ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΝΙΚΟ
της Βάσως Ραπτογιάννη *
.
Πέφτεις στο κρεβάτι. Κλείνεις τα μάτια, αλλά ύπνος πουθενά.
Θυμάσαι μόνο.
Το πρώτο φιλί σε μια σκουριασμένη κούνια τέλος καλοκαιριού έντεκα
χρόνια πριν, κάτι κουτάκια μπύρας, μια αφιέρωση σε μια χαρτοπετσέτα, ένα
σπασμένο πιάτο κι ένα μαραμένο τριαντάφυλλο.
Αλλάζεις πλευρό.
Πόσο χρονών είσαι;
Τον αγαπάς, αλλά δεν του το λες.
Κιτρινισμένα φύλλα, φθινόπωρο, μια λακκούβα που δεν βλέπεις και πατάς
και γίνεσαι μούσκεμα, ένα στυλό που δεν γράφει πια κι ένα πρωινό με
νεύρα και χάλια καφέ.
Μπορεί να έφταιγαν τα νεύρα που ήταν χάλια ο καφές.
Τώρα δεν έχει σημασία.
Πότε γέρασες;
Η πρώτη διαδήλωση, χέρι με χέρι, φωνές και πλακάτ και δακρυγόνα στη μούρη κι εσύ να κλαις, αλλά να μην φταίνε τα δακρυγόνα.
Εφτά αποτσίγαρα στο τασάκι.
Τα μετράς.
Ακριβώς εφτά, γιατί τελείωσαν τα χαρτάκια και βαριόσουν να πας μέχρι το περίπτερο.
Σκόρπια λόγια, μια αγκαλιά, ένα βιβλίο ανοιγμένο στη σελίδα 139,
άπλυτα πιάτα τριών ημερών κι ένα χάρτινο κουτί από χυμό λεμόνι πάνω στο
γραφείο.
Πόσο καιρό έχει εκεί;
Σου λείπει. Το ξέρω. Κι εμένα μου λείπει.
Περνάει το σκουπιδιάρικο. Πάλι ξέχασες να πετάξεις τα σκουπίδια.
Δεν βαριέσαι.
Η μυρωδιά τους θα καλύψει τη μυρωδιά από το κουφάρι σου.
Ανοίγεις την τηλεόραση. Να χαζέψεις. Πατάς τα κουμπιά αδιάφορα. Τίποτα δεν έχει. Την κλέινεις. Κοιτάς το ταβάνι.
Χαμογελάς, αλλά δεν ξέρεις γιατί.
Γιατί τον σκέφτεσαι.
Κρατάς το μαξιλάρι σφιχτά. Κι άλλο λίγο. Μόνο που δεν κλαις πια.
Ένα κομμένο κουμπί, η αγαπημένη σου κούπα, μια πράσινη τσαλακωμένη
μπλούζα πεταμένη στο πάτωμα, οι γραμμές που τελειώνουν, μια μαύρη γάτα
που περνάει το δρόμο, για ποτό στις εννιά στα Εξάρχεια, τότε που
δούλευες στο Κέντρο και σε χαιρετούσαν τα εξαρτημένα παιδιά, τσέπες
γεμάτες εισητήρια του μετρό.
Έκανες πολλές διαδρομές και πουθενά δεν πήγες.
Τυλίγεις το πάπλωμα πιο σφιχτά γύρω από το κορμί σου. Κάνει κρύο ξαφνικά.
Να του πεις ότι τον αγαπάς.
Καλημέρα.
Ξέχασα. Δεν κοιμήθηκες ακόμα.
.
Η Βάσω Ραπτογιάννη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Ακόμα φοιτήτρια ψυχολογίας.