ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ (13 Μαρτίου 1872 - 1 Ιουλίου 1923)
Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ -(απόσπασμα)
Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του αποκρίθηκε.
"Γιατί δε χαίρεσαι;" την ερώτησε.
Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο Τρίνκουλος. 'Ετρεμε όλος, αχνός, λιγνός, φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από τόσα χρόνια τού τα' χε θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι εδάκρυζε. Είχε ακούσει τα τελευταία τα λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ' αγάπη τη θυγατέρα του. Κι εκεί δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. 'Ενα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα στήθη κι εμούγκρισε για να μην ξεφωνίσει το κλάμα.
Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν εξαιτίας του και που τώρα δεν εμιλούσαν.
Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του: "Σ' εδυστύχεψε!"
Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: "Έφταιξα. μα τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού. είπε να μου τα δώκεις τα χίλια".
"Και ξαναγοράζεις" του 'πε η Ρήνη πικρά "και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!" Κι εβάλθηκε να κλαίει.
"Την αγάπη;" ερώτησε αχνίζοντας.
"και δεν την έχω;"
"Όχι!" του αποκρίθηκε "όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ' έπαιρνες. πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!"
"Θα ξανάρθει" της απολογήθηκε λυπημένος, "στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας
θα' ναι παράδεισος!"
"Όχι!" του 'πε. "έπειτα απ' ό,τι έκαμες όχι! κι α σ' αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι δουλεύτρα. ποιόνε έχω ανάγκη;" Και σε μία στιγμή ξακολούθησε: "Γιατί ν' αδικηθούν τα αδέρφια μου;"
"Σ' εδυστύχεψε!" είπε πάλι πικρά ο πατέρας, που τώρα ήταν ξενέρωτος. "Γιατί να μην τα δώσει από την αρχή όπως τση τό 'πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!"
"Πάμε!" είπε ο Αντρέας.
"'Οχι!" του 'πε μ' απόφαση.
"εδώ είναι ο χωρισμός μας. θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ' άλλους τόπους. θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για να 'βρω αλλού εργασία. θα τα πάρει από τες κυράδες της. 'Οχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα. ποιόνε έχω ανάγκη;"
Κι έπειτα από μία στιγμή σα ν' απαντούσε σε κάποια της σκέψη εξαναφώναξε: "Δεν
έρχομαι, δεν έρχομαι!"
Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα 'ταν χαμένα.
"Ανάθεμά τα τα τάλαρα!" εφώναξε πάλι απελπισμένος. "Πάει η ευτυχία μου!"
Κι εβγήκε στο δρόμο.
ΑΠΟ http:// logotexnikesmikrografies.bl ogspot.gr/
ΥΠΟΘΕΣΗ
Η Τιμή και το Χρήμα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη είναι ένα εκτενές διήγημα (νουβέλα) που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στο περιοδικό Νουμάς από τον Αύγουστο ως το Δεκέμβριο του 1912 και εκδόθηκε αυτοτελώς το 1914. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, το έργο γράφτηκε πριν τους βαλκανικούς πολέμους, σε μια περίοδο που ο Θεοτόκης ζώντας στο Μόναχο είχε επηρεαστεί βαθύτατα από τις σοσιαλιστικές ιδέες και ανέπτυξε έντονη κοινωνική δράση. Με τα έργα αυτής της περιόδου ο Θεοτόκης προσπαθεί να δείξει ότι με το τότε υπάρχον κοινωνικό σύστημα, το χρήμα και το συμφέρον αλλοιώνει το χαρακτήρα των ανθρώπων και κατευθύνει τις πράξεις τους.
Η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται στο Μαντούκι, μια συνοικία της Κέρκυρας και κεντρική ηρωίδα είναι η σιόρα Επιστήμη Τρινκούλαινα, μια γυναίκα του λαού, η οποία προσπαθεί μόνη της να αναθρέψει τα παιδιά της, γιατί ο σύζυγός της, είναι μέθυσος και δεν μπορεί να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια στην οικογένεια. Άλλο κεντρικό πρόσωπο είναι ο Αντρέας, ένας νέος αριστοκρατικής καταγωγής, ο οποίος προσπαθεί να ξεπληρώσει τα χρέη που του άφησε ο πατέρας του και ασχολείται με το λαθρεμπόριο ζάχαρης. Ο Αντρέας ερωτεύεται την κόρη της σιόρας Επιστήμης, τη Ρήνη, όμως δεν έχει χρήματα ώστε να την κάνει ευτυχισμένη. Ζητά λοιπόν 1000 τάλιρα προίκα από τη μητέρα της, όμως αυτή δέχεται να του δώσει μόνο 300. Στην προσπάθειά του να πείσει τη σιόρα Επιστήμη να αυξήσει την προσφορά της, παίρνει τη Ρήνη στο σπίτι του, χωρίς να την παντρευτεί. Η Ρήνη έμεινε έγκυος και μετά από αυτή την εξέλιξη η μητέρα της δέχεται να δώσει την προίκα που θέλει ο Αντρέας. Όταν όμως ο Αντρέας πηγαίνει να ανακοινώσει στη Ρήνη ότι μπορούν επιτέλους να παντρευτούν, η Ρήνη αρνείται και διαλύει το δεσμό τους, γιατί θεωρεί πως ο Αντρέας ήθελε μόνο την προίκα της και όχι την ίδια. Έχει συνειδητοποιήσει ότι η αγάπη της έγινε αντικείμενο οικονομικής συναλλαγής και είναι αποφασισμένη να πάει να εργαστεί σε άλλους τόπους και να μεγαλώσει το παιδί που θα γεννηθεί στηριζόμενη αποκλειστικά στις δυνάμεις της.
Ο Θεοτόκης στην Τιμή και το Χρήμα στηρίζει όλο το έργο πάνω στις αντιθέσεις τιμής - χρήματος και έρωτα - κοινωνικής υπόληψης. Η βασική ιδέα του έργου επαναλαμβάνεται σταθερά από τη Ρήνη και τον Αντρέα και συνοψίζεται στη φράση «Ανάθεμά τα τα τάλαρα!». Ο συγγραφέας μας περιγράφει παραστατικά τους διάφορους χαρακτήρες του έργου και ακολουθώντας την τεχνοτροπία του ρεαλισμού μας προβάλλει την κοινωνική αδικία, την διαφθορά και την εξάρτηση των ανθρώπων από το χρήμα. Το ύφος της νουβέλας είναι φυσικό και λιτό και η γλώσσα του είναι η δημοτική του απλού λαού ανάμεικτη με αρκετά κερκυραϊκά ιδιωματικά στοιχεία.
http:// www.e-alexandria.gr/ bookby.asp?ID=24&BID=18
Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ -(απόσπασμα)
Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του αποκρίθηκε.
"Γιατί δε χαίρεσαι;" την ερώτησε.
Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο Τρίνκουλος. 'Ετρεμε όλος, αχνός, λιγνός, φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από τόσα χρόνια τού τα' χε θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι εδάκρυζε. Είχε ακούσει τα τελευταία τα λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ' αγάπη τη θυγατέρα του. Κι εκεί δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. 'Ενα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα στήθη κι εμούγκρισε για να μην ξεφωνίσει το κλάμα.
Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν εξαιτίας του και που τώρα δεν εμιλούσαν.
Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του: "Σ' εδυστύχεψε!"
Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: "Έφταιξα. μα τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού. είπε να μου τα δώκεις τα χίλια".
"Και ξαναγοράζεις" του 'πε η Ρήνη πικρά "και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!" Κι εβάλθηκε να κλαίει.
"Την αγάπη;" ερώτησε αχνίζοντας.
"και δεν την έχω;"
"Όχι!" του αποκρίθηκε "όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ' έπαιρνες. πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!"
"Θα ξανάρθει" της απολογήθηκε λυπημένος, "στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας
θα' ναι παράδεισος!"
"Όχι!" του 'πε. "έπειτα απ' ό,τι έκαμες όχι! κι α σ' αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι δουλεύτρα. ποιόνε έχω ανάγκη;" Και σε μία στιγμή ξακολούθησε: "Γιατί ν' αδικηθούν τα αδέρφια μου;"
"Σ' εδυστύχεψε!" είπε πάλι πικρά ο πατέρας, που τώρα ήταν ξενέρωτος. "Γιατί να μην τα δώσει από την αρχή όπως τση τό 'πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!"
"Πάμε!" είπε ο Αντρέας.
"'Οχι!" του 'πε μ' απόφαση.
"εδώ είναι ο χωρισμός μας. θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ' άλλους τόπους. θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για να 'βρω αλλού εργασία. θα τα πάρει από τες κυράδες της. 'Οχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα. ποιόνε έχω ανάγκη;"
Κι έπειτα από μία στιγμή σα ν' απαντούσε σε κάποια της σκέψη εξαναφώναξε: "Δεν
έρχομαι, δεν έρχομαι!"
Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα 'ταν χαμένα.
"Ανάθεμά τα τα τάλαρα!" εφώναξε πάλι απελπισμένος. "Πάει η ευτυχία μου!"
Κι εβγήκε στο δρόμο.
ΑΠΟ http://
ΥΠΟΘΕΣΗ
Η Τιμή και το Χρήμα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη είναι ένα εκτενές διήγημα (νουβέλα) που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στο περιοδικό Νουμάς από τον Αύγουστο ως το Δεκέμβριο του 1912 και εκδόθηκε αυτοτελώς το 1914. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, το έργο γράφτηκε πριν τους βαλκανικούς πολέμους, σε μια περίοδο που ο Θεοτόκης ζώντας στο Μόναχο είχε επηρεαστεί βαθύτατα από τις σοσιαλιστικές ιδέες και ανέπτυξε έντονη κοινωνική δράση. Με τα έργα αυτής της περιόδου ο Θεοτόκης προσπαθεί να δείξει ότι με το τότε υπάρχον κοινωνικό σύστημα, το χρήμα και το συμφέρον αλλοιώνει το χαρακτήρα των ανθρώπων και κατευθύνει τις πράξεις τους.
Η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται στο Μαντούκι, μια συνοικία της Κέρκυρας και κεντρική ηρωίδα είναι η σιόρα Επιστήμη Τρινκούλαινα, μια γυναίκα του λαού, η οποία προσπαθεί μόνη της να αναθρέψει τα παιδιά της, γιατί ο σύζυγός της, είναι μέθυσος και δεν μπορεί να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια στην οικογένεια. Άλλο κεντρικό πρόσωπο είναι ο Αντρέας, ένας νέος αριστοκρατικής καταγωγής, ο οποίος προσπαθεί να ξεπληρώσει τα χρέη που του άφησε ο πατέρας του και ασχολείται με το λαθρεμπόριο ζάχαρης. Ο Αντρέας ερωτεύεται την κόρη της σιόρας Επιστήμης, τη Ρήνη, όμως δεν έχει χρήματα ώστε να την κάνει ευτυχισμένη. Ζητά λοιπόν 1000 τάλιρα προίκα από τη μητέρα της, όμως αυτή δέχεται να του δώσει μόνο 300. Στην προσπάθειά του να πείσει τη σιόρα Επιστήμη να αυξήσει την προσφορά της, παίρνει τη Ρήνη στο σπίτι του, χωρίς να την παντρευτεί. Η Ρήνη έμεινε έγκυος και μετά από αυτή την εξέλιξη η μητέρα της δέχεται να δώσει την προίκα που θέλει ο Αντρέας. Όταν όμως ο Αντρέας πηγαίνει να ανακοινώσει στη Ρήνη ότι μπορούν επιτέλους να παντρευτούν, η Ρήνη αρνείται και διαλύει το δεσμό τους, γιατί θεωρεί πως ο Αντρέας ήθελε μόνο την προίκα της και όχι την ίδια. Έχει συνειδητοποιήσει ότι η αγάπη της έγινε αντικείμενο οικονομικής συναλλαγής και είναι αποφασισμένη να πάει να εργαστεί σε άλλους τόπους και να μεγαλώσει το παιδί που θα γεννηθεί στηριζόμενη αποκλειστικά στις δυνάμεις της.
Ο Θεοτόκης στην Τιμή και το Χρήμα στηρίζει όλο το έργο πάνω στις αντιθέσεις τιμής - χρήματος και έρωτα - κοινωνικής υπόληψης. Η βασική ιδέα του έργου επαναλαμβάνεται σταθερά από τη Ρήνη και τον Αντρέα και συνοψίζεται στη φράση «Ανάθεμά τα τα τάλαρα!». Ο συγγραφέας μας περιγράφει παραστατικά τους διάφορους χαρακτήρες του έργου και ακολουθώντας την τεχνοτροπία του ρεαλισμού μας προβάλλει την κοινωνική αδικία, την διαφθορά και την εξάρτηση των ανθρώπων από το χρήμα. Το ύφος της νουβέλας είναι φυσικό και λιτό και η γλώσσα του είναι η δημοτική του απλού λαού ανάμεικτη με αρκετά κερκυραϊκά ιδιωματικά στοιχεία.
http://
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου