Γ ΣΕΦΕΡΗΣ (13 Μαρτίου 1900 – 20 Σεπτεμβρίου 1971)
Εὔκολα τρίβεται ὁ ἄνθρωπος μὲς στοὺς πολέμους-
ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός, ἕνα δεμάτι χόρτο-
χείλια καὶ δάχτυλα ποὺ λαχταροῦν ἕνα ἄσπρο στῆθος
μάτια ποὺ μισοκλείνουν στὸ λαμπύρισμα τῆς μέρας
καὶ πόδια ποὺ θὰ τρέχανε, κι ἂς εἶναι τόσο κουρασμένα,
στὸ παραμικρὸ σφύριγμα τοῦ κέρδους.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακὸς καὶ διψασμένος σὰν τὸ χόρτο,
ἄπληστος σὰν τὸ χόρτο, ρίζες τὰ νεῦρα του κι ἀπλώνουν-
σὰν ἔρθει ὁ Θέρος
προτιμᾶ νὰ σφυρίξουν τὰ δρεπάνια στ᾿ ἄλλο χωράφι-
σὰν ἔρθει ὁ Θέρος
ἄλλοι φωνάζουνε γιὰ νὰ ξορκίσουν τὸ δαιμονικὸ
ἄλλοι μπερδεύουνται μὲς στ᾿ ἀγαθά τους, ἄλλοι ρητο-
ρεύουν.
Ἀλλὰ τὰ ξόρκια τ᾿ ἀγαθὰ τὶς ρητορεῖες,
σὰν εἶναι οἱ ζωντανοὶ μακριά, τί θὰ τὰ κάνεις;
Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλο πράγμα;
Μὴν εἶναι αὐτὸ ποὺ μεταδίνει τὴ ζωή;
Καιρὸς τοῦ σπείρειν, καιρὸς τοῦ θερίζειν.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ -απόσπασμα
Εὔκολα τρίβεται ὁ ἄνθρωπος μὲς στοὺς πολέμους-
ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός, ἕνα δεμάτι χόρτο-
χείλια καὶ δάχτυλα ποὺ λαχταροῦν ἕνα ἄσπρο στῆθος
μάτια ποὺ μισοκλείνουν στὸ λαμπύρισμα τῆς μέρας
καὶ πόδια ποὺ θὰ τρέχανε, κι ἂς εἶναι τόσο κουρασμένα,
στὸ παραμικρὸ σφύριγμα τοῦ κέρδους.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακὸς καὶ διψασμένος σὰν τὸ χόρτο,
ἄπληστος σὰν τὸ χόρτο, ρίζες τὰ νεῦρα του κι ἀπλώνουν-
σὰν ἔρθει ὁ Θέρος
προτιμᾶ νὰ σφυρίξουν τὰ δρεπάνια στ᾿ ἄλλο χωράφι-
σὰν ἔρθει ὁ Θέρος
ἄλλοι φωνάζουνε γιὰ νὰ ξορκίσουν τὸ δαιμονικὸ
ἄλλοι μπερδεύουνται μὲς στ᾿ ἀγαθά τους, ἄλλοι ρητο-
ρεύουν.
Ἀλλὰ τὰ ξόρκια τ᾿ ἀγαθὰ τὶς ρητορεῖες,
σὰν εἶναι οἱ ζωντανοὶ μακριά, τί θὰ τὰ κάνεις;
Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλο πράγμα;
Μὴν εἶναι αὐτὸ ποὺ μεταδίνει τὴ ζωή;
Καιρὸς τοῦ σπείρειν, καιρὸς τοῦ θερίζειν.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ -απόσπασμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου