ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩΝ
Σπάνιο
φωτογραφικό τεκμήριο δημοσιευμένο στην περιοδική εφημερίδα «ΕΛΛΑΣ» τον
Φεβρουάριο 1908. Πρόκειται για φωτογραφία του Γ. Αλεξίου, η οποία
δημοσιεύθηκε με υπέρτιτλο «ΑΙ ΑΠΟΚΡΕΩ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ», τίτλο κάτω από τη
φωτογραφία « Ο ΥΠΑΙΘΡΙΟΣ ΘΙΑΣΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ» και σημείωση εντός
παρενθέσεων «Εξωθι της κατοικίας του, ετοιμαζόμενος δια την
καλλιτεχνικήν του εκστρατείαν». Επί σκηνής, δηλαδή πάνω στο κάρρο,
βρίσκονται τα 16 μέλη του θιάσου, συμπεριλαμβανομένων των τεσσάρων
παιδιών που είναι ντυμένα αποκριάτικα και βρίσκονται σε πρώτο πλάνο.
Στην δεύτερη σειρά διακρίνεται ο Γιάννης ο Αράπης και στο κέντρο, επάνω
στο κάρρο, ο Παναγιώτης Θεοδοσίου. Της διακόσμησης δεσπόζει η επιγραφή
«ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ», γεγονός που σημαίνει ότι ο Θεοδοσίου είχε πλήρη
επίγνωση του είδους του θεάματος που προσέφερε στους Αθηναίους. Η
φωτογραφία έχει ληφθεί στην οδό Θεσσαλονίκης, ενώ δεξιά πάνω στον τοίχο
της κατοικίας του Θεοδοσίου διακρίνεται η επιγραφή «ΓΡΑΦΕΙΑ ΜΙΚΡΟΥ
ΡΩΜΗΟΥ». Παιδιά και γυναίκες της γειτονιάς παρακολουθούν το θέαμα, ενώ
από την άλλη πλευρά περνά ο ηλεκτροκίνητος σιδηρόδρομος. Εκεί όπου
βρισκόταν το ακίνητο του Θεοδοσίου, στη συμβολή της οδού Θεσσαλονίκης με
τη σημερινή πλατεία Αφαίας (σύνορα Θησείου – Πετραλώνων) σήμερα έχει
ανεγερθεί πολυκατοικία.
Από τις αρχές της όγδοης δεκαετίας του
19ου αιώνα, όταν σημειώνονται μεγάλες αλλαγές στις κοινωνικές, στις
οικονομικές και τις πολιτικές συνθήκες, ο αντίκτυπος είναι άμεσος και
στους λαΐκούς εορτασμούς. Γνωρίζοντας, δε, τη σχέση του Θεοδοσίου με τον
Βλάση Γαβριηλίδη, τον οποίο επισκεπτόταν όταν εξέδιδε το «ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ»,
πρέπει μάλλον να αποδεχθούμε ότι είχε επηρεαστεί από τις απόψεις του,
τις οποίες εξέφρασε με το μνημειώδες άρθρο του «ΑΙ ΔΥΟ ΑΠΟΚΡΕΩ» στις
αρχές της δεκαετίας του 1880, όπου έκανε λόγο για τις Απόκριες των
πλούσιων και τις Απόκριες των φτωχών.
«Το
Τριώδιον», όπως αποδόθηκε στην εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ» (1894), με τις μάσκες
να εικονίζουν τον Πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη, τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη
και τον Κωνσταντίνο Καραπάνο.
Παρουσιάζοντας το ολοένα αυξανόμενο
χάσμα μεταξύ τους στην πρωτεύουσα, ο Γαβριηλίδης, με το γλαφυρό του
ύφος, τόνιζε ότι «υπέρ τον μήνα παρετάθησαν αι Απόκρεω των πλουσίων,
μισήν ημέραν μόλις έζησαν αι Απόκρεω των πτωχών. Είχομεν Βενετίαν των
Δόγηδων εις τας ανωτέρας τάξεις και Σιβηρίαν των καταδίκων εις τας
κατωτέρας». Αφού κατέγραφε περιπαικτικά τους επωνύμους της εποχής
(Συγγρό, Σερπιέρη, Θεολόγη, Ρικάκη), τις περίπου τριακόσιες οικογένειες
που αποτελούσαν τον κύκλο των «Χρυσοκανθάρων» και τις προκλητικά
σπάταλες συνήθειές τους, ασκούσε σκληρή κριτική κάνοντας λόγο για
«συμμορίαν»!
«Η ΕΞΕΔΡΑ ΤΟΥ ΚΟΜΗΤΑΤΟΥ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΚΟΡΑΗ», όπως παρουσιάστηκε (1899) στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ».
«Ηλθον πλούσιοι και εδιπλασίασαν τον
πλούτον των εδώ, όχι παράγοντες, όχι βιομηχανούντες, αλλά ληστεύοντες
διά μετοχών, ληστεύοντες και διά δανείων, πωλούντες και μεταπωλούντες
μεταλλεία, μετερχόμενοι την ληστείαν των Τραπεζών, ιδρύσαντες
Χρηματιστήριον, τουτέστι Χρημαληστήριον, δημιουργήσαντες τάξιν μεσιτών,
ανθρώπων υπόπτων, χωρίς πολλά αισθήματα. Αναπολούσε, δε, ο Γαβριηλίδης
τα αγαθά και εύθυμα Κούλουμα της εποχής του Όθωνα.
Η «μύηση» του Π. Θεοδοσίου στους αποκριάτικους εορτασμούς
Το «πρόσωπο-κλειδί» για τη συμμετοχή του
Παναγιώτη Θεοδοσίου στα αποκριάτικα πανηγύρια είναι ο εκδότης και
δημοσιογράφος Ιωάννης Καμπούρογλου, που συμμετείχε ενεργά στην οργάνωσή
τους, επιστρατεύοντας τη δύναμη του εντύπου του, της «ΝΕΑΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ».
Το γεγονός αυτό ήταν γνωστό και σχολιαζόταν από τις στήλες των
εφημερίδων, ότι δηλαδή ο Θεοδοσίου εισήλθε στον «χαρούμενο» κόσμο των
αποκριάτικων πανηγυριών «ενθαρρυνθείς το πρώτον εις τούτο από τον Ι.
Καμπούρογλουν της κοινωνικωτάτης “Νέας Εφημερίδος”».
Η οδός Κοραή κατα την διάρκεια εορτασμού των Απόκρεω στις αρχές του 20ού αιώνα.
Η απόφαση του Ι. Καμπούρογλου να
εμπλακεί στην υπόθεση των Αποκριών δεν ήταν μοναχική και δεν
περιοριζόταν στη γραφική πλευρά του εθίμου. Πέρα από τις ευνόητες
παραμέτρους ανταγωνισμού στον χώρο του Τύπου, είχε σημαντικές πολιτικές,
οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις. Διαστάσεις που αποκαλύφθηκαν στη
διοργάνωση των αποκριάτικων πανηγυριών του 1889, όταν ο Ι. Καμπούρογλου
με τη «ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ» και ο Βλάσης Γαβριηλίδης με την «ΑΚΡΟΠΟΛΗ»
ανέλαβαν το βάρος της διοργάνωσης. Εξάλλου, οι άνθρωποι των εφημερίδων,
εκδότες και δημοσιογράφοι, πρωταγωνίστησαν γενικότερα στα ζητήματα
οργάνωσης των δημοσίων θεαμάτων στα τέλη του 19ου-αρχές 20ού αιώνα, είτε
μέσω των απόψεων που διατύπωναν από τις στήλες των εφημερίδων τους είτε
συμμετέχοντας στις οργανωτικές επιτροπές.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο καθένας
εξέφραζε τις δικές του ανησυχίες. Για την Τέχνη και την κοινωνία ο Ι.
Καμπούρογλου, για την πολιτική, την κοινωνία και την οικονομία ο Βλ.
Γαβριηλίδης. Ο μεν πρώτος «επιστράτευε» το άτυπο θεατρικό σαλόνι που
καλλιεργούσε από τις στήλες της εφημερίδας του, ο δε Γαβριηλίδης έβρισκε
την ευκαιρία να στηρίξει τις απόψεις που είχε παρουσιάσει στις αρχές
της δεκαετίας του 1880 από τις στήλες τού «ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ».
«Το
γαϊτανάκι». Αποκριάτικη γελοιογραφία του Θέμου Άννινου (1883). Η
πολιτική σάτιρα βρισκόταν στο επίκεντρο των εορτασμών, ιδιαιτέρως δε
σατιρίζονταν οι πολιτικοί. Στη γελοιογραφία διακρίνονται οι Χαρίλαος
Τρικούπης (Πρωθυπουργός), Σπυρίδων Καραϊσκάκης (Υπουργός Στρατιωτικών),
Παύλος Καλλιγάς (Υπουργός Οικονομικών), Κωνσταντίνος Λομβάρδος (Υπουργός
Παιδείας, τελευταίος αριστερά), Δημήτριος Ράλλης (Υπουργός Δικαιοσύνης,
τελευταίος δεξιά), η Μαντάμ Ροζού στο βάθος κ.ά.
Στόχος τους οι Αποκριές να διατηρήσουν
το λαϊκό τους χαρακτήρα, αλλά να γίνουν πιο οργανωμένες με τη συμμετοχή
των δημοτικών αρχών. Ταυτόχρονα, να προβάλλονται τα πολιτισμικά
χαρακτηριστικά της πρωτεύουσας, παράλληλα με τη σάτιρα της επικαιρότητας
και την άντληση οργανωτικών στοιχείων από αντίστοιχες ευρωπαϊκές
διοργανώσεις, ώστε να καταστούν δημοφιλείς σε διεθνές επίπεδο και να
αποβούν υπέρ της ανάπτυξης της οικονομίας και της αγοράς της πόλεως των
Αθηνών. Να διατηρήσουν, δηλαδή, οι εορτασμοί το λαϊκό χρώμα τους, αλλά
να αποβάλουν στοιχεία που τους καθιστούσαν περιθωριακούς και πολλές
φορές αποκρουστικούς. Εν τέλει, να αναβαθμιστεί η ποιότητα των δημοσίων
θεαμάτων χωρίς αυτά να απεκδυθούν τον λαϊκό χαρακτήρα τους.
Ανέκδοτη
και σπάνια αποκριάτικη φωτογραφία με την πρόσοψη του άρματος του εκδότη
του «Μικρού Ρωμηού» Παναγιώτη Θεοδοσίου στην παρέλαση του 1901.
Σατιρίζοντας τις ελλιπείς υποδομές της Πυροσβεστικής παρουσίασε ένα
σπίτι που υποτίθεται ότι καιγόταν βάζοντας τον τίτλο που φαίνεται και
στη φωτογραφία «Πως σβύνονται αι πυρκαϊαί εν Αθήναις». Εννοούσε πως αντί
να σβήνονται με οχήματα σβήνονταν με μαρκούτσια! Επί του κάρρου
πρωταγωνιστές ο Θεοδοσίου και ο Γρίβας, σατίριζαν τις ελλιπείς υποδομές
της Πυροσβεστικής, κρατώντας «μαρκούτσια» και σχολιάζοντας εμμέτρως
μεγάλες καταστροφικές πυρκαγιές που είχαν σημειωθεί στο κέντρο, αλλά και
τις γειτονιές της πόλης. Δεν παρέλειπαν να επισημαίνουν το ρόλο των
πυρασφαλιστικών εταιριών, αλλά και την έλλειψη νερού από την οποία
υπέφερε η Αθήνα. Οι εφημερίδες (ΕΜΠΡΟΣ, ΣΚΡΙΠ, ΜΙΚΡΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ κ.ά.)
πρόβαλαν το θέμα υπό τον τίτλο «Αι πυρκαϊαί»: «Ο Θεοδοσίου με τον Γρίβαν
(:οι δύο που κάθονται στο κέντρο της φωτογραφίας) παρουσιάζουν αρκετά
έξυπνον μασκαράταν “Πως σβύνονται αι πυρκαϊαί”. Μίαν οικίαν
πυρπολουμένην προσπαθούν πολλοί να την σβύσουν με μαρκούτσια ναργιλέδων.
Όπισθεν ὁ ιδιοκτήτης αναπαυτικώς καπνίζει τον ναργιλέν του. Η γαρ οικία
ησφαλισμένη ήτο»! Η Ελλανόδικος Επιτροπή βράβευσε τη μασκαράτα των
Θεοδοσίου-Γρίβα.
Αυτές ήταν οι συνθήκες υπό τις οποίες ο
Θεοδοσίου εισέρχεται στη διαδικασία των αποκριάτικων πανηγυρισμών.
Βρέθηκε στον πυρήνα της ομάδας που εργάστηκε για την καθιέρωσή τους και
ήταν ο καλλιτέχνης που διακόσμησε τα πρώτα άρματα και τους
προσωπιδοφόρους, ενώ προετοίμαζε τα πρώτα χρόνια και την είσοδο του
Καρνάβαλου στην πόλη. Εξάλλου, για περισσότερα από τριάντα χρόνια, ο Π.
Θεοδοσίου έδινε την επίσημη έναρξη και λήξη της αποκριάτικης περιόδου.
Ο
Πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης κρατά τον ιστό στο παραδοσιακό
γαϊτανάκι. Σκίτσο δημοσιευμένο στον «ΡΩΜΗΟ» του Γ. Σουρή (1896).
Αναπτύσσοντας τα προσφιλή του θέματα ο
Π. Θεοδοσίου, αφού τα δημοσίευε στον «Μικρό Ρωμηό» ή τα εξέδιδε σε
αυτόνομες εκδόσεις (:κωμωδίες), μετά τα παρουσίαζε στους δρόμους της
πόλης ή στα αποκριάτικα πανηγύρια. Παρά το γεγονός ότι και ο ίδιος
συντασσόταν με φανατισμό και υποστήριζε –με συνέπεια– συγκεκριμένη
πολιτική παράταξη, δεν δίσταζε να θέσει στο επίκεντρο της σάτιράς του τα
φαινόμενα της πολιτικής παθογένειας που μάστιζαν το πολιτικό σύστημα
από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, όπως τα ρουσφέτια και η
συναλλαγή, τα πισωγυρίσματα των κυβερνήσεων, τον δικομματισμό κ.λπ. Την
ίδια τάση, η οποία συνόδευε τις πολιτικο-κοινωνικές εξελίξεις της
τελευταίας 25ετίας του 19ου αιώνα, είχαν σχεδόν όλοι οι λαϊκοί
διασκεδαστές, ενώ η έρευνα φέρνει στην επιφάνεια και τις προσωπικότητες
εκείνες –κυρίως του Τύπου– που τροφοδοτούσαν ιδεολογικά τέτοιου είδους
αντιμετώπιση των πολιτικών, των κοινωνικών και των οικονομικών εξελίξεων
στην πρωτεύουσα. Το γεγονός ότι οι δραστηριότητες αυτές προσείλκυαν τα
φώτα της δημοσιότητας και παρουσιάζονταν από τον Τύπο τις καθιστούσε
ακόμη περισσότερο λαοφιλείς, δίνοντάς τους μάλιστα, αρκετές φορές,
διαστάσεις μεγαλύτερες από τις πραγματικές. Αλλά και η διαιώνισή τους
για πολλές δεκαετίες, από στόμα σε στόμα ή από γραφίδες σημαντικών
πνευματικών ανθρώπων, ανέδειξε τις λαϊκές σάτιρες και διασκεδάσεις σε
δείκτες αποτύπωσης της κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής τους.
Απόκριες αρχές 20ού αιώνα.
Τα ρουσφέτια, η συναλλαγή, ο δικομματισμός και η τραμπάλα της εξουσίας
Τέτοιου είδους παράδειγμα, για τον τρόπο
που αντιμετώπιζε τα γεγονότα ο Θεοδοσίου, διέσωσε ένας ιδιαίτερα
αξιόπιστος «αυτόπτης» μάρτυρας, ο γνωστός λογοτέχνης Κωνσταντίνος
Χρηστομάνος (1867-1911) στην «Κερένια
Κούκλα» του, το μυθιστόρημα που τόσο απασχόλησε την κοινωνία και τους
λογοτέχνες της εποχής. Μας περιέγραψε τον ενθουσιώδη, αλλά και ταραχώδη
τρόπο με τον οποίο υποδέχονταν οι Αθηναίοι τον Θεοδοσίου. Ο τελευταίος
βρισκόταν καθισμένος ανάποδα πάνω σε ένα γάιδαρο και, αντί για γκέμια,
κρατούσε την ουρά του. Κρατούσε, επίσης, ένα ψαλίδι και έκοβε τρίχες από
την ουρά του γαϊδάρου, τις οποίες μοίραζε στον κόσμο! Και από την ουρά
κρεμόταν μια ανορθόγραφη πινακίδα που έγραφε «ΕΘΝΙΚΩΝ ΤΑΜΥΟΝ». Πλάι στον
γαϊδουροκαβαλάρη έτρεχε ένας μουντζουρωμένος παλιάτσος, που του έδινε
χαρτάκια από ένα πανέρι με την επιγραφή «ΜΠΙΛΙΕΤΑΚΕΙΑ». Στο κεφάλι του
γαϊδάρου είχε τοποθετήσει μια γαλάζια σημαία, στην οποία με κόκκινα
γράμματα αναγραφόταν «ΔΟΛΙΑ ΠΑΤΡΥΣ», ενώ ο Θεοδοσίου φορούσε ένα φέσι
στο οποίο ήταν κολλημένο ένα χαρτί που έγραφε «ΣΙΝΑΛΑΓΟΙ» .
Η
σάτιρά του, που εστίαζε στα ελαττώματα της δημόσιας ζωής της χώρας, στη
διασπάθιση δημοσίου χρήματος, στα μπιλιετάκια-ρουσφέτια και τη
συναλλαγή, προκαλούσε την επιδοκιμασία των Αθηναίων, σφυρίγματα, αλλά
και γέλια και χαρτοπόλεμο.
Φωτογραφία
δημοσιευμένη στο περιοδικό «ΕΛΛΑΣ» το 1908 με το περίφημο έθιμο των
Ροπάλων που λάμβανε χώρα κατά την περίοδο των Αποκριών.
Άλλη πηγή μάς παραδίδει τον τρόπο που
σατίριζε την εξουσία ο Π. Θεοδοσίου, παρουσιάζοντάς την σαν ψαράδικη
τράτα. Επρόκειτο για μια βάρκα που ήταν τοποθετημένη πάνω σε ρόδες και
την έσερναν γαϊδουράκια. Μέσα στη βάρκα βρίσκονταν ο Π. Θεοδοσίου και η
παρέα του, όλοι ντυμένοι με ναυτικά ρούχα, που τραβώντας κουπί
τραγουδούσαν:
«Έγια μόλα – έγια λέσα
όλοι είμαστε για μέσα…».
Το
όνομα της βάρκας ήταν «ΕΛΛΑΣ» και εννοείται ότι όλοι οι… επιβάτες της
αναπαρίσταναν τα πρόσωπα που κυριαρχούσαν στην πολιτειακή, στην
πολιτική, στην κοινωνική και την οικονομική επικαιρότητα της εποχής. Το
δε σκάφος, υπό τη διεύθυνση όλων εκείνων, πήγαινε κατευθείαν «μέσα»,
δηλαδή στο… Δρομοκαΐτειο Φρενοκομείο.
Ίσως
πιο χαρακτηριστικό γεγονός και από τις ωραιότερες στιγμές του να ήταν
όταν απεικόνισε με μια τραμπάλα που ανέβαζε στο κάρρο του τον
δικομματισμό της εποχής. Τη διαμάχη του Χ. Τρικούπη με τον Θ. Δηλιγιάννη
και τη συνακόλουθη πολιτική αστάθεια. Τοποθετώντας ένα δοκάρι, με
υποστήριγμα στο κέντρο βάρους του, ταλαντευόταν με καθισμένους
εκατέρωθεν από τη μία τον ίδιο και από την άλλη έναν άλλο διάσημο
διασκεδαστή της εποχής, τον Γρίβα.
Μέσα
στο κάρρο του ο Π. Θεοδοσίου είχε βάλει δύο κάσες πετρελαίου, τη μία
επάνω στην άλλη, και επάνω σε αυτές μια σανίδα, στα δύο άκρα της οποίας
είχε καθίσει ο ίδιος με κάποιον στην άλλη πλευρά, μεταμφιεσμένοι σε Χ.
Τρικούπη και Θ. Δηλιγιάννη. Ακόμη και οι κάσες πετρελαίου ήταν
συμβολικές, καθώς ο Χ. Τρικούπης είχε θεσμοθετήσει το μονοπώλιο του
πετρελαίου. Γι’ αυτό εξάλλου ο Θεοδοσίου έλεγε το:
«Έλεος, Θέ’ μου, έλεος,
μας έφαγ’ ο “Πετρέλαιος”…».
Tο σύνθημα «Κάτω ο Πετρέλαιος» βρισκόταν
ανάμεσα σε εκείνα που προτιμούσαν οι οπαδοί του Δηλιγιάννη, υπονοώντας
τον Χαρίλαο Τρικούπη, αφού από τα «αγαπημένα» θέματα των πολιτικών
αγώνων ήταν η φορολογική πολιτική του Τρικούπη. Οι δύο άνδρες
κουνιούνταν στην τραμπάλα, η οποία έφερνε μια πάνω τον Χ. Τρικούπη και
μια τον Θ. Δηλιγιάννη. Γλαφυρή αλήθεια και εύγλωττη σατιρική απεικόνιση
του δικομματισμού!
Ταυτοχρόνως, ο Θεοδοσίου έβλεπε τις
Απόκριες ως καλή ευκαιρία να προβάλει το έργο που παρήγαγε κατά τη
διάρκεια όλης της χρονιάς. Συνέδεσε, λοιπόν, την παρουσία και τις
επαγγελματικές, τις κοινωνικές και τις πολιτικές δραστηριότητές του με
την περίοδο ακμής των αποκριάτικων εκδηλώσεων στην Αθήνα, δηλαδή την
τριακονταετία 1887-1917. Σε εκείνες τις λαϊκές εκδηλώσεις αποτυπώθηκαν ο
ρομαντισμός, τα συναισθήματα, το κέφι, το μεράκι και η αγωνιστικότητα
της μεγάλης παρέας που δημιουργήθηκε στο φαινόμενο που αποκαλούμε «λαϊκά
θεάματα».
Η
γνωστή αποκριάτικη σάτιρα του Π. Θεοδοσίου που παρουσίαζε το
Πανεπιστήμιο ως φούρνο και τους φοιτητές από τη μία να μπαίνουν τούβλα
και από την άλλη να βγαίνουν κούτσουρα. Σκίτσο καλλιτεχνημένο από τον
Ευγένιο Σπαθάρη για να κοσμήσει το βιβλίο του Στέφανου Ρόδη «Τύποι της
Αθήνας» (….).
Στα μέσα της δεκαετίας του 1880
Πώς ξεκίνησε, όμως, η προσπάθεια να
οργανωθούν οι αποκριάτικες εκδηλώσεις; Πρέπει να ταξιδέψουμε στα 1886
για να παρακολουθήσουμε τις παρέες που έφταναν στην Αθήνα από την
επαρχία και το πλήθος των Αθίγγανων που συνέρρεαν σχηματίζοντας
διονυσιακές πομπές, τις οποίες οι εφημερίδες χαρακτήριζαν «ήκιστα
κολακευτικές της δημοσίου καλαισθησίας».
Τις τρεις αποκριάτικες εβδομάδες οι
ευκατάστατοι Αθηναίοι ανοίγουν τα μέγαρα και τα σαλόνια τους συνήθως
Τρίτες, Πέμπτες και Σάββατα για να δεχθούν τις παρέες τους και να
διασκεδάσουν με τη συνοδεία του κλειδοκύμβαλου και των εξεζητημένων
εδεσμάτων. Από την άλλη, ο λαός διασκεδάζει απολαμβάνοντας τα τέσσερα
καθιερωμένα θεάματα. Την Γκαμήλα, το Γαϊτανάκι, τους Φασουλήδες και τα
Ρόπαλα.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης ως παλιάτσος σε σκίτσο δημοσιευμένο στην εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ» (1894).
«ΟΙ ΛΙΜΟΚΟΝΤΟΡΟΙ»: Η αντίδραση των αστών
Πριν παρακολουθήσουμε όσα
διαδραματίσθηκαν στις περιπετειώδεις Απόκριες του 1900 αξίζει να
αναφερθούμε στις αντιδράσεις που προκαλούσαν τα αποκριάτικα πανηγύρια με
την καυστική σάτιρα, «Ο Μικρός Ρωμηός», με τα κουτσομπολιά της
γειτονιάς και τα χαμίνια που έτρεχαν και τον διαλαλούσαν στους δρόμους,
οι αυτόνομες εκδόσεις, θίγοντας έναν ολόκληρο κόσμο, την «καθεστηκυία
τάξη» της εποχής.
Στο γύρισμα του 19ου αιώνα προς τον 20ό
αιώνα, οι νεόπλουτοι εισβολείς και οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών ρευμάτων
στην ένδυση και τους τρόπους συμπεριφοράς δεν αποκαλούνται πλέον
«Χρυσοκάνθαροι». Υιοθετείται ο σκωπτικός όρος «Λιμοκοντόροι», ως
διακριτικός για τον χαρακτηρισμό των κομψευόμενων νεανίων και των
φοιτητών που παρενοχλούσαν τις Αθηναίες, των αέργων και των απένταρων.
Πρόκειται για λέξη που βρισκόταν σε χρήση, ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες
δεκαετίες του 19ου αιώνα. Συντίθεται από τις λέξεις λίμα=πείνα και
κόντες, δηλαδή ο λιμασμένος κόντες, ο οποίος, ενώ στην πραγματικότητα
πένεται και στερείται, εμφανίζεται κομψευόμενος να ερωτοτροπεί με
επιδεικτικούς τρόπους και επιδεικτική εμφάνιση. Στην Αθήνα, η λέξη
έφτασε μάλλον από την Κεφαλλονιά, όπου προφερόταν λιμοκόντορος, και πήρε
τη διάστασή της στους στρατώνες, καθώς έτσι αποκαλούσαν οι έφεδροι των
αγροτικών δήμων τους συναδέλφους τους των πόλεων, τους «μορφωμένους».
Όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιστάσεις,
η λαϊκή μούσα περιέλαβε τη λέξη στον κύκλο της και ήταν ο μόνος τρόπος
για να καθιερωθεί και να περιέλθει σε κοινή χρήση. Παραλήφθηκε, δε, από
τους θαμώνες των λαϊκών καφενείων, αλλά και της πλατείας Ψυρρή, οπότε
γίνεται λέξη-σύμβολο για τον Θεοδοσίου, τις αποκριάτικες δραστηριότητές
του, τον «Μικρό Ρωμηό» και τα χαμίνια του.
Φωτογραφικό τεκμήριο δημοσιευμένο στο περιοδικό «ΕΛΛΑΣ» όπου απεικονίζεται το έθιμο της Γκαμήλας σε γειτονιά των Αθηνών το 1908.
Πανεπιστήμιον Αθηνών: «Τούβλα και κούτσουρα» ή «Το Φλογερό Καμίνι»!
Από τις σημαντικότερες χρονιές τόσο για
τον θεσμό της Αποκριάς όσο και για τον Παναγιώτη Θεοδοσίου ήταν το 1900.
Διοργανώτρια των αποκριάτικων εορτασμών εκείνη τη χρονιά ήταν η
«Εταιρεία των Εορτών», ενώ ο αριθμός των συμμετοχών έδειχνε ότι οι
εκδηλώσεις θα ήταν λαμπρές. Εκτός από το Πολυτεχνείο, το οποίο
συμμετείχε με δικό του άρμα, το «παρών» έδωσε και πλήθος επώνυμων
Αθηναίων! Η αλλαγή του αιώνα τροφοδοτούσε τη διάθεση για γιορτές.
Κεντρικό σημείο τους είχε οριστεί η
περιοχή του Συντάγματος, στην οποία για να μεταβεί κάποιος και για να
τις παρακολουθήσει έπρεπε να πληρώσει εισιτήριο. Την προτελευταία
Κυριακή, ανάμεσα στους καρναβαλιστές και ο Π. Θεοδοσίου, ο οποίος θα
παρουσιάσει την πιο ευφυή, ίσως, σάτιρά του! Πάνω σε ένα κάρρο είχε
κατασκευάσει ένα μεγάλο φούρνο, το «Φλογερό Καμίνι» όπως το αποκαλούσε.
Στις δύο πλευρές του, τις οποίες έβλεπαν οι θεατές, υπήρχε κάθετη
ταμπέλα με την ένδειξη «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΝ».
Περισσότερες πληροφορίες για την
πράγματι επιτυχημένη εκείνη σάτιρα παραδίδει η εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ»: Από
το εν μέρος του κλιβάνου ο Θεοδοσίου βάζει καυσόξυλα, από το άλλο δε
βγαίνουν τούβλα… τα οποία παραλαμβάνει ο Γρίβας. Η ευφυέστατη μασκαράτα
προκαλεί παταγώδη γέλωτα καί ραγδαία χειροκροτήματα». Η Επιτροπή,
επιβραβεύοντας τη σάτιρα και το άρμα των Θεοδοσίου-Γρίβα, τους απένειμε
το δεύτερο βραβείο των Ομίλων.
Αποκριάτικη
γελοιογραφία – πρόταση της εφημερίδας «ΣΚΡΙΠ» (1894) προς την
Οργανωτική Επιτροπή (Κομιτάτο) των αποκριάτικων πανηγυριών. Πρόκειται
για δημιουργία του Μπάμπη Άννινου, ο οποίος παρουσιάζει τον Χαρίλαο
Τρικούπη ως κόκορα που καταβροχθίζει εκατομμύρια και… παράγει κανόνια,
σατιρίζοντας τις εξοπλιστικές δαπάνες της εποχής. Η λεζάντα αναφέρει:
«Έφαγε 500 εκατομμύρια εις χρυσόν και έβγαλε... την πληθώραν του
χαρτονομίσματος και την χρεωκοπίαν». Προτείνοντας λοιπόν την αποκριάτικη
αυτή δημιουργία, ο καλλιτέχνης δεν παραλείπει να γράψει στο Κομιτάτο
ότι «Είνε δεκτόν μόνον το Α’ Βραβείον».
Τελικά, μετά τις αναβολές λόγω καιρού, η
Αποκριά γιορτάστηκε την Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 1900. Το γεγονός ότι οι
εορτασμοί τέθηκαν υπό την αιγίδα της βασιλικής οικογένειας, αλλά και ότι
συμμετείχαν πλούσιοι και επώνυμοι αστοί στις εκδηλώσεις προκάλεσε τη
λήψη μέτρων λογοκρισίας.
Η τελευταία και πλέον επίσημη
αποκριάτικη ημέρα του 1900 δεν είχε ευχάριστη συνέχεια για τον Π.
Θεοδοσίου. Η λογοκρισία που ασκήθηκε κατέληξε στον αποκλεισμό του από
την παρέλαση, αλλά και στη σύλληψη και τη φυλάκισή του για 15 ημέρες!
Η τραμπάλα της πολιτικής και η αποδοκιμασία της Επιτροπής
Οι Απόκριες του 1902 βρήκαν τον
Θεοδοσίου να σατιρίζει τους πάντες και τα πάντα. Πρωθυπουργός με επιλογή
από τον Βασιλιά και μάλλον με μεμπτό συνταγματικό τρόπο έχει αναλάβει ο
Αλ. Ζαΐμης, γεγονός που είχε εξοργίσει τους οπαδούς του «Κορδονιού»,
δηλαδή τους οπαδούς του Θ. Δηλιγιάννη. Στους τελευταίους συγκαταλεγόταν
και ο Παναγιώτης Θεοδοσίου, ο οποίος –με εξαιρετικά καταγγελτικό τρόπο–
σατίριζε τις εξελίξεις. Ετσι, εμφανίζεται με θέμα: «Η παιζόμενη κωμωδία:
Η σημερινή μας κατάστασις».
Ας απολαύσουμε πώς παρουσίασε το θέμα ο
Τύπος: «Επί ενός κάρρου μία βάσις υψηλή είχε στηθή επί της οποίας
ετοποθετήθη οριζοντίως σανίς. Εις τα δύο άκρα αυτής εκάθηντο εις μεν το
εν ο Γρίβας, εις δε το άλλο ο Θεοδοσίου, κουνούμενοι εκεί υψηλά όπου
ευρίσκοντο, προς τα επάνω και προς τα κάτω. Η παράστασις επεγράφετο η
“σημερινή μας κατάστασις” υπενόει δε ότι αλληλοδιαδόχως άλλοι πηγαίνουν
ψηλά και άλλοι κατέρχονται. Ο λαός διά του γέλωτός των εβράβευσε την
παράστασιν αυτήν. Η επιτροπή όμως δεν την εθεώρησε, φαίνεται, τόσο
επιτυχή καί δεν της απένειμε το βραβείον».
Το «Βουλευτοκομείον» και η «Αθηναϊκή Φιλανθρωπία»
Το 1903 το επίνειο της πρωτεύουσας
πρωταγωνίστησε στον αποκριάτικο εορτασμό και «τα καρναβάλια μετεφέρθησαν
εις τον Πειραιά»! Την πρωτοβουλία είχαν προσωπικότητες των Αθηνών και
του Πειραιώς, ενώ συστήθηκε 25μελής «Εταιρεία των Εορτών», με επίλεκτα
μέλη. Ο Θεοδοσίου αυτή τη φορά υπήρξε πιο δραστήριος. Στα φιλόδοξα
προγράμματα που ανακοινώνονταν εν όψει του εορτασμού στον Περαιά
περιλήφθηκαν και δύο σάτιρες των Θεοδοσίου-Γρίβα. Η μία με πολιτικό
χαρακτήρα και η άλλη με κοινωνικό χαρακτήρα, αλλά και οι δύο εξίσου
«καυστικές».
Εν πάση περιπτώσει, η πολυπόθητη ημέρα, η
προτελευταία αποκριάτικη Κυριακή (9 Φεβρουαρίου 1903), έφτασε και
χιλιάδες Αθηναίοι κατέβηκαν στον Πειραιά με τον σιδηρόδρομο για να
πλημμυρίσουν «την λεωφόρον Μουνυχίας και την παρ’ αυτήν πλατεία Κανάρη,
όπου είχε στηθή η εξέδρα». Η εκδήλωση ήταν εντυπωσιακή, δεδομένου ότι
είχαν επιστρατευτεί εκατοντάδες Πειραιώτες και Πειραιώτισσες για να
παρουσιάσουν ένα άρτιο θέαμα.
Ο Θεοδοσίου, σε συνεργασία με τον Γρίβα,
παρουσίασε την πολιτική του σάτιρα αντλώντας το θέμα του, για μία ακόμη
φορά, από την επικαιρότητα της εποχής. Τότε σχεδόν μονοπωλούσε τις
πολιτικές συζητήσεις το ζήτημα ενηλικιότητας των βουλευτών και ο Π.
Θεοδοσίου τασσόταν αναφανδόν υπέρ της μειώσεως του ορίου ηλικίας τους.
Πάνω στο κάρρο του αναπαρέστησε μία μεγάλη μεταλλική κάλπη της εποχής,
στην οποία έριχναν σφαιρίδια στο ΝΑΙ ή στο ΟΧΙ. Από την πλευρά του ΝΑΙ
έβγαινε ένα βρέφος και από την πλευρά του ΟΧΙ ένας «λευκοπώγων γέρων»!
Το κάρρο του Θεοδοσίου βραβεύθηκε για μια ακόμη φορά και ο ίδιος πήρε το
ποσόν των 50 δραχμών!
Βέβαια, ο Θεοδοσίου και η παρέα του
συμμετείχαν στις εορταστικές εκδηλώσεις του Πειραιώς, αλλά τις
καθημερινές συνέχισαν να διασκεδάζουν στους δρόμους των Αθηνών.
Η σχέση του με το δημοσιογραφικό κόσμο
Έτσι κάπως ο Θεοδοσίου μεταφέρει τον
Ρομαντισμό του παρελθόντος, βραβεύεται γιατί επιμένει στο λαϊκό θέαμα
και αντιτίθεται στα δυτικότροπα ρεύματα, τα οποία εισάγουν νέες
συνήθειες στην καθημερινή ζωή. Αποτελεί τον πυρήνα μιας ομάδας η οποία
εργάστηκε για την καθιέρωση των αποκριάτικων πανηγυρισμών, που δεν ήταν
άλλη από τους ανθρώπους των εφημερίδων. Εκείνοι πράγματι πρωταγωνίστησαν
γενικότερα στα ζητήματα οργάνωσης των δημόσιων θεαμάτων στα τέλη του
19ου-20ού αιώνα είτε μέσω των απόψεων που διατύπωναν από τις στήλες των
εφημερίδων τους είτε συμμετέχοντας στις οργανωτικές επιτροπές.
Χαρακτηριστική αυτής της σχέσης είναι μια επίσκεψη που δέχεται ο
Γεώργιος Πωπ, την οποία φροντίζει να δημοσιεύσει: «Είχα τελειώσει τον
περίπατόν μου, όταν εις διαγγελεύς φέρων μίαν πατατούκαν, υπό την οποίαν
διεκρίνετο χρυσοπόρφυρος τήβενος
με επεσκέφθη.
― Ο κ. Παναγιώτης Θεοδοσίου επιθυμεί να ίδη υμάς! μου ανήγγειλεν εις καθαρώτατην καθαρεύουσαν.
― Πώς! Τόση τιμή! Ο Βασιλεύς της Αποκρηάς εις το ταπεινόν μου γραφείον!
Ομολογώ ότι συνεκινήθην και αμέσως διέταξα να εισέλθη μεθ’ ολοκλήρου της
Αυλής του.
Ο Θεοδοσίου ενεφανίσθη τότε με το κράνος βαρύ στο κεφάλι. Διότι εφόρει
εν λείψανον κράνους από εκείνα τα μακαρία τη λήξει της αστυφυλακής! Που
το επέτυχε!
Εισήλθε περίφροντις. Και με ηρώτησε˙
― Είνε αληθές ότι διελύθη το κομιτάτον;
― Αλλοίμονον! κ. Βασιλεύ της Αποκρηάς!
Ο Θεοδοσίου έμεινε σκεπτικός και αφού εστριφογύρισε τους οφθαλμούς του
αγριωμένος, αφού εφύσησε δύο-τρεις φοράς, αφού εστέναξε τέσσαρας-πέντε,
μου είπε μετά στόμφου.
― Προς λύπην μου μεγάλην, έμαθον το ναυάγιον του Κομιτάτου των Απόκρεω,
σκοπόν δε έχω προς πείσμα των εμπόρων, βιομηχάνων και λοιπών που δεν
δώσανε ψηλά να καταρτίσω θίασον ―(εδώ ο κ. Θεοδοσίου κάμνει μίαν
παρένθεσιν και λέγει˙ Αν ήσαν σταφιδοπαραγωγοί θα είχον δίκαιον. Μα είνε
έμποροι! Ενταύθα κλείει η παρένθεσις)― εκ των κ.κ. Φιλίππου Λ.
Κουλουρή, Ιωάννου Φωτεινού, Νικολάου Λυμπεροπούλου και Αργυρίου
Αργυρούλη. Θεοδοσίου = Ριζώφ Αρχικομιτατζής και Διπλωμάτης με μονύελον,
θα βγω και με μονύελον, ―(άλλη παρένθεσις˙ Παρακαλώ να σημειώσητε ότι
δεν μου χρειάζεται η συνδρομή των εμπόρων. Δεν την ζητώ! δεν την ζητώ!
Ας είνε καλά το Σύνταγμα. Κάτι αξιωματικοί με χειροκροτήσανε με τέτοια
γαλόνια… Όχι παίζουμε. Αμ! έμποροι είνε αυτοί ή ψιλικαντζήδες. Αμ’ αν
εγινόταν ξεύρεις κόσμος και κοσμάκης που θα κέρδιζε; Ας είνε. Εδώ κλείει
η παρένθεσις). ―Θα κάμωμεν το κομιτάτον ημείς. Εγώ θά είμαι ο Ριζώφ. Οι
Βούλγαροι είναι τα πρόσωπα…
― Και η σημερινή παράστασίς σου;
― Αμέ! Μη τα ρωτάς. Χειροκροτήματα. Σύνταγμα, χειροκροτήματα. Ομόνοια,
Χαυτεία, Βουλή, Καπνικαρέα, μη τα ρωτάς τι έγινε… Να ρωτάς τι θα γίνη.
Και ο Θεοδοσίου στραβοβάζων το αστυφυλάκειον κράνος είπε:
― Το Κομιτάτον απέθανε; Άι! λοιπόν το κομιτάτον ζήτω!.. Και τι
Κομιτάτον!.. Βουλγαρικόν Κομιτάτον και εγώ θα είμαι ο Ριζώφ Βούλγαρος
Αρχικομιτατζής καί Έλλην Διπλωμάτης… Μη λησμονείς παρακαλώ και τον
μονύελον…
Και απήλθε πανευδαίμων, διότι εξεπλήρωσε τας υποχρεώσεις του προς τους
Αθηναίους. Ο μόνος που τους εφαίδρυνε. Αληθής Βασιλεύς των Απόκρεω χωρίς
όμως στρατόν καί στόλον…».
Και φυσικά δεν είναι τυχαίο που όλοι τους προσπάθησαν να σκιαγραφήσουν
το ρόλο και τη συμβολή του Παναγιώτη Θεοδοσίου στην καθιέρωση ενός νέου
τρόπου αποκριάτικης διασκέδασης για μια ολόκληρη γενιά. Αχώριστοι βέβαια
σύντροφοί του ο Γιάννης ο Αράπης, ο Γρίβας και η Τρελλοκατερίνα, που
συνέδεσαν το όνομά τους με τις γραφικές αθηναϊκές Απόκριες και τα λαϊκά
πανηγύρια.