Maria Dimitriou από
Σταυρούλα Κουγιουμτσιάδη
Σταυρούλα Κουγιουμτσιάδη
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΒΙΒΛΙΟΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ.
«….Τι ωραίο πράγμα να έχεις ένα όνειρο, να του ρίχνεις τη μαγιά και να το περιμένεις να φουσκώσει! Το όνειρο ποτέ δεν είναι χαμένη υπόθεση….»
Απόλυτη η συγγραφέας στην κρίση της και όλο το πόνημα, από σελίδα σε σελίδα, τεκμηριώνει τη ρήση, «Το όνειρο ποτέ δεν είναι χαμένη υπόθεση».
Σαν παλιό σινεμά, η κυρία Μαυρομάτη, σκηνοθετεί και παρουσιάζει σε ασπρόμαυρο φιλμ, λέξη τη λέξη, εικόνα την εικόνα, συναίσθημα το συναίσθημα, τη ζωή της Σοφίας της, τη σοφία της ζωής. Οργανώνει και διατάσσει τα γεγονότα μέσα στη ροή του χρόνου, έτσι ώστε να προκύψει μια ενδιαφέρουσα για τον αναγνώστη πλοκή. Καθοδηγεί την κίνηση, τις συμπεριφορές, τις πράξεις και τις αντιδράσεις των ηρώων της, απόλυτα ρεαλιστικά, προωθώντας σταδιακά τα προσωπικά της συναισθήματα, την εξέλιξη της ιστορίας της και την συναισθηματική φόρτιση του αναγνώστη της, προς την κορύφωση και την κάθαρση.
Με μια γλώσσα μακριά από τα λογοτεχνικά «κλισέ» που παρεμποδίζουν, διασπούν και τελικά καταργούν τον αυτοματισμό της αντίληψης, προσδίδοντας στα πράγματα μια ανοίκεια και ξένη με την πραγματικότητα μορφή, χρησιμοποιώντας, αντίθετα, πρακτικό, καθημερινό λόγο, που «αποκρύπτει» τα μορφολογικά χαρακτηριστικά και τις λειτουργίες του , ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να τον προσλαμβάνει με αμεσότητα, ευκολία και ταχύτητα, επιτυγχάνοντας να μη στέκεται στις ίδιες τις λέξεις ή τις φράσεις και στον τρόπο κατασκευής και λειτουργίας τους, αλλά να πηγαίνει απευθείας στο περιεχόμενό τους και υιοθετώντας συγχρόνως ευθύ λόγο, η συγγραφέας παρουσιάζει αυτοβιογραφικά την ηρωίδα της.
Ο τρόπος γραφής είναι ένα αδιάκοπο σφυροκόπημα μέσα στο κεφάλι του αναγνώστη. Σαν και να τον βάζει στόχο. «Ξύπνα»! «Ψάξε»! «Πέρα από τις λέξεις….. Πίσω από το νόημά τους, δες εκείνο που κρύβεται…» Επιβάλλει την αργή ανάγνωση αναγκάζοντας τον αναγνώστη της να μπει στην διαδικασία ανίχνευσης του τρόπου της σκέψης της και εκείνου του νοήματος που η συγγραφέας θέλει να περάσει μέσα από τον εσωτερικό μονόλογο της ηρωίδας της και ενώ η γλώσσα, όπως ήδη έχει αναφερθεί, είναι απλή, κάποιες φορές και κάτω από το βάρος των νοημάτων που κουβαλάει, δυσκολεύει την κατανόηση με την πρώτη ανάγνωση, ακόμα και του προφανούς, που βεβαίως, με μια δεύτερη ανάγνωση καθίσταται σαφές.
Συνειρμικά, ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου, οδηγείται στη διαπίστωση ότι η περιγραφή του χώρου και των συνθηκών που τοποθετείται το έργο, αντικατοπτρίζει τη γενικότερη ατμόσφαιρα της σημερινής πραγματικότητας και αντιλαμβάνεται τα γεγονότα σαν διαχρονικά. Οι εικόνες που με ζωντάνια του μεταφέρονται, του είναι οικείες. Τις συνάντησε σε διηγήσεις και εξομολογήσεις μεγαλύτερων και κοντινών του γυναικών. Τις είδε να διαδραματίζονται στην οθόνη του σινεμά, στη χρυσή Ελληνική κινηματογραφική δεκαετία του 60. Χωρίς να το καταλάβει εμπλέκεται συναισθηματικά με την ηρωίδα και σχεδόν την αφουγκράζεται. Σε κάθε σελίδα ανακαλύπτει πόσο μοιάζουν οι άνθρωποι και οι εποχές. Πόσο παράλληλες είναι οι ανθρώπινες τροχιές. Πόσο ομόκεντροι κύκλοι είναι οι ζωές των ανθρώπων.
«Ποιο είναι το μέτρο της δικιάς μου ελευθερίας;»
Έτσι ξεκινά ο εσωτερικός μονόλογος της Σοφίας που φέρνει στην επιφάνεια την αδιάκοπη ροή σκέψεων, εικόνων, αναμνήσεων, συνειρμών και εντυπώσεων, που διασχίζουν την ψυχή και το νου της, εισάγοντας τον αναγνώστη στην εσωτερική ζωή, όχι μόνο της ηρωίδας του βιβλίου, αλλά και σε εκείνην της συγγραφέως. Γιατί από την πρώτη στιγμή ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως το ζητούμενο για την συγγραφέα δεν είναι να αφηγηθεί λογοτεχνικά μια φανταστική ιστορία. Διαβλέπει την ανάγκη της να μιλήσει για πράγματα που με κάποιο τρόπο, πιθανόν και σε ευαίσθητη ηλικία, «έγραψαν», «ζωγράφισαν», «χάραξαν» μέσα της και όσο δεν καταγράφονταν ασφυκτιούσε.
Στο βιβλίο της κυρίας Μαυρομμάτη τα ρήματα «γδέρνουν»…. Η αγάπη έχει «ύψος» και «βάθος»…. Είναι «μαλακιά και στάζει από τα χάδια»….. «Από μια τρύπα στην καρδιά, βγαίνουν τα δάκρυα σαν ξεχειλίζει το μέσα και κατεβαίνουν ποτάμια από τα μάτια»…. Στις σελίδες αυτού του βιβλίου, «στην αφορμάριστη παιδική ψυχή, μπαίνει όλο το μαράζι και στριμώχνεται με βία να πιάσει όλο το χώρο, ώσπου να πάρει το σχήμα της θλίψης. Ένα αλλόκοτο σχήμα. Σαν αχιβάδα»….. Και τούτο το σχήμα παίρνει και η ψυχή του αναγνώστη κατακλεισμένη από συναισθήματα οργής και αγανάκτησης, για τη μεταχείριση ενός παιδιού, εξαναγκασμένου να δουλεύει σκληρά, μακριά από την οικογενειακή φροντίδα, ώσπου η συγγραφέας να οδηγήσει την ηρωίδα της, την ψυχή της και τον αναγνώστη της, στην κάθαρση, βοηθώντας τους να συλλάβουν το βαθύτερο νόημα της ζωής και της μοίρας του ανθρώπου και να κερδίσουν την εσωτερική τους γαλήνη, κατορθώνοντας να συμφιλιώσουν μέσα τους τα αντίμαχα στοιχεία της ψυχής τους, που δεν είναι άλλα από το λόγο και το πάθος.
Σ’ όλο το μυθιστόρημα διαφαίνεται έντονο το στοιχείο της συναισθηματικής φόρτισης, εκφράζοντας την εσωτερική ζωή και τον ψυχισμό της δημιουργού του και προδίδοντας την κοσμοθεωρία της και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω της, προσδίδοντας συγχρόνως γλαφυρότητα, ευαισθησία και κραυγαλέο λυρισμό στο έργο της.
Πόσο ανώδυνα στέκεται κανείς απέναντι στον εαυτό του για να του πει εκείνο το κοινότυπο «χαίρω πολύ»;
Η Σοφία αποφαίνεται πως, «Μετρώντας την ερημιά, μπορεί να φτάσει κανείς ως την οικείωση μαζί της και να κατανοήσει τα πράγματα μέσα στο τίποτα…. Όταν ακόμα δεν έχεις μάθει ποιος είσαι, είναι αδύνατον να μπάσεις τη φιγούρα σου μέσα σ’ ένα διαυγές τοπίο. Είναι όμως αναγκαίο, έστω και επώδυνα, να πάρει κανείς αγκαλιά τον εαυτό του για το σεργιάνι της ωριμότητας, με απώλειες, με σοκαριστικά συναισθήματα , ακόμα και μπουκωμένος με μια υφάλμυρη συμφιλίωση».
Ακολουθώντας τη Σοφία «Από όνειρο σε όνειρο», θα κατανοήσει ο αναγνώστης την αξία της καρτερικότητας αλλά και της ανθρωπιάς. Την αξία της προσφοράς χωρίς την αναμονή ανταπόδοσης. Το βάθος της ρήσης « Αξίζει για ένα όνειρο να ζεις κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει». Αλλά κι εκείνης της άλλης, « Όταν ονειρεύεσαι μόνος είναι απλά ένα όνειρο, όταν ονειρεύονται δυο είναι πραγματικότητα».
Θα διαπιστώσει πως δεν χρειάζεται να αποκαλείς με το ίδιο όνομα το Θεό, με το συνοδοιπόρο σου στ’ όνειρο. Έτσι κι αλλιώς τ’ όνειρο είναι από μόνο του ένας μικρός Θεός, σαν το πιστεύεις. Και ο συνοδοιπόρος τ’ ονείρου μπορεί να σε μάθει « να γυρεύεις την αλήθεια που τιτιβίζει μέσα σου, ζυγίζοντας τα πάντα με την ακρίβεια της καρδιάς σου. Να θέλεις να ζεις, έξω απ’ το σήμερα, έξω απ’ αυτό που σου προβάρουν οι άλλοι. Να περάσεις τα σύνορα του εαυτού σου, να σπάσεις τα όρια, του τώρα». Μπορεί ο συνοδοιπόρος τ΄ ονείρου να καταφέρει να σε διδάξει ν’ ακολουθείς την καρδιά σου, κάνοντάς σου έτσι «ένα δώρο εικοσιτεσσάρων καρατίων».
Κι ο έρωτας σε τούτες τις σελίδες, είναι «το όνειρο πολυτελείας»! Η χαρά που είναι για όλους, με μια προϋπόθεση. Να την πιάσεις! «Χωρίς καμιά σκέψη, σαν παιδί που μπαίνει στο παιχνίδι ασυλλόγιστα. Να ζουλίξεις κάθε ενδοιασμό και να βγάλεις το δικό σου πετιμέζι». Κι αν το πετιμέζι γίνει δηλητήριο, να το ρουφήξεις παλληκαρήσια ως το τέλος, μέσα από τη χρυσή κούπα των ανεκτίμητων αναμνήσεων, χωρίς να φοβηθείς ούτε στιγμή για τη ζωή σου. Έτσι κι αλλιώς η ζωή κι ο θάνατος μέσα στον έρωτα, λεπτές ισορροπίες συντηρούν.
Και φτάνοντας στις τελευταίες σελίδες ο αναγνώστης θα ανακαλύψει το κίνητρο της συναισθηματικής του εμπλοκής με τούτο το πόνημα. Και με έκπληξη θα διαπιστώσει ότι δεν είναι μόνο ένα. Είναι πολλά! Και όλα μαζί στοιχειοθετούν τη μεγάλη αλήθεια, πως και ο ίδιος και η συγγραφέας και η ηρωίδα του βιβλίου, πορεύτηκαν με την καρδιά, στα μικρά. Στα πολύ μικρά, που τελικά είναι και τ’ αληθινά. Και ονειρεύονται, πάντα, τα λίγο μεγαλύτερα. Και προσδοκούν πάντα και ίσως ουτοπικά, τα πολύ μεγάλα, ανακαλύπτοντας μέσα από πτώσεις, πως, ο πόνος θρέφει δυνατά παιδιά…. Πως, οι άνθρωποι, παραμένουν άνθρωποι τη δύσκολη ώρα…. Πως, τα όνειρα καταχτιούνται και χάνονται σε μια ανάσα… Πως, ανταμώνουν και χωρίζουν οι άνθρωποι…. Και τελικά, πως, κατανοεί κανείς αυτό με το οποίο τελειώνει η Σοφία τον εσωτερικό της μονόλογο:
«Τη ζωή δεν την παρατάς. Τη ζυγίζεις με την ακρίβεια ενός δραμιού. Και μόνο που ζεις, γιατί να μην τρέχεις ένα όνειρο ξοπίσω;»
Αγαπητή κυρία Μαυρομμάτη, τρυφερή μου Κατερίνα,
Τα πιο ακριβά όνειρα του κόσμου έχουμε! Στα ίδια ακουμπάμε! Και…. «Από όνειρο σε όνειρο» τη ζωή ακολουθάμε…..
Χαίρω πολύ! Ήταν τιμή μου που μέσα από τη ....Σ(σ)οφία σου σε γνώρισα, χωρίς ποτέ να σ’ αντικρύσω….
— με Κατερίνα Μαυρομμάτη«….Τι ωραίο πράγμα να έχεις ένα όνειρο, να του ρίχνεις τη μαγιά και να το περιμένεις να φουσκώσει! Το όνειρο ποτέ δεν είναι χαμένη υπόθεση….»
Απόλυτη η συγγραφέας στην κρίση της και όλο το πόνημα, από σελίδα σε σελίδα, τεκμηριώνει τη ρήση, «Το όνειρο ποτέ δεν είναι χαμένη υπόθεση».
Σαν παλιό σινεμά, η κυρία Μαυρομάτη, σκηνοθετεί και παρουσιάζει σε ασπρόμαυρο φιλμ, λέξη τη λέξη, εικόνα την εικόνα, συναίσθημα το συναίσθημα, τη ζωή της Σοφίας της, τη σοφία της ζωής. Οργανώνει και διατάσσει τα γεγονότα μέσα στη ροή του χρόνου, έτσι ώστε να προκύψει μια ενδιαφέρουσα για τον αναγνώστη πλοκή. Καθοδηγεί την κίνηση, τις συμπεριφορές, τις πράξεις και τις αντιδράσεις των ηρώων της, απόλυτα ρεαλιστικά, προωθώντας σταδιακά τα προσωπικά της συναισθήματα, την εξέλιξη της ιστορίας της και την συναισθηματική φόρτιση του αναγνώστη της, προς την κορύφωση και την κάθαρση.
Με μια γλώσσα μακριά από τα λογοτεχνικά «κλισέ» που παρεμποδίζουν, διασπούν και τελικά καταργούν τον αυτοματισμό της αντίληψης, προσδίδοντας στα πράγματα μια ανοίκεια και ξένη με την πραγματικότητα μορφή, χρησιμοποιώντας, αντίθετα, πρακτικό, καθημερινό λόγο, που «αποκρύπτει» τα μορφολογικά χαρακτηριστικά και τις λειτουργίες του , ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να τον προσλαμβάνει με αμεσότητα, ευκολία και ταχύτητα, επιτυγχάνοντας να μη στέκεται στις ίδιες τις λέξεις ή τις φράσεις και στον τρόπο κατασκευής και λειτουργίας τους, αλλά να πηγαίνει απευθείας στο περιεχόμενό τους και υιοθετώντας συγχρόνως ευθύ λόγο, η συγγραφέας παρουσιάζει αυτοβιογραφικά την ηρωίδα της.
Ο τρόπος γραφής είναι ένα αδιάκοπο σφυροκόπημα μέσα στο κεφάλι του αναγνώστη. Σαν και να τον βάζει στόχο. «Ξύπνα»! «Ψάξε»! «Πέρα από τις λέξεις….. Πίσω από το νόημά τους, δες εκείνο που κρύβεται…» Επιβάλλει την αργή ανάγνωση αναγκάζοντας τον αναγνώστη της να μπει στην διαδικασία ανίχνευσης του τρόπου της σκέψης της και εκείνου του νοήματος που η συγγραφέας θέλει να περάσει μέσα από τον εσωτερικό μονόλογο της ηρωίδας της και ενώ η γλώσσα, όπως ήδη έχει αναφερθεί, είναι απλή, κάποιες φορές και κάτω από το βάρος των νοημάτων που κουβαλάει, δυσκολεύει την κατανόηση με την πρώτη ανάγνωση, ακόμα και του προφανούς, που βεβαίως, με μια δεύτερη ανάγνωση καθίσταται σαφές.
Συνειρμικά, ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου, οδηγείται στη διαπίστωση ότι η περιγραφή του χώρου και των συνθηκών που τοποθετείται το έργο, αντικατοπτρίζει τη γενικότερη ατμόσφαιρα της σημερινής πραγματικότητας και αντιλαμβάνεται τα γεγονότα σαν διαχρονικά. Οι εικόνες που με ζωντάνια του μεταφέρονται, του είναι οικείες. Τις συνάντησε σε διηγήσεις και εξομολογήσεις μεγαλύτερων και κοντινών του γυναικών. Τις είδε να διαδραματίζονται στην οθόνη του σινεμά, στη χρυσή Ελληνική κινηματογραφική δεκαετία του 60. Χωρίς να το καταλάβει εμπλέκεται συναισθηματικά με την ηρωίδα και σχεδόν την αφουγκράζεται. Σε κάθε σελίδα ανακαλύπτει πόσο μοιάζουν οι άνθρωποι και οι εποχές. Πόσο παράλληλες είναι οι ανθρώπινες τροχιές. Πόσο ομόκεντροι κύκλοι είναι οι ζωές των ανθρώπων.
«Ποιο είναι το μέτρο της δικιάς μου ελευθερίας;»
Έτσι ξεκινά ο εσωτερικός μονόλογος της Σοφίας που φέρνει στην επιφάνεια την αδιάκοπη ροή σκέψεων, εικόνων, αναμνήσεων, συνειρμών και εντυπώσεων, που διασχίζουν την ψυχή και το νου της, εισάγοντας τον αναγνώστη στην εσωτερική ζωή, όχι μόνο της ηρωίδας του βιβλίου, αλλά και σε εκείνην της συγγραφέως. Γιατί από την πρώτη στιγμή ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως το ζητούμενο για την συγγραφέα δεν είναι να αφηγηθεί λογοτεχνικά μια φανταστική ιστορία. Διαβλέπει την ανάγκη της να μιλήσει για πράγματα που με κάποιο τρόπο, πιθανόν και σε ευαίσθητη ηλικία, «έγραψαν», «ζωγράφισαν», «χάραξαν» μέσα της και όσο δεν καταγράφονταν ασφυκτιούσε.
Στο βιβλίο της κυρίας Μαυρομμάτη τα ρήματα «γδέρνουν»…. Η αγάπη έχει «ύψος» και «βάθος»…. Είναι «μαλακιά και στάζει από τα χάδια»….. «Από μια τρύπα στην καρδιά, βγαίνουν τα δάκρυα σαν ξεχειλίζει το μέσα και κατεβαίνουν ποτάμια από τα μάτια»…. Στις σελίδες αυτού του βιβλίου, «στην αφορμάριστη παιδική ψυχή, μπαίνει όλο το μαράζι και στριμώχνεται με βία να πιάσει όλο το χώρο, ώσπου να πάρει το σχήμα της θλίψης. Ένα αλλόκοτο σχήμα. Σαν αχιβάδα»….. Και τούτο το σχήμα παίρνει και η ψυχή του αναγνώστη κατακλεισμένη από συναισθήματα οργής και αγανάκτησης, για τη μεταχείριση ενός παιδιού, εξαναγκασμένου να δουλεύει σκληρά, μακριά από την οικογενειακή φροντίδα, ώσπου η συγγραφέας να οδηγήσει την ηρωίδα της, την ψυχή της και τον αναγνώστη της, στην κάθαρση, βοηθώντας τους να συλλάβουν το βαθύτερο νόημα της ζωής και της μοίρας του ανθρώπου και να κερδίσουν την εσωτερική τους γαλήνη, κατορθώνοντας να συμφιλιώσουν μέσα τους τα αντίμαχα στοιχεία της ψυχής τους, που δεν είναι άλλα από το λόγο και το πάθος.
Σ’ όλο το μυθιστόρημα διαφαίνεται έντονο το στοιχείο της συναισθηματικής φόρτισης, εκφράζοντας την εσωτερική ζωή και τον ψυχισμό της δημιουργού του και προδίδοντας την κοσμοθεωρία της και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω της, προσδίδοντας συγχρόνως γλαφυρότητα, ευαισθησία και κραυγαλέο λυρισμό στο έργο της.
Πόσο ανώδυνα στέκεται κανείς απέναντι στον εαυτό του για να του πει εκείνο το κοινότυπο «χαίρω πολύ»;
Η Σοφία αποφαίνεται πως, «Μετρώντας την ερημιά, μπορεί να φτάσει κανείς ως την οικείωση μαζί της και να κατανοήσει τα πράγματα μέσα στο τίποτα…. Όταν ακόμα δεν έχεις μάθει ποιος είσαι, είναι αδύνατον να μπάσεις τη φιγούρα σου μέσα σ’ ένα διαυγές τοπίο. Είναι όμως αναγκαίο, έστω και επώδυνα, να πάρει κανείς αγκαλιά τον εαυτό του για το σεργιάνι της ωριμότητας, με απώλειες, με σοκαριστικά συναισθήματα , ακόμα και μπουκωμένος με μια υφάλμυρη συμφιλίωση».
Ακολουθώντας τη Σοφία «Από όνειρο σε όνειρο», θα κατανοήσει ο αναγνώστης την αξία της καρτερικότητας αλλά και της ανθρωπιάς. Την αξία της προσφοράς χωρίς την αναμονή ανταπόδοσης. Το βάθος της ρήσης « Αξίζει για ένα όνειρο να ζεις κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει». Αλλά κι εκείνης της άλλης, « Όταν ονειρεύεσαι μόνος είναι απλά ένα όνειρο, όταν ονειρεύονται δυο είναι πραγματικότητα».
Θα διαπιστώσει πως δεν χρειάζεται να αποκαλείς με το ίδιο όνομα το Θεό, με το συνοδοιπόρο σου στ’ όνειρο. Έτσι κι αλλιώς τ’ όνειρο είναι από μόνο του ένας μικρός Θεός, σαν το πιστεύεις. Και ο συνοδοιπόρος τ’ ονείρου μπορεί να σε μάθει « να γυρεύεις την αλήθεια που τιτιβίζει μέσα σου, ζυγίζοντας τα πάντα με την ακρίβεια της καρδιάς σου. Να θέλεις να ζεις, έξω απ’ το σήμερα, έξω απ’ αυτό που σου προβάρουν οι άλλοι. Να περάσεις τα σύνορα του εαυτού σου, να σπάσεις τα όρια, του τώρα». Μπορεί ο συνοδοιπόρος τ΄ ονείρου να καταφέρει να σε διδάξει ν’ ακολουθείς την καρδιά σου, κάνοντάς σου έτσι «ένα δώρο εικοσιτεσσάρων καρατίων».
Κι ο έρωτας σε τούτες τις σελίδες, είναι «το όνειρο πολυτελείας»! Η χαρά που είναι για όλους, με μια προϋπόθεση. Να την πιάσεις! «Χωρίς καμιά σκέψη, σαν παιδί που μπαίνει στο παιχνίδι ασυλλόγιστα. Να ζουλίξεις κάθε ενδοιασμό και να βγάλεις το δικό σου πετιμέζι». Κι αν το πετιμέζι γίνει δηλητήριο, να το ρουφήξεις παλληκαρήσια ως το τέλος, μέσα από τη χρυσή κούπα των ανεκτίμητων αναμνήσεων, χωρίς να φοβηθείς ούτε στιγμή για τη ζωή σου. Έτσι κι αλλιώς η ζωή κι ο θάνατος μέσα στον έρωτα, λεπτές ισορροπίες συντηρούν.
Και φτάνοντας στις τελευταίες σελίδες ο αναγνώστης θα ανακαλύψει το κίνητρο της συναισθηματικής του εμπλοκής με τούτο το πόνημα. Και με έκπληξη θα διαπιστώσει ότι δεν είναι μόνο ένα. Είναι πολλά! Και όλα μαζί στοιχειοθετούν τη μεγάλη αλήθεια, πως και ο ίδιος και η συγγραφέας και η ηρωίδα του βιβλίου, πορεύτηκαν με την καρδιά, στα μικρά. Στα πολύ μικρά, που τελικά είναι και τ’ αληθινά. Και ονειρεύονται, πάντα, τα λίγο μεγαλύτερα. Και προσδοκούν πάντα και ίσως ουτοπικά, τα πολύ μεγάλα, ανακαλύπτοντας μέσα από πτώσεις, πως, ο πόνος θρέφει δυνατά παιδιά…. Πως, οι άνθρωποι, παραμένουν άνθρωποι τη δύσκολη ώρα…. Πως, τα όνειρα καταχτιούνται και χάνονται σε μια ανάσα… Πως, ανταμώνουν και χωρίζουν οι άνθρωποι…. Και τελικά, πως, κατανοεί κανείς αυτό με το οποίο τελειώνει η Σοφία τον εσωτερικό της μονόλογο:
«Τη ζωή δεν την παρατάς. Τη ζυγίζεις με την ακρίβεια ενός δραμιού. Και μόνο που ζεις, γιατί να μην τρέχεις ένα όνειρο ξοπίσω;»
Αγαπητή κυρία Μαυρομμάτη, τρυφερή μου Κατερίνα,
Τα πιο ακριβά όνειρα του κόσμου έχουμε! Στα ίδια ακουμπάμε! Και…. «Από όνειρο σε όνειρο» τη ζωή ακολουθάμε…..
Χαίρω πολύ! Ήταν τιμή μου που μέσα από τη ....Σ(σ)οφία σου σε γνώρισα, χωρίς ποτέ να σ’ αντικρύσω….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου