Κ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ «Ὁ τρύγος»
Ὅταν ἀνθίζ᾿ ἡ ἀγριάμπελη κι ἁπλώνει τὰ κλαδιά της
στὸ σκῖνο, στὸ χαμόδενδρο, στοῦ πεύκου τὰ κλωνάρια,
στὰ ρέματα τοῦ ποταμοῦ, στὸν ἐγκρεμὸ τοῦ βράχου,
Ὅταν ἀνθίζ᾿ ἡ ἀγριάμπελη κι ἁπλώνει τὰ κλαδιά της
στὸ σκῖνο, στὸ χαμόδενδρο, στοῦ πεύκου τὰ κλωνάρια,
στὰ ρέματα τοῦ ποταμοῦ, στὸν ἐγκρεμὸ τοῦ βράχου,
κι ἀγέραν, κάμπους καὶ βουνά, τὴν πλάση πέρα ὡς πέρα
γιομόζει ἀπὸ μοσκοβολιὰ μὲ τὸν ἀνασασμό της,
πυκνὸ - πυκνὸ κι ὁλόμαυρο μελισσολόι πετιέται
μὲς ἀπὸ βράχους καὶ κρινιά, μὲς ἀπὸ ἐρμιὲς καὶ κήπους,
καὶ τ᾿ ἄνθη της βοσκολογᾷ καὶ παίρνει τὸν ἀχνό τους,
καὶ διαλαλάει μ᾿ ἕνα βοητὸ τὸν ἀναγαλιασμό του.
Ἔτσι οἱ κοπέλες τοῦ χωριοῦ πετιοῦνται ἀπὸ τὰ σπίτια
κ᾿ εἰς κάμπους κ᾿ εἰς βουνὰ σκορποῦν, κι ὅπ᾿ εἶναι ἀμπέλι τρέχουν
μὲ τὰ καλάθια τὰ πλεχτὰ καὶ μὲ τὰ βατοκόπια
καὶ μὲ τραγούδια, μὲ χαρές, ὅταν ἀρχίζει ὁ τρύγος.
Ἀναταράζονται οἱ ἐρμιές, ἀχολογοῦν τ᾿ ἀμπέλια,
λὲς κι ἀπὸ κάθε πέτρα ὀρθή, λὲς κι ἀπὸ κάθε βάτον,
ὅπου στὸ χόρτο σέρνεται, κόρης κορμὶ φυτρώνει.
Πράσινη ἁπλώνεται ἡ φυτιὰ κ᾿ οἱ ρόγες μεστωμένες,
μαῦρες καὶ κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογοῦν, γιαλίζουν
στὴν πρώτη ἀχτίδα τοῦ ζεστοῦ τοῦ ἥλιου ὅπ᾿ ἀνατέλλει,
σὰν μαῦρα μάτια, σὰν χοντρὰ κλωνιὰ μαργαριτάρια.
Οἱ βέργες οἱ καμαρωτὲς λαμποκοποῦν κ᾿ ἐκεῖνες,
κ᾿ οἱ περογλιὲς ξαπλώνονται στὰ διάπλατα κρεββάτια,
καὶ στὴν πυκνή τους χλωρασιὰ καὶ στὸ βαθύ τους ἴσκιο
τὴν ἱδρωμένην ἀργατιὰ δροσίζουν, ἀνασαίνουν,
τὴν ἀργατιὰ ποὺ ὁλημερὶς ὅλο τρυγάει κι ἁπλώνει,
Τὴν ἀργατιὰ ποὺ λαχταρᾷ πότε νὰ πέσει ὁ ἥλιος,
πότε νὰ ἰσκιώσουν τὰ ριζά, νὰ δροσερέψει ὁ κάμπος.
Νάτος ὁ ἥλιος ποὺ ἔπεσε καὶ πάει νὰ βασιλέψει,
νάτα ποὺ ἰσκιῶσαν τὰ ριζὰ καὶ δροσερεύει ὁ κάμπος...
O ἥλιος χάθη ὁλότελα καὶ τὰ βουνὰ σουρπώσαν,
θόλωσαν τ᾿ ἀνοιχτὰ νερὰ κι ἀπάνω βγῆκαν τ᾿ ἄστρα...
Διπλὰ ἀνασαίν᾿ ἡ ἐργατιὰ κι ἀπαρατάει τὸ ἔργο,
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ κληματόβεργες κι ἀπὸ παλιούργια φράχτες
καλύβι ὁλόρθο πλέκουνε, δεῖπνον ἁπλὸ κυκλώνουν,
καὶ τὸν ἁπλὸ τὸ δεῖπνο τους φωτάει θαμπὸ λυχνάρι.
Ὕστερα εἰς κάθε μιὰ φυτιά, κάθε ὄχτο, κάθε ἀμπέλι,
τρανὲς ἀνάβουνε φωτιὲς μὲς στ᾿ ἁπλωτὸ σκοτάδι.
Ὀλοῦρ᾿ - ὀλοῦρ᾿ ἀπ᾿ τὶς φωτιὲς σταίνουν χορὸ οἱ κοπέλες,
στρώνονται χάμου οἱ γέροντες κ᾿ οἱ νιοί, κι ἀπ᾿ ὅλους ἕνας
τοὺς συνοδεύει στὸ χορὸ μ᾿ ἕνα ἁπαλὸ τραγούδι
καὶ μ᾿ ἕνα λάλημα γλυκὸ - γλυκὸ τοῦ ταμπουρᾶ του.
Ὥσπου τ᾿ ἀστέρια τ᾿ οὐρανοῦ τὸ μεσονύχτι δείχνουν,
καὶ τότες οἱ χοροὶ χαλοῦν, σκορπᾶν οἱ δουλευτάδες.
Στρώνουν γιὰ στρώματα κλαδιὰ κι ἀποσταμένοι γέρνουν.
Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ σβήνουν οἱ φωτιές, ἔρμες ἀνάρια - ἀνάρια,
τὸ νυχτοπούλι τ᾿ ἄγρυπνο γλυκὰ τοὺς νανουρίζει,
ὥσπου νὰ σκάσει ὁ αὐγερινός, ποὺ θὰ ξυπνίσουν πάλι,
πάλι στὸ ἔργο τους νὰ μποῦν, στὸν ζηλεμένο τρύγο.
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω