Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Ελληνοέλληνας (Δημήτρης Λιαντίνης)

http://www.pare-dose.net/3018#ixzz2e6EbVzHm

Ο Ελληνοέλληνας (Δημήτρης Λιαντίνης)


Δημήτρης ΛιαντίνηςΕίμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα. Με μια ιστορία που ο ίδιος τη νομίζει λαμπρή. Και απορεί, πώς και δεν πέφτουν οι ξένοι ξεροί μπροστά στο μεγαλείο της. Οι ξένοι όμως, σαν συλλογιούνται την ελληνική ιστορία, την αρχαία εννοώ, γιατί για τη νέα δεν έχουν ακούσει, και βάλουν απέναντι της εμάς τους Νεοέλληνες, φέρνουν στο μυαλό τους άλλες παραστάσεις. Φέρνουν στο μυαλό τους κάποιους καμηλιέρηδες που περπατούν στο Καρνάκ και στη Γκίζα. Τι σχέση ημπορεί να 'χουν, συλλογιούνται, ετούτοι οι φελλάχοι του Μισιριού σήμερα με τους αρχαίους Φαραώ, και το βασιλικό ήθος των πυραμίδων τους; Την ίδια σχέση βρίσκουν οι ξένοι στους σημερινούς Έλληνες με τους αρχαίους. Οι θεωρίες των διάφορων Φαλμεράυερ έχουν περάσει στους Φράγκους. Εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι τους αποσβολώσαμε με τους ιστορικούς, τους γλωσσολόγους, και τους λαογράφους μας. Λάθος. Κρύβουμε το κεφάλι με το λιανό μας δάχτυλο. Και βέβαια. Πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο μέγας γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις έλεγε αυτά που έλεγε, -ορθά- κι από την άλλη έβριζε το Σολωμό μας αγράμματο, και τη γλώσσα του σκύβαλα και μαλλιαρά μαλλιά; Σχέση με τους αρχαίους Έλληνες έχουμε εμείς, λένε οι Γάλλοι, οι Εγγλέζοι και οι Γερμανοί. Εμείς, που τους ανακαλύψαμε, τους αναστυλώσαμε, τους εξηγήσαμε. Για τους Ευρωπαίους οι Νεοέλληνες είμαστε μια δράκα ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι, τουρκολογιά και αράπηδες. Είμαστε οι ορτοντόξ. Με το ρούσικο τυπικό στη γραφή, με τους κουμπέδες και τους τρούλλους πάνω από τα σπίτια των χωριών μας, με ακτινογραφίες σωμάτων και σκουληκόμορφες φιγούρες αγίων στους τοίχους των εκκλησιών. Οι Ευρωπαίοι βλέπουνε τους πολιτικούς μας να ψηφίζουν στη Βουλή να μπει το «ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, κατά τη διαταγή των παπάδων, και κοιτάνε ανακατωμένοι και ναυτιάζοντας κατά το θεοκρατικό Ιράν και τους Αγιατολάχους. Τέτοιοι οι βουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς. «Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί (sic) εκατάστρεψαν το έθνος». Έτσι γράφει ο Παπαδιαμάντης. Θέλεις νά 'χεις πιστή την εικόνα του Νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι του Μακαρίου Β' της Κύπρου. Και τα γένεια τα καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί φράχτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση του φερετζέ της Τούρκισσας, και έχεις τον Νεοέλληνα φωτογραφία στον τοίχο... Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα, φέρε την εικόνα του αρχαίου Έλληνα, για να μετρήσεις τη διαφορά. Φέρε τις μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις διακριτές. Να ανεβαίνουν από την Ολυμπία και τους Δελφούς, καθώς λευκοί αργυρόηχοι κρότοι κυμβάλων. Τους ωραίους χιτώνες τους χειριδωτούς, και τα λευκά ιμάτια τα πτυχωτά και τα ποδήρη. Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά, αρμοσμένα στις δυνατές φτέρνες. Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες, τον κυανό κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι Ελληνίδες του Αργούς και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες. Τρέχουνε στα όρη μαζί με την Αταλάντη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν την Κόρη του Ευθυδίκου. Όλες και όλοι στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια μαρμάρινη στήλη, σ' ένα λιτό κιονόκρανο, σε μια κρήνη λευκή της Αγοράς. Με περίγυρα τους ωραίους γεωμετρημένους ναούς, αναπαμένους στο φως και στην αιθρία. Άνθρωποι, και θεοί, και αγάλματα ένα. Όλα ετούτα, για να συγκρίνεις την παλαιή και τη νέα Ελλάδα, να τα βάλεις και να τα παραβάλεις. Και στήσε τον Φράγκο από δίπλα, να τα κοιτάει και να τα αποτιμά. Με το δίκιο του θά 'χει να σου ειπεί: άλλο πράμα η μέρα και το φως, και άλλο η νύχτα και οι μαύροι βρυκολάκοι. Δε γίνεται να βάλεις στο ίδιο βάζο υάκινθους και βάτα.
Και κάπου θα αποσώσουν επιτιμητικά την κρίση τους: Ακούς αναίδεια; Να μας ζητούν κι από πάνω τα ελγίνεια μάρμαρα. Ποιοι μωρέ; Οι χριστιανοχομεΐνηδες;
Αλλά είναι καιρός από τις ασκήσεις επί χάρτου να περάσουμε στα πεδία των επιχειρήσεων. Να κοιτάξουμε την πυρκαγιά που αποτεφρώνει το σπιτάκι μας.
Γιατί είμαστε σβησμένοι από τον κατάλογο των εθνών;
Γιατί η Μακεδονία γίνεται Σκόπια, η Κύπρος γίνεται τουρκιά, το Αιγαίο διεκδικιέται ως το mare nostrum των Οθωμανών;
Γιατί ο πρόεδρος της Τουρκίας είπε πρόσφατα στην Αθήνα, ότι είμαστε μια επαρχία του παλιού οθωμανικού κράτους, που αποσχίσθηκε και πρέπει να μας ξαναπροσαρτήσουν;
Γιατί ο Μπερίσα της Αλβανίας έχει να λέει πως οι Έλληνες κάνουν διπλωματία που έρχεται από το Μεσαίωνα και τους παπάδες;
Γιατί ο Αλέξανδρος βαφτίζεται Ισκεντέρ, και ο Όμηρος Ομέρ Βρυώνης;
Γιατί οι διακόσιες χιλιάδες Έλληνες της Πόλης γίνανε χίλιοι, και οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης θρασομανούν, και γίνουνται όγκος κακοήθης που 'τοιμάζει μεταστάσεις;
Γιατί δύο από τους πιο σημαντικούς ποιητές μας, ο μέτριος Σεφέρης κι ο μεγάλος Καβάφης, καταγράφουνται στις διεθνείς ανθολογίες και τους ποιητικούς καταλόγους μισό Έλληνες μισό Τούρκοι;
Γιατί όλα τα αυτονόητα εθνικά μας δίκαια Ευρωπαίοι και Αλβανοί, Βούλγαροι και Εβραίοι, ορθόδοξοι και Ρούσοι, Τούρκοι και Βουσμανοαμερικανοί τα βλέπουν σαν ανόητες και μίζερες προκλήσεις, σαν υλακές και κλεφτοεπαιτείες; Ποια τύφλωση μας φέρνει να μη βλέπουμε ότι στα μάτια των ξένων εκαταντήσαμε πάλι οι παλαιοί εκείνοι γραικολιγούρηδες; Οι esurientes graeculi του Γιουβενάλη και του Κικέρωνα; Το πράγμα έχει και περιγραφή και ερμηνεία. Μέσα στη χώρα, μέσα στην παιδεία δηλαδή και την παράδοση μας, εμείς περνάμε τους εαυτούς μας λιοντάρια, εκεί που οι έξω από τη χώρα μας βλέπουνε ποντίκια. Θαρρούμε πως είμαστε τα παιδόγγονα του Αριστοτέλη και του Αλέξανδρου. Οι ξένοι όμως σε μας βλέπουνε τις μούμιες που βρεθήκανε σε κάποια ασήμαντα Μασταβά. Γιατί; Τα διότι είναι πολλά. Όλα όμως συρρέουν σε μια κοίτη. Σε μια απλή εξίσωση με δύο όρους και ένα ίσον. Είναι 'τη: Νεοέλληνες ίσον Ελληνοεβραίοι.
Αν εφαρμόσουμε αυτή την εξίσωση στα πράγματα, θα μας δώσει δύο γινόμενα. Το πρώτο είναι ότι ζούμε σε εθνική πόλωση. Το δεύτερο, ακολουθία του πρώτου, ότι ζούμε χωρίς εθνική ταυτότητα. Οι Νεοέλληνες είμαστε ένα γέννημα μπασταρδεμένο και νόθο. Ούτε ίπποι ούτε όνοι, ούτε όνισσες ούτε φοράδες. Είμαστε μούλοι. Δηλαδή μουλάρια. Και τα μουλάρια δε γεννούν.
Ότι οι Νεοέλληνες είμαστε Ελληνοεβραίοι σημαίνει το εξής: Ενώ λέμε και φωνάζουμε και κηρύχνουμε ότι είμαστε Έλληνες, στην ουσία κινιόμαστε και υπάρχουμε και μιλάμε σα να είμαστε Εβραίοι. Αυτή είναι η αντίφαση. Είναι η σύγκρουση και η αντινομία που παράγει την πόλωση. Και η πόλωση στην πράξη γίνεται απώλεια της εθνικής ταυτότητας. Και το τελευταίο τούτο σημαίνει πολλά. Στην πιο απλή διατύπωση, σημαίνει νά 'σαι τουρκόγυφτας, και να ζητάς να σε βλέπουν οι άλλοι πρίγκιπα. Σημαίνει νά 'σαι η μούμια των Μασταβά, και να ζητάς από τους Ευρωπαίους να σε βλέπουν ιδιοκτήτη της Ακρόπολης. Σημαίνει να σε θωρείς λιοντάρι, και οι ξένοι να σε λογαριάζουνε πόντικα. Είναι μεγάλη ιστορία να πιαστώ να σε πείσω, ότι οι Νεοέλληνες από τους αρχαίους έχουμε μόνο το τομάρι που κρέμεται στο τσιγκέλι του σφαγέα, θέλει κότσια το πράμα. Θέλει καιρό και κόπο. Θέλει σκύψιμο μέσα μας, και σκάψιμο βαθύ. Και κυρίως αυτό: θέλει το μεγάλο πόνο. Θα σε καλέσω όμως σ' έναν απλό περίπατο. Θα κάνουμε ένα πείραμα, που λένε οι φυσικοί. Για νά 'χουμε αποτέλεσμα έμπεδο. Και η γνώση που θα κερδίσουμε νά 'ναι σίγουρη. Θα επιχειρήσουμε μια στατιστική έρευνα. Θα διατρέξουμε τη χώρα απ' άκρη σ' άκρη. Από το χωριό Πυρσόγιαννη της Ηπείρου ως την επαρχία Βιάνου της Κρήτης. Από τη Νίψα και τις Σάππες της Θράκης ως το Παραλίμνι της Κύπρου, κι ως την άκρη το Ταίναρο. Θα ρωτήσουμε Νεοέλληνες απ' όλες τις τάξεις και όλα τα επίπεδα. Γυναίκες και άντρες, γερόντους και παιδιά, αγράμματους και επιστήμονες, φτωχούς και πλούσιους, ακοινώνητους και αριστοκράτες, πουτάνες και καλόγριες, ξωχάρηδες και αστούς, φιλέρημους και χαροκόπους. Για νά 'ναι το δείγμα μας ευρύ και πλήρες, που λένε οι γραφειοκράτες. Όλα ετούτα τα αθώα και ανυποψίαστα πλήθη θα τα ρωτήσουμε δυό τρεις ερωτήσεις από το Ελληνικό, κι άλλες τόσες από το Εβραίικο. Στο Ελληνικό λοιπόν. Να μας ειπούν τι γνωρίζουν για την αρχαία Ελλάδα. Ζητούμε μια γνώση σοβαρή και υποψιασμένη. Όχι φολκλόρ και γραφικότητες. Γιατί γνώση της Ελλάδας είναι εκείνο που ξέρουμε να το ζούμε κιόλας. Όχι δηλαδή ο Ηρακλής μωρό έπνιξε τα φίδια· ότι ο Αρχιμήδης εχάραζε κύκλους στην άμμο, ούτε τάν ή επί τάς, μέτρον άριστον, ο Μινώταυρος στην Κρήτη και το πιθάρι του Διογένη, ούτε αν ξέρουν πως η ψωλή του Δία εγίνηκε κεραυνός και χτύπησε τους σχιστούς λειμώνες της Ολυμπιάδας, για να γεννήσει στο Φίλιππο τον Αλέξανδρο. Τέτοια γνώση της κλασικής Ελλάδας θά 'τανε τουρισμός στην Τυνησία. Η φουστανέλα και το κόκκινο φέσι στη Μελβούρνη και στην Πέμπτη Λεωφόρο κατά τις εθνικές γιορτές. Θα ζητήσουμε γνώση ουσίας. Να μας ειπούνε, δηλαδή, αν έχουνε ακουστά τα ονόματα Εμπεδοκλής, Αναξίμανδρος, Αριστόξενος ο Ταραντίνος, Διογένης Λαέρτιος, Αγελάδας, Λεύκιππος, Πυθαγόρας ο Ρηγίνος, Πυθέας, που στον καιρό μας αντίστοιχα σημαίνουν Αϊνστάιν, Δαρβίνος, Μπετόβεν, Έγελος, Μιχαήλ Άγγελος, Μαξ Πλανκ, Ροντέν, Κολόμβος. Να μας μιλήσουν για κάποιους όρους σειράς και βάσης, όπως σφαίρας στον Εμπεδοκλή, κενό στο Δημόκριτο, εκπύρωση στον Ηράκλειτο, μηδέν στον Παρμενίδη, κατηγορία στον Αριστοτέλη, τόνος στους Στωικούς. Να μας ειπούν οι κάθε λογής Έλληνες επιστήμονες τι τους λέει η λέξη ψυχρά φλογί στον Πίνδαρο, μεταδάλλον αναπαύεται στον Ηράκλειτο, δακρυόεν γελάσασα στον Όμηρο, χαλεπώς μετεχείρισαν στο Θουκυδίδη. Να μας ειπούνε, πόσοι φιλόλογοι, έξω από τα σχολικά κολυβογράμματα, έχουν διαβάσει στο πρωτότυπο τρεις διάλογους του Πλάτωνα, δύο Νεμεόνικους του Πινδάρου, την Ωδή στην αρετή του Αριστοτέλη, έναν Ομηρικό Ύμνο. (Και αυτό δεν είναι ραψωδία). Και για να μας πιάσει τεταρταίος και καλπάζουσα, να μας ειπεί ποιος γνωρίζει και διδάσκει από τους ειδικούς προφεσσόρους στα πανεπιστήμια ότι οι τρεις τραγικοί ποιητές μας στη βάση τους είναι φυσικοί επιστήμονες, ότι στη διάλεξη του για την αρετή ο Πλάτων έκαμε στους ακροατές του ένα μάθημα γεωμετρίας, ότι η Ακρόπολη των Αθηνών είναι δωρικό, και όχι ιωνικό καλλιτέχνημα, ότι η διδασκαλία τραγωδίας στο θέατρο ήταν κήρυγμα από άμβωνος, ότι η θρησκεία των Ελλήνων ήταν αισθητική προσέγγιση των φυσικών φαινομένων. Δε νομίζω, αναγνώστη μου, ότι σε όλα αυτά τα επίπεδα η έρευνα μας θα δώσει ποσοστά γνώσης και κατοχής σε βάθος του κλασικού κόσμου από τους Νεοέλληνες που να υπερβαίνουν τους δύο στους χίλιους. Τι φωνάζουμε τότε, και φουσκώνουμε, και χτυπάμε το κούτελο στο μάρμαρο ότι είμαστε Έλληνες; Για το θεό δηλαδή. Παράκρουση και παραφροσύνη. Θα μου ειπείτε:
- Μήπως και οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν σε τέτοιο βάθος την αρχαία Ελλάδα;
Θα σας ειπώ:
- Όχι. Αλλά οι Ευρωπαίοι δεν καυχιούνται ότι είναι Έλληνες, όπως εμείς. Καυχιούνται ότι είναι Γάλλοι, και Ιταλοί, και Βέλγοι. Γιατί αυτό είναι στην ουσία της η αρχαία Ελλάδα. Δεν είναι τα πασουμάκια του Ηρακλή στο παλάτι της Ομφάλης. Ούτε ο Οδυσσέας με το παλούκι του στη σπηλιά του Κύκλωπα. Η αρχαία Ελλάδα είναι ένας πολιτισμός ασύγκριτος. Μια κοσμοθεωρία πλήρης. Ένας τρόπος ζωής ολοκληρωμένος και τέλειος. Είναι η πιο κοντά στη φύση και στη φυσική ιδιότητα κοινωνία, που έσωσε να δημιουργήσει ο άνθρωπος.
Δεν είναι τυχαίο που λέξεις ελληνικές, όπως μουσική, θέατρο, οργασμός, φιλοσοφία, μαθηματικά, φυσική, δημοκρατία, γεωμετρία, πολιτική, περάσανε σε όλες τις γλώσσες των εθνών του OHE σήμερα. Και με τις λέξεις αυτές ζουν και δηλώνουν τις βαθύτερες ουσίες του ανθρώπινου βίου τα δισεκατομμύρια του πλανήτη. Δεν είναι τυχαίο, που όχι μόνο ο πλανήτης αλλά και ο ουρανός, το σύμπαν ολόκληρο είναι κατάσπαρτο με τις ελληνικές λέξεις και με τα ελληνικά γράμματα που ονομάζουν διεθνώς τους αστερισμούς, και τους φωτεινότερους αστέρες του κάθε αστερισμού. Όχι. Δεν είναι καθόλου τυχαίο. Εκείνο που είναι τυχαίο, είναι πως ο λαός που κατοικεί σήμερα στη χώρα που παλαιά την εκατοίκησαν οι Έλληνες, ονομάζουνται Έλληνες. Η έρευνα μας έδειξε ότι μόνο Έλληνες δεν είναι. Γιατί τους Έλληνες ούτε τους βλέπουν ούτε τους γνωρίζουν. Από το Ελληνικό ερχόμαστε στό Εβραίικο. Ερωτάμε το ίδιο στατιστικό δείγμα, το ευρύ και το πλήρες, αν έχουν ακουστά τα ονόματα Μωϋσής, Αβραάμ, Ησαΐας, Ηλίας με το άρμα, Νώε, Βαφτιστής, Εύα η πρωτόπλαστη, Ιώβ, ο Δαναήλ στο λάκκο, η Σάρα που γέννησε με εξωσωματική. Και όχι μόνο τα ονόματα, αλλά και τις πράξεις ή τις αξίες που εκφράζουν αυτά τα ονόματα. Υπάρχει γριά στην επικράτεια που να μην τους ξεύρει τούτους τους Εβραίους; Δεν υπάρχει ούτε γριά, ούτε ορνιθοκλόπος στις Σποράδες, ούτε κλεφτογιδάς στην Κρήτη. Εδώ τα ποσοστά αντιστρέφουνται. Στους χίλιους Νεοέλληνες τα ναι γίνουνται εννιακόσια τόσα, και τα όχι δύο. Και δεν ξεύρουν μόνο τα ονόματα, αλλά είναι έτοιμοι να σου κάνουν αναλύσεις στην ουνιβερσιτά και στην ακαντέμια για τις ηθικές και άλλες αξίες που εκφράζει το κάθε όνομα. Το ίδιο συμβαίνει και για φράσεις όπως Προς Κολασσαεΐς, Προς Κορινθίους, Έκ τοϋ κατά Λουκάν. Εδώ μάλιστα μεγάλος αριθμός Νεοελλήνων ξεύρει απόξω ολόκληρα χωρία και περικοπές. Το ίδιο συμβαίνει, αν τους ειπείς για τόπους όπως Ιορδάνης, Γαλιλαία, Γεσθημανή (sic), Όρος Σινά, Καπερναούμ, Τιβεριάς. Αν όμως τους ειπείς για Βάσσες ή Φιγαλία, για Αργινούσες ή Πλημμύριον, για Περίπατο ή Κήπο (περιπατητικοί, επικούρειοι), σου απαντούν, όπως ο Μακρυγιάννης. Όταν είδε το Σκούρτη και τους άλλους ναυάρχους στα όρη να οδηγούν σε μάχη τους στρατιώτες του Νικηταρά με ναυτικά παραγγέλματα: - Τι όρτζα, πότζα, και γαμώ το καυλί του μας λέει ο κερατάς; Το ίδιο συμβαίνει, αν ζητήσεις να σου αναλύσουν την επί του Όρους Ομιλία, ή να σου τραβήξουνε διάλεξη περί νηστείας, περί προσευχής, περί του «Δεύτε οι ευλογημένοι...». Ο κάθε Νεοέλληνας εδώ είναι πτυχιούχος και ειδήμονας. Είναι κληρονόμος και καθηγητής. Ξέρει να ταΐσει άχυρα το σκυλί του, και κόκαλα το γαϊδούρι του. Γνώση και πίστη και σοφία, που να ιδούν τα μάτια σου και να μην πιστεύει ο νους σου. Ένας παπάς, και Κρητικός μάλιστα, στη μητρόπολη Κορίνθου, με κοίταζε κάποτε γλαρωμένος. - Τι βλέπεις παπά;
- Έχω ένα όραμα,
μου λέει. Να μαζέψω κάποτες λεφτά από τους ομογενήδες. Να σηκώσω εδώ στον Ισθμό, μπαίνοντας στο Μοριά να το βλέπουν ούλος ο κόσμος, ένα άγαλμα του απόστολου Παύλου. Ίσαμε πενήντα πήχες ψήλος, και βάλε.
- Σαν το άγαλμα της Ελευθερίας ε;
του κάνω.
- Έτσι, μου λέει. Κι όλο έπαιρνε φωτιά. - Και γιατί του Παύλου, δηλαδή; Και τόσο πελώριο;
- Μα...για τις «Προς Κορινθίους» ντε!
- Τον ξέρεις τον Κολοσσό της Ρόδου;
τον ερωτώ.
- Ναι. Τέτοιονε θέλω και τον Παύλο.
- Τον Κολοσσό του Μαρουσιού τον ξέρεις;
- Εννοείς το βιβλίο για τον Κατσίμπαλη; Το ξέρω.
- Τον κώλο του Μαρουσιού, παπά, τον ξέρεις;
- ...
- Άστα αυτά,
του λέω. Είναι της αριστερής διανόησης.
- Εμ, λέω κι εγώ. Γι' αυτό δεν τον ξέρω,
μου απαντάει.
- Γιατί, βρε αρκουδόπαπα, ξέσπασα, δε στήνεις ένα άγαλμα του Νικηταρά ή του Κολοκοτρώνη, που μας λευτερώσανε και είδαμε μοίρα στον ήλιο; Και να το κάμεις ψηλό και βαρύ ωσάν τον Ακροκόρινθο που βλέπεις αντίκρια σου; Όπως θα ταίριαζε στους παλικαράδες μας; Μόνο μου θέλεις τον Εβραίο. Δεν ξέρεις ότι με τους Εβραίους οι Έλληνες είμαστε η φωτιά με το νερό; Όχι από εθνικό μίσος, όπως με άλλους, αλλά από αντιπαράθεση κοσμοθεωριών; Δεν άκουσες ποτέ την ιερή βρισιά του λαού μας: «Γαμώ τον Εβραίο σου!». Δεν άκουσες ποτέ το δημοτικό μας τραγούδι, «Και κείνη η σκύλα η άνομη, Οβρέσσας θυγατέρα»; Άιντε, καημένε μου. Που να ζεις και νά είσαι. Κι είσαι κι από τα χωριά του Ερωτόκριτου και του Βενιζέλου.
Μ' ένα λόγο, ο μέγας και ο βαθύς εβραίικος πολιτισμός -δεν ειρωνεύομαι, κυριολεκτώ- μέσα από τη χριστιανική του μετάλλαξη, κι αυτή πια δεν είναι ούτε μεγάλη ούτε βαθιά, πέρασε ως το μυελό των οστών και στη διπλή σπείρα του DNA όλων των Νεοελλήνων. Ένα μόνο δε γνωρίζουν. Ότι ο σπουδαίος αυτός πολιτισμός είναι εντελώς αντίθετος με τον πολιτισμό της κλασικής Ελλάδας. Το αρνί και ο λύκος. Ο πάμφωτος ναός της Αφαίας στην Αίγινα, και το μονύδριο της αγίας Ελεούσας στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, με την αγράμματη καλόγρια που κυνηγά τις έγκυες και τις λεχώνες, γιατί 'ναι μαγαρισμένες, λέει. Αλλά δεν είναι εδώ ο καιρός και ο τόπος για τέτοιες εξηγήσεις. Το θηρίο το καταπάλαιψα σε άλλες εκστρατείες. Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης που ξαστόχησε, λέει ο ποιητής. Τέτοιας λογής αποτέλεσμα θα μας δώσει η στατιστική έρευνα στον πληθυσμό της χώρας αναφορικά με την απόδραση του Ελληνικού, και την επίδραση του Εβραίικου. Στην επιφάνεια και στον τύπο και στο όνομα είμαστε Έλληνες. Στο βυθό όμως και στην ουσία και στην ύλη είμαστε Εβραίοι. Και μη μας παραπλανά το απλοϊκό δικηγοριλίκι, που κανοναρχούν ιεροκήρυκες και ιερολόγοι, ότι τάχατες άλλο Εβραίοι κι άλλο χριστιανοί. Άλλο ορθόδοξοι κι άλλο ρωμαιοκαθολικοί. Ο ισχυρισμός αυτός είναι δόλιο σόφισμα, και αφέλεια ξεχειλωμένη. Όσοι λένε τούτη την παλαβομάρα, είναι σα να λένε: Άλλο εταίρα κι άλλο πουτάνα. Μα σε σεμνεία δουλεύουνε και οι δύο. Άλλο δρομέας κι άλλο δισκοβόλος. Μα αθλητές είναι και οι δύο. Άλλο λέμφωμα, άλλο λευχαιμία, κι άλλο νεοπλασία του λάρυγγα. Μα καρκίνοι είναι όλοι τους. Και κακά σπυριά, που σκοτώσανε Καβάφη και Φρόυντ. Οι Νεοέλληνες εκρατήσαμε το σχήμα μόνο από τους Έλληνες. Η μάζα όμως, το πι που λένε οι φυσικοί, είναι καθαρά εβραίικη. Και ο χώρος, το βραύνιπι ή β που λένε οι φυσικοί, μέσα στον οποίο συντελέστηκε η αφελλήνιση των Ελλήνων είναι το χριστιανικό Βυζάντιο. Και ο χρόνος, ο Ιειτιριιβ ή το ΐ που λένε οι φυσικοί, που στη διάρκεια του συντελέστηκε ο εξεβραϊσμός των Ελλήνων είναι από τον καιρό του Θεοδόσιου μέχρι σήμερα. Ο Θεοδόσιος εγκρέμισε τους ναούς, έσπασε τα αγάλματα, έκλεισε τα στάδια, τα θέατρα, τα ελληνικά σχολεία. Όλες τις πηγές που ποτίζανε την ελληνική αντίληψη ζωής. Γι' αυτό τον εβαφτίσανε Μέγας. Όπως εβαφτίσανε Μέγας και τον προαγωγό του, με τη διπλή σημασία η λέξη, τον Κωνσταντίνο. Τον καίσαρα που έσφαξε τη γυναίκα του και το γιό του. Και τους εβάφτισαν Μέγας, εκείνοι που εβάφτισαν Μέγας και τους Αθανάσιους, τους Βασίλειους, και όσους τέτοιους. Όλοι τους γκρεμιστάδες, παραχαράκτες, αλάριχοι, βάνδαλοι της ελληνικής ιδέας. Η άλλη φωνή, που λέει ότι τίποτα δεν εσήμαιναν ετούτες οι φρικαλεότητες των χριστιανών κατά των Ελλήνων, για όσους δεν εξεφτίσανε σε Εβραιοέλληνες αλλά έμειναν Ελληνοέλληνες, έρχεται από πολύ μακρυά και την ακούνε λίγοι:
«Γιατί τα σπάσαμε τ' αγάλματα των, γιατί τους διώξαμεν
απ' τους ναούς των, διόλου δεν πέθαναν γι' αυτό οι θεοί».

Καβάφης ειν' αυτός, αναγνώστη μου, δεν είναι σαράφης. Ούτε Βούδας και Κούδας. Και το ποίημα λέγεται Ιωνικόν. Δε λέγεται Χερουβικόν.
Ο κακουργημός και η εξόντωση του κλασικού Έλληνα από τον εβραιόφρονα χριστιανό εκράτησε από το Θεοδόσιο ως την αυγούστα Ευδοξία. Ως το 843 που έγινε η επίσημη αναστύλωση των εικόνων. Η γιορτή της Ορθοδοξίας που γιορτάζεται κάθε χρόνο από τότε, στο έμπα της άνοιξης, πολύ λαμπρά και με την παρουσία όλης της επιφάνειας του κράτους, ως και οι ξένοι πρεσβευτάδες!, στο θετικό της συμβολίζει το θρίαμβο των χριστιανών. Στο αρνητικό της όμως δηλώνει την τελική κατακρεούργηση κάθε Ελληνικού. Είναι η ταφόπετρα της ελληνικής ιδέας.
Η τελευταία αντίσταση του μετρημένου «Έλληνα» στο ασιατικό τέρας ήταν ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος. Έξυπνησε ο άνθρωπος ένα πρωί, και είδε το μισό πληθυσμό της χώρας τουρλωτούς παπάδες και παχυμουλαράτους καλόγερους. Τότε, σαν το Χριστό με το φραγγέλιο, σήκωσε αυτό που το λένε Εικονομαχία. Και ετελείωσε με το χαμό του φωτός και το σωσμό του σκότους. Με την Κυριακή της Ορθοδοξίας, ή την ταυτότητα του Νεοέλληνα. Έλληνες λοιπόν στο δέρμα. Και Εβραίοι στα κόκαλα και στο αίμα, στην καρδιά, στα άντερα και στη χολή. Ιδού το κλειδί, η αιτία, ο λόγος της εθνικής σχιζοφρένειας. Πίσω από τα Σκόπια, από το Αιγαίο, τις Ολυμπιάδες, την Κύπρο, πίσω από τους κατσιβελισμούς, τα δάνεια και τις ψωροκώσταινες· πίσω από Εξαρχόπουλους, Μεταξάδες και Παπαδοπουλέους· πίσω από Μαρίκες και Μιμίκες και κατσίκες, και Κοσκωτάδες και σκατάδες· πίσω από Κορυδαλλούς και κοριούς και καθάρσεις και λοιμοκαθαρτήρια· πίσω από ρουσφέτια και βιλαέτια και κασαβέτια, βρίσκεται η εθνική μας σχιζοφρένεια. Αυτή απεργάστηκε την εθνική πόλωση, και την εθνική αταυτότητα. Στο χωριό των χιλίων κατοίκων του πλανήτη μας σήμερα οι δύο Έλληνες πηδοκοπούν κατά μπροστά, κι έχουν βιδωμένο το κεφάλι να βλέπει κατά πίσω. Τους κοιτάνε οι ξένοι, ανοίγουν διάπλατα τα μάτια, και τους προγκάνε. - Στραβομάρα και πάλαβρα. Βρε ούστ! Στους χρόνους της Άλωσης οι στρατιώτες του Παλαιολόγου που υπεράσπισαν τα τείχη ήσαν οχτώ χιλιάδες. Την ίδια ώρα που στα μοναστήρια του κράτους βρίσκουνταν τριακόσιες χιλιάδες καλόγεροι στην άλκιμη ηλικία του μάχιμου άντρα. Να τρώνε και να πέρδονται και να τρέφουνε πρωκτό. Και ο αρχηγός του κράτους την Κυριακή έψελνε πατριάρχης στην αγια-Σοφιά, και τη Δευτέρα γονάτιζε τσανακογλείφτης στο σαράι. Έτσι, μιλώντας για πατριάρχη και για σουλτάνο, φτάνουμε στους πρώτους κύκλους της Κόλασης του Δάντη. Κάποτε πρέπει να ξεκλειδώσουμε το κατώγι της ιστορίας μας. Και να φέρουμε στο φως «τους όφεις και τα φίδια» που είναι μέσα κλεισμένα. Να ειπούμε, δηλαδή, ότι το πρώτο μέλημα του πορθητή της Πόλης ήτανε να θρονιάσει στο στασίδι των σκλάβων τουρκόφρονα πατριάρχη. Όχι για να προστατέψει τα νιτερέσα του δούλου γένους, όπως μας λένε αιώνες τώρα οι δάσκαλοι και τα βιβλία. Αλλά για να τον έχει δόλιο και χθόνιο συνεργάτη στο αρειμάνιο οθωμανιλίκι του. Στο να μη σηκώσουνε, δηλαδή, ποτές κεφάλι οι ραγιάδες. - Εσύ από τη μεριά σου, παπά, είπε ο Πορθητής στον πατριάρχη Γεννάδιο, αυτόν που διάταξε να κάψουν τα βιβλία του Πλήθωνα για τον Πλάτωνα, θά' σαι το δικό μου μούτρο με τη μουστακοφόρα και τη ραγιάδικη προβοσκίδα. Ο κρυφός πολυχρονεμένος πατισάχ. Θα τους λες, μαζί με την κυρα-Δέσποινα, υπομονή και κουράγιο, και «πάλε με χρόνους με καιρούς...». Και θα τους κρατάς καλά στους χαλκάδες και τις άλυσες. Με τον καιρό θα μάθεις. Και η συμπεριφορά σου θα γενεί πολιτική σκεπαστή, και υψηλή διπλωματία. Με τους δραγομάνους και τους οσποδάρους που θα σου φτιάξω, και δίπλα στους ιδικούς μου τζοχανταραίους, τον πασά και το μουφτή, τον κατή και το βοΐβοντα, θα οργανώσουμε ένα τέλειο σύστημα διοίκησης. Τη συντήρηση, δηλαδή, και το διαιωνισμό της σκλαβιάς. Και τού 'κλεισε το μάτι. Εγώ από τη μεριά μου, υποσχέθηκε, θα σ' έχω στα χρυσά και στην πορφύρα, Θα τρως, και θα πίνεις, και θα παχαίνεις. Όπως το λέει και το τραγούδι:
«Καρδιά μου, τι ξαλάφρωμα,
τι πρήξιμο, κοιλιά μου».

Και τα «οθωμανικά» τερτίπια μου, αν το βαστά η καρδούλα σου, και κείνα δικά σου. Παπαδάκια και γιουσουφάκια. Μόνε πρόσεχε! Στο κρυφό και στο σκεπασμένο. Θά 'χεις τις εκκλησιές σου, τις πισκοπές και τα μοναστήρια σου. Δίσκους, κεριά, λιβάνια, τάματα, διαθήκες, άσπρα και γρόσια, βακούφια και χτήματα μοναστηριακά, ούλα αφορολόγητα. Θα τα γιομίζεις με διάκους, και με καλόγερους τίγκα. Κι αμάν αμάν. Αλλά τη συμφωνία μας και τα μάτια σου. Γιατί θα σε κρεμάσω με τ' άντερα σου. Έχεις ακουστά, τίμιε αναγνώστη, για τα μοναστηρίσια γεύματα και τα μοναστηρίσια τραπέζια; Ακόμη αποκρατά ο απόηχος. Ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας διηγάται πως ο δεσπότης Ιωαννίνων είχε μια κοιλιά σαν εξάμετρο βαγένι. Και πως σαν εστρωνότανε για πρόγευμα, έτρωγε δύο οκάδες γιαούρτι σακούλας, και μισή οκά σαρδέλλα παστωμένη με το χουλιάρι την καθησιά. Έτσι, λοιπόν, από τούτη τη συμφωνία του πατριάρχη με το σουλτάνο, πέρα από τους τέσσερες αιώνες της φοβέρας και της σκλαβιάς, τι βγήκε; Βγήκε η περίφημη ρασοφόρα διπλωματία του ραγιά και του καγιά. Σήμερα τη λέμε φανάρι και φαναριωτισμό. Είναι οι Φαναριώτες. Οι αόρατοι τουρκολάτρες. Οι πρίντζιπες και οι ηγεμόνες της Βλαχομπογδανίας που λέει ο Ρήγας. Οι Καρατζάδες, οι Μουρούζηδες, οι Σούτσοι, οι Ραγκαβήδες, οι Μαυροκορδάτοι, και οι πανάθλιοι Κωλέττηδες. Αυτή η λύμη και η συφορά. Το θρεφτάρι του πατριάρχη και του σουλτάνου. Το θρεφτάρι του ελληνοεβραίικου φυράματος, δηλαδή, στην καινούργια του μετάλλαξη, που όταν θα 'ρθεί η ώρα του μεγάλου Σηκωμού, θα παίξει τον ολέθριο ρόλο του. Θα δημιουργήσει τη μοιραία αντιπαράθεση ανάμεσα στους γνήσιους Έλληνες, τους Ελληνοέλληνες αλλιώτικα, και στους μούλους Έλληνες, τους Ελληνοεβραίους αλλιώτικα. Ανάμεσα, δηλαδή, «στα συνήθια της Ιλιάδας» που αποκρατούν ακόμη, όπως έγραφε ο Σολωμός, την ουσία, και στη δουλόφρονα και μουλωχτή πολιτική του κλήρου, τον τύπο. Το σχήμα Ελληνοέλληνες και Ελληνοεβραίοι στο μεγάλο Σηκωμό θα λάβει τη διπλή διάταξη. Από δω οι αγωνιστές και οι αγράμματοι, από κει οι πολιτικοί και οι κοντυλοφόροι Φαναριώτες. Φιλικοί και Ρήγας και Υψηλάντες· Μαρκομπότσαρης και Κολοκοτρωναίοι· Αντρούτσος, Παπαφλέσσας, Νικηταράς και Μακρυγιάννης· ο Αθανάσης Διάκος, ο Κανάρης, ο μεγάλος Καραϊσκάκης, ο Καποδίστριας· οι Σουλιώτες και οι Μανιάτες. Αυτή είναι η κρυστάλλινη πηγή του Ελληνοέλληνα, που δεν κατεβαίνει από τα συναξάρια και το Οκτωήχι της εκκλησίας. (Μη σε ξεγελά, που ο Κολοκοτρώνης γραφή και ανάγνωση έμαθε από το Οκτωήχι). Αλλά ροβολάει από τον Όλυμπο και τον Αλφειό και την Κασταλία βρύση. Από τον Κιθαιρώνα, το Βριλησσό και τον Ευρώτα. Είναι η αρχαία αρετή και η νέα λεβεντιά. Είναι η εμορφάδα και το φιλότιμο, η μπέσα, και ο λόγος σπαθί. Το καθαρό μάτι, και το τίμιο χέρι.
Όταν η Διοίκηση, το φαναριωτιλίκι δηλαδή, μας λέει ο Σολωμός, για να διασπάσει τους οπλαρχηγούς του Βάλτου, έστειλε είκοσι διπλώματα στρατηγών, εκεί που ήταν μόνο ο Μαρκομπότσαρης, ο Μάρκος τους εκάλεσε, έσκιασε μπροστά στα μάτια τους το δίπλωμα του, και είπε:
- Ο Σκόντρα πασάς τα δίνει τα διπλώματα. Κι όποιος είναι παλικάρι, ταχιά το παίρνει από τα χέρια του.
Είπε και τράβηξε κατά το Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου. Εσκοτώθηκαν Τούρκοι έως οχτακόσιοι. Από τους δικούς του δεκατρείς. Και τριάντα λαβωμένοι. Τον έφεραν από το Καρπενήσι στο Μεσολόγγι στον ώμο. Και τον ταφιάσανε με μοιρολόγια και κλάηματα. Όπως παλαιά οι Αχαιοί τον Πάτροκλο.
Κι από την άλλη στο σχήμα το κηφηναριό του πατριάρχη. Οι πρίντζιπες, οι καλαμαράδες, οι σπουδαγμένοι στην Ευρώπη με τα ψαλιδοκέρια και τις βελάδες. Οι Φαναριώτες που προσφωνάζουνταν Εξοχότατε και Γενναιότατε! Κι όσες φορές πέτυχαν να ηγηθούν στις μάχες, έσπειραν στους Έλληνες το θρήνο και τη συφορά. Μαυροκορδάτος, Νέγρης, ο άθλιος Κωλέττης, κι όλη η συναφής κουλουμωτή μύγα. Θα κατεβούν στη σηκωμένη χώρα σα θολωμένα ρέματα και λασπουριά. Θα κοιταχτούν πονηρά με τα δύο και τα τέσσερα στραβά τους. Θα συναγροικηθούν αστραπιαία στις γωνίες και στα σκοτεινά. Και θ' αμολήσουν στον τόπο τις όχεντρες. Δεκαπέντε μήνους επολέμησαν οι Έλληνες τον τύραννο. Κι αν ήθελαν βαστάξει μονιασμένοι ως το τέλος, θα τον εφτάνανε στην Κόκκινη Μηλιά. Αλλά τους άλλους πεντέμισυ χρόνους σφαξόντανε μεταξύ τους. Και το σπαθί να βυθίζεται στη λαβή. Αυτό ήταν το έργο των Φαναριωτών, των δεσποτάδων, και της ελληνοεβραίικης ανομίας. -Τι κοιτάς, Κολοκοτρώνη μου, με το μάτι σου στυλωμένο τόση ώρα εκεί, κατά τα βουνά;
-Α! βλέπω πίσω από τα βουνά. Εκεί στην πόρτα τ' Αναπλιού. Και τους καλαμαράδες να πλέκουν ένα γαϊτανάκι. Μα ένα γαϊτανάκι!

Κι άλλη φορά σε μια σύναξη γυρίζει άγρια ο Γέρος κατά το δεσπότη της Άρτας:
-Μη μου βροντάς, παπά, το πασουμάκι στο τραπέζι, γιατί βροντώ το σπαθί, και σου κόβω το κεφάλι.
Πήρε φόρα το ράσο του δεσπότη, κι ακόμη λακάει. Από το Μοριά στην Άρτα με τα πόδια. Και με τα πασουμάκια.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε';
Είναι εκείνος που σύνταξε το κείμενο του αφορισμού στα 1799. Και η εκκλησία το βρόντηξε αργότερα στην ανθρωπιά του Καΐρη, όπως η κατάρα τον κεραυνό στο μέτωπο του Κάιν. Του φωτισμένου σοφού, και του ήρωα στους ιερούς αγώνες Καΐρη. Γιατί άρχισε να ξεμπροστιάζει τους παπάδες, και να φωτίζει τον κοσμάκη.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε';
Είναι ο ίδιος που αφόρισε τον Υψηλάντη και τους Φιλικούς. Το μεγαλείο και το μυστήριο της Εταιρείας.
Θα μου ειπείς πως τον εκρέμασε ο σουλτάνος. Θα σου ειπώ, μα πώς αλλιώς λοιπόν; Επρόδωσε την καταχθόνια συμφωνία τους. Εκοιμήθηκε. Και χωρίς να το νιώσει άφηκε να ξεσφίξει η θηλειά στο λαιμό του ραγιά. Εφούσκωσε στο σκαφίδι το προζύμι του εθνικού άρτου, και πια δεν ημπορούσε να το κρατήσει με τίποτα.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε';
Είναι αυτός που στα 1819 με πατριαρχικό φιρμάνι απαγόρεψε στους παπάδες να βαφτίζουν τα παιδιά μας με ονόματα ελληνικά. Καταλαβαίνεις τι σου λέω, τίμιε αναγνώστη;
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε';
Είναι ο πατριάρχης που έσκασε από το κακό του, γιατί τον εμπόδισαν και δεν επρόφταξε να αφορίσει το Ρήγα. Το μεγαλομάρτυρα Ρήγα.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε';
Είναι ο πατριάρχης που βλέπουμε τον ανδριάντα του μπροστά στο εθνικό πανεπιστήμιο. Δίπλα στο Ρήγα. Πού ξανακούστηκε τέτοιο κυλώνειο άγος! Ο Λεωνίδας κι ο Εφιάλτης αγκαλιά. Η ελληνική σχιζοφρένεια αγαλματοποιημένη μπροστά στα πόδια της ελληνικής παιδείας. Μπροστά στο αγνό βάθρο του μέλλοντος των παιδιών μας. Αυτή η συμβολική στιγμή και εικόνα, ο Γρηγόριος Ε' δίπλα στο Ρήγα μπροστά στο πανεπιστήμιο, είναι το σύμβολο παλλάδιο της μουλαροσποράς μας.
Ο καημένος ο Κολοκοτρώνης. Είπε κάποτε πως μια μέρα το πανεπιστήμιο θα γκρεμίσει το παλάτι. Λάθος, σοφέ μου γέρο. Γιατί αφόντας εστήσανε μπροστά στο πανεπιστήμιο τον πατριάρχη, η νεότερη Ελλάδα είχε παίξει πια τη ζαριά της στο Ρουβίκωνα. Είχε πάρει το δρόμο της. Τη στράτα του κακού και της ανεμοζάλης. Η Ελλαδοελλάδα αποσύρθηκε, άκρα πικραμένη και περήφανη. Και άφηκε την Εβραιοελλάδα να ξερογλείφεται σα μαϊμού απάνου στη σκηνή του Καραγκιόζη:
«Γειά σου, μάνα μου Ελλάς, είμαι κλεφτοφουκαράς».

Η σμαρδή και φαναριώτικη πολιτική στον Αγώνα, με Μαυροκορδάτο και Κωλέττη και παπάδες, θα περάσει ύστερα, και θα δώσει το ρυθμό και τον τόνο της στην πολιτική ιστορία της «νεότερης Ελλάς». Φατρίες, κομματισμός, αρριβισμός, βουλευτοτσιφλικάδικα. Εθνική αφασία, ξενοκίνητα νήματα της μαριονέττας, το αγγλόφιλο, το γαλλόφιλο, το ρωσόφιλο. Πολιτική του ρουσφετιού και της ασυδοσίας, δουλοφροσύνη, λεονταρισμοί, απαξία, ιδιοτέλεια. Ό,τι ανθίζει πια, κι ό,τι καρπίζει σήμερα στη χώρα. Νούλες και κουλούρηδες, χάχηδες και σάκηδες, ντόρες και ντορήδες. Περάστε κόσμε. Έξω από τα λίγα αργά φωτεινά διαλείμματα. Το αγγελικό και μαύρο φως του ποιητή. Που ο ένας θα περάσει μια Κυριακή πρωί μπροστά στον αη-Σπυρίδωνα. Που ο άλλος θα ειπεί κατάδακρυς: «Ώστε λοιπόν, ανθ' ημών Γουλιμής!». Και ο τρίτος θα σημειώσει σιωπηλά στο καλεντάρι του: 1 Νοεμβρίου 1920. Η τελευταία πράξη της τραγωδίας, η ταφόπλακα δηλαδή που σκέπασε το φονικό, ανάλογη με την ταφόπλακα του 843 που έθαψε την αρχαία Ελλάδα, ήταν το διάταγμα του ελληνικού κράτους να ονομάσει το Υπουργείο για τη μόρφωση των παιδιών μας Υπουργείο των Εκκλησιαστικών. Και λίγο αργότερα Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Και τούτο το άνομο όνομα και νόημα τέρας το φέρνει μέχρι σήμερα. Η εθνική σχιζοφρένεια υπογράφτηκε και σφραγίστηκε με τη μεγάλη του Κράτους σφραγίδα. Ακούσατε πουθενά σε Ευρώπη ή σε Αμερική, σε Σαχαλίνη, Ταγκανίκα ή Εσκιμώους, η παιδεία ενός έθνους, η μεγάλη ελπίδα και το μυστήριο των μυστηρίων του, να μπερδεύεται με το αντερί και το ράσο; Οι Ελληνοεβραίοι πολλοί θωρούν ακίνητοι τον πατριάρχη μπροστά στο πανεπιστήμιο, και φουσκώνουν σά διάνοι. Οι Ελληνοέλληνες λίγοι μιλούν για την εθνική σχιζοφρένεια, και ψιθυρίζουν σαν το μεγάλο Σολωμό: «Αλλίμονον, η δάφνη κατεμαράνθη!». Και κλαίνε. Αλλά πέστε να πάψουν επάνω οι φωνές των γυναικών. Και σταματήστε τα δάκρυα για τον Ορέστη. Γιατί κάπου βαθιά στον καθένα μας υπάρχουν κρυμμένοι οι Έλληνες. Και περιμένουν. Τό 'δειξε ο Θοδωράκης και ο Σολωμός. Τό 'δειξε ο Καποδίστριας και η Λιογέννητη. Τό 'δειξε το '12-'13 και ο Τρικούπης. Τό 'δειξε ο Γοργοπόταμος, ο Καβάφης, και το ύψωμα 731 κοντά στο Βεράτι. Έλληνες θα ειπεί δύο και δύο τέσσερα στη γη. Όχι δύο και δύο είκοσι δύο στον ουρανό.
Έλληνες θα ειπεί να τελείς στους νεκρούς τις χοές της Ηλέκτρας. Όχι κεριά στους νεκρόλακκους, και δηνάρια στο σακούλι του τουρκόπαπα.
Έλληνες θα ειπεί να προσκυνάς τακτικά στους Δελφούς το γνώθι σαντόν. Όχι να κάνεις την εξομολόγηση στους αγράμματους πνευματικούς και στους μαύρους ψυχοσώστες.
Έλληνες θα ειπεί να σταθείς μπροστά στη στήλη του Κεραμεικού και να διαβάσεις το επιτύμβιο: ΣΤΑΘΙ ΚΑΙ ΟΙΚΤΙΡΟΝ. Σταμάτα, και δάκρυσε· γιατί δε ζω πια. Κι όχι να σκαλίζεις πάνω σε σταυρούς κορακίστικα λόγια και νοήματα: Προσδοκώ ανάσταση νεκρών.
Έλληνες θα ειπεί το πρωί να γελάς σαν παιδί. Το μεσημέρι να κουβεντιάζεις φρόνιμα. Και το δείλι να δακρύζεις περήφανα. Κι όχι το πρωί να κάνεις μετάνοιες στα τούβλα. Το μεσημέρι να γίνεσαι φοροφυγάς στο κράτος και επίτροπος στην ενορία σου. Και το βράδυ να κρύβεσαι στην κώχη του φόβου σου, και να ολολύζεις σα βερέμης. Ακόμη κι ο Ελύτης, καθώς εγέρασε, τό 'ριξε στους αγγέλους και στα σουδάρια. Τι απογοήτεψη...
Έλληνες θα ειπεί όσο ζεις, να δοξάζεις με τους γείτονες τον ήλιο και τον άνθρωπο. Και να παλεύεις με τους συντρόφους τη γη και τη θάλασσα. Και σαν πεθάνεις, να μαζεύουνται οι φίλοι γύρω από τη μνήμη σου, να πίνουνε παλιό κρασί, και να σε τραγουδάνε:
«Τρεις αντρειωμένοι εβούλησαν να βγουν από τον Άδη.
Ένας το Μάη θέλει να βγει κι άλλος τον Αλωνάρη.
Κι ο Δήμος τ' αγια-Δημητριού ν' ανοίξει γιοματάρι.
Μια λυγερή τους άκουσε, γυρεύει να την πάρουν.
Κόρη, βροντούν τ' ασήμια σου, το φελλοκάλιγό σου,
και τα χρυσά γιορντάνια σου, θα μας ακούσει ο Χάρος».

Πηγή: Αποσπάσματα από το βιβλίο «Γκέμμα» του Δημήτρη Λιαντίνη (κεφάλαιο «Ο Ελληνοέλληνας»)

Διαβάστε περισσότερα: Ο Ελληνοέλληνας (Δημήτρης Λιαντίνης) - Η σχιζοφρένεια ενός λαού χωρίς ταυτότητα | Πάρε-Δώσε http://www.pare-dose.net/3018#ixzz2eUpW3UEu

το πρώτο Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας (Αβασιλεύτου)

Bigbook.gr.
10 Σεπτεμβρίου 1925: Υπογράφεται και δημοσιεύεται το πρώτο Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας (Αβασιλεύτου), που τίθεται αμέσως σε ισχύ...
Σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης νόμος επάνω στον οποίο βασίζεται η διαμόρφωση ολόκληρης της νομοθεσίας μιας χώρας όσον αφορά τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του πολίτη, την οργάνωση και βασικούς κανόνες λειτουργίας του κράτους και των θεσμών.

Το σύνταγμα μπορεί να εκπονηθεί και εγκριθεί από συντακτική συνέλευση (αντιπροσωπεία του λαού) ή να είναι άθροισμα νόμων ή άλλων διατάξεων που με την πάροδο του χρόνου έχουν καταστεί θεμελιώδεις.

Ιστορία[Επεξεργασία]

Τα παλαιότερα παραδείγματα μορφών συντάγματος είναι οι νόμοι του Σόλωνα και του Κλεισθένη στην αρχαία Αθήνα, οι οποίοι έβαλαν τις βάσεις και οργάνωσαν το πολιτικό της σύστημα σε ένα είδος δημοκρατίας.

Ο Αριστοτέλης αργότερα μελέτησε τα διάφορα πολιτεύματα των Κρατών-πόλεων στα έργα του Πολιτικά, Ηθικά Νικομάχεια και Αθηναίων Πολιτεία και διέκρινε την διαφορά των απλών νόμων από τους νόμους που ορίζουν το πολίτευμα και την λειτουργία του κράτους. Ταξινομώντας μάλιστα τα πολιτεύματα σε καλά και κακά, πρότεινε ένα είδος πολιτείας με μοναρχικά, αριστοκρατικά και δημοκρατικά στοιχεία στο οποίο έκανε και διάκριση μεταξύ των πολιτών που μπορούσαν να συμμετάσχουν στην πολιτική και τους μη-πολίτες και τους δούλους που δεν μπορούσαν.

Από τον Μεσαίωνα ένα πολύ διάσημο συμβόλαιο που όριζε τις σχέσεις μεταξύ μοναρχών, ευγενών και πολιτών, είναι η Μάγκνα Κάρτα (Μεγάλη Χάρτα) με το οποίο ο βασιλιάς της Αγγλίας Ιωάννης παραχώρησε δικαιώματα στους φεουδάρχες ευγενείς το 1215.

Το 1620 οι Άγγλοι «προσκυνητές» κατευθυνόμενοι με το πλοίο Μαίυφλάουερ προς την Αμερική υπέγραψαν συμφωνία με την οποία δεσμεύονταν να υπακούν στους νόμους που θα εκδίδονταν για το καλό της αποικίας. Και οι υπόλοιπες αποικίες της Αμερικής ιδρύθηκαν πάνω σε παρόμοιους καταστατικούς χάρτες και μετά την Αμερικανική Επανάσταση αποτέλεσαν πολιτειακά συντάγματα επάνω στα οποία βασίστηκε η δημιουργία του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το 1791 η Γαλλική Εθνοσυνέλευση θέσπισε μια σειρά μέτρων που αποτέλεσαν το πρώτο σύνταγμα της Γαλλίας με νέα συντάγματα να δημιουργούνται το 1793, 1795 και 1799 και μετά την ανατροπή του Ναπολέοντα ο Λουδοβίκος ΙΗ΄ παραχώρησε σύνταγμα. Ο επαναστατικός στρατός της Γαλλίας μεταξύ 1797-1799 ανέτρεψε διάφορα καθεστώτα στην Ιταλία όπου δημιουργήθηκαν δημοκρατίες που οργανώθηκαν βάση συνταγμάτων. Στην Λατινική Αμερική οι διάφορες εκρήξεις επαναστάσεων απέβλεπαν ταυτόχρονα στην ανεξαρτησία αλλά και στην διακυβέρνηση μέσω συνταγματικών θεσμών.

Διάκριση και αναθεώρηση των συνταγμάτων[Επεξεργασία]

Τα συντάγματα μπορεί να είναι γραπτά ή άγραφα αλλά και να ερμηνεύονται διαφορετικά σε διάφορες χώρες π.χ. στις Ηνωμένες Πολιτείες το σύνταγμα είναι γραπτό αλλά συνηθίζεται να ερμηνεύεται κατά το πνεύμα και όχι κατά το γράμμα του. Αντίθετα στο Ηνωμένο Βασίλειο το σύνταγμα θεωρείται άγραφο ενώ βασίζεται στο εθιμικό δίκαιο και διάφορα νομοθετήματα όπως η Πράξη Διαδοχής του 1701, ο Επταετής νόμος του 1716 και άλλους νόμους για την λειτουργία του κοινοβούλιου.

Η διαδικασία αναθεώρησης ενός συντάγματος ποικίλει από χώρα σε χώρα με διάφορους βαθμούς ασφαλιστικών δικλείδων ή δυσκολίας. Σε κάποιες χώρες όπως η Αμερική απαιτείται η έγκριση πολλών νομοθετικών σωμάτων, ενώ σε άλλες χώρες απαιτείται απλή πλειοψηφία του κοινοβουλίου (π.χ. Αγγλία) ή δημοψήφισμα (π.χ. Γαλλία).
http://el.wikipedia.org/wiki/Σύνταγμα

9 Σεπτεμβρίου 1926

Bigbook.gr.
Φωτογραφία: 9 Σεπτεμβρίου 1926: Ο Γεώργιος Κονδύλης καταστέλλει με αιματηρό τρόπο κίνημα των «παγκαλικών» αξιωματικών Ναπολέοντα Ζέρβα και Βασιλείου Ντερτιλή, οι οποίοι τον είχαν βοηθήσει στην ανατροπή του δικτάτορα Θεόδωρου Πάγκαλου. 300 νεκροί και τραυματίες.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.sansimera.gr/almanac/0909#ixzz2eMuPQwIe
9 Σεπτεμβρίου 1926: Ο Γεώργιος Κονδύλης καταστέλλει με αιματηρό τρόπο κίνημα των «παγκαλικών» αξιωματικών Ναπολέοντα Ζέρβα και Βασιλείου Ντερτιλή, οι οποίοι τον είχαν βοηθήσει στην ανατροπή του δικτάτορα Θεόδωρου Πάγκαλου. 300 νεκροί και τραυματίες.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.sansimera.gr/almanac/0909#ixzz2eMuPQwIe

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Σαν σήμερα, 9 Σεπτεμβρίου 1922

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!!!
Σαν σήμερα, 9 Σεπτεμβρίου 1922

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η Σμύρνη παραδίδεται στους Τούρκους.

http://www.youtube.com/watch?v=P71mH-sOy3E

Σήμερα...



ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ: Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ 300 ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ

http://olympia.gr

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ: Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ 300 ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ- Η ΑΕΝΑΟΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΘΗΡΙΩΔΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ.


Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στο Σεπτεμβρίου 9, 2013

ΒΙΝΤΕΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ

ΑΥΤΕΓΕΡΣΙΑ, ΕΚΣΤΑΣΗ, ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ

Η Μάχη των Θερμοπυλών, που περιγράφεται αναλυτικά από τον Ηρόδοτο και τον Διόδωρο, πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 480 π.Χ.Η μάχη έγινε στο Στενό των Θερμοπυλών, στην Φθιώτιδα. Ο ελληνικός στρατός που σε αριθμούς ήταν ένα μικρό κλάσμα σε σχέση με τον υπέρογκο περσικό, κατόρθωσε να αναχαιτίσει την προέλαση του περσικού εκστρατευτικού σώματος για έξι ημέρες, πριν σκοτωθεί μέχρι και ο τελευταίος αμυνόμενος.

Ο Ξέρξης όντας μπροστά σε έναν συνασπισμό Ελλήνων στις Θερμοπύλες, φαντάστηκε ότι με μια απλή επίδειξη του στρατού του και με τις γνωστές έχθρες μεταξύ των Ελλήνων, ο συμμαχικός στρατός θα διαλυόταν σε λίγες μέρες από μόνος του.

Έτσι περίμενε μπροστά στις Θερμοπύλες για τέσσερις μέρες. Ακόμα έστειλε ιππέα ανιχνευτή να ελέγξει πόσες δυνάμεις φρουρούν το πέρασμα. Το τείχος όμως τον εμπόδιζε να δει τους Έλληνες. Μόνο τους Σπαρτιάτες διέκρινε που είχανε στρατοπεδεύσει μπροστά από το τείχος. Αφού παρήλθαν οι τέσσερις ημέρες και ενώ ο στόλος του στο Αρτεμίσιο δεχότανε συνεχόμενες ήττες αποφάσισε να στείλει κήρυκες να ζητήσουν τη παράδοση των όπλων των Ελλήνων. Τη πρώτη φορά ο Τραχίνιος που συνόδευε τον Πέρση κήρυκα είπε ότι τα βέλη των Μήδων είναι τόσα που θα καλύψουν τον ήλιο. Τότε ένας γνωστός Σπαρτιάτης ονόματι Διηνέκης είπε λακωνικά: «Ωραία, τότε θα πολεμήσουμε υπό σκιά». Γυρνώντας άπρακτοι λοιπόν τους ξανά έστειλε ο Ξέρξης με τη διαταγή να υποσχεθούν πολύ πλούσια ανταλλάγματα στον Λεωνίδα για να παραδώσει τα όπλα του. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς έδωσε την ηρωικότερη των φράσεων: «μολών λαβέ» (=«αφού / εφόσον έρθεις, πάρ’τα» ή κατά την πιο γνωστή μετάφραση «έλα να τα πάρεις»).

Ύστερα από αναμονή πέντε ημερών και δεχόμενος αυτήν την απάντηση ο Ξέρξης έχασε την υπομονή του. Διέταξε να επιτεθούν πρώτα οι Μήδοι, γνωστοί για την ανδρειοσύνη τους, μαζί με τους Κίσσιους ενώ να τους υποστηρίξουν οι στρατιώτες που ήταν συγγενείς των νεκρών της μάχης του Μαραθώνα. Με αυτό τον τρόπο ήθελε να πολεμήσουν οι Πέρσες με πάθος για εκδίκηση. Λόγω της στενότητας του περάσματος, οι Πέρσες διοικητές κάθε τμήματος, δεν μπορούσανε να στείλουν όλο τον στρατό που διοικούσαν για να δώσει μάχη με τους Έλληνες αλλά στέλνανε κύματα μαχητών κάθε φορά. Οι Έλληνες παρατάχθηκαν στο πρώτο στενό να δώσουν τη μάχη και συγκεκριμένα στη πρώτη γραμμή παρατάχθηκαν οι Οπούντιοι Λοκροί.

Ο τρόπος μάχης δόθηκε ως εξής: Οι Πέρσες στέλνανε συνεχόμενα τμήματα στρατού ώστε να καταπονήσουν τους λιγότερους Έλληνες. Αντίστοιχα οι Έλληνες είχανε χωριστεί κατά τμήματα, κατά πόλεις, ενώ πήρανε θέσεις το ένα τμήμα πίσω από το άλλο. Έτσι όταν το τμήμα που πολεμούσε είχε πολλές απώλειες ή είχε κουραστεί αποσυρόταν πίσω και τη θέση του έπαιρνε το επόμενο τμήμα. Οι Έλληνες συνηθισμένοι να πολεμούν σε διάταξη φάλαγγας είχανε εκπαιδευτεί στους γρήγορους και συντονισμένους ελιγμούς ολόκληρων στρατών και η εναλλαγή αυτή, των τμημάτων, ήταν ένας από τους ευκολότερους ελιγμούς στον οποίο εκπαιδευόντουσαν.

Ο οπλισμός ήταν επίσης ένα πλεονέκτημα των Ελλήνων. Οι Πέρσες είχαν πάρα πολύ ελαφρύ οπλισμό, σχεδόν ανύπαρκτη πανοπλία και η ασπίδα τους ήταν σχεδόν ολόκληρη ψάθινη. Αντίθετα ο Έλληνας φαλαγγίτης είχε πολύ βαρύ οπλισμό με μόνα τα μάτια τους φαινόντουσαν κάτω από τις σχισμές της περικεφαλαίας και το υπόλοιπο σώμα καλυπτόταν από θώρακα, κνημίδες, περιβραχιόνια και μια μεγάλη στρογγυλή ορειχάλκινη ασπίδα. Ακόμα το δόρυ τους ήταν μακρύτερο από των αντιπάλων τους και όταν έπεφτε πάνω σε περσική ασπίδα, την διαπερνούσε και χτύπαγε τον άνθρωπο που βρισκόταν από πίσω.

Όσο περνούσε η ώρα, η ορμή των αλαζονικών Μήδων ανακόπηκε, δημιουργώντας ένα κύμα υποχωρούντων ανατολιτών. Βλέποντας αυτά ο Ξέρξης στην τελευταία μάχη της πρώτης ημέρας αποφάσισε να στείλει στην μάχη την προσωπική του φρουρά, τους «Αθάνατους» με τον ίδιο τον Υδάρνη επικεφαλή. Ο Λεωνίδας έθεσε τους Σπαρτιάτες ως πρώτο τμήμα που θα αντιμετώπιζε τους «Αθάνατους» και εφάρμοσε τον αμυντικό-επιθετικό σχηματισμό φάλαγγας. Το σχέδιο προέβλεπε κίνηση των 300 προς τα εμπρός στη πρώτη φάση δηλαδή στο πρώτο στενό, φάση επίθεσης, την κίνηση προς τα πίσω ύστερα δηλαδή στο δεύτερο στενό μπροστά από το τείχος, φάση τακτικής υποχώρησης, ενώ τέλος αιφνιδιαστική κίνηση προς τα εμπρός, φάση αντεπίθεσης. Με αυτό τον τρόπο οι Σπαρτιάτες προσποιούνταν ότι υποχωρούσαν τραβώντας, παρασύροντας πολλούς Πέρσες στη θανατηφόρα παγίδα, ενώ ύστερα ανέστρεφαν το μέτωπο δίνοντας άλλη μια σφοδρή σύγκρουση με της ασπίδες τους πάνω στο μέτωπο των ελαφροντυμένων Περσών. Ο ελιγμός εκτελέστηκε άριστα και πολλοί από τους επίλεκτους Πέρσες βρέθηκαν νεκροί. Αποτέλεσμα ήταν να τους τρέψουν σε άτακτη φυγή ενώ πολλοί από αυτούς έπεφταν από τον γκρεμό στη θάλασσα, λόγο του της στενότητας του εδάφους και της πίεσης που ασκούσαν οι πάνοπλοι Σπαρτιάτες. Ο Ηρόδοτος παραδίδει ότι ο Ξέρξης αντικρίζοντας το επίλεκτο σώμα να υποχωρεί αναπήδησε τρεις φορές στο θρόνο του, από όπου παρακολουθούσε τον όλο αγώνα.

Η επόμενη μέρα στα στενά, έκτη μέρα από όταν έφτασαν οι Πέρσες και δεύτερη μέρα συγκρούσεων, βρήκε τους Έλληνες με ηθικό ακμαίο. Ο Ξέρξης έστειλε κατά κύματα τους στρατιώτες του χωρίς διακοπή μέχρι να πέσει ο ήλιος. Ήθελε να κουράσει τους Έλληνες. Μέχρι και το μεσημέρι, τα τμήματα των Ελλήνων εναλλάσσανε τη πρώτη θέση για να ξεκουραστούν οι μαχητές που πολεμούσαν. Όμως από το μεσημέρι και έπειτα, όπως μας παραδίδει ο Διόδωρος, τα τμήματα της πρώτης γραμμής αρνήθηκαν να αλλάξουν με τα ξεκούραστα γιατί είχανε σκοτώσει ήδη πολλούς βάρβαρους και η δίψα τους για να πραγματοποιήσουν και άλλες πράξεις ανδρείας δεν είχε σβήσει. Ο περσικός στρατός υποχώρησε για άλλη μια φορά άπραγος και νικημένος. Μετά το τέλος της δεύτερης μάχης δόθηκαν αριστεία. Οι ηρωϊκότερoι όλων ήταν οι Σπαρτιάτες Διηνέκης, που έδωσε και τη περίφημη απάντηση περί σκιάς, οι Αλφεός και Μάρων, γιοι του Ορσίφαντου και ο Θεσπιέας Διθύραμβος του Αρματίδη.

Αγανακτισμένος ο Ξέρξης συγκάλεσε συμβούλιο. Τότε ένας Έλληνας που γνώριζε τη περιοχή, ο Εφιάλτης του Ευρυδήμου, παρουσιάστηκε μπροστά στο Ξέρξη. Του δήλωσε ότι γνώριζε ένα κρυφό πέρασμα πίσω από τις γραμμές των Ελλήνων και ότι μπορούσε ο ίδιος να οδηγήσει εκεί το στρατό του έναντι αδράς χρηματικής αμοιβής. Ο Ξέρξης συμφώνησε και ζήτησε από τον Υδάρνη να πάρει τους «Αθάνατους» και όσους άνδρες κρίνει απαραίτητο και να ακολουθήσει τον Εφιάλτη. Με 20.000 άνδρες ο Υδάρνης και ο Εφιάλτης ξεκινήσανε βράδυ. Όλη τη νύχτα διασχίζανε την Ανοπαία Ατραπό, καλυμμένοι από βελανιδιές. Λίγο πριν χαράξει έφτασαν στην έξοδο, εκεί που βρισκόντουσαν οι Φωκείς. Αυτοί μόλις που είχανε αντιληφθεί τους Πέρσες και δεν είχανε λάβει τις κατάλληλες θέσεις. Οι Πέρσες με τα τόξα τους κρατούσανε τους Φωκείς μακριά τους, λόγο του ανώμαλου εδάφους. Ο διοικητής της ελληνικής φρουράς, διέταξε να υποχωρήσουν σε υψηλότερο σημείο ώστε να μην τους φτάνουν τα εχθρικά βέλη αλλά και αναγκάζοντας τους Πέρσες να τους ακολουθήσουν. Ο Υδάρνης όμως άφησε μια φρουρά να κυκλώσει τους Φωκείς στο ύψωμα και οι υπόλοιποι Πέρσες κατηφόρισαν για να βρεθούν στα νώτα των Ελλήνων.

Όταν το πρωινό εκείνο ο μάντης Μεγιστίας, στο στρατόπεδο των Ελλήνων, έκανε τις συνηθισμένες θυσίες, είδε δυσοίωνα μηνύματα. Ο θάνατος, είπε, θα ερχότανε σήμερα να βρει τους υπερασπιστές των Θερμοπυλών. Ύστερα από λίγο ένας Έλληνας αποστάτησε από το στρατόπεδο του Ξέρξη και πήγε στον Λεωνίδα να τον προειδοποιήσει για τη κίνηση του Υδάρνη, ο Έλληνας αυτός ήτανε ο Τυρραστιάδης από την Κύμη. Οι «ημεροσκόποι» του Έλληνα βασιλιά, επιβεβαίωσαν την είδηση. Ένα απόσπασμα εχθρών έκανε κυκλωτική κίνηση. Αμέσως ο Λεωνίδας συγκάλεσε συμβούλιο. Εκεί αποφασίστηκαν τα εξής:

Κάθε ελληνική πόλη θα απέσυρε τις δυνάμεις τις διότι θα ήταν ανούσιο να χαθούνε τόσοι μαχητές την ώρα που, αφού ήταν προδιαγεγραμμένη η ήττα τους, μπορούσανε να δώσουνε μάχη σε άλλο σημείο εναντίον των Περσών.

Όσο οι σύμμαχοι Έλληνες θα αποσύρανε τις δυνάμεις τους, το στενό θα το κρατούσανε οι 300 Σπαρτιάτες.

Οι 700 Θεσπιείς κάνοντας αναφορά στον κοινό πρόγονο των Λακεδαιμονίων και των ίδιων, τον ημίθεο Ηρακλή, δήλωσαν ότι δεν εγκαταλείπουν τις θέσεις τους. Ο Λεωνίδας καθώς πολλοί από αυτούς είχανε διακριθεί, για τη γενναιότητα τους, στη μάχη δέχθηκε τη προσφορά τους να μείνουν στο πλευρό των 300.

Ο Λεωνίδας δεν άφησε από τα στενά, να αποχωρήσουν, οι 400 Θηβαίοι. Γνωρίζοντας ότι η Θήβα είχε φιλοπερσικά αισθήματα φοβήθηκε μήπως προξενούσανε προβλήματα στην υποχώρηση των υπολοίπων Ελλήνων και τους κράτησε μαζί του για ασφάλεια των υποχωρούντων αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά το μεγαλείο της ευφυΐας του και συμπόνιας προς τους συμμάχους του.

Ταυτόχρονα δόθηκε εντολή στον σύνδεσμο, του ελληνικού στρατού με τον στόλο στο Αρτεμίσιο, τον Αμβρώνιχο του Λυσικλέους από την Αθήνα, σε περίπτωση που δεν έμενε ζωντανός κανένας στο στενό των Θερμοπυλών να διατάξει υποχώρηση του στόλου στη Σαλαμίνα.

Μάταια ο Κορίνθιος διοικητής προσπαθούσε να μεταπείσει, τον Λεωνίδα, να υποχωρήσει και αυτός μαζί τους. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς είχε πάρει την απόφαση του. Εκτός αυτού ένας χρησμός της Πυθίας είχε πει ότι η Σπάρτη για να σωθεί πρέπει να θυσιάσει έναν βασιλιά της. Ο Λεωνίδας θεωρούσε ότι έπρεπε να θυσιαστεί για να σωθεί η πατρίδα του.Πέραν αυτού όμως κοιτάζωντας πιό ψύχραιμα την κατάσταση θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι λειτούργησε σαν οπισθοφυλακή ,κερδίζοντας χρόνο για τους υποχωρούντες συντρόφους του. Κάποιος όμως έπρεπε να μεταφέρει τα νέα και στη Γερουσία στη Σπάρτη. Ο Λεωνίδας επέλεξε τους Σπαρτιάτες Εύρυτο και Αριστόδημο.

Όταν υποχώρησαν τα στρατεύματα των Ελλήνων, ο Εύρυτος δεν άντεξε να εγκαταλείψει τους συντρόφους του και γύρισε πίσω και πέθανε μαζί τους. Ο Αριστόδημος είτε επειδή είχε να μεταφέρει το μήνυμα είτε επειδή φοβότανε το τέλος του πήγε στη Σπάρτη. Εκεί αντιμετώπισε τη περιφρόνηση των συμπατριωτών του επειδή εγκατέλειψε το βασιλιά τους. Όμως στη μάχη των Πλαταιών αυτός ο Σπαρτιάτης επέδειξε ιδιαίτερη γενναιότητα και στο τέλος βρήκε και το θάνατο εκεί τιμημένος και απελευθερωμένος από τις κατηγορίες που του προσέδιδαν. Ο μάντης Μεγιστίας έδιωξε το μοναδικό του γιο και ο ίδιος στάθηκε στο πλευρό του Λεωνίδα μέχρι τέλους. Έτσι ο Σπαρτιάτης βασιλιάς με 1.400 άνδρες, ο αριθμός κανονικά πρέπει να είναι ελαφρώς μειωμένος άμα υπολογιστούν και οι απώλειες των δυο προηγούμενων μαχών τις οποίες όμως δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια, έμεινε στα στενά.

Ο Ξέρξης έδωσε εντολή για επίθεση λίγο μετά τις δέκα το πρωί στις 4 του Αυγούστου του 480 π.Χ. Οι Έλληνες δεν στάθηκαν να πολεμήσουν στο στενό χώρο αλλά βγήκανε σε σχηματισμό φάλαγγα στον ανοιχτό χώρο. Οι περσικές δυνάμεις τους κύκλωσαν και άρχισε μια άγρια μάχη. Ο ηρωισμός των Ελλήνων έφτασε στα όρια του, σκοτώνοντας μάλιστα και πολλούς Πέρσες ευγενείς όπως τα ξαδέρφια του Ξέρξη, Αβροκόμα και Υπεράνθη, ώσπου σε μια στιγμή ο βασιλιάς Λεωνίδας έπεσε νεκρός.

Τέσσερις φορές προσπάθησαν οι Πέρσες να πάρουν το σώμα του, αλλά και τις τέσσερις προστατεύτηκε από τους Σπαρτιάτες οι οποίοι κατόρθωσαν και πήραν πίσω το σώμα του βασιλιά τους. Τότε φάνηκε ο Υδάρνης από τα νώτα των Ελλήνων και ξεκίνησε μια πιο άγρια σφαγή με τους Έλληνες να υποχωρούν γύρω από το λόφο του Κολωνού όπου οι Έλληνες συνέχισαν να μάχονται με νύχια και με δόντια, αφού όλα τα όπλα τους είχαν σπάσει, όπως παραδίδει ο Ηρόδοτος στο κείμενο του. Ο Ξέρξης φοβούμενος κι άλλες απώλειες διέταξε τους τοξότες του να σκοτώσουν τους Έλληνες οι οποίοι εξαντλημένοι σκοτώθηκαν μέχρι και τον τελευταίο πίσω από το λόφο Κολωνό. Οι μόνοι που παραδόθηκαν είναι οι Θηβαίοι που δήλωσαν πως «μηδίζουν» και υπακούουν στη θέληση του μέγα βασιλιά της Περσίας. Αλλά αυτοί αντιμετώπισαν το σκληρό πρόσωπο του Ξέρξη, αφού όλοι σφραγίστηκαν στο μέτωπο με τα βασιλικά στίγματα, που δήλωναν τους δειλούς στο πεδίο της μάχης.

Γ.Χουλιάρα

Πηγή: http://logioshermes.blogspot.com/2013/08/480.html#ixzz2bSk77WtM

Βάλτε το μούστο στην κουζίνα σας

http://www.agrotikabook.gr/

Βάλτε το μούστο στην κουζίνα σας

Δευ, 2012-09-10 19:30
Εξίσου παλαιός όσο και το κρασί, ο άζυμος χυμός του σταφυλιού βρήκε
τη θέση του στα γαστρονομικά ιστορικά χρονικά από αρχαιοτάτων χρόνων.
Κι όπως διαπιστώνει κανείς από τις δεκάδες συνταγές μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής που υπάρχουν ακόμη σε ολόκληρη την Ελλάδα, διατηρεί την αίγλη του.
Σε εποχές που η λευκή ζάχαρη ήταν ένα εξωτικό,πανάκριβο είδος, οι γυναίκες της υπαίθρου αξιοποιούσαν τη δυνατότητα που τους έδιναν τα εποχικά προϊόντα της ελληνικής γης. Ανακάλυψαν, λοιπόν , τρόπους διατήρησης και μεθόδους δημιουργίας γευστικών συνθέσεων εμπλουτίζοντας την ποικιλία των κερασμάτων τους, αλλά κυρίως λύνοντας τις διατροφικές ελλείψεις που αντιμετώπιζε η οικογένειά τους. Eτσι οι σταφίδες με τα καρύδια και τα αμύγδαλα ήταν το πρώτο φίλεμα, η μουσταλευριά, φρέσκια ή λιαστή, το καλύτερο γλύκισμα για μικρούς και μεγάλους, ενώ μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα το πετιμέζι -κύριο παράγωγο του μούστου- μαζί με το μέλι εξακολουθούσε να είναι, όπως και στην αρχαιότητα, η κύρια γλυκαντική ουσία για την ελληνική λαϊκή ζαχαροπλαστική.
Ενα γλυκό καρύκευμα με ιστορία Ο Αθήναιος σε ένα μακρύ κατάλογο αρωματικών καρυκευμάτων αναφέρει -εκτός από τον κόλιανδρο, το αμπελόπρασο, το θυμάρι, τη φασκομηλιά- και το πετιμέζι, κάνοντας προφανές ότι στον αρχαίο κόσμο αυτή η μορφή του παχύρρευστου μούστου -όπως προκύπτει μετά από βράσιμο- είχε ευρεία χρήση. Ο ίδιος συγγραφέας κάνει λόγο για τον «γλυκίνα των Κρητών», ένα είδος άρτου, ο οποίος παρασκευαζόταν με γλυκό μούστο και λάδι ελιάς. Ο Απίκιος καταγράφει πολύ συχνά την παρασκευή σάλτσας με την προσθήκη σταφίδων και βρασμένου χυμού σταφυλιών, όπως και μια ενδιαφέρουσα συνταγή για πάπια μαγειρεμένη με δαμάσκηνα και παχύρρευστο μούστο.
ΣΥΝΤΑΓΕΣ

Τραγανά μουστοκούλουρα  Υλικά (για 40 - 50 κομμάτια) Εκτέλεση Ρίχνετε στο μπολ του μίξερ το ελαιόλαδο, το πετιμέζι, τη ζάχαρη και την κανέλα. Γυρίζετε το κουμπί στη μεσαία ταχύτητα και δουλεύετε για 2 - 3 λεπτά. Σ' ένα μπολ ρίχνετε το χυμό πορτοκαλιού και τη σόδα και την ανακατεύετε μ' ένα κουταλάκι, να διαλυθεί και να αφρίσει. Αδειάζετε το μείγμα μέσα στο μπολ του μίξερ. Αναμειγνύετε σ' ένα σκεύος το αλεύρι με το μπέικιν πάουντερ, τα ρίχνετε σιγά σιγά στο μπολ του μίξερ για να αρχίσει να "δένει" το μείγμα και να πάρετε μια ζύμη ομοιογενή αλλά μαλακιά. Αδειάζετε τη ζύμη σε μια λεία και ελαφρά αλευρωμένη επιφάνεια και ζυμώνετε με τα χέρια σας για 5 - 6 λεπτά. Πλάθετε κορδόνια πάχους περίπου 2 εκ., τα κόβετε και σχηματίζετε μικρά κουλουράκια. Απλώνετε στις λαμαρίνες λαδόκολλα και αραδιάζετε τα κουλουράκια. Τα ψήνετε στους 180ο C για 20 - 30 λεπτά.
Μουσταλευριά  Υλικά (για 10 μικρά μπολ)  Εκτέλεση Ρίχνετε τον μούστο σε μια φαρδιά κατσαρόλα και τον βράζετε για 5 λεπτά. Χαμηλώνετε τη θερμοκρασία και ρίχνετε το ασπρόχωμα ή τη μαρμαρόσκονη ή τη στάχτη ή τη ζάχαρη δεμένα σ' ένα πολύ λεπτό ύφασμα. Στην επιφάνεια θα σχηματιστεί σταδιακά ένας παχύρρευστος αφρός, ο οποίος πρέπει να αφαιρεθεί εντελώς με μια τρυπητή κουτάλα μέχρι ο μούστος να καθαρίσει πολύ καλά και να γίνει σχεδόν διαφανής.
Αφήνετε τον μούστο για 3 - 4 ώρες, για να κατακαθήσει το ίζημα, κατόπιν τον περνάτε από ένα ψιλό τρυπητό ή από ένα πολύ λεπτό ύφασμα (τούλι). Για να φτιάξετε τη μουσταλευριά, αφήνετε τον μούστο να βράσει μόλις για δέκα λεπτά, χαμηλώνετε τη θερμοκρασία και υπολογίζετε για κάθε πέντε φλιτζάνια μούστο ένα φλιτζάνι αλεύρι. Διαλύετε το αλεύρι σε λίγο κρύο μούστο και το προσθέτετε σιγά σιγά στο μείγμα, ανακατεύοντας συνεχώς με ξύλινη κουτάλα, γιατί κολλάει πολύ εύκολα. Αν θέλετε, μπορείτε να αντικαταστήσετε το αλεύρι με ψιλό σιμιγδάλι. Οταν αρχίσει να πήζει η κρέμα και σχηματιστούν στην επιφάνειά της φουσκάλες την τοποθετείτε σε μικρά μπολ, τα οποία έχετε πασπαλίσει με καρύδια και σουσάμι. Αφού κρυώσει, προσθέτετε και στην επιφάνεια της κρέμας λίγη κανέλα και λίγα καρύδια. 

Αρνάκι με πετιμέζι, ρύζι, ρεβίθια και σταφίδες Υλικά (για 6 άτομα)  Εκτέλεση Πλένετε το αρνάκι και το τοποθετείτε σε φαρδύ σκεύος φούρνου με καπάκι. Το αλατοπιπερώνετε, το περιχύνετε με το ελαιόλαδο, με το μισό πετιμέζι και με δύο φλιτζάνια νερό. Σκεπάζετε το σκεύος και το βάζετε στο φούρνο. Ψήνετε αρχικά στους 200ο C για 20 λεπτά. Χαμηλώνετε τη θερμοκρασία στους 180ο C και συνεχίζετε το ψήσιμο για 35 - 40 λεπτά. Στο μεταξύ, καθαρίζετε το ρύζι και βράζετε τα ρεβίθια σε άφθονο αλατισμένο νερό για 20 λεπτά. Τα βγάζετε, τα σουρώνετε και τα ξεπλένετε με κρύο νερό. Τα αφήνετε να κρυώσουν εντελώς και τα ξεφλουδίζετε. Οταν το κρέας είναι σχεδόν ψημένο, ξεσκεπάζετε το σκεύος, περιχύνετε με το υπόλοιπο πετιμέζι και προσθέτετε εννέα φλιτζάνια νερό. Το αφήνετε να βράσει ξανά.  Σ' ένα μπολ αναμειγνύετε το άψητο ρύζι με τις σταφίδες, το κύμινο και τα ξεφλουδισμένα ρεβίθια. Τα ρίχνετε γύρω από το αρνί, ανακατεύετε με μια κουτάλα, σκεπάζετε και σιγοψήνετε για 15 ακόμα λεπτά. Ανοίγετε ξανά το σκεύος, περιχύνετε αυτή τη φορά με το καυτό βούτυρο και κλείνετε. Ψήνετε για 10 λεπτά, πάντα με κλειστό το καπάκι της κατσαρόλας. Αφήνετε το φαγητό να "ξεκουραστεί" για 10 λεπτά πριν το σερβίρετε πολύ ζεστό.
Στο ρωμαϊκό γαστρονομικό λεξικό εξάλλου αναφέρεται, σύμφωνα με τον Παλλάδιο, ως «caroenum» ο μούστος που μετά το βράσιμό του έχει μειωθεί κατά 1/3 της αρχικής του ποσότητας. Εάν δεν έχει μειωθεί τόσο όσο να έχει μεταβληθεί σε παχύρρευστο πετιμέζι, αναφέρεται ως defervitum mustum, μια σάλτσα την οποία χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά και για την άρτυση των κυνηγιών.
Κόκκινος χαλβάς και μουστοσάλαμο Γνωρίζουμε ότι στο βυζαντινό κόσμο «οινούντα ή μουστόπιταν» αποκαλούσαν τη μουσταλευριά, ένα «γλύκισμα αποτελούμενον εξ αλεύρου μετά γλεύκους βρασθέντος». Η μικρασιάτικη κουζίνα χρησιμοποίησε πάρα πολύ τον ψημένο μούστο για να παρασκευάσει γλυκίσματα όπως ο κόκκινος χαλβάς, τα κυδώνια ή η γλυκοκολοκύθα βρασμένα με πετιμέζι (ρετσέλια), η κρέμα με φρέσκο γάλα και πετιμέζι και πολλά άλλα. Απ' όλα τούτα τα καλούδια δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα σουτζούκια ή κιοφτέρια ή κρεμανταλίνες ή μουστοσάλαμο, όπως λέγεται στη Δυτική Μακεδονία, όπου ξηροί καρποί, συνήθως καρύδια και αμύγδαλα, «εμβαπτίζονται» στο μούστο και αποξηραίνονται φτιαγμένα σαν μικρά μπαστουνάκια στον ήλιο. Εγώ πάντως σας ενθαρρύνω να πειραματιστείτε φτιάχνοντας στο σπίτι σας μουσταλευριά, αυτή την απλή και συνάμα πλούσια κρέμα, που συμπυκνώνει μέσα της όλες τις μυρουδιές από τα ολόγλυκα φρεσκοκομμένα σταφύλια του φθινοπώρου. Προμηθευτείτε από τα πολλά σημεία πώλησης που υπάρχουν στην Αττική, ειδικά στα Μεσόγεια, φρεσκοστυμμένο μούστο. Αρτύστε τη μουσταλευριά με μπόλικα μπαχαρικά! Της ταιριάζει πολύ η γλυκιά ένταση της κανέλας, αλλά και η δυναμική γεύση του μοσχοκάρυδου. Στην Τήνο «σπάνε» τη γλυκύτητα του μούστου πασπαλίζοντας την επιφάνεια της μουσταλευριάς με λίγο φρέσκο βασιλικό και στη Ρούμελη με ελάχιστο δενδρολίβανο. Σε πολλά μέρη της Ελλάδος συναντάμε μια πληθώρα παρόμοιων γλυκισμάτων με βάση το μούστο και το πετιμέζι: μουστόπιτες, σταφυλόπιτες, πετιμεζόπιτες. Στη Νάουσα, από το μαύρο μούστο του ξινόμαυρου σταφυλιού, παρασκευάζουν τις «Κόρες στο μέλι». Πρόκειται για ένα γλυκό από κομμάτια γλυκοκολοκύθας βρασμένα στο πετιμέζι το οποίο συνήθως σερβίρουν πάνω σε μια κατακίτρινη καλαμποκίσια μπομπότα.
Το πετιμέζι στη μαγειρική Οσο ασυνήθιστο κι αν ακούγεται, το πετιμέζι στη χώρα μας από την αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα, εκτός από γλυκαντική ουσία, ως καρύκευμα και κυρίως συστατικό σε σάλτσες, σε συνδυασμό πάντα με μυρωδικά όπως η ρίγανη, το κόλιανδρο και ο δυόσμος. Σήμερα η χρήση αυτού του σκουρόχρωμου σιροπιού στη μαγειρική έχει κατά πολύ περιοριστεί και εστιάζεται κυρίως στις χώρες της Μέσης Ανατολής -την Περσία, την Τουρκία, τη Συρία, την Αίγυπτο και το Λίβανο-, όπου συνηθίζουν να ψήνουν κρεατικά με σάλτσα από πετιμέζι. Είναι γεγονός ότι το πετιμέζι, αν χρησιμοποιηθεί με μέτρο, δίνει μια εξαιρετική γλυκιά και ελαφρά πικάντικη γεύση στα κρεατικά και φυσικά μια θαυμάσια πυκνόρρευστη καραμελωμένη σάλτσα. Ταιριάζει πολύ με το αρνί, τα πουλερικά και το χοιρινό και λιγότερο με το μοσχάρι. Παρ' όλα αυτά στην Ελλάδα τουλάχιστον σε δύο περιοχές, τις Κυκλάδες και τα νησιά του Ιονίου, συναντάμε και το γνωστό σε όλους τηγανητό ψάρι, το «σαβόρο», να γίνεται με σάλτσα από πετιμέζι.
Πώς θα φτιάξετε το δικό σας πετιμέζι Προμηθευτείτε μούστο. Για 2 λίτρα πετιμέζι θα χρειαστείτε πέντε λίτρα. (Διατηρείται στο ψυγείο για 3 - 4 μέρες και στον καταψύκτη για ένα χρόνο.) Ο μούστος «κόβεται», δηλαδή καθαρίζει, με τον εξής τρόπο: τον βάζετε στη φωτιά σε καθαρή κατσαρόλα με αντικολλητικό πάτο και ενώ βράζει ρίχνετε μέσα δύο κουταλιές ενός από τα παρακάτω πέντε υλικά - όποιο σας είναι πιο εύκολο να χρησιμοποιήσετε: καθαρή στάχτη, ψωμί, άσπρουγα (ένα είδος λευκού χώματος), ζάχαρη ή μαρμαρόσκονη. Με τρυπητή κουτάλα αφαιρείτε τον αφρό που σχηματίζεται μέχρι ο μούστος να μείνει καθαρός. Καθώς το βράσιμο συνεχίζεται θα δείτε ότι το χρώμα του θα αρχίσει να αλλάζει και να γίνεται όλο και πιο σκούρο. Oταν το μείγμα αρχίσει να δένει ρίχνετε μια κουταλιά απ' αυτό σ' ένα πιάτο και με το δάχτυλό σας ελέγχετε την πυκνότητά του για να δείτε αν έχει γίνει το πετιμέζι. Η πυκνότητά του πρέπει να μοιάζει με παχύρρευστο φρέσκο ελαιόλαδο.
Το πετιμέζι, εφόσον είναι καλά βρασμένο και έχει εξατμισθεί σωστά το νερό του, μπορεί να διατηρηθεί σε δροσερό μέρος μέχρι και 3 χρόνια. Εάν, πάντως, η παρασκευή του σας φαίνεται εξαιρετικά δύσκολη μπορείτε να το προμηθευτείτε από τα ράφια των σούπερ μάρκετ που διαθέτουν τμήμα υγιεινής διατροφής και με λίγη φαντασία να κατασκευάσετε θαυμάσια κέικ ή ακόμα και να το προσθέσετε στο γιαούρτι σας αντί για μέλι.
kathimerini.gr/

Παραδεισσένιο

Lady Anne's Charming Cottage.
Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.


Κεντείστε λουλούδια!

Μώμος

Μυθικη Αναζητηση.

Μώμος:Ο Θεός της χλεύης και του σαρκασμού
<..Ο θεός αυτός κατέκρινε επίσης τον Ήφαιστο, επειδή, όταν έφτιαξε τον άνθρωπο, δεν κατασκεύασε παράθυρα στο στήθος του, ώστε να βλέπει ο κόσμος τι σκέπτεται και αν λέει ψέματα ή αλήθεια.Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή δεν κατόρθωσε να βρεί καμία ατέλεια στην Αφροδίτη...http://mythiki-anazitisi.blogspot.gr/2013/09/blog-post_6176.html

Δημοφιλείς αναρτήσεις