμυστηρεύονταν τα πιο μύχια μυστικά τους, κουτσομπολιά της αστικής Θεσσαλονίκης, φόβους και άγχη, καθώς και προσωπικές απόψεις περί διακόσμησης εσωτερικών χώρων, αίτινες συχνά απέβαιναν μοιραίες, όπως τότε που η Μπέλλα είχε προτείνει στη γιαγιά μου να κάνει κυρίαρχο χρώμα του σαλονιού το ‘κόκκινο βυζαντινό’, και η κυρα-Λένη ξήλωσε ό,τι ξηλωνόταν (με πρώτη την τσέπη του παππού), αγόρασε καινούριο βελούδινο σαλόνι, ασορτί πορτατίφ και μπροκάρ ταπετσαρία, μόνο και μόνο για να ζήσει την απόλυτη συντριβή, όταν η Μπέλλα μπήκε, επιθεώρησε τον χώρο, και δήλωσε αυστηρά πως αυτό δεν ήτο κόκκινο βυζαντινό αλλά της Βουργουνδίας, γεγονός που η γιαγιά μου αντιμετώπισε ψύχραιμα, κλαίγοντας γοερά επί τρεις μέρες σερί, ώσπου ο παππούς μου τη δελέασε με ταξίδι στην Πόλη όπου θα της αγόραζε και την Αγιά-Σοφιά άμα ήθελε, να πήξει ο τόπος στο αφορεσμένο το βυζαντινό, που κακόχρονο να ’χει και μαύρο.

Η Μπέλλα και η Μπουμπού Αδαμπαμπά (ή οι πατεράδες των Πρωτόπλαστων, όπως τις αποκαλούσε πίσω απ’ την πλάτη τους η μάνα μου, ερμηνεύοντας ετυμολογικά το αχτύπητο επίθετό τους), ήταν γύρω στα εβδομήντα και ανύπανδρες, γεγονός που τόνιζαν με κάθε ευκαιρία, θεωρώντας την επίδειξη της ισόβιας παρθενίας τους ως δείγμα αριστοκρατικής ανατροφής, εγκράτειας και ψυχικής αγνότητας. Μάλιστα η προσήλωσή τους στον ανέγγιχτο υμένα έφτανε σε τέτοιο σημείο εμμονής, που όχι μόνο δεν προσβάλλονταν απ’ τη λέξη ‘γεροντοκόρη’, μα τη χρησιμοποιούσαν και οι ίδιες, καθώς τόνιζε με τρόπο διακριτικό το ότι, απ’ τον παπά που τις είχε βαφτίσει κι εντεύθεν, δεν τις είχε ζυγώσει μήτε σερνικός σκύλος.

Ένα μοιραίο μεσημέρι λοιπόν, η Μπουμπού Αδαμπαμπά, η πιο ψυχοπονιάρα κι επιρρεπής στην υστερία εκ των δύο αδελφών, έχει πάει στην κηδεία του πατέρα της νεαρής παραδουλεύτρας της, σε κάποιο μακρινό προάστιο της Σαλονίκης, και μη βρίσκοντας ταξί για να επιστρέψει, κάνει κάτι πρωτόγνωρο: μπαίνει σε αστικό λεωφορείο με κατεύθυνση προς το κέντρο. Ωστόσο, άμαθη καθώς ήταν στα μέσα συγκοινωνίας, και καθώς όλες οι θέσεις ήταν κατειλημμένες, ξεμένει να στέκεται όρθια, χωρίς όμως να κρατιέται απ’ τη χειρολαβή. Και ξάφνου ο οδηγός φρενάρει απότομα, και η Μπουμπού βρίσκεται στο δάπεδο με τα ποδάρια τεντωμένα σε σπαγγάτο.

Και λίγη ώρα αργότερα, μπουκάρει στο σπίτι της φίλης, γειτόνισσας και συντρέχτρας στις συμφορές, και πέφτοντας στην αγκαλιά της γιαγιάς μου αρχίζει να σκούζει μέσα απ’ τα αναφιλητά της: «Ελένη μου, Ελενίτσα μου, τι έπαθα! Δεν είμαι πια κόρη! Δεν είμαι πια κόρη!», καθ’ όσον η δόλια αειπάρθενος πίστευε ότι, με την απότομη διάνοιξη των κάτω άκρων, είχε χάσει ό,τι πολυτιμότερο διέθετε. Και σαν να μην έφτανε το κακό που την είχε βρει, εκείνη την ώρα σκάει μύτη κι ο παππούς που είχε στήσει αυτί κι έσπαγε πλάκα, και χτυπώντας την φιλικά στην πλάτη της λέει: «Έλα, ωρε, μην κάνεις έτσι. Τώρα μένει να βρεις κι έναν Αβραάμ καρπερό και βολεύτηκες!»

Εντέλει ο γυναικολόγος – τον οποίο η τρομοκρατημένη Μπουμπού εδέησε να επισκεφθεί με τα χίλια ζόρια – αφού παραμέρισε ιστούς, σταλακτίτες, γαϊδουράγκαθα και οικογένειες νυχτερίδων του Βόρνεο, διαβεβαίωσε την εβδομηκοντούτη κόρη πως το πώμα αγνότητος εξακολουθούσε να βρίσκεται στη θέση του, απ’ όπου δεν το ξεκουνούσε μήτε γαιοτρύπανο πετρελαιοπηγής.

Όμως εγώ, κάθε φορά που θυμάμαι αυτή την απίθανη ιστορία, σκέφτομαι το ειλικρινές, αβάσταχτο πένθος της κακομοίρας της Μπουμπούς για την αδικοχαμένη παρθενιά – κι έπειτα σκέφτομαι την ηλικία στην οποία εγώ παρέδωσα στον κόσμο τη δική μου, και αποστέλλω νοερό ευχαριστώ στον Πανάγαθο που δεν με έκανε κόρη.

Δυο γάιδαροι, η Χιονάτη κι ο εξάδελφος
Το Κατερινάκι μας εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο, με τα χεράκια του και τα χαπάκια του, ξημερώματα της 28ης Δεκεμβρίου του 2002. Για κακή μου τύχη δε, το πρωινό εκείνο, επιστρέφοντας από ολονύχτια κραιπάλη, ήμουν μόνος στο σπίτι, καθώς ο μπαμπάς έλειπε στην Αθήνα για δουλειές, οπότε αναγκάσθηκα, παρά τη συντριβή και το ελεεινό μου χανγκόβερ, να αναλάβω όλα τα τυπικά.

Κι άντε οι τραυματιοφορείς του ΕΚΑΒ τέλειωσαν τη δουλειά τους στο τσακ μπαμ (η συχωρεμένη είχε συχωρεθεί καταφανώς – τι τα σπούδαζα τόσα χρόνια στη ρημάδα την Ιατρική άμα δεν ήξερα να κρίνω πότε ο άλλος έχει σανιδώσει;), και ο ιατροδικαστής ήταν οικογενειακός φίλος και ήξερε και για τις παλιές απόπειρες της μακαρίτισσας και με ξεπέταξε στα γρήγορα, αλλά στο μεταξύ είχε πλακώσει και η αστυνομία για την αυτοψία, κι έπρεπε κάθε τόσο να αναδύομαι απ’ τα έσωθεν σκότη για να απαντήσω αν το τάδε ποτήρι ήταν δικό μου (όχι, είχε κραγιόν στο χείλος), κι αν είχα αγγίξει κάτι στο σαλόνι (τα πάντα, εκεί ζούσα) και πόσα χάπια είχε πάρει κρίνοντας απ’ τα ανοιχτά κουτιά που ’ταν σκορπισμένα ολούθε (πού να ξέρω, τζάνουμ, ο Άνθρωπος της Βροχής είμαι να σ’ τα μετρήσω;) Και ξαφνικά, απ’ την ανοιχτή πόρτα ακούω έναν κακό χαμό, καντήλια και Χριστοπαναγίες, και τρέχοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας βρίσκω δύο υπαλλήλους από αντίπαλα γραφεία τελετών (μαντέψτε ποιοι τους είχαν ειδοποιήσει εν αγνοία μου, και κατά πόσον έπαιρναν μίζα), οι οποίοι όχι μόνο σκυλοτρώγονται, αλλά έχουν πλακωθεί κανονικά, και με τον σαματά είχαν σηκωθεί όλοι οι γείτονες στο πόδι, κι εγώ έπρεπε μετά να εξηγώ πώς και τι σε πενήντα καλόψυχους νοματαίους που κλαίγανε γοερά κι έπρεπε να τους καλμάρω και να τους πείσω να γυρίσουν στα σπίτια τους. Οπότε, συνάζοντας όλη μου την ψυχραιμία, χωρίζω τα βδελυρά κοράκια, και τους λέω ότι η μάνα μου αυτοκτόνησε με το περίστροφο του πατέρα μου, κι ότι το ’χω πάνω μου, κι ότι αν μέχρι το τρία δεν έχουν εξαφανιστεί θα τους κάνω σουρωτήρι. Προφανώς δε ήμουν σε τέτοια κατάσταση μάτι-γυαλίζει-πίσω-και-σας-έφαγα-χαμούρες, που οι δυο γάιδαροι που μάλωναν σε ξένο αχυρώνα έγιναν μπουχός με τη μία.

Περνάν οι ώρες, έρχεται ο μπαμπάς πετώντας, συνεννοούμαστε με έτερο γραφείο τελετών, και κατεβαίνουμε να ψωνίσουμε ρούχα, διότι η Κατερίνα, ένεκα τα πάχητα, τον τελευταίο χρόνο κυκλοφορούσε μονίμως με βελουτέ φόρμες διαστάσεων στρατιωτικής σκηνής. Μέσα σ’ όλα τ’ άλλα, εν τω μεταξύ, μας είχαν ζητήσει και μια πρόσφατη φωτογραφία της αποβιώσασας, για να τη μακιγιάρουν όσο γίνεται πιο κοντά στο φυσικό – όμως εγώ, στην καντήφλα μου απάνω, τους είχα δώσει ένα στιγμιότυπο από πρόσφατη οικογενειακή μάζωξη, όπου το Κατερινάκι έχει σκάσει στα γέλια, και το ούτως ή άλλως ροδαλό του πρόσωπο έχει γίνει πιο κόκκινο κι απ’ τον Περισσό.

Κι όπως μαζευόμαστε την επομένη το πρωί στο νεκροστάσιο οι τεθλιμμένοι συγγενείς και φίλοι, κοιτάζω μέσα από τα λέλουδα και τι να δω; Ο μακιγιέρ των Αδελφών Βουρδόλακα, βλέποντας την αντίθεση φωτογραφίας και νεκρικής χλομάδας, έχει πάρει την μπατανόβουρτσα και κόκκινο χρώμα πλαστικό για βαφή τοίχου χωρίς αστάρι, και μου την έχει κάνει τη μάνα σαν τον κώλο του μπαμπουίνου. Με τα χίλια ζόρια κρατιέμαι να μη σκάσω στα γέλια με το γκροτέσκο θέαμα, αλλά την ίδια στιγμή μια θειά μου που θρηνούσε λες και την έπαιρνε κάμερα για εκπομπή επανασύνδεσης με τον χαμένο της συμπέθερο, και μ’ ένα πλοκάμι μύξας να κρέμεται κομψότατα απ’ το ένα ρουθούνι, αναφωνεί: «Δείτε την πώς είναι η κούκλα μου! Σαν τη Χιονάτη!» Ε, αυτό ήταν – η αντίθεση ανάμεσα στο ‘Χιονάτη’ (χαρακτηρισμός που η συχωρεμένη πληρούσε μόνο με την κοιλάθρα που κρυβόταν κάτω απ’ τ’ άνθη, και η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να περιέχει εφτά νάνους αμάσητους) και στο κόκκινο του πυροσβεστικού, με αποτέλειωσε, και βγήκα τρέχοντας απ’ το νεκροστάσιο για να μην ακουστούν τα ουρλιαχτά μου και νομίσουν ότι πάει το παιδί, ήταν που ήταν ζαβό, ήρθε κι αποτρελάθηκε.

Το τρίτο χτύπημα ήρθε απ’ τον κολλητό μου – αδελφικό φίλο και με τις δύο έννοιες της λέξης ‘αδελφή’ – ο οποίος επί ώρα (καθ’ όλη τη διάρκεια της ανυπόφορα ανιαρής τελετής, της ταφής και του καφέ μετά παξιμαδακίων που δεν θα τα άγγιζε μήτε η παξιμαδοκλέφτρα του παραδοσιακού άσματος) χαλβάδιαζε έναν μακρινό εξάδελφο που κι εγώ έβλεπα πρώτη φορά στη ζωή μου, κι οποίος, αντικειμενικά, και παρά το πένθος και τα συναφή, ήτο νεαρός εξόχως μπάνικος. Οπότε όπως ποζάρουμε για τον πατέρα μου που είχε τρελαθεί να βγάζει φωτογραφίες (καθείς παλεύει τον πόνο με τα δικά του όπλα), ο κολλητός σκύβει και μου λέει στο αυτί: «Και πρέπει να ’χει και τρελό κορμί το μανάρι – ακόμα και με το παλτό φαίνεται. Αμάν κι αυτή η μάνα σου, δεν μπορούσε να πεθάνει καλοκαίρι;» Κι εγώ φυσικά ξεκαρδίστηκα, όπως θα ξεκαρδιζόταν και η ίδια η Κατερίνα, που αγαπούσε τον φίλο μου, όπως και κάθε φίλο μου, σαν δεύτερο, τρίτο και τέταρτο παιδί της, και για την οποία οι αγαπημένοι άνθρωποι δεν είχαν κουσούρια αλλά σεβαστές (αν όχι αξιαγάπητες) αδυναμίες.
Επιστρέφω όμως στον Ηράκλειτο τον μουντρούχο. Επειδή η μάνα μου δεν τα γούσταρε τα δράματα, το αποχαιρετιστήριο σημείωμα δεν το ’χε αφήσει φόρα παρτίδα, να το βρω μαζί με την ίδια τέζα και να πλαντάξω, αλλά το ’χε καταχωνιάσει σ’ ένα κουτί με παμπάλαιο χαρτομάνι, αποδείξεις, εισιτήρια και τα ρέστα, στο βάθος της ντουλάπας. Ο μόνος λόγος που δεν πετάχτηκε επί τόπου, στο πρώτο άδειασμα του σπιτιού από φρικαλέα μουσταρδί ταγιέρ, τι-σερτ με ξεχειλωμένο τον έναν ώμο και βάτα στον άλλο, και σκουλαρίκια φλουό μεγέθους δορυφορικού πιάτου, είναι ότι βρισκόταν τόσο βαθιά στα ερέβη της ντουλάπας, που πέρασε απαρατήρητο.

Αλλά η τύχη ήθελε να το βρω. Και το αναγνώρισα αμέσως, αφενός διότι ήταν γραμμένο με τον γαλάζιο μαρκαδόρο που η μάνα μου χρησιμοποιούσε το τελευταίο διάστημα πριν το φευγιό της, κι αφετέρου διότι τα γράμματά της, που πάντα είχαν κάτι το παιδικό, στο συγκεκριμένο σημείωμα ήταν ακόμα πιο μεγάλα και αβέβαια, καθώς είχαν γραφτεί υπό συνθήκες μεγάλης αισθηματικής φόρτισης κι ακόμα μεγαλύτερης μαστούρας. Το σημείωμα, απ’ όσο θυμάμαι, ήταν ζήτημα πέντε αράδες. Στην αρχή μου έγραφε ότι ήξερε πως γι’ αυτό που έκανε δεν υπήρχε συγχώρεση, κι ότι ήλπιζε τουλάχιστον μέσω του θανάτου της να κερδίσω την ελευθερία μου, αντί να την νταντεύω, φυτό σε κάποια κλινική, ως τα βαθιά της γεράματα. Κι έπειτα είχε μόνο μια ευχή: Εύχομαι να κάνεις κι εσύ παιδιά μια μέρα, για να σ’ αγαπήσουν όπως μ’ αγάπησες εσύ και να τα αγαπήσεις όσο σ’ αγάπησα εγώ. Και τίποτ’ άλλο.

Κι αφού το διάβασα και το εμπέδωσα – και η μητρική αυτή επιταγή ακόμα με ακολουθεί, επίμονη σαν αόρατη αγκαλιά που δεν σ’ αφήνει – έκανα αυτό που ήμουν σίγουρος ότι θα ήθελε να κάνω κι εκείνη. Ξανάβαλα το σημείωμα στο χαρτόκουτο και το πέταξα στα σκουπίδια.
Κι εγώ; Τι θα ’θελα ν’ απογίνω εγώ όταν και άμα (προσέξτε τον υποθετικό σύνδεσμο) πεθάνω; Η απάντησή μου; Είμαι τρομερά διχασμένος.

Η ταφή δεν μ’ αρέσει καθόλου. Αλλά ούτε και το κάψιμο μου πολυαρέσει. Η φωνή της λογικής βέβαια λέει ότι δεν έχει καμία απολύτως σημασία το πώς θα ξεφορτωθούν το (ελπίζω υπεραιωνόβιο) σαρκίο μου, μα μήπως πότε την άκουγα τη φωνή της λογικής για να την ακούσω και τώρα;

Και με το χέρι στην καρδιά, η εκδοχή που με δελεάζει περισσότερο από κάθε άλλη είναι η ταρίχευση. Όχι όμως μούμια και ταφή σε πυραμίδα, διότι άμα είναι να σε βαλσαμώσουν το θέμα είναι να φαίνεσαι, σωστά; Και να χρησιμεύεις και σε κάτι, για να μην εμπέσεις στο ρητό του Ηράκλειτου του σεκλετισμένου και καταλήξεις να κοπρίζεις παντζαροχώραφο.

Οπότε θα μπορούσαν ενδεχομένως να με ταριχεύσουν όρθιο, με τα χέρια και τα δάχτυλα ανοιχτά, εν είδει καλόγερου, για να κρεμάν οι απόγονοί μου τα παλτά και τις τσάντες τους. Ή καθιστό, με τα γόνατα λυγισμένα και τα χέρια σε κύκλο, ως εξωτική ομπρελοθήκη. (Φαντάζομαι και διάλογο: «Ρίχνει με το τουλούμι έξω!» «Ε, πάρε μια ομπρέλα απ’ τον παππού.»)

Και φυσικά, επειδής κι εμένα φιλόσοφο δεν με λες, αλλά αμπελοφιλόσοφος είμαι και με τη βούλα, θα ’θελα το ταριχευμένο μου σώμα να ’χει και μια πλακέτα με κάποια βαθυστόχαστη επιγραφή. Όπως:
Απ’ τη ζωή στο θάνατο είν’ ένα μονοπάτι,
Κι από το ‘κώλος’ στο ‘Κορτώ’, δυο σύμφωνα και κάτι.

*Το πιο πρόσφατο βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ είναι "Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά" (εκδόσεις Καστανιώτη)


Carrot cake νηστίσιμο

                 Carrot cake νηστίσιμο
Photo
Bαθμολογία:
       
1 ψήφοι
Προστέθηκε από , 10.03.12

Περιγραφή

Για την παρασκευή του, δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσετε μίξερ!

Τι χρειαζόμαστε:

  • 100 γρ. καρύδια (ψημένα στο φούρνο για 8 λεπτά και χοντροαλεσμένα)
  • 350 γρ. καρότα τριμμένα
  • 260 γρ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις
  • 1 κ.γ. σόδα διαλυμένη σε λίγο χυμό λεμονιού
  • 2 κ.γ. baking powder
  • 1/8 κ.γ. αλάτι
  • 1 κ.γ. κανέλα
  • 1 κ.γ. μείγμα για γλυκά (κανέλα, μοσχοκάρυδο, γαρύφαλλο, πιπερόριζα)
  • 200 γρ. ζάχαρη
  • 100 ml λάδι
  • 250 ml κρέμα καρύδας
Στα γρήγορα
Κατηγορία
Μέθοδος
Διατροφή
Δυσκολία
Περιέχει
Νηστίσιμα

 

 

 

 

 

 

Πως το κάνουμε:


Ηλίας Βενέζης


 Ηλίας Βενέζης

Βενέζης.jpgΟ Ηλίας Βενέζης (πραγματικό όνομα Ηλίας Μέλλος, 4-3-1904 Αϊβαλί - 3-8-1973 Αθήνα) ήταν έλληνας συγγραφέας, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Έγινε γνωστός για τα μυθιστορήματά του Αιολική Γη, Το νούμερο 31328 και το θεατρικό έργο Μπλοκ C. Έγινε ο πρώτος έλληνας συγγραφέας του οποίου τα έργα μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, κάνοντας γνωστή την ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό.Γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μ.
Ασίας στις 4 Μαρτίου 1904, σύμφωνα με αυτοβιογραφικό του σημείωμα, σύμφωνα όμως με άλλες πληροφορίες από επίσημα έγγραφα πρέπει να είχε γεννηθεί το 1898. Ο πατέρας του, Μιχαήλ Μέλλος, καταγόταν από την Κεφαλλονιά και η μητέρα του από τη Λέσβο. Βενέζης λεγόταν ο παππούς του Δημήτριος από την πλευρά του πατέρα του.

Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στο Αϊβαλί, μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1914, όταν και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στη Μυτιλήνη μέχρι το 1919. Το 1922 η οικογένειά του εγκατέλειψε οριστικά πλέον τη Μικρά Ασία, ο ίδιος όμως δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί στο πλοίο: αιχμαλωτίστηκε και εστάλη στα εργατικά τάγματα για 14 μήνες. Οι εμπειρίες του από τα εργατικά τάγματα περιέχονται στο πρώτο μυθιστόρημά του, Το νούμερο 31328.

Το 1923 απελευθερώθηκε και επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Εκεί υπήρχε αξιόλογη λογοτεχνική κίνηση με πρωτεργάτη τον Στράτη Μυριβήλη. Αυτός μάλιστα τον παρακίνησε να καταγράψει την αιχμαλωσία του και έλεγε χαρακτηριστικά ότι "του έμαθε πώς να κρατάει το μολύβι στο χέρι". Το Νούμερο 31328 δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες το 1924 στην εφημερίδα Καμπάνα της Μυτιλήνης, διευθυντής της οποίας ήταν ο Μυριβήλης.

Στη Μυτιλήνη εργαζόταν στην Τράπεζα της Ελλάδος και το 1932 πήρε μετάθεση και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Διώχθηκε για τις πολιτικές του ιδέες από τον νόμο του "Ιδιωνύμου", από τη δικτατορία του Μεταξά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής συνελήφθη με την κατηγορία ότι σε συγκέντρωση του προσωπικού της Τράπεζας είχε μιλήσει για ελευθερία. Φυλακίστηκε στο "Μπλοκ C" των φυλακών Αβέρωφ και η εκτέλεσή του απετράπη έπειτα από αντιδράσεις του πνευματικού κόσμου.

Μετά τον πόλεμο διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην πνευματική ζωή της χώρας με επίσημες θέσεις όπως του Διευθύνοντος συμβούλου του Εθνικού Θεάτρου, Αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το 1957 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Παράλληλα το έργο του γνώριζε πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα με συνεχείς επανεκδόσεις και στο εξωτερικό με πολλές μεταφράσεις.

Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του (1971-1973) υπέφερε από σοβαρό πρόβλημα υγείας. Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1973 στην Αθήνα, από καρκίνο του λάρυγγα. Κηδεύτηκε και τάφηκε στη Μήθυμνα (Μόλυβο) της Λέσβου.
Μυθιστορήματα

Το νούμερο 31328 (1931)
Γαλήνη (1939)
Αιολική Γη (1943)
Ωκεανός (1956)
Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων, μαζί με τους Μυριβήλη, Καραγάτση, Τερζάκη (1958)

Διηγήματα

Μανώλης Λέκας (συλλογή, 1927)
Αιγαίο (συλλογή, 1941)
Ακήφ (διήγημα, 1944)
Άνεμοι (συλλογή, 1944)
Ώρα Πολέμου (συλλογή, 1946)
Οι νικημένοι (συλλογή, 1954)
Αρχιπέλαγος (συλλογή, 1969)

Ταξιδιωτικά και αφηγήσεις

Φθινόπωρο στην Ιταλία (ταξιδιωτικό, 1950)
Αμερικανική Γη (ταξιδιωτικό, 1955)
Αργοναύτες (χρονικά και ταξίδια, 1962)
Εφταλού (αφηγήσεις, 1972)
Περιηγήσεις (ταξιδιωτικό, 1973)
Στις ελληνικές θάλασσες (αφηγήσεις, 1973)
Μικρασία Χαίρε (αφηγήσεις, 1974)

Ραδιόφωνο

Πλοία και Θάλασσες (συγγραφή & αφήγηση, 1969)
Έλληνες και Ξένοι Περιηγητές (συγγραφή & αφήγηση, 1970)

Θέατρο

Μπλοκ C (θεατρικό, 1963)

Άλλα έργα

Έξοδος (χρονικό της κατοχής, 1950)
Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός (ιστορικό, 1952)
Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος (ιστορικό, 1955)
Εμμανουήλ Τσουδερός (ιστορικό, 1966)
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%97%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%82_%CE%92%CE%B5%CE%BD%CE%AD%CE%B6%CE%B7%CF%82


Δημοφιλείς αναρτήσεις