Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

ΣΠΙΤΙΚΟΣ ΤΟΜΑΤΟΠΕΛΤΕΣ

http://www.agrotikabook.gr/%CF%83%CF%80%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF

ΣΠΙΤΙΚΟΣ ΤΟΜΑΤΟΠΕΛΤΕΣ

Δευ, 2013-09-09 22:45
Σεπτέμβριος. Κάθε τέλος εποχής είναι η καλύτερη ευκαιρία να απολαύσουμε τα ζαρζαβατικά της μητέρας γης στα καλύτερά τους, αφού μεγαλώνουν και ωριμάζουν αβίαστα μέχρι να φτάσουν στο τραπέζι μας! Παράλληλα όμως μπορούμε αυτό να το εκμεταλλευτούμε και με άλλους τρόπους! Γι’ αυτό με τις γινομένες και ολόγλυκες ντομάτες που θα βρούμε στη κοντινή μας αγορά αυτή την περίοδο θα ετοιμάσουμε σπιτικό, λιαστό και ολίγον αλμυρό τοματοπελτέ για το χειμώνα!
Υλικά..
Ώριμες τομάτες (5-6 κιλά για να βγάλουμε περίπου ένα κιλό τοματοπελτέ)
Χοντρό αλάτι (περίπου 1 κιλό), ρίγανη, δεντρολίβανο
Τούλι ή άλλο ύφασμα που να αναπνέει αλλά και να περνάει ο ήλιος
Σουρωτήρι
Γυάλινο βάζο
Ένα ταψί ή άλλο επίπεδο σκεύος

Βήμα βήμα.. Πλένουμε καλά τις ώριμες τομάτες, τις ανοίγουμε στη μέση και τις αραδιάζουμε σε ένα ταψί ή ότι άλλο επίπεδο σκεύος διαθέτουμε τη μια κοντά στην άλλη μέχρι να γεμίσει ο πάτος. Τις ραντίζουμε μια μια και με προσοχή με μπόλικο χοντρό αλάτι. Το ίδιο επιμελώς πασπαλίζουμε και με τη ρίγανη και το δεντρολίβανο, για επιπλέον άρωμα και γεύση! Σκεπάζουμε με το τούλι μας και τις βγάζουμε για..ηλιοθεραπεία για 3-4 μέρες!
Αφού λιαστούν, συρρικνωθούν και φύγουν τα υγρά τους τις ρίχνουμε στο σουρωτήρι και ξεκινάμε το..ζούπηγμα, μέχρι να μείνει ένας πηχτός, αρωματικός χυλός χωρίς φλούδα ή κουκούτσια! Καλό είναι όταν λιάζουμε τις τομάτες να μην τις αφήσουμε τόσο πολύ ώστε να γίνουν σαν πετσί γιατί τότε θα φτιάξουμε λιαστές τομάτες και όχι τοματοπελτέ! Πρέπει να τις μαζέψουμε όταν θα είναι ούτε γεμάτες υγρά αλλά και ούτε τελείως αφυδατωμένες! Επίσης, όταν θα τις πολτοποιούμε καλό είναι, όσο μπορούμε, να βγάζουμε και τα κουκούτσια ώστε ο χυλός στο τέλος να βγει όσο το δυνατόν πιο βελούδινος! Βάζουμε το χυλό στο βαζάκι μας, καλύπτουμε την επιφάνεια με λάδι, για να διατηρείται φρέσκο, και κλείνουμε! Θυμόμαστε να διατηρούμε το βαζάκι σε σκιερό μέρος!
Μπορούμε να βάλουμε και μια μικρή ετικετούλα με την ημερομηνία «παραγωγής» αλλά και να διακοσμήσουμε το καπάκι σαν βαζάκι μαρμελάδας για ένα ακόμα πιο όμορφο αποτέλεσμα, που θα διακοσμεί και την κουζίνα ή το ντουλάπι μας! Το υγιεινότατο παρασκεύασμά μας είναι ιδανικό για πίτσες, λαδερά αλλά και για όποια συνταγή απαιτεί την παρουσία τομάτας!

ΠΙΑΝΟ

ΤΑ ΡΑΝΤΙΣΜΕΝΑ(Ομάδα καλλιτεχνικών, λογοτεχνικών, αναζητήσεων).
Φωτογραφία: ΝΤ.Χ.ΛΩΡΕΝΣ (David Herbert Lawrence)11 Σεπτεμβρίου 1885 - 2 Μαρτίου 1930)

ΠΙΑΝΟ

Μία γυναίκα, απαλά, μου τραγουδάει, στο σούρουπο,
πηγαίνοντάς με ξανά στα περασμένα, μέχρι να δω
ένα παιδί, να κάθεται κάτω απ΄το πιάνο, στη βουή των
                                                       τρεμάμενων χορδών,
και να κρατά τα μικρά, ζυγιασμένα πόδια μιας μητέρας,
                                  που χαμογελά καθώς τραγουδάει.

Σε πείσμα, η ύπουλη δεξιοτεχνία του τραγουδιού
προδίδει την καρδιά μου, που ανήκει
στα παλιά κυριακάτικα απογεύματα στο σπίτι, με τον χειμώνα έξω
και τους ύμνους, στο ζεστό σαλόνι, με το πιάνο οδηγό μας.

Έτσι είναι τώρα μάταιη για τον τραγουδιστή η ορμή του,
με το μεγάλο μαύρο παθητικό πιάνο. Η γοητεία
των παιδικών ημερών με κατακλύζει, η ωριμότητά μου είναι
                                                                               πεταγμένη
κάτω στην πλήμμυρα της μνήμης.  Σαν παιδί κλαίω για το
                                                                              παρελθόν.


   ΠΗΓΗ http://lagouvardospot.blogspot.gr/2012/10/blog-post_2674.html
ΝΤ.Χ.ΛΩΡΕΝΣ (David Herbert Lawrence)
11 Σεπτεμβρίου 1885 - 2 Μαρτίου 1930)

ΠΙΑΝΟ

Μία γυναίκα, απαλά, μου τραγουδάει, στο σούρουπο,
πηγαίνοντάς με ξανά στα περασμένα, μέχρι να δω
ένα παιδί, να κάθεται κάτω απ΄το πιάνο, στη βουή των
τρεμάμενων χορδών,
και να κρατά τα μικρά, ζυγιασμένα πόδια μιας μητέρας,
που χαμογελά καθώς τραγουδάει.
Σε πείσμα, η ύπουλη δεξιοτεχνία του τραγουδιού
προδίδει την καρδιά μου, που ανήκει
στα παλιά κυριακάτικα απογεύματα στο σπίτι, με τον χειμώνα έξω
και τους ύμνους, στο ζεστό σαλόνι, με το πιάνο οδηγό μας.

Έτσι είναι τώρα μάταιη για τον τραγουδιστή η ορμή του,
με το μεγάλο μαύρο παθητικό πιάνο. Η γοητεία
των παιδικών ημερών με κατακλύζει, η ωριμότητά μου είναι
πεταγμένη
κάτω στην πλήμμυρα της μνήμης. Σαν παιδί κλαίω για το
παρελθόν.

ΠΗΓΗ http://lagouvardospot.blogspot.gr/2012/10/blog-post_2674.html

Έτρωγαν και γλεντούσαν χωρίς δεκάρα στην τσέπη τους!

http://mikros-romios.gr/4074/dekara/

Έτρωγαν και γλεντούσαν χωρίς δεκάρα στην τσέπη τους!

ΤΑΒΕΡΝΑΓράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ο 29χρονος Έκτωρ Πασπάλης, εκτός από το όνομά του είχε και άλλα ηρωικά χαρακτηριστικά. Το κυριότερο απ’ όλα ήταν ο έρωτάς του προς τις ωραίες γυναίκες, το γλυκό κρασί και το γλέντι. Έμεινε στους κοσμικούς κύκλους γνωστός για το ωραίο παράστημα και την αρχαία του κατατομή. Περιφρονούσε την οικονομική κρίση που μάστιζε τη χώρα, τον Αύγουστο 1931 και ενώ ήταν απλός υπάλληλος βαμβακοεργοστασίου, είχε ένα ακαταμάχητο προσόν. Την αναίδεια!
Εκείνο το καλοκαίρι όμως έγινε γνωστός σε όλη την Ελλάδα για τα καμώματά του. Επικεφαλής μιας κεφάτης παρέας πήγαινε σε επώνυμα στέκια της εποχής. Όπως ήταν «Φολί ντ’ Ετέ», χορευτικό κέντρο κοντά στο Ζάππειο. Εισέρχονταν με ύφος χιλίων λόρδων απολαμβάνοντας τις υποκλίσεις και τα φιλοφρονήματα, κατέβαζαν ποτά, μεζέδες, ψητά, παγωτά, αλλά και τις υπηρεσίες των καλλιτέχνιδων.
Όταν ερχόταν ο λογαριασμός, ο οποίος δεν έπεφτε κάτω από τις τρεις χιλιάδες, κανείς από την παρέα δεν έκανε την κίνηση να φέρει το χέρι του στο πορτοφόλι του. Ο μαιτρ απευθυνόταν στον Έκτορα που φαινόταν ότι ήταν ο επικεφαλής της παρέας:
― Σάμπως θα φύγουμε; Εδώ είμαστε! απαντούσε ο Εκτωρ.
Και όταν ο μαιτρ περνούσε η ώρα και επέμεινε, τότε όλοι προφασίζονταν ότι είχαν ξεχάσει τα πορτοφόλια τους. Συνέχιζαν δε το γλέντι τους στα κρατητήρια κάποιου αστυνομικού τμήματος.
Αποφάσισαν να κάνουν το ίδιο και στην ταβέρνα του πασίγνωστου στην λαϊκή Αθήνα Μιστόκλη, στις γραμμές της Ιεράς Οδού. Έφαγαν στη λαδόκολλα μεγάλες ποσότητες κρεατικών και αφού κατανάλωσαν ποσότητες ρετσινάτου, προφασίστηκαν πως είχαν ξεχάσει τα πορτοφόλια τους. Και οι πέντε της παρέας έφυγαν με μαχαιρωμένα τα πισινά τους, κατά τη συνήθεια των φυλακόβιων της εποχής, ενώ τρεις εξ αυτών χρειάστηκε να νοσηλευτούν για μεγάλο χρονικό διάστημα με σοβαρά τραύματα στα κεφάλια τους!

Δαρα Φωτεινη Τα λογια ησαν της θαλασσας_0001.wmv


Δαρα Φωτεινη Τα λογια ησαν της θαλασσας_0001.wmv



Μεταφορτώθηκε στις 8 Ιαν 2012


Τα λογια ησαν της θαλασσας
Μουσικη Δημητρης Παπαδημητριου
Στιχοι Ηλιας Κατσουλης
Ερμηνεια Φωτεινη Δαρα
Τα πνευματικα δικαιωματα ανηκουν στους προαναφερομενους κατοχους και η ηχοχραφηση στην WMG

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

τα αγαπημένα της βιβλία !

http://zhtunteanagnostes.blogspot.gr/2013/09/h.html?spref=fb

H Ελένη Σβορώνου παρουσιάζει τα αγαπημένα της βιβλία !




Κάθε εβδομάδα μια συγγραφέας παιδικών βιβλίων μας αποκαλύπτει τα δικά της αγαπημένα βιβλία σε συνεργασία με το βιβλιοπωλείο « Δοκιμάκης» και το bigbook.gr

Αγαπημένα βιβλία που διάβασα πρόσφατα…!

1     





  
             1. Ρίκο και Όσκαρ: Το μυστήριο του ριγκατόνι,του Αντρέα Σταινχέφελ. Εκδόσεις Μεταίχμιο.(Για παιδιά 9 ετών και άνω.)



 Ένα μικρό αριστούργημα αστυνομικής λογοτεχνίας, σε πρώτο επίπεδο. Γιατί πίσω από τη  σοφά υφασμένη αστυνομική πλοκή ξετυλίγεται ένα βαθύτατα ανθρώπινο μυθιστόρημα, μια ακτινογραφία της μεταμοντέρνας οικογένειας και κοινωνίας μέσα από τα μάτια ενός παιδιού-ιδιομορφία! Ο Ρίκο είναι ένα παιδί-ιδιομορφία, όπως του λένε. Εμείς καταλαβαίνουμε ότι πάσχει από ένα είδος αυτισμού εστιασμένου στην απόλυτη ανικανότητα προσανατολισμού. Ο Ρίκο μπορεί να ταξιδέψει μόνο στην πολυκατοικία του! Κι όμως, κατά ένα τρόπο, θα ταξιδέψει στα πέρατα του κόσμου, στο βάθος της ανθρώπινης κατάστασης, και θα κάνει φοβερά  κατορθώματα όταν αποφασίσει να σώσει τον μοναδικό φίλο του, τον Όσκαρ, ένα παιδί-μεγαλοφυΐα!  Ο Ρίκο αποδεικνύει ότι οι ταμπέλες-χαρακτηρισμοί που αποδίδονται στους ανθρώπους είναι αναστρέψιμες.  Με φόντο μια σκληρή, γκρίζα κοινωνία γερμανικής μεγαλούπολης,  δυο παιδιά- «ιδιομορφίες» καταφέρνουν να φέρουν τα πάνω κάτω.   Θα το λατρέψουν μικροί και μεγάλοι.
Αναμένουμε με ανυπομονησία το δεύτερο βιβλίο της σειράς.

      2.Η σειρά Μια υπόθεση για τον ντετέκτιβ Κλουζ  του Ντετέκτιβ Κλουζ, του Γίργκν Μπανσέρους, εκδόσεις Μεταίχμιο. (Για παιδιά 8  ετών και άνω.)
 
Στο ίδιο πνεύμα της αστυνομικής λογοτεχνίας, η σειρά με ήρωα τον ντετέκτιβ Κλουζ, έναν 10χρονο που δηλώνει επαγγελματίας ντετέκτιβ (!) έχει ήδη κερδίσει τις καρδιές των νεαρών αναγνωστών. Με σπιρτόζικη, χιουμοριστική ασπρόμαυρη εικονογράφηση, τα 12 βιβλιαράκια της σειράς διαβάζονται νεράκι. Ο Κλουζ (παράφραση του ονόματος του επιθεωρητή Κλουζώ) αναλαμβάνει κι αυτός ταπεινές υποθέσεις που αρμόζουν στην ηλικία του: πότε κλοπή εφημερίδων στο περίπτερο της Όλγας, της «τσίφτισσας» περιπτερούς  φίλης του, πότε υποθέσεις συκοφαντίας … σκύλου,  τέτοια πράγματα. Που όμως οδηγούν τον ντετέκτιβ σε αποκαλύψεις για τη ζωή στην πόλη, για καταστάσεις εκφοβισμού στο σχολείο, για χίλια δυο.   ζούνε μόνο με τη μάνα τους; Του ενός ο πατέρας έχει πεθάνει.   Ο άλλος έφυγε, τους εγκατέλειψε. Οι μανάδες δουλεύουν νυχτερινές βάρδιες, η μια νοσοκόμα, η άλλη σε μπαρ, για να τα βγάλουν πέρα. Τίποτα δεν είναι μελοδραματικό. Απλώς οι μικροί ήρωες μοιάζουν με τους ήρωες των κλασικών παραμυθιών. Πορεύονται στερημένοι από τη θαλπωρή της πλήρους οικογένειας και της οικονομικής άνεσης.  (Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κλουζ θεωρεί φοβερή ανταμοιβή για τις υποθέσεις που αναλαμβάνει 5 πακετάκια τσίχλες Κάρπεντερ! Ποτέ δεν έχει πάνω από 5 ευρώ στην τσέπη. Κι αυτά είναι περιουσία!) Κι οι δυο πορεύονται με όπλο την άπειρη αγάπη ενός γονιού, και με το μυαλό  τους.  Και δε μοιάζουν με παιδιά της κρίσης. Γι αυτά, έτσι ήταν πάντα η ζωή. Λιγοστά χρήματα. Κάθε ευρώ όμως το κάνουν να αξίζει για χίλια!
      Τίποτα το βαρύ. Όλα σε ανάλαφρο τόνο. Είναι άραγε τυχαίο ότι τόσο ο Ρίκο όσο και ο Κλουζ

              3. Η θυμωμένη μπετονιέρα, του Δημήτρη Μπασλάμ, εκδόσεις Επόμενος Σταθμός.
                 (Για παιδιά 7+)

Ο Μπασλάμ είναι πολυαγαπημένος των παιδιών, ιδίως όσων έχουν παρακολουθήσει τις μουσικές παραστάσεις τους (και έχουν διαβάσει τα αντίστοιχα βιβλία) Ο Γαργαληστής και ο Αγησιλαγός. Μουσικός ο ίδιος, ξέρει να στήνει θαυμάσιες ιστορίες με βάση τον στίχο, τη μουσική, τον ρυθμό και την εικόνα. Από την εποχή του Μορμόλη και της Τενεκεδούπολης είχαμε να σιγοψυθιρίσουμε τραγούδια παράστασης και παραμυθιού…
Στη Θυμωμένη μπετονιέρα…ο Μπασλάμ σκαρώνει την εξέγερση της μπετονιέρας, του φτυαριού και όλων των άλλων «ηρώων» της ανοικοδόμησης. Ο λόγος; Βγήκε φιρμάνι:  τέλος τα χτισίματα. Έχουν χτιστεί τα πάντα. Σπιθαμή προς σπιθαμή. Άλλη γη ελεύθερη δεν υπάρχει. Αμάν! Τι θα κάνουν η μπετονιέρα και οι φίλοι της; Επανάσταση. Να  τα  γκρεμίσουν όλα και να τα χτίσουν από την αρχή! Μήπως όμως αυτή δεν είναι η ιδανική λύση; Οι γνώμες διίστανται….
Ένα πνευματώδες σχόλια στο πρότυπο της σύγχρονης ανάπτυξης και στον Θεό που όλοι πιστέψαμε, της κατανάλωσης.  Μια υψηλής αισθητικής έκδοσης, ένα όμορφο παραμύθι, σε συνδυασμό έμμετρο λόγου και πεζού, με εικονογράφηση που ευφραίνει το μάτι και την καρδιά, και  που καταλύει τα όρια ανάμεσα στη δουλειά του εικονογράφου και του γραφίστα.  
Η ράχη του βιβλίου είναι «γυμνή». Δεν έχει επένδυση. Φαίνονται οι ραφές. Μια λεπτομέρεια που τα λέει όλα  για αυτό το βιβλίο που τιμά κάθε (παιδική) βιβλιοθήκη.


Ελένη Σβορώνου 

Η Ελένη Σβορώνου είναι Φιλόλογος, με ειδίκευση  στην Διαχείριση Πολιτιστικής Κληρονομιάς  από το Πανεπιστήμιο του Birmingham (1993). Από το 1994 εργάζεται στο WWF Ελλάς, συντονίζοντας την εθελοντική εργασία, το παιδικό τμήμα της οργάνωσης, το Panda Club και προγράμματα εκπαίδευσης ενηλίκων. Σήμερα είναι υπεύθυνη της ομάδας Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης και Ευαισθητοποίησης που σχεδιάζει, παράγει και εμψυχώνει προγράμματα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης με το ευρύ θέμα «Οικολογικό Αποτύπωμα και Καθημερινότητα» και ειδικότερα θέματα: κλιματική αλλαγή, γεωργία-διατροφή-περιβάλλον και δάσος.

Τα βιβλία της :  Ντετέκτιβ Βεντουζίνι: Ένα τόσο δα λεκεδάκι, Ο Τζιτζικο-Περικλής υπουργός φύσης, Ημερολόγιο οικολογικής νοημοσύνης,  Από το στάρι στο ψωμί, Πάμε στην Αθήνα; Ημερολόγιο 2010. Αποστολή πλανήτης γη, Ηλεκτρικές ιστορίες,     Ένα δελφίνι στο σαλόνι μας,   Ιστορίες για τα... σκουπίδια,   Πίσω στο δάσος μου,   Ο Τζιτζικο-Περικλής και η πέμπτη εποχή του χρόνου, Ο Τζιτζικο-Περικλής υπουργός φύσης, Ο Τζιτζικο-Περικλής μεγάλος συνθέτης της Ελλάδας, Αθήνα, Στα ίχνη του Ιάσονα,Αρχαία Αθήνα, Πάντα

Παιδικά βιβλία- γνώσεων: Ιστορία Δ΄ δημοτικού, Πακέτο προσφοράς για τον μαθητή Δ΄ δημοτικού,   Πακέτο προσφοράς για τον μαθητή Ε΄ δημοτικού,   Ιστορία Ε΄ δημοτικού,   Ιστορία Δ΄ δημοτικού, Θεσσαλονίκη
Μεταφράσεις:  Ένα ζουζούνι παραπάνω

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ στις 10 Σεπτεμβρίου 2013

Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή (13/9/1873): Ο Δάσκαλος του Αϊνστάιν.

Μυθικη Αναζητηση.
Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή (13/9/1873): Ο Δάσκαλος του Αϊνστάιν.
"Επειδή όλοι γνωρίζουν τον Αϊνστάιν και τις ανακαλύψεις του, αλλά λίγοι γνωρίζουν τον Έλλην Μαθηματικό, Κ. Καραθεοδωρή, ως το πρόσωπο που έπαιξε πρωτεύον ρόλο στην Θεωρία της Σχετικότητας (κάτι που φαίνεται στην επιστολή του Αϊνστάιν προς Αυτόν), είναι ευκαιρία να αναγνωριστεί από τους Έλληνες ως ο μεγαλύτερος μαθηματικός των τελευταιων αιώνων. Ας ξεκινήσουμε το ταξίδι της ζωής του Μεγάλου Επιστήμονα......http://mythiki-anazitisi.blogspot.gr/2013/09/1391873.html
 

“Ω! δεν υπάρχει πιο πολύτιμο απ’ τη ζωή!”

http://www.candianews.gr/2013/09/10/%CF%89-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CF%85%CF%80%CE%AC%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%B9-%CF%80%CE%B9%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%8D%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%BF-%CE%B1%CF%80-%CF%84%CE%B7-%CE%B6%CF%89%CE%AE/

“Ω! δεν υπάρχει πιο πολύτιμο απ’ τη ζωή!”

“Ω! δεν υπάρχει πιο πολύτιμο απ’ τη ζωή!”

Ενα κείμενο-ύμνος της Γαλάτειας Καζαντζάκη για τη ζωή, γραμμένο στο Ηράκλειο το 1909, με αφορμή τη στενάχωρη ποίηση του Καβάφη

Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη andrikakisalekos@gmail.com
Μ’ ένα κείμενο ύμνο προς τη ζωή, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, Αλεξίου ακόμη, διατυπώνει κριτικά την πρώτη γνωριμία της με τον μεγάλο Αλεξανδρινό, τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, και την ποίησή του. Πρόκειται για ένα σπάνιο κείμενο, που γράφτηκε στο Ηράκλειο στις 4 Δεκεμβρίου 1909 και δημοσιεύτηκε στον περίφημο «Νουμά», την εφημερίδα των δημοτικιστών, στις 14 Φεβρουαρίου 1910.
Είναι η εποχή που ο Καβάφης είναι περίπου αποδιοπομπαίος για την ποιητική και λογοτεχνική ελίτ της Αθήνας. Κάτι σαν περιθωριακός (πολλοί λένε και εξαιτίας των σεξουαλικών προτιμήσεών του), για το κατεστημένο της ελληνικής διανόησης. Ακόμη κι ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς τον αντιμετώπισε μάλλον τυπικά, δεν τον υποδέχτηκε όπως του άξιζε, επηρεασμένος από το γενικότερο περιβάλλον.
Είναι όμως ταυτόχρονα η περίοδος που η Ελλάδα κοινωνικά και πολιτικά συγκλονιζόταν συθέμελα. Κάθε τι το δεδομένο, το κατεστημένο, έβλεπε καχύποπτα το νέο. Ο Καβάφης, φυσικά, δεν ήταν ούτε νέος, αφού έφτανε πια τα 47 χρόνια του όταν δημοσιευόταν το κείμενο της Γαλάτειας, ούτε βέβαια καινούργιος και άγνωστος στον ποιητικό λόγο. Αλλά ήταν άκρως σνομπαρισμένος.
Η «αιρετική» Γαλάτεια, η γυναίκα για την οποία έναν χρόνο νωρίτερα ο Νίκος Καζαντζάκης είχε εκφράσει δημόσια, μέσα από τις στήλες επίσης του «Νουμά», το θαυμασμό του για τη λογοτεχνική της αξία και τη φυσική της ομορφιά, ανέλαβε την ευθύνη να «περάσει» τον Καβάφη στο ελληνικό κοινό και στην κατεστημένη (όχι πάντα συντηρητική, αφού και η θεωρούμενη προοδευτική τον αντιμετώπισε, αρχικά, με τον ίδιο περιφρονητικό τρόπο) διανόηση.
Είναι η περίοδος που η μεγάλη Καστρινή συγγραφέας (αδικημένη ακόμη και σήμερα από τη «λογοτεχνική επετηρίδα», πιθανώς εξαιτίας της «σκιάς» του Καζαντζάκη, με τον οποίο αργότερα, μετά το χωρισμό τους, τα έβαλε με τρόπο που αυτό-αδικήθηκε), αρχίζει τη σχέση με τον μετέπειτα σύζυγό της. Ο Καζαντζάκης ήδη υπογράφει ως «Πέτρος Ψηλορείτης», εκείνη, κατ’ αντιστοιχία, ως «Πετρούλα Ψηλορείτη», υπογραφή που χρησιμοποιεί και στο συγκεκριμένο κείμενο.
Με την κριτική μελέτη που δημοσιεύει στις «Φιλολογικές Επιφυλλίδες» του «Νουμά», η συγγραφέας έρχεται να επικυρώσει την ποίηση του Καβάφη ως μεγάλη, αλλά να κατηγορήσει, με προσεγμένο αλλά εμφανή τρόπο, τον ίδιο επειδή δεν επιτρέπει στον ποιητικό λόγο του να ανοίξει όσο του αξίζει τα φτερά του, εξαιτίας των τειχών που απλώθηκαν γύρω από τον ίδιο, χωρίς να αντιδράσει, αλλά και της κουρασμένης, της «μαραζάρικης κι αρρωστημένης ψυχής του».
«Κυτάζει τη ζωή μέσα από τ’ αψηλά τείχη, που όπως ο ίδιος μάς λέει, κάποιοι έχτισαν γύρω του», γράφει. «Κ’ είναι φριχτά αψηλά τα τείχη της σκλαβιάς και μαραζάρικη κι αρρωστημένη η ψυχή που αναστενάζει εκεί μέσα – δυστυχώς, για την ωραία ποίηση του κ. Καβάφη, που τόσα πράματα θα μας έλεγε αν έβγαινε στον ήλιο και στα λουλούδια, στις χιονιές και τις μπόρες».

Ύμνος στη Ζωή!
Η Γαλάτεια, όμως, βρίσκει την αφορμή να υμνήσει το δώρο της ζωής, κάνοντας τη δική της αντιπαράθεση με τη «μαραζάρικη» αντιμετώπιση του Καβάφη. Χαρακτηριστική η αναφορά της που ακολουθεί:
«Όταν επιπόλαια κυτάζεις τη ζωή, σκλάβος της γίνεσαι και παιγνίδι, πετώντας απ’ τη χαρά στον πόνο κι απ’ τον πόνο στη χαρά. Όταν βαθύτερα την κυτάζεις, νοιώθεις τη φριχτή ματαιότητα κάθε χειρονομίας και κάθε κραυγής. Ανέγγιχτος είσαι από τη χαρά κι από τον πόνο. Κι όταν ακόμα πιο βαθειά κυτάξεις την ύπαρξη, τόσο πιο αρμονική και τόσο πιο ωραία θα τηνε βρεις. Θα δεις, ένας ρυθμός συνταράζει σ’ ένα μουσικό ξέσπασμα ανεκλάλητης χαράς, όλα τα πράματα που ζούνε και βιάζουνται, γιατί ξέρουν πως γρήγορα θα πεθάνουν. Οι διάκρισες χαράς και πόνου, ομορφιάς κι ασκήμιας δεν υπάρχουν πιά. Όλα αδερφώνουνται και μεθούνε κυτάζοντας τον ήλιο. Ω! δεν υπάρχει πιο πολύτιμο από τη ζωή!»
Το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι
Παρά τις επιφυλάξεις και αντιρρήσεις που διατυπώνει για την κουρασμένη καβαφική ψυχή, που αποτυπώνεται στην ποίησή του, η Γαλάτεια υποδέχεται τον Αλεξανδρινό όπως του αξίζει: αναγνωρίζει και τη φιλοσοφική του αντίληψη και την ευαισθησία τους.
«Την ποίηση του κ. Καβάφη –σημειώνει- δυό μου φάνηκαν πως την ξεχωρίζουν χαραχτηριστικά: Η βαθειά φιλοσοφική αντίληψη του Ανθρώπου που πολλά ξέρει, κ’ η αισταντικότητα του Ποιητή. Από το ένα μέρος η κουρασμένη σκέψη που όλα τα ξέρει μάταια κι ανώφελα, κι από τ’ άλλο η ευαίσθητη ψυχή που είδε το φριχτό θέαμα της ζωής και δεν μπόρεσε να βαστάξει κ’ έσπασε. Δεν έσπασε ολότελα, λύγισε. Κι ανάμεσα στα γόνατά της τώρα, με κλειστά τα μάτια, κρύβει το κεφάλι της, θυμάται τα όσα είδε και θρηνεί. Πολλά μελέτησε φαίνεται ο κ. Καβάφης. Τα αιστήματα μήνες πολλούς και χρόνια μένουν μέσα του και σιγοσταλάζουν και πετρώνουνται στο νου του κι αποκρυσταλλώνουνται σε μια σκέψη».
« Έτσι-ξεκαθαρίζει, αναγνωρίζοντας και τη μεστή ποιητική του- τα ποιήματα του κ. Καβάφη, αργά και σταλαχτά μάς έρχουνται και σα σταλαχτίτες του υπομονετικού καιρού φαντάζουνε. Ιδίως, συναιστήματα του λογισμού και του κορμιού τρανταχτά, που σε πολυσέλιδους λυρισμούς θα μας ξέχυνε κάποιος άλλος ποιητής, θορυβώδης και πληβείος, σεμνά κι αριστοκρατικά μάς δείχνει ο κ. Καβάφης».
Και ως παράδειγμα παραθέτει το περίφημο ποίημά του «Che fece …. il gran rifiuto» του 1901, για το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι, που κάποτε είμαστε μπροστά στην ευθύνη να επιλέξουμε. Σημειώνουμε ότι ο τίτλος του συγκεκριμένου ποιήματος είναι στίχος του Ντάντε (Inferno, III, 60), και σημαίνει «Εκείνος που έκανε… τη μεγάλη άρνηση».
Στην παρουσίασή της κάνει και πολλές αυθαιρεσίες η Γαλάτεια. Συχνά αλλάζει τη γραφή των λέξεων από τα ποιήματα του Καβάφη, ώστε να τις φέρει πιο κοντά στη δημοτική! Π.χ., στο ποίημα «Τα Τείχη», διορθώνει το «ανεπαισθήτως», αναφορά που χαρακτήρισε τον Καβάφη, με το «αναισθήτως»! Ή στο ποίημα «Τα παράθυρα», το «βαρυές» του ποιητή το αλλοιώνει σε «βαρειές», το «να ’βρω» το μετατρέπει σε «ναύρω» κ.ο.κ. Ακόμη και παραλείψεις στίχων εντοπίζουμε (τους συμπληρώνουμε), αλλά πιθανώς αυτό να οφείλεται απλώς σε λάθος στην αντιγραφή.
Παρουσιάζουμε στη συνέχεια ολόκληρη την κριτική μελέτη της «Πετρούλας Ψηλορείτη», σε γραφή ακραία δημοτική, χωρίς φυσικά να κάνουμε παρεμβάσεις ακόμη και σε οφθαλμοφανείς αλλοιώσεις λέξεων (διπλά σύμφωνα κλπ).
Το φύλλο του «Νουμά» εντοπίσαμε στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Πατρών.
Ακολουθεί το κείμενο της Γαλάτειας Αλεξίου:

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Το δειλινό μιας μέρας χλωμής, μέσα στη μυστηριακή μελαγχολία της μισοφωτισμένης σάλας, άκουσα για πρώτη φορά τους στίχους του κ. Καβάφη – με τη θλίψη τη συγκρατημένη και τη σιωπηλή που απλώνει η χειμωνιάτικη δύση, όμορφης μέρας, στα κουρασμένα δέντρα, απλωθήκανε κ’ οι στίχοι του στην ψυχή μου και σκέπασαν μ’ ένα ανατριχιαστικό πέπλο μυστηρίου την Πραγματικότητα.
Ποτέ μου ως τότε δεν είχα ακούσει τ’ όνομα του κ. Καβάφη. Κ’ είτανε φυσικό, σε μια τόσο ταιριασμένη ώρα δειλινή, βαθύτατα κ’ εξαιρετικά να με συγκινήσουν, τα ωραία σιγοπρόφερτα λόγια.
Την ποίηση του κ. Καβάφη δυό μου φάνηκαν από τότε πως την ξεχωρίζουν χαραχτηριστικά: Η βαθειά φιλοσοφική αντίληψη του Ανθρώπου που πολλά ξέρει, κ’ η αισταντικότητα του Ποιητή. Από το ένα μέρος η κουρασμένη σκέψη που όλα τα ξέρει μάταια κι ανώφελα, κι από τ’ άλλο η ευαίσθητη ψυχή που είδε το φριχτό θέαμα της ζωής και δεν μπόρεσε να βαστάξει κ’ έσπασε. Δεν έσπασε ολότελα, λύγισε. Κι ανάμεσα στα γόνατά της τώρα, με κλειστά τα μάτια, κρύβει το κεφάλι της, θυμάται τα όσα είδε και θρηνεί. Πολλά μελέτησε φαίνεται ο κ. Καβάφης. Τα αιστήματα μήνες πολλούς και χρόνια μένουν μέσα του και σιγοσταλάζουν και πετρώνουνται στο νου του κι αποκρυσταλλώνουνται σε μια σκέψη. Έτσι τα ποιήματα του κ. Καβάφη, αργά και σταλαχτά μάς έρχουνται και σα σταλαχτίτες του υπομονετικού καιρού φαντάζουνε. Ιδίως, συναιστήματα του λογισμού και του κορμιού τρανταχτά, που σε πολυσέλιδους λυρισμούς θα μας ξέχυνε κάποιος άλλος ποιητής, θορυβώδης και πληβείος, σεμνά κι αριστοκρατικά μάς δείχνει ο κ. Καβάφης.
«Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησή του. Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι Οχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει εκείνο τ’ όχι – το σωστό – εις όλην την ζωήν του».
Βαθύτερη, δραματικότερη σκέψη, αδύνατο πιο λιγόλογα και πιο αριστοκρατικά να μας δοθεί.
Τι είναι λοιπόν εκείνο που το φιλοσοφικό αυτό κομμάτι το αλλάζει σε ποίημα αισθαντικό και βαθύ; Είναι ο βουβός σπαραγμός της καρδιάς που θέλει να ξεσπάσει και δεν την αφήνει ο νους, γιατί τη φοβάται. Ρυτιδώνεται λες η ηρεμία η φαινομενική της επιφάνειας από το σιγαληνό, το αιώνιο θαρρείς πέρασμα του πόνου του φριχτού, του διπλά φριχτού γιατ’ είναι αθώρητος. Έτσι λένε πως ρυτιδώνεται κ’ η επιφάνεια της ήρεμης θάλασσας, σαν κάτω από τα νερά περνά καρχαρίας. Πάντα τέτοιο αθώρητο θεριό περνά κάτω απ’ όλους τους στίχους του κ. Καβάφη. Ένας ρυθμός περιώδυνος. Μιλεί σα να παραμιλεί. Δεν προσπαθεί, φαίνεται πως δεν προσπαθεί, αρμονικά να πλέξει τις λέξεις κι ομοιόμορφα τη γλώσσα. Κ’ έχει τι το βαθειά αισταντικό αυτή του η τεχνοτροπία. Θαρρείς κι ο πόνος ο κρυφός τον έχει τόσο κουράσει που δεν του είναι δυνατό να στολίζεται με φράσεις. Κάποτε οι ρίμες του τελειώνουν με την ίδια λέξη. Και δείχνει αυτό κάτι σαν idée fixe, που έρχεται και ξανάρχεται το ίδιο το απαράλλαχτο επίμονα και δεν έχει διωγμό.
Ο ρυθμός του κ. Καβάφη μάς δείχνει τέλεια την ψυχή του την τόσο υποταγμένη, μα και τόσο περίλυπη.
Καμιά θερμή έκφραση επαναστατημένου λυρισμού, καμιά απότομη αποφασιστική χερονομία. Η Αγάπη, ο Πόνος, τα Πάθη, η Φύση, συναιστήματα πολύ βαριά, θα σπούσαν το στίχο του ποιητή. Συναιστήματα τόσο υποκειμενικά, θα τον οδηγούσαν άθελα σε καμιά διαμαρτυρία, σε κανένα ανατίναγμα, σε καμιά πρόκληση στη Μοίρα. Τα πάθη αυτά τα φοβάται ο κ. Καβάφης. Τα κυτάζει να περνούν και να τονε σκανιάζουν και συμαζώνεται σε μια γωνιά και ανησυχεί μήπως τόνε δουν και τον προκαλέσουν και τον αναγκάσουν να πει μες σ’ αυτά τη σκέψη του. Αν έπαιρνε την αγάπη – την αγάπη που ή μας σπα ή μας κάνει θεούς, το ξέρει, θάπεφτε από τη συγκρατημένη αριστοκρατοσύνη και θα μιλούσε με το θόρυβο λυρικής χαράς ή αγωνίας.
Ακούσετε:
«Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ μέρες βαρειές, επάνω κάτω τριγυρνώ για ναύρω τα παράθυρα. Όταν ανοίξει ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.— Μα τα παράθυρα δεν βρίσκουνται, ή δεν μπορώ να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω. Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία. Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει».
Είναι το πιο χαραχτηριστικό απ’ όλα του τα τραγούδια. Βλέπετε; Ένας εφιάλτης βαρύς κάθεται απάνω στην ψυχή του κ. Καβάφη και δεν το αφίνει να σηκωθεί να πεταχτεί επάνω ν’ ανοίξει τα παράθυρα, ν’ ανοίξει και τις πόρτες, να μπει μέσα ο ήλιος, να μπούνε κ’ οι βροχές κ’ οι φωνές του πλήθους κ’ η αγνότατη αμιλησιά των άστρων. Κλει τα μάτια στα καινούρια και στα ζωντανά, γιατί καλά ξέρει πως μια τυραννία νέα θα γεννηθεί πάλι από αυτή. Τι; Πόθοι πάλι; Απογοήτεψες, λαχτάρες άγονες; Όχι! Όχι! Καλύτερα να κλείσει τα παράθυρα, τίποτα να μη δει πια. Κουράστηκε, νικήθηκε. Κάπου – κάπου μόνο κάτι μας ψιθυρίζει. Τόσο σιγά, που χρειάζεται μια ήρεμη χειμωνιάτικη δύση για να τον ακούσεις. Κι όμως άλλοτε, τα παράθυρά του θάταν ανοιχτά και θα μπαινόβγαιναν ίσως τα χελιδόνια την άνοιξη και θάχτιζαν τις φωλιές τους στη στέγη του σπιτιού. Τα χελιδόνια που κι αν έρχουνται μένουν τόσο λίγο και φεύγουν! Τότε θα τραγουδούσε κι ο κ. Καβάφης, χωρίς άλλο, τη χαρά και την αγάπη, και πολλές φορές θάμεινε ακουμπισμένος στα παράθυρά του κοιτάζοντας όλα αυτά. Πόσο βάσταξε όμως αυτό; Πόσες άραγε φορές είδε νάρθουν και να φύγουν τα χελιδόνια; Ποιος ξέρει! Και μια μέρα βρέθηκε φριχτά κουρασμένος. Τα χελιδόνια; Θάρθουν και θα φύγουν χιλιάδες φορές, δε γίνηκε έτσι; Και μας το λέει:
«Την μια μονότονην ημέραν άλλη μονότονη, απαράλλαχτη ακολουθεί. Θα γίνουν τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι- οι όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφήνουν. Μήνας περνά και φέρει άλλον μήνα. Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα. Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει».
Κ’ έτσι οι στίχοι του κ. Καβάφη έρχονται τόσο τρομαχτικά ήρεμοι που νοιώθεις πριν νάρθουν να μας βρούνε – μέσα σε μια μεγάλη κάμερα έρημη, αγρύπνησαν και κλάψανε πολύ: και μας ήρθαν μόνο, σαν είδαν πως μπορούν να μας πουν τον πόνο τους, δίχως με κανένα μελοδραματικό κίνημα, να τον θεαματοποιήσουν ή με καμιά πομπωδική έκφραση να εγγίσουν την ιερότατη θλίψη του. Προσπαθεί να μας παρηγορήσει για τη ζωή, να μας χαμογελάσει, είναι ήρεμος και κρύβει όσο μπορεί και πιο σπαρτιάτικα, το μυστικό πόνο που του ξεσκίζει τα στήθια ο κ. Καβάφης.
Ένα από τα ωραιότερα έργα του Μιχαήλ Αγγέλου είναι μέσα στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης το άγαλμα της Παρθένας Μαρίας όταν σηκώνει τον πεθαμένο γιό της απάνω από τον τάφο. Είχε τόσο κλάψει τις φριχτές μέρες των Παθών, που τώρα πια την ημέρα τη στερνή του Ενταφιασμού κουράστηκε, καταβλήθηκε, έλιωσε. Κρατεί πεθαμένο τη Ζωή της απάνω στα χέρια της κ’ είναι τόσο ήρεμη από την πολλή κούραση που θαρρείς και χαμογελά. Αριστοκρατικότερη έκφραση πόνου δεν υπάρχει, φαίνεταί μου. Και τραγικώτερη. Και φαίνεταί μου ακόμα τίποτα άλλο στον κόσμο δεν ξέρω να μοιάζει τόσο πολύ με την ψυχή του κ. Καβάφη. Έτσι θλιμένη, έτσι σεμνά απελπισμένη παρουσιάζεταί μας ύστερα από ανάκουστο μοιρολόι η ψυχή του κ. Καβάφη, κρατώντας στα χέρια της σεμνά και υπομονετικά τη χαρά της ζωής του. Όλη η ποίηση του κ. Καβάφη μάς δηγάται για κάποια μερόνυχτα, πολύ μακρυνά, πολύ μακρυνά, που ο ποιητής πολλή χαρά και πολλή θλίψη αιστάνθηκε.
Ως ότου που μια μέρα:
«Χωρίς περίσκεψι, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ” υψηλά τριγύρω μου έχτισαν τείχη. Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. Με τρώγει την καρδιά και τον νουν αυτή η τύχη, διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον. Α, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω. Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Αναισθήτως (σ.σ: Ανεπαισθήτως) μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω».
Και δε διαμαρτυρήθηκε, δεν εκίνησε το χέρι του για κάποια αντίσταση. Έσκυψε το κεφάλι στη Μοίρα κ’ υποτάχτηκε, μα δεν παρηγορήθηκε. Έτσι άφησε τα χρόνια και πήγαν και χάθηκαν οι ωραίοι καιροί της νιότης και τώρα, και τώρα, σα να το μετανοιώνει, σα να λυπάται:
…Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
(σ. σ.: ο επόμενος στίχος έχει παραληφθεί και τον συμπληρώνουμε:)
[σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος] με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά. Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνια σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια που είχε και δύναμη, και λόγο, κ’ εμορφιά. Ξέρει που γέρασε πολύ• το νοιώθει, το κυτάζει. Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό. Και συλλογιέται η φρόνησις πώς τον εγέλα• και πώς την εμπιστεύονταν πάντα – τι τρέλλα! την ψεύτρα που έλεγε• «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό». Θυμάται ορμές που βάσταγε• και πόση χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι καθ” ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει. ….Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι».
Μα πόσο αργά! Πόσο αργά το αντιλαμβάνεται αυτό ο Ποιητής και πόσο είναι περιώδυνο το παράπονο αυτό από τα χείλη του! Ο Ποιητής που πρέπει νάχει διάπλατα ανοιχτά τα παραθύρια του στη ζωή, άπληστα θέλοντας να δοκιμάζει όλο και καινούργιες ηδονές και καινούργιους καημούς. Ο Ποιητής ακούραστος αγαπητικός της τραγικής ωραιοσύνης της ύπαρξης. Που τραγουδεί με την ίδια αγάπη τον ουρανό και τη θάλασσα, τις χαρές και τα δάκρυα. Που φέρνει στα χείλη του διονυσιακά μεθώντας, όλα τα ωραία ποτήρια της Ζήσης.
Τέτοιος, δυστυχώς, δεν είναι ο κ. Καβάφης. Κυτάζει τη ζωή μέσα από τ’ αψηλά τείχη, που όπως ο ίδιος μας λέει, κάποιοι έχτισαν γύρω του. Κ’ είναι φριχτά αψηλά τα τείχη της σκλαβιάς και μαραζάρικη κι αρρωστημένη η ψυχή που αναστενάζει εκεί μέσα – δυστυχώς, για την ωραία ποίηση του κ. Καβάφη, που τόσα πράματα θα μας έλεγε αν έβγαινε στον ήλιο και στα λουλούδια, στις χιονιές και τις μπόρες.
Όταν επιπόλαια κυτάζεις τη ζωή, σκλάβος της γίνεσαι και παιγνίδι, πετώντας απ’ τη χαρά στον πόνο κι απ’ τον πόνο στη χαρά. Όταν βαθύτερα την κυτάζεις, νοιώθεις τη φριχτή ματαιότητα κάθε χειρονομίας και κάθε κραυγής. Ανέγγιχτος είσαι από τη χαρά κι από τον πόνο. Κι όταν ακόμα πιο βαθειά κυτάξεις την ύπαρξη, τόσο πιο αρμονική και τόσο πιο ωραία θα τηνε βρεις. Θα δεις, ένας ρυθμός συνταράζει σ’ ένα μουσικό ξέσπασμα ανεκλάλητης χαράς, όλα τα πράματα που ζούνε και βιάζουνται, γιατί ξέρουν πως γρήγορα θα πεθάνουν. Οι διάκρισες χαράς και πόνου, ομορφιάς κι ασκήμιας δεν υπάρχουν πιά. Όλα αδερφώνουνται και μεθούνε κυτάζοντας τον ήλιο. Ω! δεν υπάρχει πιο πολύτιμο από τη ζωή!
Κ’ ένας που θέλει με το μέταλλο ή με τους ήχους ή με τα λόγια να διαιωνίσει τις στιγμές της ζωής του, πρέπει βαθειά πρώτα να σκύψει και νακούσει τη μουσική που κλειούν τα πράματα και οι άνθρωποι. Αλλοιώς με όλη τη φαινομενική στοχαστικότητά του πολύ επιπόλαια αναλαβαίνει τη βαρύτατη ευθύνη να οδηγήσει και να διαπλάσει τις ψυχές.
Μήτε επιπόλαια αισιόδοξος, μήτε στενοσύνορα πεσιμιστής πρέπει να είναι κανείς. Η νύχτα της ζωής είναι γεμάτη άστρα. Κι όσο πιο σκοτεινή η νύχτα, τόσο πιο λαμπερά τ’ άστρα. Έτσι σ’ ένα σκαλοπάτι πιο αψηλό, αποκορυφώνουνται και σμίγουν και πλέριες γίνουνται οι δυό στενές αντίληψες.
Να ξέρεις τη φρίκη της ζωής, τη ματαιότατη και τραγικότατη και να μη σπας, παρά ν’ αντέχεις και να χαίρεσαι το θέαμα της ζήσης. Όσο πιο άρμυρα τα δάκρυα τόσο πιο ηδονικά σού δίνουν τη συναίστηση πως ζεις. Να ζεις, ν’ απλώνεις τα χέρια σου, τους λογισμούς, να χαίρεσαι τον ήλιο και τις βροχές, να νοιώθεις το χυμό της ζωής ν’ ανεβαίνει και να φουντώνει και να ξεφουντώνει μέσα στο αίμα σου, να ξέρεις πως θα πεθάνεις και να φωτοστεφανώσεις όλα με τον ηδονικότατο γαλάζιο κύκλο των εφήμερων και των ετοιμοθάνατων. Η νύχτα κ’ η θλίψη ορμή να σου γενεί για το φως και τη χαρά. Να το ευρυμέτωπο, το ολοκληρωτικό, το θεϊκό κήρυγμα της Ποίησης.
Τέτοιος δεν είναι ο κ. Καβάφης. Στάθηκε στη μέση. Δεν μπόρεσε να δει ταυτόχρονα τη διπλοπρόσωπη δακρυόγελη ζωή. Τέτοιος κανένας από όσους δικούς μας γράφουν σήμερα δεν είναι. Θαρρείς κ’ η σκέψη δε μέστωσε ακόμα ή πως ευτύς ως μεστώσει στέκει στη μέση περίφοβη και την παίρνει ο δισταγμός κι ο φόβος. Έχουμε θαρρείς και στη φιλολογική ζωή μας όλους τους πόθους της νιότης κι όλες τις ανικανότητες των γερατειών.

Κάστρο (της Κρήτης), 4/12/909
ΠΕΤΡΟΥΛΑ ΨΗΛΟΡΕΙΤΗ»

Για να μη καίγεστε!

Ο Πυθαγόρας είχε υπολογίσει τις αποστάσεις των πλανητών

http://arxaia-ellinika.blogspot.gr/2013/09/o-pythagoras-eixe-ypologisei-tis-apostaseis-twn-planhtwn.html

Ο Πυθαγόρας είχε υπολογίσει τις αποστάσεις των πλανητών

Οι Πυθαγόρειοι είχαν όλα τα «κλειδιά». Στο ρυθμό της κοσμικής μουσικής που πρώτοι «άκουσαν» οι μαθηματικοί του 6ου π.Χ. αιώνα εξακολουθεί να χορεύει η σύγχρονη Κοσμολογία.
Ένας Έλληνας καθηγητής Μουσικής και Πληροφορικής, με πανεπιστημιακές σπουδές στη Φυσική και ερευνητικό έργο στα Πυθαγόρεια Μαθηματικά απέδειξε ότι η «αρμονία σφαιρών», η περίφημη πυθαγόρεια θεωρία, έχει ακριβή εφαρμογή σε όλους τους γνωστούς μας σήμερα πλανήτες.
Ο πρώην πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών, διευθυντής του Τομέα Τεχνολογίας Ήχου, Μουσικοπαιδαγωγικής και Βυζαντινής Μουσικολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χαράλαμπος Σπυρίδης ανακοινώνει στο επιστημονικό συμπόσιο «Φιλοσοφία και Κοσμολογία» τους αριθμούς που εκφράζουν σε αστρονομικές μονάδες τις αποστάσεις των πλανητών από τον Ήλιο πιάνοντας το νήμα από τους Πυθαγορείους.
Αριθμοί
Ο κ.Σπυρίδης διατυπώνει «μια καθολική, εξαιρετικά απλή και κομψή σχέση» που εμπεριέχει μόνον τους αριθμούς 1, 2, 3, 4 της «ιερής τετρακτύος» των Πυθαγορείων και το άθροισμά τους, τον «τέλειο» αριθμό 10.
Η «τετρακτύς» ήταν η βάση της πυθαγόρειας διδασκαλίας που πρέσβευε ότι οι ήχοι των ουράνιων σωμάτων συνθέτουν μία κοσμική μουσική, γιατί οι αποστάσεις και οι ταχύτητες των πλανητών και των απλανών αστέρων διέπονται από τους ίδιους αριθμητικούς λόγους που παράγουν και τη συμφωνία των ήχων.
Οι συμφωνίες των ήχων που παράγουν αρμονικό αποτέλεσμα έχουν μορφή απλών αριθμητικών σχέσεων. Επομένως κατά τους Πυθαγόρειους το μυστικό της μουσικής και της κοσμικής αρμονίας κρύβεται στις σχέσεις των τεσσάρων πρώτων φυσικών αριθμών (1, 2, 3, 4).
Ο Πυθαγόρας είναι ο πρώτος φιλόσοφος που συνδέει την Αστρονομία με τη Μουσική, υποστηρίζοντας ότι στο αρμονικό και σφαιρικό σύμπαν τα πάντα διέπονται από απλούς νόμους, που μπορούν να εκφρασθούν με τους αριθμούς της «ιερής τετρακτύος».
Με τη θεωρία της αρμονίας των σφαιρών που συνδυάζει την κοσμική αρμονία με τη μουσική αρμονία, ο μεγάλος φιλόσοφος επιχείρησε να εξηγήσει τη θέση και την κίνηση των πλανητών στον ουράνιο θόλο. Χρησιμοποιώντας μουσικούς όρους, δηλαδή εύφωνα μουσικά διαστήματα, καθόρισε υπό μορφήν κλίμακας τις μεσοπλανητικές αποστάσεις.
Ακολούθως, αντιστοιχίζοντας τα μουσικά διαστήματα σε μετρικές αποστάσεις, κατόρθωσε πρώτος να υπολογίσει σε Δελφικά στάδια τις μεσοπλανητικές αποστάσεις των «ουρανίων γεννητών», όπως ονόμασε τα ουράνια σώματα ο Πλάτωνας παίρνοντας το νήμα από τον Πυθαγόρα.
Ο Πυθαγόρας τον 6ο π.Χ. αιώνα δέχθηκε ότι η μουσική απόσταση μεταξύ Γης και Σελήνης είναι ένας τόνος και η μετρική απόσταση μεταξύ τους είναι 126.000 Δελφικά στάδια, δηλαδή 22.371.300 μέτρα.
Σχεδόν 24 αιώνες μετά δύο Γερμανοί αστρονόμοι, ο Γιόχαν Μπόντε και ο Τίτιους, προσδιορίζουν τις θέσεις των γνωστών τότε πλανητών του ηλιακού μας συστήματος με ικανοποιητική ακρίβεια. Η εμπειρική ανακάλυψή τους, ανερμήνευτη μέχρι σήμερα, έμεινε γνωστή ως ο κανόνας Μπόντε-Τίτιους.
Ο κανόνας των Γερμανών αστρονόμων έπαψε να δίνει αξιόπιστα αποτελέσματα όταν επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί στους «νεότερους» πλανήτες και στη ζώνη πέρα από τον Πλούτωνα, μία από τις συναρπαστικότερες περιοχές του ηλιακού συστήματος, γεμάτη αντικείμενα από βράχο και πάγο που περιστρέφονται γύρω από τον Ήλιο σε τεράστιες αποστάσεις.
Ο καθηγητής Σπυρίδης, μελετώντας επί σειρά ετών τις πλατωνικές απόψεις «περί των θείων γεννητών», τις οποίες συγκέρασε με την «αρμονία των σφαιρών» του Πυθαγόρα, ανακάλυψε ότι ο κανόνας των δύο Γερμανών αστρονόμων του 18ουαιώνα αποτελεί μία μαθηματική έκφραση της πυθαγόρειας μουσικής των σφαιρών.
Στο συμπόσιο του Πανεπιστημίου Αθηνών θα αποδείξει ότι κατάφερε να επεκτείνει την ακριβή εφαρμογή της πυθαγόρειας θεωρίας σε όλους τους γνωστούς πλανήτες, ενώ θα υποδείξει συγκεκριμένες θέσεις «πλανητικών» αντικειμένων μετά τον Πλούτωνα.
Όπως δήλωσε στον «Ε.Τ.»
«Η γέφυρα που κατασκευάσθηκε και συνδέει τον κόσμο των αστρονόμων με τον κόσμο των μουσικών διασφαλίζει την αιωνιότητα μιας συμπαντικής αρμονίας σε πλήρη εξέλιξη, η οποία θα προσδιορίσει το χωροχρόνο μέσω των γνώσεων της Αστρονομίας και της Μουσικής στην εκάστοτε εποχή».
ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ

Η Google «τιμά» τον Κάρολο Κουν

Bigbook.gr.

Η Google «τιμά» τον Κάρολο Κουν και αφιερώνει το σημερινό της doodle τα 105α γενέθλιά του, καθώς γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 13 Σεπτεμβρίου του 1908 γεννήθηκε στην Προύσα, ο κορυφαίος ίσως Έλληνας θεατρικός σκηνοθέτης.
Η ζωή του

Ο Κάρολος Κουν ενηλικιώθηκε στην Πόλη, ενώ η φοίτησή του στη Ροβέρτειο Σχολή με μαθητές από όλα τα Βαλκάνια υπήρξε η φυσική ακολουθία ενός πολυπολιτισμικού περιβάλλοντος. Επειτα από μόλις ένα έτος σπουδών στη Σορβόνη, εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα (1929) και αναλαμβάνει χρέη καθηγητή Αγγλικών στο Κολλέγιο Αθηνών, όπου και υπογράφει τις πρώτες σκηνοθεσίες του ομώνυμου ερασιτεχνικού θιάσου. Το 1934 θα ιδρύσει με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον δημοσιογράφο Διονύσιο Δεβάρη τη «Λαϊκή Σκηνή» (1934-1936), το σημαντικότερο πειραματικό θέατρο της εποχής και επίκεντρο καλλιτεχνικής πρωτοπορίας.

Οι νεωτερισμοί του, δεν στόχευαν σε άμουσες προκλήσεις ή προσωπική αυτοπροβολή, αλλά στη διεύρυνση του φιλοθεάμονος κοινού και στην ανάδειξη της ρωμέικης ψυχής, σκοποί που επιτελούνταν, εκτός των άλλων, και από την επιλογή ηθοποιών από την «καρδιά» των λαϊκών στρωμάτων. Χαρακτηριστική είναι η αγγελία για το σχηματισμό του θιάσου της «Λαϊκής Σκηνής», όπου αναζητούνταν «200 νέοι και νέαι, κατά το πλείστον παιδιά του λαού που βιοπαλαίουν».

Η λαϊκή-νησιώτικη ζωή, οι βυζαντινές αγιογραφίες, οι αναπαραστάσεις των αρχαίων αγγείων και κυρίως η μακραίωνη παράδοση της δημοτικής ποίησης υπήρξαν για τον Κουν ο ομφάλιος λώρος που συνέδεε τα αρχαία δράματα με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ενας ενδιάμεσος κρίκος που μετρίαζε τη χρονική απόσταση και με ό,τι αυτή συνεπάγεται στην απόκλιση με τα σύγχρονα ήθη και έθιμα. Το ιδιαίτερο θεατρικό του ύφος προσδιορίστηκε από τον ίδιο τον δημιουργό ως «λαϊκός εξπρεσιονισμός», που αποδίδεται συνοπτικά σαν στυλιζάρισμα ορισμένων εκφραστικών μέσων προκειμένου να αποδοθεί το πριτιμίβ λαϊκό στοιχείο.

Γνωστός λάτρης του βωβού κινηματογράφου, προσέδιδε ιδιαίτερη σημασία στην έκφραση και κυρίως την κινησιολογία, την «ευγλωττία του σώματος», η οποία αποδόθηκε πρωτοφανώς στα χορικά μέρη της αρχαίας τραγωδίας. Ο Κουν επιχειρούσε να απομακρύνει από το αρχαίο δράμα τον σχολαστικισμό και τα ακαδημαϊκά πρότυπα, θεωρώντας τον ακαδημαϊσμό «θάνατο του θεάτρου» και «πηγή στερεότυπων». Η εκλαΐκευση των αρχαίων δραμάτων, χωρίς ωστόσο να αναιρείται η βαθύτερη ουσία τους, υπήρξε ενδεικτική της αγάπης του για το κοινό και της επιθυμίας του να το διευρύνει, καθώς δεν θεωρούσε το θέατρο υπόθεση μιας περιχαρακωμένης κάστας μυημένων.

Αντίθετα με την ιδιώνυμη αισθητική «λαϊκού εξπρεσιονισμού», που επέλεξε την τριετία που διηύθυνε τη «Λαϊκή Σκηνή», στο Θέατρο Τέχνης επικράτησαν το ψυχολογικό δράμα και η ανάλογη πλαστικότητα με την οποία είθισται να αποδίδεται στη θεατρική σκηνή. Το χρονικό διάστημα μεταξύ της βραχύβιας «Λαϊκής Σκηνής» και της ίδρυσης του Θεάτρου Τέχνης (1942) ξεχωρίζει η συνεργασία με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη (1939-1941), ενώ δεν πρέπει να λησμονείται και η μετέπειτα θητεία του Κουν στην Εθνική σκηνή (1950-1953), την περίοδο δηλαδή εκείνη κατά την οποία το Θέατρο Τέχνης ανέστειλε τη λειτουργία του λόγω οικονομικών προβλημάτων (1949-1954).

«Ας μη μας καταλογισθεί ούτε αυθάδεια μήτε αναίδεια», προλάμβανε ο Κουν τους θεατρόφιλους, καθώς γνωστοποιούσε ότι το Θέατρο Τέχνης όφειλε να ξεχωρίζει από οτιδήποτε άλλο είχε μέχρι τότε επιχειρηθεί στο ελληνικό θεατρικό στερέωμα. Από τις βασικές αρχές του Θεάτρου Τέχνης ξεχώριζαν η καταπολέμηση του βεντετισμού και η ταυτόχρονη έμφαση σε ένα θέατρο συνόλου. Ο Κάρολος Κουν προσδοκούσε να αλλάξει ριζικά την ελληνική θεατρική πραγματικότητα, που υπήρξε εν πολλοίς μια συνισταμένη παρεμβατικότητας από πολιτικές δυνάμεις και μαικήνες του θεάτρου. Το θέατρο συνόλου προϋποθέτει στον σκηνοθετικό θώκο σπουδαίους δημιουργούς, καθώς ο σκηνοθέτης οφείλει να συνδυάζει καλλιτεχνική παιδεία, αντιληπτική και διαισθητική ικανότητα, προκειμένου να επιφέρει αρμονία και ώσμωση, την πολυπόθητη «χημεία». Από τη συγκεκριμένη ανάγκη ομοψυχίας και σταθερότητας προήλθε και η ίδρυση της ομώνυμης σχολής, ενώ η σχετική μονιμότητα στα μέλη του θιάσου οδήγησε ορισμένους σε άδικες επικρίσεις περί άβατου.

Η ασκητική αισθητική του Θεάτρου Τέχνης υπήρξε απότοκη της εσωτερικότητας των κειμένων και ερχόταν σε συστοιχία με τα πενιχρά μέσα και τον περιορισμένο σκηνικό χώρο. Τα αντικείμενα στη σκηνή δεν περιορίζονταν στην αναπαράσταση της εξωτερικής πραγματικότητας, αλλά αποκρυστάλλωναν τα αδιόρατα χαρακτηριστικά εκείνων που τα μετέρχονταν. Η οξυμμένη διαίσθηση του Κουν και η επιλογή συγκεκριμένου δραματολογίου τον ώθησαν σε μια ιδιότυπη επιλογή ηθοποιών, όπου, υποσκελίζοντας τα εξωτερικά γνωρίσματά τους, αναζητούσε «έναν υπόγειο ήχο, ένα αόρατο σημάδι». Ο Κάρολος Κουν υπήρξε από τους πρώτους στο ελληνικό θέατρο που ακολούθησε την -καθιερωμένη πλέον- μέθοδο Στανισλάφσκι, κατά την οποία «ο ηθοποιός οφείλει να φέρει εντός του και στην προσωπική του ζωή τον ρόλο που αναλαμβάνει».

Το Θέατρο Τέχνης παρουσίασε στο ελληνικό κοινό εκείνους τους συγγραφείς που τα επόμενα χρόνια θα ανακηρυχθούν ιερά τέρατα του παγκόσμιου θεάτρου. Μπέκετ, Μπρεχτ, Αραμπάλ, Φο και Λόρκα είναι μόνο μερικά από τα ονόματα που πέρασαν τα ελληνικά σύνορα, υπό τη σκηνοθετική επιμέλεια του Καρόλου Κουν, ενώ ως προς το εγχώριο δραματολόγιο έδωσε το βάπτισμα του πυρός ή πρόβαλε εκ νέου σπουδαίους έλληνες συγγραφείς, όπως τον προσφάτως εκλιπόντα Ιάκωβο Καμπανέλλη, τη Λούλα Αναγνωστάκη και τον Δημήτρη Κεχαΐδη.

Δάσκαλος, σκηνοθέτης, δραματουργός, ηθοποιός, σκηνογράφος και ενίοτε μεταφραστής, ο Κάρολος Κουν δεν δίστασε να αναδείξει στη θεατρική σκηνή τα ιδιαίτερα συνεκτικά στοιχεία του αρχαίου και του νεότερου δράματος, δημιουργώντας μια αμφίδρομη σχέση ως προς την ερμηνεία και την αναπαράστασή τους. Με την ίδρυση του Θεάτρου Τέχνης ο Κάρολος Κουν πρόσφερε σκέπη και ελευθερία σε εν δυνάμει τεράστιες πνευματικές μορφές, ώστε να ξεδιπλώσουν κάθε πτυχή από το ιδιαίτερο ταλέντο τους. Γι' αυτό θα ήταν ολίσθημα αν υποστηρίζαμε ότι άλλαξε αποκλειστικά και μόνο τη θεατρική πραγματικότητα της χώρας.

ΠΗΓΗ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Δημοφιλείς αναρτήσεις